Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

Tick Tack Goes My Automatic Heart

Tick Tack Goes My Automatic Heart

«Mary Ann do you remember the tree by the river when we were seventeen? »
Άνοιξα τα μάτια. Το ρολόι έλεγε 5 και 5. Ναι είμαι δεκαεφτά. Δεν είμαι η Mary Ann,όχι δεν θυμάμαι το δέντρο δίπλα στο ποτάμι αλλά μου άρεσε που ξύπνησα έτσι. Ξέρω ένα δέντρο που μεγαλώνει στο Μπρούκλιν αλλά όχι δεν είμαι η Mary Ann.. Μπορεί όμως να ήμουν κάποτε…
Φασαρία στις 5 και 5
Μπόλικοι χτύποι καρδιάς, μπόλικες ανάσες, πήγα ήρεμα και χτύπησα συνωμοτικά το κλουβί του καναρινιού αλλά δε μου χάρισε τραγούδι.
Έκατσα σε μία γωνία και άκουσα τον Ά θεατρίνο να απαγγέλει: Έξω, συ πόρνη τύχη! Όλοι εσείς θεοί σε γενικό συμβούλιο πάρτε της τη δύναμη. Στεφάνια, αχτίνες του τροχού της σπάστε τα όλα, κυλήστε και το στρογγυλό το αξόνι κάτω απ’ του ουρανού τα πλάγια στα βαθιά τα τάρταρα!*
Χειροκρότησα.
3 χαρακτηρισμοί που ίσως να τους άξιζα ίσως και όχι.
Είμαστε αχάριστοί φώναξε χωρίς ήχο τόσο δυνατά που ακόμη και το βιολί μέσα στα αυτιά μου έχασε κάποιες νότες..
Βέβαια ,συμπλήρωσε την ώρα που το βιολί μπήκε μέσα στη θήκη του και μου ούρλιαξε υπέροχα «παραιτούμαι», μην απογοητεύεσαι, μπορεί και να τα παραλέω, μην με ακούς!
Χωριατόπαιδο
Φοβήθηκα να ακουμπήσω τον παπαγάλο στο πόδι μου.
Ίσως τον τρόμαζα, ίσως έφευγε..Ίσως καταλάβαινα ότι δεν είναι αληθινός
Έπιασα ένα ροδάκινο από το δέντρο το έσφιξα μέσα στη χούφτα μου, το έκανα μαρμελάδα και το έφαγα με ψωμί
Έτσι απλά
Κάπου είδα την Μοσχούλα
Κάπου και τον Μουσμουλένιο
«Κοίτα πως είσαι! Κοίτα! Πάλι τα ίδια;»
«Δε φταίω εγώ! Ο Τράβις»
«Άλλος πάλι και τούτος! Και σου ‘χω πει εκατό φορές να μην κάνεις παρέα με τέτοιους τύπους που χάνονται στην έρημο! Πήγαινε να πλυθείς, όλο χώματα έχεις!»
ἕξεις
«Oh love is like a beautiful girl who smiles for you»
Μπήκα μέσα στο θερμοκήπιο και έκατσα δίπλα στις ντομάτες. Αυτή η πράσινη με το λίγο κόκκινο μου θύμισε ντροπαλό κορίτσι. Η άλλη η μεγάλη που ήταν κοντά στην πιο μικρή απ’όλες μου θύμισε υπερπροστατευτική μάνα . Έβαλα το χέρι μου πάνω της και της χάιδεψα τα μαλλιά
Είχε δίκιο ο Παναγής
Να και αυτή η κολοκύθα θα μπορούσε να ήταν αυτή που η καλή μάγισσα μεταμόρφωσε σε άμαξα.
Είχε κάτι. Λες και είχε περάσει από πάνω της μία αιωνιότητα και τώρα αποφάσισε να ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια της ήρεμα
Όχι δεν ήταν μία απλή κολοκύθα
Μύρισα το νωπό χώμα
Έκατσα πάνω του και έγινα ένα μαζί του
Έψαξα να βρω την Φράνσι
«ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί.» έγραφε ο Αριστοτέλης
Θα το θυμάμαι
Κάτι μαλλιάδες άρχισαν να παίζουν μουσική
Άφησα τον εαυτό μου και τους ακολούθησα
ἕξεις
Ο εαυτός μου μούγκρισε θυμωμένα για άλλη μία φορά
«Βουλ…»
Θυμήθηκα την Καίτη Νόλαν που έλεγε «Μην λέτε βούλωσε το ο ένας στον άλλον»
Σταμάτησα
Ξεφύσηξα
-«Να βάλω και αυγά;»
-«Στο μαγικό φίλτρο αυγά; Γιατί;»
-«Ε τα αυγά παντού ταιριάζουν..Σε όλα τα βάζουμε!»
-«Δεν κάνουμε κέικ, ξόρκι κάνουμε, άντε ανακάτευε και έλα να πούμε τα λόγια»
Ένιωσα ένα γαργάλημα στον δείκτη και έπειτα ένα παιχνιδιάρικο δάγκωμα στον παράμεσο.
Άφησα τον ντετέκτιβ Μάλοουν να κάνει την δουλειά του
Είναι κάτι φορές που θες να χαθείς , να εξαφανιστείς, να κρυφτείς όπως ακριβώς κρύβεται αυτό εδώ το μπεζ πλασματάκι ανάμεσα στα δικά μου πόδια..
Μετά φαντάζεσαι ότι περπατάς στην παραλία με την κιθάρα να γκρινιάζει μελωδικά σε κάθε σου βήμα και ξεχνιέσαι παρατηρώντας και κάνοντας παρέα με τα διαφορετικά βότσαλα που έχουν να σου διηγηθούν αμέτρητες πειρατικές και μη ιστορίες..
Κλείνεις τα μάτια και ακούς
Μάθε να ακούς μου ‘χαν πει
Πολύ ησυχία στις 6 και 5
Η κιθάρα δεν γύρισε πίσω
Το βιολί έπιασε αλλού δουλειά
Η φυσαρμόνικα με παράτησε
Τα ντραμς απαγορεύονται στις 6 και 5
Το καναρίνι με μισεί
Χτύπησα τα πόδια στο κρύο πλακάκι, τα χέρια στους δροσερούς τοίχους και μετά στα γεμάτα δαχτυλιές τζάμια και έπαιξα μουσική
Και όλα με ακολούθησαν
Η σιωπή άρχισε να μου τραγουδά
Ένα δάκρυ ξέφυγε από τη θέση του από κάποιο μάτι την ώρα που κλείστηκα στο κλουβί.
Τέντωσα το χέρι, το έπιασα και το έβαλα στο λουλούδι για να ανθίσει
«Όλα τα παιδιά…»
«ἕξεις , μαμά, ἕξεις», είπα μαλακά
Έβγαλα τον ιππόκαμπο από τον πλακάκι και έχωσα στις τσέπες μου τον πλαστικό αστερία
Η άμμος αγκάλιασε τα πόδια μου, πήρα την καρέκλα, περπάτησα στη θάλασσα και την έβαλα εκεί που μου είχε υποδείξει ο τριγωνοψαρούλης.
Του πέταξα τον ιππόκαμπο και τον αστερία
Ο ήλιος αφού φόρεσε τη μάσκα του βούτηξε μέσα στα μπλε ζεστά νερά
Αιωνιότητα
Τικ τακ
Μπορεί και να ονειρευόμουν σκέφτηκα
Είχα ακόμη την αλμύρα γύρω από τα χείλη μου, λίγο δίπλα από το κόκκινο κραγιόν
Άκουγα τους ρυθμικούς ήχους τις καρδιάς και κατάλαβα πόσους λόγους έχει για να συνεχίσει ακάθεκτα το έργο της
Χρέος μου να της δίνω καθημερινά ακόμη περισσότερους
Όχι ήθελα να φωνάξω, δεν είμαστε αχάριστοι, γεννηθήκαμε, ζούμε και υπάρχουμε για να παράγουμε, να δίνουμε και να παίρνουμε αγάπη…
Και τότε το καναρίνι μου χάρισε μια νότα
Και τότε το καναρίνι μου χάρισε έναν χτύπο
*Απόσπασμα από τον Άμλετ Του Σαίξπηρ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου