Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Λειβαδίτης Τάσος: Σύγχρονος Κολοσσός Ποιητής

Λειβαδίτης Τάσος: Σύγχρονος Κολοσσός Ποιητής

 
                    

                                               Βιογραφικό

                 ...Ζήσαμε πάντοτε άλλου και μόνον όταν κάποιος μας αγαπήσει ερχόμαστε για λίγο.
     Απ' τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες ποιητές, ανήκει στο 1ο μεταπολεμικό κύμα καλλιτεχνών μας. Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης, του Λύσανδρου και της Βασιλικής Κοντοπούλου, γεννήθηκε στην Αθήνα, -βράδυ Ανάστασης- 20 Απρίλη 1922. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μεταξουργείο. Ο πατέρας του καταγόταν απ' την Αρκαδία, ήταν εύπορος μεγαλέμπορος που πτώχευσε λόγω του πολέμου. Η μητέρα του ήταν Αθηναία. Από τα 4 αδέρφια του -ήταν ο μικρότερος- τα 2 ήταν καλλιτέχνες. Ο Μίμης μουσικός της Λυρικής, ο Αλέκος, επιτυχημένος ηθοποιός του θεάτρου και κινηματογράφου, που πέθανε το 1980 κι αυτός από την ίδια πάθηση με τον ποιητή κι επίσης ο ανηψιός του ήταν ο γνωστός ηθοποιός Θάνος Λειβαδίτης.

                                 Απλοί Στίχοι

                         Ένα σπίτι για να γεννηθείς
                               ένα δέντρο για ν' ανασάνεις
                               ένας στίχος για να κρυφτείς
                               ένας κόσμος για να πεθάνεις.


     Το 1934 τελειώνει τη στοιχειώδη εκπαίδευση και γράφεται στο 9ο Γυμνάσιο στη πλατεία Κουμουνδούρου, κοντά στο πατρικό του σπίτι στην οδό Λεωνίδου. Το 1940 γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών. Δε θα τελειώσει όμως ποτέ καθώς αφιερώνεται  στη ποίηση και στην Αντίσταση, οργανώνεται στις τάξεις της ΕΠΟΝ. Το 1943, στη καρδιά της Κατοχής, χάνει τον πατέρα του, ενώ αργότερα -κι ενώ είναι εξόριστος στη Μακρόνησο (1951)- χάνει και τη μητέρα. Το 1946 παντρεύεται τη Μαρία, 2τοκη κόρη του Γεωργίου Στούπα και της Αλεξάνδρας Λογοθέτη. Κείνη στάθηκε στήριγμα όχι μόνο στα σκληρά χρόνια της εξορίας του, συντηρώντας τη μητέρα του αλλά και φύλακας–άγγελος σ' όλη του τη ζωή. Ο ποιητής την έχει ηρωίδα του στο "Αυτό Το Αστέρι Είναι Για Όλους Μας" που της το αφιερώνει.

                "Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά-κοντά
                  για να μη τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε
".

     Η του δημοσίευση έγινε το 1946 στο περιοδικό του Δημήτρη Φωτιάδη, Ελεύθερα Γράμματα (τ. 55, 15 Νοέμβρη), όπου βρίσκανε χώρον έκφρασης οι αριστεροί διανοούμενοι της εποχής. Το ποίημα που δημοσιεύτηκε, ήταν "Το Τραγούδι Του Χατζηδημήτρη". Το 1947 δημοσιεύεται στη Νέα Εστία, το εκτενές ποίημα του "Η Κυρά Της Όστριας". Εκδίδει μαζί με άλλους νέους, το λογοτεχνικό περιοδικό Θεμέλιο.

                                   Νύχτα

                                Σκοτεινή νύχτα απόψε.
                                      Τί θα συμβεί;
                                    Ούτε ένα άστρο.
                                  Τα πλοία ακίνητα.
                           Έσβησα τη λάμπα και περίμενα.
                              Ώ προσδοκίες αιώνων!

     Ανέπτυξε έντονη πολιτική δράση στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί απ' το 1947 ως το 1951. Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο (μαζί μ' άλλους πνευματικούς ανθρώπους της Αριστεράς: Κατράκη, Ρίτσο, Δεσποτόπουλο, Αλεξάνδρου, Πατρίκιο, Καρούζο κ.α.), μετά στον Άϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε λεύτερος το 1951. Το "Φυσάει Στα Σταυροδρόμια Του Κόσμου" θεωρήθηκε ανατρεπτικό κήρυγμα και κατασχέθηκε αργότερα κι ο ποιητής θα συρθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Αιτία το φιλειρηνικό του περιεχόμενο. Βρισκόμαστε στη καρδιά του ψυχρού πολέμου. Στις 10 Φλεβάρη 1955, δικάζεται στο 5μελές Εφετείο και πλήθος κόσμου, ανάμεσα τους πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών, θα παρακολουθήσουν αυτή τη πνευματική δίκη όπου ο ποιητής θα μετατρέψει το εδώλιο σε βήμα και όπου θα διατυπώσει την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του. Θα συγκινήσει όχι μόνο το ακροατήριο αλλά και τους δικαστές που τελικά θα τον αθωώσουν πανηγυρικά.

 με τη κόρη του στη Μακρόνησο

    «Γι' αυτό σου λέω. Μη κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο. Μη ξυπνάς: θα μετανιώσεις».

      Πρωτοστατεί στην ίδρυση του περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης, του οποίου θα 'ναι τακτικός συνεργάτης ως τη διακοπή της έκδοσής του, λόγω της χούντας. Η του ποιητική συλλογή "Μάχη Στην Άκρη Της Νύχτας" -περιγράφει με σκληρό κι εύγλωττο τρόπο τις συνθήκες διαβίωσης των εξορίστων, συνεπεία πολιτικών πεποιθήσεων- εκδόθηκε το 1952 και τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε και "Αυτό Το Αστέρι Είναι Για Όλους Μας". Το 1953 ακολούθησε το "Φυσάει Στα Σταυροδρόμια Του Κόσμου", που τιμήθηκε με το Α' Βραβείο στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας Βαρσοβίας. Το 1956 δημοσιεύει τον "Άνθρωπο Με Το Ταμπούρλο" και το 1957 κερδίζει το Α' Βραβείο Ποίησης Δήμου Αθηναίων για τη "Συμφωνία αρ. 1". Έγραψεν επίσης κι ένα μικρό τόμο με τίτλο: «Έλληνες Ποιητές», που αναφέρεται στις συλλογές που εκδόθηκαν στα 1978-81 κι αποτελεί απογραφή 74 ποιητικών συλλογών.

                        ...Έξαλλου δε ζητήσαμε τη νίκη...
                                           μονάχα λίγη μουσική
...

     Εργάστηκε στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954, όπου κρατά τη στήλη της κριτικής βιβλίου και ποίησης, μέχρι το 1980, μ' εξαίρεση στα 1967-74 που η εφημερίδα έχει κλείσει λόγω δικτατορίας. Σ' αυτό το διάστημα αλλά κι αργότερα, μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης, για βιοποριστικούς λόγους, με το ψευδώνυμο Α. Ρόκκος. Ακολουθούν τα βιβλία: 1958 "Οι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια", 1960 "Καντάτα". Το 1961 τον Οκτώβρη, περιοδεύει με τον Μίκη Θεοδωράκη την επαρχία, Καβάλα, Δράμα, Σέρρες, Λάρισα, Νάουσα, Βέροια, όπου ανάμεσα στα μουσικά διαλείμματα των συναυλιών απαγγέλει ή συνομιλεί με το κοινό. Την ίδια χρονιά γράφει το σενάριο της ταινίας "Συνοικία Το Όνειρο" με τους Κατράκη, Αλεξανδράκη, Γεωργούλη, όπου ακούγονται τα τραγούδια του "Βρέχει Στη Φτωχογειτονιά" "Σαββατόβραδο" "Δραπετσώνα" και που αργότερα με άλλα τραγούδια δικά του, θα τα συμπεριλάβει ο Θεοδωράκης στο δίσκο του "Πολιτεία". Η ταινία θα απαγορευτεί από τη λογοκρισία.

                                      Παραμύθι

          Οι βασιλιάδες χωράνε σ’ ένα κουτί από σπίρτα όταν κοιμάσαι.
           Και τα σκυλιά, το βράδυ, κοιτάζουν δακρυσμένα προς τα κει που
                                      ήμαστε κάποτε παιδιά.

     Το 1965 εκδίδονται σε τόμο με τίτλο "Ποίηση 1952-65" όλες οι μέχρι τότε ποιητικές του συλλογές. Μεταξύ 1967-72, βυθίζεται στη σιωπή, μένοντας άνεργος και βουβός, εξόν από μιαν έκδοση διηγημάτων με τίτλο: "Το Εκκρεμές", το 1969. Το 1972 εκδίδει το "Νυχτερινός Επισκέπτης" που οι κριτικοί το θεωρούν έναρξη της β' φάσης του έργου του. Παράλληλα αποστασιοποιείται απ' τη πολιτική δράση κάνοντας στροφή ενδοσκόπησης, αναδεικνύοντας το μεγάλο φιλοσοφικό βάθος στο έργο του, ακλουθώντας μοναχικό δύσβατο και πρωτοποριακό δρόμο στη μεγάλη του τέχνη. Το 1976 του απονέμονται: το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το "Βιολί Για Μονόχειρα" και το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το "Εγχειρίδιο Ευθανασίας". Το 1978 γράφει τους στίχους των δίσκων "Τα Λυρικά", "Οκτώβρης 78" και "Λειτουργία Για Τα Παιδιά Που Σκοτώνονται Στον Πόλεμο", όλα σε μουσική Μ. Θεοδωράκη. Τραγούδια του έχει μελοποιήσει ο Μάνος Λοΐζος κι ο Γιώργος Τσαγκάρης στο δίσκο "Φυσάει" το 1993, μ' ερμηνευτή το Βασίλη Παπακωνσταντίνου με συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου. Τον Αύγουστο του 1982, αντιμετωπίζει έντονα προβλήματα υγείας. Νοσηλεύεται με καρδιακό έμφραγμα σε νοσοκομείο. Εκδίδεται ο "Τυφλός Με Το Λύχνο" τέλη 1982.

       "Άνθρωποι που έζησαν τόσο μυστικά που όταν πέθαναν ο θάνατος
                            δε βρήκε τίποτα να τους πάρει
".

      Ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Το 1985 εκδίδονται οι "Βιολέττες Για Μιαν Εποχή" -μετά τη δικτατορία, περνά απ' τις συνθέσεις σε ποιήματα ολιγόστιχα κι επεξεργάζεται μια προσωπική μυθολογία κι αυτό εκφράζεται θαυμάσια σ' αυτή τη συλλογή που θεωρείται το κύκνειον άσμα του- και το 1987 ο 2ος τόμος με τα μέχρι τότε έργα του, με τον τίτλο "Ποίηση Β" αλλά και το "Μικρό Βιβλίο Για Μεγάλα Όνειρα". Τον Οκτώβρη του 1988, εισάγεται στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο κι υποβάλλεται σε 2 αλλεπάλληλες εγχειρήσεις για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, διάρκειας 5 ωρών η καθεμία, που όμως δε μπόρεσαν ν' αποτρέψουνε το μοιραίο. Ο ποιητής του κόσμου Τάσος Λειβαδίτης αφήνει τη τελευταία του πνοή, ξημερώματα Κυριακής 30 Οκτώβρη 1988, σ' ηλικία 66 ετών. Μετά το θάνατό του, το 1990, ολοκληρώνεται κι ο 3ος τόμος των Απάντων του, με τίτλο "Ποίηση Γ". Την ίδια χρονιά εκδίδεται το έργο που άφησε στο συρτάρι του πριν πεθάνει, "Τα Χειρόγραφα Του Φθινοπώρου" (1989).

                            Απαγορεύεται Η Έξοδος

                                            Νύχτα.
                                      Μονάχα τ' άστρα.
                     Και πέρα το βάθος του ολάνοιχτου ορίζοντα,
                 εκεί που πάνε οι άνθρωποι χωρίς τα ονόματά τους.

     Όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του στη κριτική, ήτανε τόσον αφοσιωμένος στη ποίηση ώστε όσα ποιήματα του στέλνανε τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο κι όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε κι άσκησε κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, μ' άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης κι αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς.

   "Ο ποιητής προσπαθεί να φαίνεται ήρεμος. Να μοιάζει με τους άλλους. Κι
είναι στιγμές που το κατορθώνει. Όμως τις νύχτες δε μπορεί να κοιμηθεί. Οι μεγάλες φτερούγες του δε χωράνε μέσα στον ύπνο
".

                                                                    "Οι ποιητές,
                                                   φτωχοί λαθρεπιβάτες,
                                   στις φτερούγες των πουλιών
που πέφτουνε λαβωμένα
".

     Τα ποιήματά του μεταφραστήκανε στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα κι Αγγλικά. Έγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών "Ο Θρίαμβος" & "Η Συνοικία Το 'Ονειρο".
     Σύμφωνα με μελέτες, το έργο του μπορεί να χωριστεί σε 3 περιόδους:
   1. Την επαναστατική, που συναντά κανείς πολλά σοσιαλρεαλιστικά στοιχεία (μέχρι το 1966 με το βιβλίο "Οι Τελευταίοι"). Όλη αυτή η πρώτη ποιητική του περίοδος της στράτευσης όπως έχει χαρακτηριστεί, είναι εμποτισμένη απ' την αγωνιστικότητα του εξόριστου που δε διαπραγματεύεται, με κανένα τίμημα, τις ιδέες του.
   2. Τη συμβολική-αλληγορική (μέχρι το 1983 με τη συλλογή "Ο Τυφλός Με Το Λύχνο"). Από τα μέσα της 10ετίας του '60, η ποίησή του αλλάζει προσανατολισμό, εκφράζει τη πίκρα του για τα διαψευσμένα όνειρα της νιότης του και την αγωνία του μπρος στη σκληρή πραγματικότητα.
   3. Την υπαρξιακή (μέχρι τα "Χειρόγραφα Του Φθινοπώρου", που εκδόθηκαν το 1990, μετά το θάνατό του).
     Άλλα έργα του: "Οι Τελευταίοι" 1966, "Σκοτεινή Πράξη", "Χορικό" 1974, "Ο Διάβολος Με Το Κηροπήγιο" 1975, "Ανακάλυψη" 1978, "Οι Τρεις" 1975 και μετά το θάνατό του: "25η Ραψωδία Της Oδύσσειας" 1994, & "Aπάνθισμα" 1997.
     Στη ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη κυριαρχεί ο πόθος για ένα όμορφο μέλλον που θα περιλαμβάνει όλους τους ανθρώπους. Είναι ο ποιητής που μετουσιώνει σε στίχους την ιδεολογία του, που προσπαθεί να ξεσηκώσει τα πλήθη. Συνάμα όμως βιώνει και την ήττα των οραμάτων του, βλέπει τη γενιά του τσακισμένη και τα όνειρά του να πνίγονται, στην αρχή από την εθνικόφρονη βαρβαρότητα που καθοδηγείται απ' τους Άγγλους κι απ' τους Αμερικάνους και στη συνέχεια, πιο τραγικά ακόμη, απ' τα γκουλάγκ της ΕΣΣΔ και τους ανελέητους κομματικούς μηχανισμούς. Ο Παράδεισος έχει χαθεί κι ο Λειβαδίτης αρχίζει τις υπαρξιακές του αναζητήσεις.

                                    Πολύτιμος Στίχος
                             Ζήσαμε πάντοτε αλλού
                και μόνον όταν μας αγαπήσει κάποιος, ερχόμαστε για λίγο...
                    Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον
                                   είμαστε κιόλας νεκροί.


     Ένας ποιητής, όμως, που αποζητά την ομορφιά της ζωής, την ευτυχία του κόσμου, δε θα μπορούσε να μη μιλήσει για τον έρωτα. Η γυναίκα έχει σημαντική θέση στο έργο του -εκτός από ηρωικός είναι και βαθιά ερωτικός. Κι αυτό με όλη τη σημασία της λέξης και μ' όλο τον πόνο και τη συντριβή που περικλείει ο έρωτας.

   "Ό,τι κι αν κάνουν θα νικήσουμε –ο κόσμος μας ανήκει. Το μέλλον είναι μες στην τσέπη μας σαν το κλειδί..."

------------------------------------------------------------------------------------------

     Περιμένοντας Το Βράδυ

Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε,
όμως τα βραδιά
κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
κι η μουσική είναι φίλη μας
-και συχνά μέσα στον ύπνο
ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες
στον καθρέφτη πρόσωπα
που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο η ένα παράθυρο
και ξανάρχονται επίμονα
σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας
-το μέλλον είναι άγνωστο
το παρελθόν ένα αίνιγμα
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε
όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση

Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα
-τι έρωτες Θέε μου, τι ηδονές
τι όνειρα,
ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά.

                  Συμφωνία Αρ. 1
                                                    (απόσπασμα)

Ύστερα είδαμε πως δεν ήτανε πρόσωπα
μα οι σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος…
σαν ένας θεός που τον ξέχασαν κι από το βάθος του χρόνου
καλούσε βοήθεια.

O ουρανός αμίλητος και σταχτύς
το ίδιο αδιάφορος και για τους νικητές και για τους νικημένους.
Eίδες ποτέ σου μες στα μάτια των νικημένων στρατιώτων
την πικρή θέληση να ζήσουν!

Η δυστυχία σε κάνει πάντα να αναβάλεις – έφυγε η ζωή.
οι φίλοι είχαν χαθεί
κι οι εχθροί ήταν μικρόψυχοι για να μπορείς να τρέφεσαι απ’ το μίσος σου…

…και τα μάτια σου βουρκώνουν, θαμπωμένα ξαφνικά
απο τους παλιούς λησμονημένους θεούς και τις παντοδύναμες
παιδικές ευπιστίες…

Πάνω στα υγρά τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν το γέλιο
των αγέννητων παιδιών…
και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.

Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.
Γιατί οι άνθρωποι, σύντροφε, ζουν απο τη στιγμή
που βρίσκουν μια θέση
στη ζωή των άλλων.

Kαι τότε κατάλαβες γιατί οι απελπισμένοι
γίνονται οι πιό καλοί επαναστάτες.

Και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή
μπροστά στο θάνατο
ή ένα νικημένον αντίκρυ στην αιωνιότητα…

Mεγάλες λέξεις δε λέγαν πια τίποτα και τις πετούσαν στους
οχετούς.

Α, εσύ δεν είδες ποτέ το ίδιο το χέρι σου να σε σημαδεύει αλύπητα
απ’ το βάθος των περασμένων.

…Θέ μου πόσο ήταν όμορφη
σαν ένα φωτισμένο δέντρο μια παλιά νύχτα των Xριστουγέννων…

Συχώρα με, αγάπη μου, που ζούσα πριν να σε γνωρίσω.
Μισώ τα μάτια μου που πια δεν καθρεφτίζουν τό χαμόγελό σου…
Η πλατεία θα μείνει έρημη
σα μια ζωή που όλα τάδωσε, κι όταν ζήτησε κι αυτή
λίγη επιείκεια
της την αρνήθηκαν.

Χωρίς όνειρα να μας ξεγελάσουνε και δίχως φίλους πιά
να μας προδώσουν…

Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε
μια θέση
στη ζωή των άλλων.
Ή
ένα θάνατο
για τη ζωή των άλλων…

    Σε Μια Γυναίκα

Θυμάσαι τις νύχτες;
Για να σε κάνω να γελάσεις
περπατούσα πάνω
στο γυαλί της λάμπας.
«Πώς γίνεται αυτό;» ρώταγες.
Μα ήταν τόσο απλό
αφού μ’ αγαπούσες
Απαγορεύεται Η Έξοδος
Νύχτα.
Μονάχα τ’ άστρα.
Και πέρα το βάθος του ολάνοιχτου ορίζοντα
εκεί που πάνε οι άνθρωποι
χωρίς τα ονόματά τους
         Ερήμωση
Όσο θυμάμαι τη ζωή μου,
δεν είχα τίποτα δικό μου,
έξω απ’ το φόβο
κι ένα τουφέκι,
που, νύχτα, με σημάδεψαν μ’ αυτό.
Σιωπή.
Οι νεκροί ας μας συχωρέσουν.
    Αλλά Τα Βράδυα
Και να που φτάσαμε εδώ
Χωρίς αποσκευές
Μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος
Αλλά τα βράδυα τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Βέβαια αγάπησε
τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται
Αλλά τα βράδυα τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού
και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα
Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα
Αλλά τα βράδυα τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου ‘ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο
Αλλά τα βράδυα τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών
Αλλά τα βράδυα τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Δως μου το χέρι σου...
Δως μου το χέρι σου
          Βιβλικό Τοπίο Β'
Βάρβαρες φυλές με μεγάλα πέλματα
ανάσκαψαν την πατρική γη
και μόνο ένα χάνι ερειπωμένο έστεκε ακόμα
πλάι στο δρόμο,
όπου άφηναν τις ψείρες τους οι περαστικοί,
σαν τον ποιητή στο έλεος όλου του κόσμου.
      Ο Μουσικός
Συχνά τη νύχτα,
χωρίς να το καταλάβω,
έφτανα σε μια άλλη πόλη,
δεν υπήρχε παρά μόνο ένας γέρος,
που ονειρευόταν κάποτε να γίνει μουσικός,
και τώρα καθόταν μισόγυμνος μες στη βροχή
–με το σακάκι του είχε σκεπάσει πάνω στα γόνατα του
ένα παλιό, φανταστικό βιολί...
«Το ακούς;» μου λέει, «Ναι, του λέω, πάντα το άκουγα»,
ενώ στο βάθος του δρόμου
το άγαλμα διηγόταν στα πουλιά
το αληθινό ταξίδι.
           Μυστική Πύλη
Φτερούγες σάλευαν κάτω απ’ τα έπιπλα,
και στο βάθος ο σκοτεινός καθρέφτης
έκανε τα παιδιά ν’ αρρωσταίνουν συχνά,
γιατί δεν ήθελαν να μεγαλώσουν,
η μητέρα έκλαιγε και με παρακαλούσε να κατέβω,
μα έμενα ήταν η μοίρα μου να περπατάω στο ταβάνι,
μια μάχη δική μου, μητέρα, όπου πάντα ο νεκρός ήμουν εγώ.
Γι’ αυτό ήξερα και των ουρανών τη μυστική υπόγεια πύλη.
      Πού Είσαι
Έβρεχε εκείνο το βράδυ,
έβρεχε.
Ανέβηκα τα σκαλιά
κανείς στην κάμαρα
Έβρεχε;
Έτρεμε στ’ ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα
Έβρεχε...
«Φεύγω μη ζητήσεις να με βρεις. Αγαπώ άλλον!», έγραφε
Αγαπώ άλλον;
Πού είσαι; Πού να πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Πού είσαι; Πού να πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Οι δρόμοι λασπωμένοι, κίτρινα φώτα, έβρεχε
Ζευγάρια αγκαλιασμένα κάτω απ’ τις ομπρέλες τους
σε λίγο θα ανάβουνε το φως
Θα κοιτάζονται στα μάτια και θα πετάν από πάνω τους όλη τη μοναξιά
Οι φωτεινές ρεκλάμες ανοιγοκλείνουνε τα μάτια τους
Όλα στην εποχή μας διαφημίζονται γιατί όχι και αυτό …
Έβρεχε
«Αγαπώ άλλον!»
Με κόκκινα πελώρια γράμματα θα ‘ταν υπέροχη διαφήμιση
γιατί όχι και αυτό: «Αγαπώ άλλον!»
«Θα αγαπώ άλλον»;
Πού είσαι;
Πού να πάω;
Φυσάει κρυώνω
Πού είσαι;
        Ενοχή
Το ζητούσαν, λοιπόν,
σε τι είχα φταίξει,
έμενα το μόνο μου έγκλημα ήταν ότι δεν μπόρεσα να μεγαλώσω,
κυνηγημένος πάντα,
πού να βρεις καιρό,
έτσι έμεινα εύπιστος
κι αγκάλιαζα το κρύο σίδερο της γέφυρας.
Ενώ απ’ το βάθος, μακριά,
με κοίταζε σαν ξένο η πιο δική μου ζωή.
Κανείς Δεν Είναι Μόνος
«Ήρθα», έλεγες
πάντα μπαίνοντας στο δωμάτιο,
παρ’ όλο
που δε σε περίμενε κανείς.
Όμως ακριβώς αυτό
σου έδινε μια βαθύτερη απάντηση.
Αν Θέλεις Να Λέγεσαι Άνθρωπος

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ' τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ' τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ' ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα 'ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ' τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!
    Ω Θλίψη
Έπρεπε να ξεφύγω,
αλλιώς ήμουν χαμένος,
αλλά ο άγνωστος του σταθμού με περίμενε κιόλας
στην άκρη του ταξιδιού μου.
Ποιος άγνωστος;
Ήμουν εγώ ο ίδιος νικημένος
κι άνοιγα τις πόρτες στα σταματημένα βαγόνια
κι έβγαινα
απ’ την άλλη μεριά του ονείρου.
Ω θλίψη,
σε μάθαμε από παιδιά,
σχεδόν πριν γνωρίσουμε τον κόσμο.
           Δειλινό
Λεπτομέρειες ασήμαντες
που κάνουν πιο οδυνηρές τις αναμνήσεις
και τα χρόνια μας, βαλσαμωμένα πουλιά,
μας κοιτάζουν τώρα με μάτια ξένα
-αλλά κι εγώ ποιός ήμουν;
ένας πρίγκηπας του τίποτα
ένας τρελός για επαναστάσεις
κι άλλα πράγματα χαμένα
και κάθε που χτυπούσαν οι καμπάνες
ένιωθα να κινδυνεύει η ανθρωπότητα
κι έτρεχα να τη σώσω.
Κι όταν ένα παιδί κοιτάει μ' έκσταση το δειλινό,
είναι που αποθηκεύει θλίψεις για το μέλλον.
        Επίλογος
Ήταν ένας νέος ωχρός. Καθόταν στο πεζοδρόμιο.
Χειμώνας, κρύωνε.
Τι περιμένεις; του λέω.
Τον άλλον αιώνα, μου λέει.
Πού να πάω
Όσο για μένα, έμεινα πάντα ένας πλανόδιος πωλητής αλλοτινών πραγμάτων,
αλλά… αλλά ποιος σήμερα ν’ αγοράσει ομπρέλες από αρχαίους κατακλυσμούς.
Χρωματίζω πουλιά και περιμένω να κελαηδήσουν
Αλλά μια μέρα δεν άντεξα.
Εμένα με γνωρίζετε, τους λέω.
Όχι, μου λένε.
Έτσι πήρα την εκδίκησή μου και δε στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους.
Τραγουδάω, όπως τραγουδάει το ποτάμι
Κι ύστερα στο νοσοκομείο που με πήγαν βιαστικά…
Τι έχετε, μου λένε.
Εγώ; Εγώ τίποτα, τους λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μας μεταχειρίστηκαν,
μ’ αυτόν τον τρόπο.
Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι.
Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.
Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα,
αλλά εκείνη αρνείται.
Όμως απόψε, βιάζομαι απόψε,
να παραμερίσω όλη τη λησμονιά
και στη θέση της ν’ ακουμπήσω,
μια μικρή ανεμώνη.
Κύριε, αμάρτησα ενώπιόν σου,
ονειρεύτηκα πολύ μια μικρή ανεμώνη.
Έτσι ξέχασα να ζήσω.
Μόνο καμιά φορά μ’ ένα μυστικό
που το ‘χα μάθει από παιδί,
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο,
αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε.
Σαν τους θαυματοποιούς
που όλη τη μέρα χάρισαν τ’ όνειρα στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους
πιο φτωχοί κι απ’ τους αγγέλους.
Ζήσαμε πάντοτε αλλού.
Και μόνον όταν κάποιος μας αγαπήσει, ερχόμαστε για λίγο
κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.
Sos, sos, sos, sos
Φυσάει απόψε φυσάει,
τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι φυσάει,
κάτω από τις γέφυρες φυσάει,
μες στις κιθάρες φυσάει.
Φυσάει απόψε φυσάει,
μες στις κιθάρες φυσάει.
Δώσ’ μου το χέρι σου φυσάει,
δώσ’ μου το χέρι σου..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου