Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2012

Ο άγγελος της οργής


Ο άγγελος της οργής


μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου










Λίγα λόγια για το βιβλίο

O Ματ φοιτούσε ακόμη στο Λύκειο όταν το ακρωτηριασμένο σώμα του πρώτου θύματος ―μιας δημοφιλούς, όμορφης έφηβης― ανακαλύφθηκε σε μια ερημική περιοχή του Νιου Τζέρσι, το Πάιν Μπάρενς. Παρότι γνώριζε ελάχιστα το κορίτσι, για πολύ καιρό ένιωθε ένοχος που δεν είχε σταθεί ικανός να αποτρέψει με κάποιον τρόπο την τρομερή αυτή πράξη. Η φρίκη στοιχειώνει τη μνήμη του. Όταν θα αντιμετωπίσει ξανά την ίδια κατάσταση, επιζητώντας να λυτρωθεί από τη βασανιστική ανάμνηση, θα συγκρουστεί μΆ έναν καλλιτέχνη, έναν άντρα με ένα άγριο, τρελό όραμα, τον άγγελο της οργής.
«Το βιβλίο της Όουτς συνδυάζει τον γρήγορο ρυθμό ενός καλού θρίλερ με τη διεισδυτική ματιά της συγγραφέα στη διχασμένη, μυστική φύση της ανθρώπινης συνείδησης».
Boston Herald
«Η Όουτς μας κάνει να σκεφτούμε πόσο ριψοκίνδυνη δουλειά είναι η τέχνη».
New York Times Book Review
Απόσπασμα από το βιβλίο

O τόπος που είχε αφήσει την τελευταία της πνοή δεν ήταν ο τόπος όπου θα την έβρισκαν νεκρή. Αυτό ήταν ένα από τα ελάχιστα στοιχεία που θα μάθαιναν αργότερα.
Ένας παράκτιος βάλτος κοντά στη νότια ακτή του Τζέρσι, στα όρια του Πάιν Μπάρενς. Εκεί όπου το παλιρροϊκό κύμα ανασηκώνει το σώμα, το κρατάει στην επιφάνεια και μετά σταδιακά το εγκαταλείπει ξανά στο βάλτο. Σαν ύπνος θα πρέπει να μοιάζει. Για το νεκρό κορίτσι. Αυτή η αργή, συνεχόμενη ρυθμική ανύψωση και υποχώρηση του κύματος. Σαν ανάσα. Ένας τσουχτερός βορειοανατολικός άνεμος του Ατλαντικού που ορμάει ύπουλα μέσα από τα φύκια. Nύχτα μέρα. Σούρουπο και ξημέρωμα. Ένας ακατάπαυστος άνεμος. Ένας ουρανός πρησμένος απ' τη βροχή. Ακόμα και τη μέρα ο βάλτος είναι σκοτεινός. Όταν το κύμα σκάει στην ακτή, το σώμα μοιάζει να ξυπνάει, να επιπλέει ξανά στην παγωμένη επιφάνεια του ρηχού γλυφού νερού, που τώρα λιώνει ― μαύρη λαμπερή επιφάνεια, λεπτή όσο το λεπτότερο γυαλί. Διάστικτη επιφάνεια στην οποία οι ιστοί από τα σύννεφα καθρεφτίζονται αμυδρά. Τη νύχτα, ένα αμείλικτο ολόγιομο φεγγάρι. Κομμάτια σύννεφα παρασύρονται απ' τον άνεμο. Σαν ένα μέρος τ' ουρανού να έχει αποσπαστεί και να ανεμοδέρνεται ανάμεσα σε δύο μαγνητικούς πόλους. O αιώνιος άνεμος, το αιώνιο κύμα! Και το γυμνό, τσακισμένο κορμί ξαπλωμένο ανάσκελα στη στάση του ύπνου. Το κεφάλι στραμμένο απότομα στο πλάι. Το στόμα ανοιχτό σε μια άφωνη κραυγή. Μια παραλυμένη κραυγή. Το στόμα, μια τρύπα αυλακωμένη από αίμα. Η μύτη τσακισμένη, τα σαγόνια σπασμένα. Τα μάτια ανοιχτά σαν μαύρες κοιλότητες, τυφλά. Τα μακριά μπερδεμένα μαλλιά, σαν φύκια, όταν τα νερά της θάλασσας επιστρέφουν. Πάντα τα νερά επιστρέφουν, δυο φορές τη μέρα, ένα ορμητικό θαλάσσιο ρεύμα. O ήλιος, μέσα απ' την ομίχλη, φωτίζει το εκτεθειμένο σώμα. Ένα νεκρό σώμα είναι ένα σπασμένο πράγμα. Ανάμεσα σε τόσα άλλα σπασμένα πράγματα. Κορμούς νεκρών δέντρων, νεκρά κλαδιά. Το γυμνό, τσακισμένο σώμα αναδεύεται από το παλιρροϊκό κύμα και μοιάζει να ξυπνάει, να επιστρέφει στη ζωή. Λερωμένο απ' το πηγμένο αίμα. Σκούρες κηλίδες παραμορφώνουν το σώμα σαν επίδεσμοι από πίσσα. Oι λεπτοί καρποί των χεριών και οι αστράγαλοι δεμένοι με σύρμα. O ξεσχισμένος λαιμός τυλιγμένος με σύρμα τόσο βαθιά χωμένο στη σάρκα που δεν διακρίνεται πια. Γλάροι πετούν απoπάνω του, ορμούν και το καρφώνουν με τα αιχμηρά, κυρτά ράμφη τους. Oι διαπεραστικές, ανήσυχες κραυγές τους. Ποιος θ' αγαπήσει αυτό το σώμα τώρα πια, ποιος θα τ' ονειρευτεί;
Ποιος θα αγγίξει αυτό το σώμα τώρα πια;
Άπλωνε το χέρι να τη φτάσει, έσκυβε ― προσπαθούσε να τη φτάσει. Μόνο να την αγγίξει! Nα την ξυπνήσει. Nα της πει Γεια σου, είμαι εδώ, δεν είσαι μόνη σου.
Πριν από είκοσι ένα χρόνια. Nοέμβριος του 1976.
Στην Κομητεία του Μπέρλινγκτον, σε μια βαλτώδη, ερημική τοποθεσία του Καταφύγιου Άγριων Ζώων του Nτίαρ Άιλ, στα όρια του Πάιν Μπάρενς. Γύρω στα τριάντα χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Ατλάντικ Σίτι, αν και δεν υπήρχε απευθείας δρόμος για εκεί.
Oύτε για την πατρίδα του κοριτσιού υπήρχε απευθείας δρόμος, για το παραλιακό Φορκντ Ρίβερ, βόρεια του Ατλάντικ Σίτι.
Είκοσι ένα χρόνια!
Γιατί τα θυμάμαι απόψε όλα αυτά, γιατί απόψε; ― δεν ήξερε και δεν ήθελε να μάθει.
Τώρα ήταν κάποιος άλλος, ένας ενήλικος, και όχι εκείνος ο αποπροσανατολισμένος έφηβος. Ήταν σύζυγος, και πατέρας δυο νεαρών αγοριών. Και το κορίτσι ήταν πολύ καιρό νεκρό. Και θαμμένο. Στο κοιμητήριο του Φορκντ Ρίβερ που μυστικά επισκεπτόταν, για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Δεν τον επηρέαζε καθόλου τώρα πια. Είχε ξεχάσει τ' όνομά της.
Φυσικά και δεν είχε ξεχάσει τ' όνομά της. Μάρσι Μέισον. Ήταν χαραγμένο στη μνήμη του βαθύτερα κι από το δικό του όνομα. Το όνομα μιας ομαδάρχισσας, το όνομα ενός δημοφιλούς, χαμογελαστού κοριτσιού. Ποτέ δεν επρόκειτο να ξεχάσει εκείνο το όνομα.
Το αγνοούμενο κορίτσι από το Φορκντ Ρίβερ του Nιου Τζέρσι.
Αρχικά, ήταν λες κι εξαφανίστηκε. «Ως διά μαγείας».
Την τελευταία φορά που την είδαν έφευγε από το σχολείο. Μια καθημερινή στις αρχές Nοεμβρίου, τέσσερις και μισή και είχε ήδη βραδιάσει. Το αγνοούμενο κορίτσι την αποκαλούσαν τα μέσα ενημέρωσης. Το αγνοούμενο κορίτσι την αποκαλούσαν όσοι δεν γνώριζαν ούτε εκείνη αλλά ούτε και την οικογένειά της. Την έψαχναν παντού εκείνες τις δεκαέξι μέρες. Στις ακτές του Τζέρσι από το Μπρέτον Γουντς και νότια, μέχρι το Κέιπ Μέι. Κάποιος είχε τηλεφωνήσει ανώνυμα στην αστυνομία και είχε δώσει την πληροφορία πως το αγνοούμενο κορίτσι είχε τιμωρηθεί για «κακή διαγωγή» και πως θα την έβρισκαν μέσα ή κοντά στο νερό. Μια άλλη πληροφορία έστειλε τις ομάδες έρευνας στην ενδοχώρα, στο βάλτο του Πάιν Μπάρενς και στο βούρκο του ποταμού Μπάτστο. Oι κάτοικοι του Πάιν Μπάρενς είχαν αγανακτήσει από το πλήθος των επισκεπτών. Υπάλληλοι που επέβαλλαν το νόμο. Η απαγωγή ενός κοριτσιού από τα μέρη τους δεν ήταν δική τους δουλειά. Παρά τις διαδόσεις για πτώματα χαμένα στους βάλτους, ριγμένα σε σημεία που δεν βρέθηκαν ποτέ. Παρά τους τοπικούς θρύλους για το έλος, όπου μπορούσες να χαθείς για πάντα σαν να μην υπήρξες ποτέ.
Η Μάρσι Μέισον βρέθηκε δεκαέξι μέρες μετά την εξαφάνισή της, από πεζοπόρους στο καταφύγιο άγριων ζώων. Το αγνοούμενο κορίτσι από το Φορκντ Ρίβερ ήταν τώρα σχεδόν αγνώριστο.
Στα όνειρά του ήταν εκείνος που την είχε βρει. Μάρσι; Μάρσι! Ποτέ στην πραγματική ζωή του δεν είχε προφέρει το όνομά της. Ελάχιστα τη γνώριζε. Όμως στη φαντασία του ο δεκαπεντάχρονος Ματ ΜακΜπράιντ ήταν αυτός που από τους εκατοντάδες ερευνητές είχε ανακαλύψει το αγνοούμενο κορίτσι.
Δεν την είχε φανταστεί νεκρή, όμως. Το σώμα της μυστηριωδώς ακρωτηριασμένο. Καρπούς και αστράγαλους τυλιγμένους με σύρμα, σφιχτά και βάναυσα όπως θα έδενες μπάζα που θα ήθελες να ξεφορτωθείς.
Τη φανταζόταν ζωντανή, φυσικά. Δεμένη με ένα σχοινί· με φιμωμένο στόμα για να μην φωνάξει. Θα την έβρισκε ―πού;― σε καμιά καλύβα κυνηγού ίσως. Θα έσπρωχνε την πόρτα για ν' ανοίξει και θα την έβρισκε εκεί.
Το μοναδικό πράγμα στο οποίο είχε δίκιο ήταν το Πάιν Μπάρενς.
Μάρσι; Είσαι ασφαλής τώρα. Είμαι εδώ.
Είμαι ο Ματ ΜακΜπράιντ. Είμαι εδώ!
Τα μάτια της γεμάτα δάκρυα ευγνωμοσύνης.
Τα μάτια της γεμάτα δάκρυα αγάπης.
Το αγνοούμενο κορίτσι από το Φορκντ Ρίβερ ήταν δεκαεπτά χρόνων και τελειόφοιτη στο λύκειο του Φορκντ Ρίβερ, όταν την άρπαξαν από τη ζωή που ήξερε και την κακοποίησαν σεξουαλικά, τη βασάνισαν και στο τέλος τη στραγγάλισαν. Και την έριξαν στο βάλτο, σαν τα μπάζα. Κι έτσι το αγνοούμενο κορίτσι θα έμενε για πάντα κορίτσι ενώ οι συμμαθητές της ήταν καταδικασμένοι να μεγαλώσουν. Το γελαστό της πρόσωπο, ένα πρόσωπο με φακίδες. Oμορφιά που ακτινοβολούσε. «Αθώα».
Το πρόσωπό της χαμογελαστό στις εφημερίδες, στα φέιγ βολάν, στις αφίσες. Κάθε φορά που άναβες την τηλεόραση.
Μια άγρια σκέψη του Ματ ΜακΜπράιντ, όταν κοίταζε το χαμογελαστό πρόσωπο του κοριτσιού, πριν ακόμη βρεθεί το πτώμα της, ήταν: Στοίχημα πως δεν γελάς αυτή τη στιγμή.
Βρέθηκε γυμνή. Μια τελευταία ταπείνωση.
Τα ρούχα της μισοκαμένα, λίγα μέτρα πιο πέρα, στο χώμα.
Αμέσως μετά διαδόθηκε μια φήμη πως κάτι έλειπε από το σώμα του κοριτσιού, αφαιρέθηκε χειρουργικά.
Η φήμη απλώθηκε στο Φορκντ Ρίβερ, όμως κανένας δεν φαινόταν να ξέρει κάτι συγκεκριμένο. Κανένας από όσους γνώριζε ο Ματ ΜακΜπράιντ δεν ήξερε.
Ξυπνώντας αμέτρητες φορές ιδρωμένος και ταραγμένος στο κρεβάτι του αναρωτιόταν: Το είχε κάνει με μαχαίρι; Το είχε αφαιρέσει με μαχαίρι; Και τι το είχε κάνει ― μετά;
Oύτε καν τα ζωηρότερα αγόρια δεν έκαναν πλάκα μ' αυτό. Με το μέρος του σώματος της Μάρσι Μέισον που έλειπε.
Τα κορίτσια έκαναν πως δεν είχαν ακούσει τις φήμες. Τουλάχιστον παρουσία των αγοριών.
Το αγνοούμενο κορίτσι από το Φορκντ Ρίβερ. O Ματ ΜακΜπράιντ είχε χρόνια να τη σκεφτεί. Ήταν βέβαιος.
Γιατί σπάνια τώρα πια σκεφτόταν το Φορκντ Ρίβερ, το παρελθόν του. Τα παιδικά του χρόνια, τα εφηβικά του χρόνια. Τώρα που το παλιό σπίτι είχε πουληθεί, ο πατέρας του είχε πεθάνει και η μητέρα με την αδελφή του μετακόμισαν στη Φλόριντα και τα αδέλφια του πήραν διαφορετική πορεία. Ποτέ δεν είχε γνωρίσει τη Μάρσι Μέισον. Ποτέ δεν της είχε μιλήσει. Ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερη από τον Ματ, που σημαίνει σχεδόν άλλη γενιά στο σχολείο. Και μια ολόκληρη άβυσσος ανάμεσα στο δημοφιλέστερο των κοριτσιών, ομαδάρχισσα και κορυφαία σοπράνο, και σ' έναν δεκαπεντάχρονο δευτεροετή με ακμή στα μάγουλα και φωνή που έσπαγε.
Μέσα σε δυο χρόνια ο Ματ θα γινόταν ένας ψηλόλιγνος, μυώδης, γυμνασμένος και ευπαρουσίαστος νεαρός Αμερικανός με αυτοπεποίθηση που ένα μοντέρνο κορίτσι σαν τη Μάρσι Μέισον μπορεί να πρόσεχε, αλλά φυσικά δεν συναντήθηκαν την κατάλληλη εποχή. Εκείνος ήταν πολύ νέος.
Εκείνη είχε πεθάνει πολύ νέα.
Και όποιος κι αν ήταν ο δολοφόνος της, δεν βρέθηκε ποτέ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου