Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος - Λαμβάνουν όλοι το Αγ. Πνεύμα; Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος



Και να μην πει κανείς: “Εγώ έχω λάβει το Χριστό με το άγιο βάπτισμα”, αλλά ας μάθει ότι δεν λαμβάνουν το Χριστό με το βάπτισμα όλοι όσοι βαπτίζονται. Λαμβάνουν μόνοι αυτοί που είναι είτε βεβαιόπιστοι και έχουν γνώση τέλεια είτε αυτοί που τακτοποίησαν τον εαυτό τους, καθαρίζοντας τον από πριν και έτσι βαπτίζονται. Και τούτο το γνωρίζει αυτός που ερευνά τις Γραφές, από τους αποστολικούς λόγους και πράξεις. Γιατί έχει γραφεί: “ Όταν άκουσαν οι απόστολοι που βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, ότι η Σαμάρεια έχει δεχτεί το λόγο του Θεού, έστειλαν σε αυτούς τον Πέτρο και τον Ιωάννη, οι οποίοι αφού κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα, προσεύχονταν να λάβουν το Άγιο Πνεύμα οι Σαμαρείτες. Και δεν είχε λάβει ακόμη κανένας το Άγιο Πνεύμα, υπήρχαν δε, μόνο βαπτισμένοι στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Τότε έβαζαν τα χέρια τους επάνω τους, και ελάμβαναν το Άγιο Πνεύμα”.

Είδες πως δεν λαμβάνουν το Άγιο Πνεύμα, αμέσως όλοι όσοι βαπτίζονται; Έμαθες από τους Αποστόλους, πως κάποιοι που αν και πίστεψαν και βαπτίστηκαν, δεν ‘ντύθηκαν’ το Χριστό, με το βάπτισμα; Γιατί, εάν αυτό είχε γίνει (να ‘ντυθούν’ το Χριστό), δεν θα προσεύχονταν μετά και θα έβαζαν τα χέρια τους οι Απόστολοι σε αυτούς. Λαμβάνοντας το Άγιο Πνεύμα, τον Κύριο Ιησού ελάμβαναν. Γιατί, δεν είναι άλλο ο Χριστός και άλλο το Άγιο Πνεύμα. Και ποιος το λέει αυτό; Ο ίδιος ο Θεός Λόγος, μιλώντας στην Σαμαρείτιδα: “Είναι Πνεύμα ο Θεός”. Εάν λοιπόν ο Χριστός είναι Θεός, είναι Πνεύμα κατά τη φύση της θεότητας, και αυτός που έχει το Χριστό, Άγιο Πνεύμα έχει. Αυτός δε που έχει το Άγιο Πνεύμα, τον ίδιο πάλι τον Κύριο έχει, καθώς λέει και ο Παύλος: “Το δε Πνεύμα, ο Κύριος είναι”…

ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑΣ-Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΙΡΕΣΗ (34) Ο ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ . Του Jean'Pierre Torrell.


         
 Θα ήταν ανάγκη ο άνθρωπος να είναι Θεός.
       
   Όπως ήδη γνωρίζουμε, το εγχειρίδιο της Θεολογίας δέν περιέχει το προβλεπόμενο τρίτο μέρος στο οποίο θα υπήρχε η διαπραγμάτευση του ελέους, της συμπόνιας και του οίκτου. Δέν μας δημιουργεί όμως κανένα πρόβλημα η έλλειψη αυτή, διότι όσον αφορά το έλεος έχουμε την δυσκολία της επιλογής, καθότι ο Ακινάτης την διαπραγματεύθηκε σε πολλά μέρη. Στον Ακινάτη υπάρχει μία βαθειά ενότης της Θεολογικής ζωής και της εσχατολογικής διαστάσεως. Αυτές τις δύο απόψεις τις εισάγει ταυτοχρόνως απο την στιγμή που αρχίζει να μιλά για τον σύνδεσμο των αρετών :
          "Το έλεος δέν λέει μόνον τήν αγάπη του Θεού, αλλά και μία κάποια φιλία μαζί Του. Φιλία η οποία προσθέτει στην αγάπη μία αμοιβαιότητα, με μία αμοιβαία κοινωνία, όπως εξηγείται στο VIII βιβλίο της Νικομάχειας Ηθικής. Μάλιστα δέ ότι αυτές είναι οι ιδιότητες του Ελέους γίνεται φανερό και απο οσα γράφονται στην πρώτη Επιστολή του Ιωάννη (4,16)." Όποιος μένει στο έλεος μένει στον Θεό και ο Θεός είναι σ'αυτόν". [Το πρώτοτυπο κείμενο όμως λέει: " ός άν ομολογήσει ότι Ιησούς εστίν ο υιός του Θεού, ο Θεός εν αυτώ μένει και αυτός εν τω Θεώ"]. Και στην πρώτη πρός Κορινθίους (1,9). " πιστός ο Θεός δι'ού εκλήθητε εις κοινωνίαν του υιού αυτού Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών". Έτσι λοιπόν, αυτή η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, η οποία συνίσταται σε κάποια οικογενειακή ανταλλαγή, είναι μέσω της χάριτος η οποία ξεκινά εδώ στην παρούσα ζωή, αλλά είναι μέσω της δόξης που θα έχει την πληρότητά της στο μέλλον. Αυτή την διπλή πραγματικότητα εμείς την κατέχουμε λόγω της πίστεως και της ελπίδος. Γι'αυτό όπως δέν είναι δυνατόν να έχουμε φιλία με κάποιον, εάν δέν πιστεύουμε και δέν ελπίζουμε ότι μπορούμε να αποκτήσουμε με αυτόν μία κάποια κοινωνία ζωής ή κάποια οικογενειακή ανταλλαγή, έτσι και κανένας δέν μπορεί να έχει με τον Θεό αυτή την φιλία η οποία είναι το έλεος, χωρίς να διαθέτει την πίστη για να πιστέψει σ'αυτή την κοινωνία και την ανταλλαγή του ανθρώπου με τον Θεό, και χωρίς να έχει την ελπίδα ότι μπορεί να λάβει μέρος αυτός ο ίδιος σ'αυτή την κοινωνία. Να λοιπόν πώς το έλεος δέν μπορεί να υπάρξει καν χωρίς την πίστη και την ελπίδα".
          Δέν θα ήταν δυνατόν να τονίσουμε καλύτερα την ενότητα της Θεολογικής ζωής, αλλά μπορούμε ακόμη να εμβαθύνουμε αυτόν τον ορισμό του ελέους σαν φιλίας. Είναι κατανοητός οπωσδήποτε όταν πρόκειται για την αμοιβαία αγάπη ανάμεσα σε ανθρώπινα πρόσωπα, καθότι σ'αυτή την περίπτωση μπορούν να επαληθευθούν οι συνθήκες της φιλίας τις οποίες αναφέρει ο Ακινάτης ακολουθώντας τον Αριστοτέλη. Είναι αναγκαίο να πρόκειται για μία αγάπη ευμένειας και καλοσύνης ανάμεσα σε δύο πρόσωπα τα οποία επιθυμούν αμοιβαίως το καλό του άλλου. Παρ'όλα αυτά δέν επαρκεί η αγάπη της καλοσύνης για να υπάρξει φιλία, όπως είπαμε, αλλά πρέπει να προστεθεί η αμοιβαιότης, ώστε ο φίλος να αγαπά στον φίλο του κάποιον ο οποίος τον αγαπά με την σειρά του. Και για να γίνει αυτό δυνατό πρέπει να υπάρχει μεταξύ τους μία κάποια κοινωνία, η οποία προϋποθέτει το μοίρασμα του ίδιου κοινού αγαθού ανάμεσα σε φίλους και το οποίο εκφράζεται μέσω μίας κοινής δραστηριότητος, ένα "ζούμε μαζί".

O βίος του Οσιου Κασσιανου του Ρωμαιου(29 Φεβρουαρίου)


Μια βαθιά πνευματική προσωπικότητα, που αυγάζει στο στερέωμα της εν ουρανοίς θριαµβεύουσας Εκκλησίας και κοσμεί τη χορεία των αγίων της Ορθοδοξίας, είναι ο Αββάς Κασσιανός.

Γεννήθηκε  γύρω στο 360 µ.Χ στη Μικρή Σκυθία(Ντόμπροτζεα της σημερινής Ρουμανίας) Του αποδίδεται και το όνομα Ιωάννης, που μάλλον ήταν το βαπτιστικό ή το μοναχικό του όνομα, και Κασσιανός πρέπει να ήταν μάλλον το προσωνύμιό του. Όπως ο ίδιος µας πληροφορεί «από την τρυφερή ηλικία διδάχθηκε να παίρνει μεγάλες αποφάσεις» και «από την παιδική ηλικία έζησε μεταξύ των μοναχών». Κατά την πρώιμη νεανική ηλικία ο Άγιος Κασσιανός μαζί με τον αδελφικό του φίλο Γερμανό αποφάσισαν να ακολουθήσουν την μοναχική ζωή και εγκαταστάθηκαν σε κάποια Μονή της Βηθλεέμ, κατά πάσα πιθανότητα στο ονομαστό για την πνευματικότητά του Κοινόβιο του Αγίου Ιερωνύμου, κοντά στο Σπήλαιο της Γεννήσεως, «όπου», όπως γράφει ο ίδιος, «ο Κύριός µας συγκατέβη να γεννηθεί από την Παρθένο». Στην πνευματική αυτή εστία βρήκαν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις που θα ευόδωναν τον ιερό σκοπό της ζωής τους. Από εκεί ήρθαν σε επαφή με τον ακμάζοντα μοναχισμό της Παλαιστίνης, της Συρίας και της Μεσοποταμίας, τον οποίο είχε κατά κύριο λόγο υπόψη του ο Άγιος, όταν συνέτασσε τους «Κοινοβιακούς Κανονισμούς».

Ύστερα από μερικά χρόνια Κασσιανός και Γερμανός εξέφρασαν την επιθυμία στους προεστώτες του Κοινοβίου τους να επισκεφθούν τους αναχωρητές της Αιγύπτου, για να αποκομίσουν από τη γνωριμία αυτή πνευματική βοήθεια. Το αίτημά τους έγινε δεκτό με την προϋπόθεση να επιστρέψουν και πάλι στη Μονή της μετανοίας τους. Όταν έφθασαν στην Αίγυπτο συνάντησαν τον Επίσκοπο της Πανεφώ (Πανέφυσις) Αρχίβιο, ο οποίος, όταν πληροφορήθηκε το σκοπό της επισκέψεώς τους, τους συμβούλευσε, πριν προχωρήσουν στις μεγάλες ερήμους της ενδοχώρας, να επισκεφθούν πρώτα τους αναχωρητές που ζούσαν στα περίχωρα της Πανεφώ, πάνω σε κάποια ξερονήσια. Δέχτηκαν με χαρά την πρότασή του και με τη δική του καθοδήγηση ξεκίνησαν, διασχίζοντας μονότονους βαλτότοπους, να συναντήσουν τους ασκητές.

Η περιοδεία τους συνεχίστηκε σε πολλές σκήτες, μοναστήρια και ερημητήρια, όπου κάθε άγιος γέροντας είχε να τους προσφέρει πλούσια πνευματική τροφοδοσία. Οι συζητήσεις και η έντονη ασκητική ζωή των πατέρων που συνάντησαν, τους οδήγησαν πολλές φορές στον πειρασμό να επιθυμήσουν να παραμείνουν εκεί μαζί τους και να μην επιστρέψουν στη Μονή της μετανοίας τους, όπως είχαν υποσχεθεί. Οι συμβουλές όμως των πατέρων που συνάντησαν τους στήριξαν στην υπακοή και στην τήρηση της εντολής που είχαν λάβει.Έτσι επέστρεψαν στη Βηθλεέμ, στη Μονή τους, και εκεί επιβραβεύτηκε η υπακοή τους. Ύστερα από λίγο πήραν και πάλι ευλογία να επισκεφθούν για δεύτερη φορά την Αίγυπτο, αλλά αυτή τη φορά τους αναχωρητές στα βάθη της ερήμου. Εκεί στην έρημο της Σκήτης, στην κοιλάδα της Νιτρίας, ο Όσιος Αµµούν, σύγχρονος και φίλος του Μεγάλου Αντωνίου, είχε οργανώσει τη μοναχική πολιτεία κατά τον 4ο αι. µ.Χ. και «ἐπόλησεν αυτήν τήν περιοχήν της κάτω Αἰγύπτου, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τήν Θnβαΐδα», κατά τον Παλλάδιο. Συνάντησαν εκεί μεγάλους ασκητές, όπως τον Αββά Μωυσή, τον Αββά Παφνούτιο, τον Αββά Σεραπίωνα, τον Αββά Ισαάκ, με τους οποίους συνομίλησαν για ένα πλήθος πνευματικών θεμάτων της χριστιανικής ζωής.

Θεολογικές αναταραχές που προκλήθηκαν εξ αφορμής της αιρέσεως του ανθρωποµορφισµού, ανάγκασαν τους δύο μοναχούς να φύγουν από την Αίγυπτο και να πάνε στην Κωνσταντινούπολη, στης οποίας τον Πατριαρχικό θρόνο ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο Άγιος πήρε υπό την προστασία του τους νεαρούς μοναχούς, ενώ εκείνοι σαγηνεύτηκαν από το μεγαλείο της προσωπικότητάς του. Ο Κασσιανός του αφοσιώθηκε με σεβασμό και υιική τρυφερότητα και μέχρι το τέλος της ζωής του συνήθιζε να λέει ότι στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο όφειλε όλες τις γνώσεις του για την πνευματική ζωή, τον αποκαλεί δε «μάρτυρα» και «πατέρα» του.

Οι δύο μοναχοί, ως συνεργάτες πλέον του Πατριάρχου, υπέστησαν τις συνέπειες του διατάγματος του Αρκαδίου του 404 µ.Χ., σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα όλοι οι υποστηρικτές του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ο Άγιος, πριν τον αποχωρισμό τους, τους τίμησε με την εμπιστοσύνη του επιφορτίζοντάς τους να μεταβούν στη Ρώμη και να επιδώσουν στον Πάπα Ιννοκέντιο Α’ μια επιστολή του κλήρου και του λαού, που περιείχε αίτηση για συμπαράσταση προς τον διωκόμενο Πατριάρχη και πλήρες ιστορικό των διώξεων που υπέστη ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο Κασσιανός και ο Γερμανός έφθασαν στη Ρώμη, παρέδωσαν την επιστολή και παρέμειναν στη Ρώμη, ο μεν Κασσιανός για δέκα χρόνια, ενώ ο Γερμανός μέχρι το τέλος της ζωής του, διακονώντας τις ανάγκες της Εκκλησίας. Εκεί, το 430 µ.Χ., ύστερα από παράκληση του αρχιδιακόνου Λέοντος και στενού του φίλου, ο Άγιος Κασσιανός συνέγραψε το έργο «Περί Ενσαρκώσεως και κατά του Νεστορίου». Εκεί, στη Ρώμη, ο Άγιος χειροτονήθηκε ιερέας.

Ο κυριότερος βιογράφος του Αγίου, ο Γεννάδιος, μας πληροφορεί ότι περί το 415 µ.Χ., ο Κασσιανός βρίσκεται στη Μασσαλία, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα. Και «μέσα σ’ αυτά τα πυκνά δάση, απ’ όπου έκαναν προμήθειες τα πλοία των Φοινίκων, όσα την εποχή του Καίσαρα έφθαναν μέχρι τις ακτές της Μασσαλίας», ο Αββάς Κασσιανός ίδρυσε δύο μοναστήρια, ένα ανδρικό και ένα γυναικείο, στην περιοχή που επί Διοκλητιανού, μαρτύρησε ο Άγιος Βίκτωρ. Γι’ αυτό το ανδρικό Μοναστήρι το αφιέρωσε στον Άγιο Βίκτωρα, ενώ το γυναικείο στο Σωτήρα Χριστό. Ο Άγιος ουσιαστικά υπήρξε ο πρωτεργάτης και οργανωτής των Κοινοβίων της Δύσεως, με βάση τα «όσα είχε πάρει από τον μοναχισμό της Ανατολής».

Η μεγάλη εκτίμηση που απολάμβανε το έργο του Αγίου Κασσιανού φαίνεται από τον τεράστιο αριθμό χειρογράφων των «Κοινοβιακών Κανονισμών» και των «Συνομιλιών με τους πατέρες της ερήμου», που υπάρχουν στις Βιβλιοθήκες της Ευρώπης.Ο Άγιος Κασσιανός υπήρξε πολυγραφότατος και, εκτός από τη θεωρητική κατοχύρωση του μοναχισμού που προσέφεραν κάποια από τα έργα του στην Δύση — όπου το περιβάλλον ήταν καχύποπτο προς την μοναχική ζωή — η διδασκαλία του, που εκφράζεται μέσα στο συγγραφικό του έργο, έχει βαθύ παιδαγωγικό και διδακτικό χαρακτήρα πάνω σε σοβαρά θεολογικά ζητήματα, αλλά και σε καθημερινούς προβληματισμούς που αφορούν στην πνευματική ζωή του Ορθοδόξου Χριστιανού. Είναι δε τόσο διαχρονική η σκέψη του, που αισθάνεται ο αναγνώστης ότι ο Άγιος έχει διατυπώσει ερωτήματα και προβλήματα της δικής µας συγχυτικής εποχής, για τα οποία ο ίδιος και οι Άγιοι Ασκητές-συνομιλητές του δίνουν απαντήσεις εξαιρετικά πρακτικές, κατανοητές και επίκαιρες.


Ενδεικτική συνομιλία αποτελεί αυτή με τον Αββά Θεόδωρο, στην οποία ο Άγιος ασκητής ομιλεί «Για την υπεροχή του τελείου ανθρώπου, που μεταφορικά ονομάζεται αµφοτεροδέξιος». Μεταξύ άλλων λέει ο Αββάς Θεόδωρος: «Οι τέλειοι είναι εκείνοι που n Αγία Γραφή τους ονομάζει αµφοτεροδέξιους. Έτσι µας περιγράφεται στο βιβλίο των Κριτών πως ήταν ο ξακουστός Αώδ, «ο οποίος μπορούσε να χρησιμοποιεί το αριστερό του χέρι τόσο καλά, όσο και το δεξιό» (Κρπ. 3, 15).

Έτσι θα αξιωθούμε κι εμείς να γίνουμε και να λεγόμαστε αµφοτεροδέξιοι — με την πνευματική έννοια του όρου — αν κάνουμε καλή χρήση της ευημερίας, την οποία ονομάζουμε συμβολικά «δεξί χέρι», και της θλίψης, την οποία παριστάνουμε ως «αριστερό χέρι». Αν, με άλλα λόγια, θεωρήσουμε τα πάντα, ό,τι κι αν µας συμβαίνει, πως είναι καλά, θετικά και χρήσιμα. Να µας γίνεται καθετί, όπως λέει ο Απόστολος, «ὅπλο δικαιοσύνης» (Β’ Κορ. 6, 7). Ο εσωτερικός µας άνθρωπος, πράγματι, το βλέπουμε ξεκάθαρα, αποτελείται από δύο ουσιώδη μέρη. Ο «έσω άνθρωπος» έχει δύο χέρια. Δεν υπάρχει δίκαιος που να μην έχει στη ζωή του θλίψεις, να μην έχει δηλαδή αριστερό χέρι. Αλλά n τέλεια αρετή αναγνωρίζεται από το εξής σημάδι: Και το ένα και το άλλο χέρι, χαρές και θλίψεις, λειτουργούν σαν το δεξιό, με τη θετική τους, δηλαδή, μορφή και ενέργεια. Γιατί, όταν φθάσει καθείς σ’ αυτό το ύψος αρετής, τότε ξέρει πλέον να κάνει ορθή χρήση και των δύο καταστάσεων, και την ευχάριστων και των θλιβερών…» (Αββάς Κασσιανός, τόμος Α’ εκδ. ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ, Καρέας 2004).

Η Ορθόδοξη Εκκλησία είδε στο πρόσωπο, στη βιοτή και στο συγγραφικό έργο του Αγίου Αββά Κασσιανού τον φορέα και ταµιούχο του Ορθοδόξου μοναχικού φρονήματος, καθώς και τον ερμηνευτή των δογμάτων της πίστεως, ο οποίος «λόγῳ καί ἔργῳ» έγινε οδοδείκτης της οδού της Βασιλείας των ουρανών. Γι’ αυτό τον ανακήρυξε άγιο και η μνήμη του τιμάται στις 29 Φεβρουαρίου.

Ο καθηγητής της Βυζαντινής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Φ. Δημητρακόπουλος, στο έργο του: «Σελίδες για τον άγιο Κασσιανό τον Ρωμαίο στην παλιά πόλη της Λευκωσίας», (Ακτή, 1997) αναφέρει ότι στη μαρτυρική Κύπρο πολλοί ναοί είναι καθιερωμένοι στο όνομά του και πανηγυρίζουν την ήμερα της μνήμης του. Αντίθετα η Δυτική Εκκλησία δεν τον κατέταξε στο επίσημο Αγιολόγιό της και δεν τον τιμά, εκτός της περιοχής της Μασσαλίας. Όταν οι Δυτικοί θεολόγοι αναφέρονται στο πρόσωπό του, τον αποκαλούν «Ιερό» και θεωρούν ότι ο Άγιος Κασσιανός «έχασε αυτή τη θέση (του Αγίου) και την οικουμενική αξιοπρέπειά του (!), όπως και κάποιοι άλλοι που προέρχονταν επίσης από την Ανατολή» (Dr. Newman: «Historical sketches», 3, 307).

ΠΕΡΙ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ


Δικαιολογείται υπό των ιερών Κανόνων και της Ιεράς Παραδόσεως η διακοπή του Πατριαρχικού μνημοσύνου; Βεβαιότατα! Αρκεί να μελετήσωμεν απαθώς και αμερολήπτως τα ιερά κείμενα και να προσέξωμεν την πρακτικήν των εφαρμογήν, όπως δηλαδή τα εφήρμοσαν διαχρονικώς εις την ζωήν των οι ομολογηταί Άγιοι της Εκκλησίας μας. Κατ' αρχήν παραθέτομεν το κείμενον του περιφήμου ΙΕ' Ιερού Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Αγίας Συνόδου και ακολούθως την ερμηνείαν αυτού υπό του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου. ''Οι γαρ δι' αίρεσίν τινα παρά των Αγίων Συνόδων ή Πατέρων, κατεγνωσμένην, την προς τον πρόεδρον κοινωνίας εαυτούς διαστέλλοντες, εκείνου δηλονότι την αίρεσιν δημοσία κηρύττοντος, και γυμνή τη κεφαλή επ' Εκκλησίας διδάσκοντος, οι τοιούτοι ου μόνον τη κανονική επιτιμήσει ουχ υπόκεινται προ συνοδικής διαγνώσεως εαυτούς της προς τον καλούμενον επίσκοπον κοινωνίας αποτειζίζοντες, αλλάκαι της πρεπούσης τιμής τοις ορθοδόξοις αξιωθήσονται. Ου γαρ Επισκόπων, αλλά ψευδεπισκόπων και δευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, αλλά σχισμάτων και μερισμών την Εκκλησίαν εσπούδασαν ρύσασθαι'' ('ορα Ιερόν Πηδάλιον, εκδ. 1886, σελ. 292).

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ:



''Εάν οι ρηθέντες πρόεδροι είναι αιρετικοί, και την αίρεσιν αυτών κηρύττουσι παρρησία, και διά τούτο χωρίζονται οι εις αυτούς υποκείμενοι, και προ του να γένη ακόμη συνοδική κρίσις περί της αιρέσεως ταύτης, οι χωριζόμενοι αυτοί, όχι μόνον δια τον χωρισμόν δεν καταδικάζονται, αλλά και τιμής της πρεπούσης, ως Ορθόδοξοι, είναι άξιοι, επειδή, όχι σχίσμα επροξένησαν εις την Εκκλησίαν με τον χωρισμόν αυτόν, αλλά μάλλον ηλευθέρωσαν την Εκκλησίαν από το σχίσμα και την αίρεσιν των ψευδεπισκόπων αυτών. Όρα και τον λα' Αποστολικόν Κανόνα'' (αυτόθι σελ. 292). Με την ανωτέρω ερμηνείαν του Αγίου συμφωνούν όλοι οι μεγάλοι Κανονολόγοι, παλαιοί και νεώτεροι, τας ερμηνείας των οποίων παραθέτομεν κατωτέρω από το ''Σύνταγμα Ι. Κανόνων, Ράλλη - Ποτλή, τόμ. Β', σελ. 694. Ζωναράς: ''Ει δ' ο Πατριάρχης τυχόν, ή ο μητροπολίτης, ή ο επίσκοπος αιρετικός είη, και τοιούτος, ως δημοσία κηρύττων την αίρεσιν, και γυμνή τη κεφαλή, αντί του αληθούς, ανυποστόλως, και μετά παρρησίας διδάσκει τα αιρετικά δόγματα, οι αποσχιζόμενοι αυτού, οποίοι αν είεν, ου μόνον κολάσεως άξιοι ουκ έσονται διά τούτο, αλλά και τιμής, ως ορθόδοξοι, αξιωθήσωνται, χωρίζοντες εαυτούς της των αιρετικών κοινωνίας. τούτο γαρ δηλοί, το αποτειχίζοντες. (το γαρ τείχος, των εντός αυτού προς τους εκτός, χωρισμός έστιν). ου γαρ Επίσκοποι απέστησαν, αλλά ψευδεπισκόπου και ψευδοδιδασκάλου. ουδέ σχίσμα κατά της Εκκλησίας εποίησαν, αλλά μάλλον σχισμάτων την Εκκλησίαν απήλλαξαν, όσον το επ' αυτοίς''. Βαλσαμών: '' Ει γαρ μη δι' εγκληματικήν αιτίασιν, αλλά δι' αίρεσιν χωρίση τις εαυτόν από του επισκόπου αυτού, ή του μητροπολίτου, ή του Πατριάρχου, ως επ' εκκλησίας διδάσκοντος ανερυθριάστως διδάγματα τινα απηλλοτριωμένα του ορθού δόγματος, ο τοιούτος, και προ εντελούς διαγνώσεως, πολλώ δε πλέον και μετά διάγνωσιν, εάν εαυτόν αποτειχίση, ήγουν χωρίση από της κοινωνίας του πρώτου αυτού, ου μόνον ου τιμωρηθήσεται, αλλά και τιμηθήσεται, ως ορθόδοξος. ου γαρ απέσχισεν εαυτόν από Επισκόπου, αλλά από ψευδεπισκόπου και ψευδοδιδασκάλου. και το παρά τούτου γογονώς, επαίνου άξιόν έστιν, ως μη κατατέμνον την Εκκλησίαν, αλλά μάλλον συνάπτον αυτήν και μερισμού απαλλάττον''. Αριστηνός: ''Ει δε τινες αποσταιέν τινος, ου διά πρόφασιν εγκλήματος, αλλά δι' αίρεσιν, υπό συνόδου, η Αγίων Πατέρων κατεγνωσμένην, τιμής και αποδοχής άξιοι, ως ορθόδοξοι''. Εν συνεχεία παραθέτομεν εν μεταφράσει από το Σερβικόν πρωτότυπον την ερμηνείαν του γνωστού επισκόπου Νικοδήμου Milas (ιθ' αι.). ''Ο κανών ούτος είναι συμπλήρωμα του ιγ' και ιδ' κανόνος της παρούσης Συνόδου, επιτάσσει δε, ίνα, εφ' όσον πρέπει να υφίσταται η σχέσις εκείνη του μεν πρεσβυτέρου προς τον επίσκοπον, του δ' επισκόπου προς τον μητροπολίτην, πολλώ μάλλον δέον όπως υπάρχη η τοιαύτη σχέσις προς τον Πατριάρχην, εις ον την κανονικήν υπακοήν χρεωστούσιν άπαντες: οι μητροπολίται, οι επίσκοποι, οι πρεσβύτεροί τε και οι λοιποί κληρικοί του περί ου πρόκειται Πατριαρχείου. Καθορίσας ταύτα περί της προς τον Πατριάρχην υπακοής, ο κανών ποιείται γενικήν παρατήρησιν και επί των τριών (ιγ' - ιε') κανόνων, δι' ης λέγει, ότι τα εκδοθέντα προστάγματα ισχύουσι μόνον καθ' ην περίπτωσιν υπεισάγονται σχίσματα ένεκεν αναποδείκτων τινών παραβάσεων του Πατριάρχου, του μητροπολίτου και του επισκόπου. Εάν όμως επίσκοπος τις ή Μητροπολίτης ή Πατριάρχης άρξηται να διακηρύττει δημοσία επ' εκκλησίας αιρετικήν τίνα διδαχήν, αντικειμένην προς την Ορθοδοξίαν, τότε οι προαναφερθέντες κέκτηνται δικαίωμα άμα και υποχρέωσιν να αποτειχισθώσι πάραυτα του επισκόπου, Μητροπολίτου και Πατριάρχου εκείνου, διο ου μόνον εις ουδεμίαν θέλουσι υποβληθεί κανονικήν ποινήν, αλλά θέλουσι και επαινεθεί εισέτι, καθ' όσον δια τούτου δεν κατέκριναν και δεν επαναστάτησαν εναντίον ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων, ούτε και εγκατέστησαν τοιουτοτρόπως σχίσμα εν τη Εκκλησία, αλλ' αντιθέτως απήλλαξαν την Εκκλησίαν, εν όσω ηδυνήθησαν (μέτρω) του σχίσματος και της διαιρέσεως'' (Pravila Pravoslavne CrKve s tumacenzima, Οι Κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας μεθ' ερμηνείας, ΙΙ, Novi sad 189, σσ. 290 - 1). Μετά τον ανωτέρω ερμηνευτικόν πλούτον περί του ΙΕ' Ι. Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Αγίας Συνόδου, ας ίδωμεν και την ερμηνείαν των τριών Καθηγητών της ''Γνωμάτευσης'': ''Ο κανών 15 της Πρωτοδευτέρας Συνόδου δεν εισάγει την ανταρσία στους κόλπους της Εκκλησίας και ούτε οι πιστοί - ατομικά ή ομαδικά - μπορούν να υποκαταστήσουν την Ι. Σύνοδο, νοσφιζόμενοι αρμοδιότητες και εξουσίες που ανήκουν σε αυτήν και μόνον''. Όπως γίνεται αμέσως φανερόν η ερμηνεία των ευρίσκεται εις τελείαν αντίθεσιν με τους επισήμους ερμηνευτάς, παλαιούς και νεωτέρους, αλλά και με αυτήν την πράξιν της Εκκλησίας, όπως θα είδωμεν κατωτέρω. Πρόκειται περί ερμηνείας αναληθούς, σκοπίμου και διαστροφικής, πόρρω απεχούσης της επιστημονικής δεοντολογίας.


ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΕΚ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ



Παραθέτομεν ενταύθα γεγονότα από την ζωήν της αρχαίας και νεωτέρας εκκλησιαστικής Ιστορίας, τα οποία εκφράζουν την πιστήν εφαρμογήν του πνεύματος και γράμματος του ιε' Ι. Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου. 1. Επί αιρετικού πατριάρχου Κων/πόλεως Νεστορίου εγένετο κήρυγμα, παρόντος αυτού, εναντίον της Παναγίας. Ο Νεστόριος επεκρότησεν αυτό. Αμέσως κλήρος και λαός ''μετά κραυγής εξήλθε του ναού'', προκειμένου ν' αποφύγει την μετά των αιρετικών κοινωνίαν. Κακοποιών ο Νεστόριος τους αντιδράσαντες, ουδόλως έπεισεν αυτούς. Αμέσως ήλθε αρωγός των ο Πατριάρχης Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας γράφων προς αυτούς: ''Ασπίλους και αμώμους εαυτούς τηρήσατε, μήτε κοινωνούντες τω μνημονευθέντι (Νεστορίω), μήτε μην ως διδασκάλω προσέχοντες... Τοις δε γε των κληρικών, είτε λαικών διά την ορθήν πίστιν κεχωρισμένοις ή καθαιρεθείσι παρ' αυτού, κοινωνούμεν ημείς, ου την εκείνου κυρούντες άδικον ψήφον, επαινούντες δε μάλλον τους πεπονθότας, κακείνο λέγοντες αυτοίς. ει ονειδίζεσθε εν Κυρίω μακάριοι. ότι της δυνάμεως και το του Θεού Πνεύμα εις υμάς αναπέπαυται''. (Mansi, Acta Consillorum, 4, 1013, 1096 kai P. G. 87, 3372). 2. Εις την Κων/πολιν το 379 εκυριάρχουν οι Αρειανοί. Μικρόν ορθόδοξον ποίμνιον, ''ασύντακτον και ανεπίσκοπον'' αντέστη και διέκοψε προ συνοδικής διαγνώμης την μετά των Αρειανών κοινωνίαν. Τούτο ανέλαβε να ποιμάνει ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο μετ' ολίγον μέγας νικητής της αιρέσεως! (P. G. 36, 213 - 6 και λόγος 42). 3. Επί της αιρέσεως του Μονοθελητισμού (7ος - 8ος αι.), ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αγωνίζεται προ συνοδικής διαγνώμης σθεναρώς κατά της αιρέσεως μετά των δύο μαθητών του. Τελικώς η Έκτη Αγία Οικουμενική Σύνοδος (680), τον μεν Άγιον Μάξιμον εμακάρισε, τους δε πρωτοστάτας της αιρέσεως πατριάρχας παρέδωκεν εις το ανάθεμα (Πρακτικά Οικουμενικών Συνόδων, εκδ. Αγ. Όρους 1976, τόμ. γ', σ. 656). 4. Επί εικονομαχίας (8ος και 9ος αιών) αγωνίζονται κατα' αυτής προ συνοδικής διαγνώμης ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, εις την α' φάσιν αυτής, και ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, εις την β' φάσιν, μετά πλήθους Ιεραρχών και Μοναχών (Mansi, 13, 356 εξ. και P. G. 99, 1116 εξ.). Με τάδε την Πρωτοδευτέραν Σύνοδον έχομεν τα εξής γεγονότα, τα οποία δικαιώνουν πλήρως τους προ συνοδικής διαγνώμης διακόψαντας το μνημόσυνον. 1. Το 1274 επί αυτοκράτορος Μιχαήλ του αζυμίτου γίνεται ενωτική Σύνοδος εις Λυών, η οποία απεφάσισε την μετά των Λατίνων ένωσιν. Μεταξύ των αντιδρασάντων διεκρίθησαν οι Αγιορείται Πατέρες, οι οποίοι απέστειλαν ωραιοτάτην δογματικήν επιστολήν εις τον αυτοκράτορα, αρνούμενοι σταθερώς το μνημόσυνον ''των καπηλευσάντων τα Θεία''. Μετά ταύτα ηκολούθησαν τα γνωστά μαρτύρια των Αγιορειτών Πατέρων. Το πνεύμα της επιστολής περικλείεται εις την εξής πρότασιν: ''Πλην ότι μολυσμόν έχει η κοινωνία, εκ μόνου του αναφέρειν αυτόν, καν ορθόδοξος είη ο αναφέρων''. (P. G. 99, 1669 A). 2. Επί Αγίου Γρηγορίου Παλαμά οι Αγιορείται Πατέρες συντάσσουν τον ''Αγιορειτικόν Τόμον'' κατά της αιρέσεως του λατινόφρονος Βαρλαάμ. Ο Τόμος καταλήγει ως εξής: ''... τον μη συμφωνούντα τοις Αγίοις... ημείς την αυτού κοινωνίαν ου παραδεξόμεθα''. (Φιλοκαλία, εκδ. 1961, τόμ. Δ', σ. 193). 3. Κατά την Σύνοδον Φερράρας - Φλωρεντίας (1438 - 9) απεφασίσθη αντικανονικώς, όπως ενωθεί Κων/πολις και Ρώμη. Οι Ορθόδοξοι της Κων/πόλεως με αρχηγόν τον Άγιον Μάρκον τον Ευγενικόν ηρνήθησαν την ένωσιν και τους ενωτικούς ''μήτε συλλειτουργείν αυτοίς ανεχόμενοι, μήτε μνημονεύοντες όλων αυτών ως χριστιανών'', υπακούοντες εις την προτροπήν του Αγίου ''Φεύγετε και ημείς αδελφοί την προς τους ακοινωνήτους κοινωνίαν και το μνημόσυνον των αμνημονεύτων'' (Καρμίρη, Μνημεία..., τόμ. Α', 427 - 9. P. G. 160, 1097 D, 1100 A, 536 C.).


ΟΙ ΖΗΛΩΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΑΙ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΙ ΟΠΩΣ ΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΕΙ Η ΠΡΟΣΦΑΤΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΠΡΑΞΙΣ



Ας παρακολουθήσωμεν τώρα ιδιαιτέρως το ήθος και τα επιχειρήματα των πατριαρχικών, επί τη αντιμετωπίσει του θέματος και πάλιν των Ζηλωτών πατέρων του Άθωνος. Εις την πρόσφατον Πατριαρχικήν Πράξιν (Αρ. Πρωτ. 1110 της 14/12/02), όπου κηρύσσονται ως σχισματικοί οι Εσφιγμενίται Μοναχοί, γίνεται λόγος και περί της εννοίας του σχίσματος, ένθα τονίζεται ότι το σχίσμα συνίσταται εις την πήξιν ιδίου θυσιαστηρίου ''άνευ δογματικής από της πίστεως αποκλίσεως'' του επισκόπου. Ορθώς και καλώς! Ημείς όμως απεδείξαμεν ανωτέρω, ότι όχι μόνον μίαν κακοδοξίαν κηρύττει λόγω και έργω το Πατριαρχείον, αλλά πλείστας και ιδιαιτέρως την κορυφαίαν αίρεσιν, την άρνησιν δηλαδή της μοναδικότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εξισώνον αυτήν μετά των διαφόρων αιρέσεων της Δύσεως! Συνεπώς καθηκόντως και ιεροκανονικώς εγένετο η παύσις του Πατριαρχικού μνημοσύνου από τα Ιερά Θυσιαστήρια των Ζηλωτών πατέρων! Διότι, ως είδομεν, οι Ιεροί Κανόνες είναι αυτοί που υποχρεώνουν τους Εσφιγμενίτας Μοναχούς να τηρήσουν την στάσιν που τηρούν! Όσον αφορά τας απειλάς και τους αφορισμούς των πατριαρχικών, η Αγία Γραφή είναι σαφής: ''Ώσπερ όρνεα πέτανται και στρουθοί, ούτως αρά ματαία ουκ επελεύσεται ουδενί'' (Παρ. κστ' 2). Αλίμονον, αν το Θείον υπηρέτει τας ανόμους επιθυμίας των επισκόπων! Ο Άγιος Διονύσιος ο αεροπαγίτης γράφει σχετικώς: ''Τους μεν ουν ενθέους Ιεράρχας, ούτα και τοις αφορισμοίς και πάσαις ταις ιεραρχικαίς δυνάμεσιν χρηστέον, όπως αν η τελετάρχις αυτούς Θεαρχία κινήσοι'' (περί Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας, Κεφ. Ζ', παρ. 7). Ερμηνεύων ταύτα ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει: ''Εάν παρά τον σκοπόν αφορίσει ο ιεράρχης, δεν θα έχει σύμφωνον το Θείο κρίμα, διότι μόνον εν συμφωνία με το Θείον πρέπει ν' αφορίζει, και όχι κατά το θέλημά του'' (Ι. Πηδάλιον, εκδ. 1886, σ. 35). Και ο ''ατρόμητος ομολογητής των Θεανθρωπίνων ορθοδόξων αληθειών'', ο μέγας Θεόδωρος ο Στουδίτης, προσθέτει: ''Ουδεμία εξουσία έχει δοθεί στους Ιεράρχες να παραβαίνουν τους Ι. Κανόνες, παρά μόνον να συμφωνούν με τα νομοθετηθέντα και ν' ακολουθούν τακαλώς προηγηθέντα. Και το να δένουν και να λύνουν, δεν έχουν εξουσίαν να το πράττουν ως έτυχεν, αλλά μόνον όταν είναι σύμφωνον με τον γνώμονα της αληθείας'' (P. G. 99, 985). Αι δε Αποστολικαί Διαταγαί λέγουν: ''Ώσπερ η πεμπομένη ειρήνη, μη ευρούσα άξιον υποδοχέα, επιστρέφει εις αυτούς που την έστειλαν, έτσι μάλλον δε και πολύ περισσότερον η κατάρα, μη υπάρχοντος αξίου εκείνου προς τον οποίον εστάλει, λόγω της αθωότητάς του, επιστρέφει εις την κεφαλήν του αδίκως αυτήν αποστείλαντος'' (Βιβλ. Γ', κεφ. ιε'). Και ο Άγιος Φώτιος γράφει: ''Ήτο κάποτε φοβερόν το ανάθεμα, όταν εχρησιμοποιείτο από τους κήρυκας της ευσεβείας εναντίον των ενόχων της ασεβείας. Αφ' ότου δε η αδιάντροπος των ασεβών παραφροσύνη, το ανάθεμα το οποίον έχουν αυτοί οι ίδιοι επί των κεφαλών των, εζήτησαν να γυρίσει αυθαδώς εναντίον των αγωνιζομένων υπέρ της Ορθοδοξίας... το φρικτόν αυτό ανάθεμα κατήντησε παιχνίδι, μάλλον δε και το προτιμούν οι ευσεβείς, εφ' όσον εκφέρεται υπό των ασεβών'' (Προς Ιγνάντιον Κλαυδιουπόλεως). Τα ανωτέρω εβεβαίωσε και η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος, διακηρύξασα εις τα πέρατα της οικουμένης, ότι το ανάθεμα, το οποίον εξεφώνησαν οι 339 κακόδοξοι επίσκοποι εναντίον του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και λοιπών εικονοφίλων πιστών, έμεινεν επί των κεφαλών των εις τον αιώνα: ''Το γαρ ανάθεμα ο αυτοί εκληρώδησαν, εν αυτοίς μένει εις τον αιώνα''! (Mansi, 13, 341). Ο δε Ιερός Χρυσόστομος λέγει: ''... όποιος καθαιρεθεί διά φθόνον ή άλλην άδικον αιτίαν, αυτός εις μεν τον εαυτόν του προξενεί μισθόν μεγαλύτερον από τον της ιερωσύνης. όθεν και πρέπει να χαίρει και όχι να λυπάται. εις δε τους αδίκως αυτόν καθήραντας, προξενεί κόλασιν'' (Λόγ. γ' περί Ιερωσύνης και Ι. Πηδάλιον, εκδ. 1886, σ. 38).

Ούτως οι Άγιοι Πατέρες καταδικάζουν τας εμπαθείς απειλάς και τους αδίκους αφορισμούς της εν λόγω Πατριαρχικής Πράξεως του κ. Βαρθολομαίου, ο οποίος επιθυμών να εκφοβίσει και τους ορθοδόξους πιστούς, που θα επεθύμουν να συνεχίσουν την μετά των Εσφιγμενιτών εκκλησιαστικήν κοινωνίαν, επισείει - κατά το έθος των πάλαι αιρετικών - κατ' αυτών το επιτίμιον της ακοινωνησίας. Αν όμως καθίστανται ακοινώνητοι οι κοινωνούντες τους ορθοδόξους Εσφιγμενίτας, οποία ακοινωνησία πρέπει να επιβληθεί εις τους πατριαρχικούς, τους κοινωνούντας πάσι τοις αιρετικοίς! Εάν η κοινωνία των Ορθοδόξων μετά των Λατίνων του ΙΓ' αιώνος και μόνον, συμφώνως προς τον ομολογητήν Πατριάρχην Κων/πόλεως Ιωσήφ, ακυρώνει την Θείαν Χάριν, αφού κατά τους ιδίους αυτού λόγους ''... εάν συγκαταβήτε Λατίνοις, Χριστός υμάς ουδέν ωφελήσει'', αντιλαμβάνεται πας τις το μέγεθος της πατριαρχικής αποστασίας!... 


Εισαγωγή στο διαδίκτυο, τίτλος και επιμέλεια κειμένου ΑΓΙΟΚΥΠΡΙΑΝΙΤΗΣ. Απόσπασμα από το βιβλίο του μακαριστού Ιερομονάχου - Θεολόγου π. Θεοδωρήτου Μαύρου ''ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΠΟΛΕΜΟΥΜΕΝΗ'', σελίδες 16 - 26, Αθήνα 2007.

Μακαριστός Ιερομόναχος π. Θεοδώρητος Μαύρος

Σύγχρονοι ομολογηταί και μάρτυρες


Σύγχρονοι ομολογηταί και μάρτυρες της πίστεως του Χριστού στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουμανίας
Σύγχρονοι ομολογηταί και μάρτυρες
Της πίστεως του Χριστού
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουμανίας
Ο πατήρ Ιλαρίων ο Ομολογητής
Γεννήθηκε την 21η Μαρτίου 1903, σε ένα χωριό του νομού Χουνεντοάρα της Ρουμανίας. Ο πατέρας του ήταν ιερέας. Το 1926 απεφοίτησε από την Θεολογική Σχολή του Σιμπίου. Την 29η Ιουλίου 1927 χειροτονήθηκε ιερέας. Στις 30 Οκτωβρίου 1939 υποστήριξε την διδακτορική του διατριβή με θέμα Η μετάνοια, θεολογική και ψυχολογική προσέγγιση (η οποία, με την βοήθεια του Θεού, θα μεταφραστεί και στα νέα ελληνικά). Επίσης, έχει γράψει το βιβλίο Προς το Θαβώρ,το καλύτερο έργο της μέχρι τώρα ρουμάνικης Ορθοδοξίας, μια τέλεια ερμηνεία της Φιλοκαλίας. Μιλώντας περί της υψηλής πνευματικότητας του πατρός Ιλαρίωνος, ο μεγαλύτερος Ρουμάνος Ορθόδοξος θεολόγος του εικοστού αιώνα, ο πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε έλεγε: ο πατήρ Ιλαρίων μ' έχει ξεπεράσει. το οποίο είναι, σύμφωνα με τον Γέροντα Ιουστίν Πίρβου.
Ήταν καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αράντ από το 1938 ως το 1948. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1958 φυλακίστηκε και καταδικάστηκε, μαζί με άλλους 6 ιερείς από το Αράντ, σε 20 χρόνια ποινής. Ήταν κρατούμενος στη Γέρλα και μετά στο Αϊούντ, όπου πέθανε στις 18 Σεπτεμβρίου 1961. Ήταν ενταφιασμένος, χωρίς σταυρό, σ' έναν άγνωστο κοινό τάφο, μαζί με τους άλλους μάρτυρες του ρουμάνικου έθνους στο Αϊούντ.
Ο ηγούμενος Δανιήλ Τούντορ, Το πύρινο άνθος της Ορθοδοξίας
Γεννήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 1896 στο Βουκουρέστι. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο σπούδασε στην Ακαδημία Καλλιτεχνίας. Το έτος 1929 ταξίδεψε στο Άγιον Όρος, όπου έζησε για οχτώ μήνες. Ο Θεός τον φύλαξε πολλές φορές από βίαιο θάνατο. Μια φορά, πιλοτάροντας το δικό του αεροπλάνο, γλύτωσε από θάνατο, λέγοντας την νοερά προσευχή, ενώ το αεροπλάνο καταστράφηκε, αυτός δεν έπαθε τίποτε.

Ο Άγιος Ιερώνυμος +15 Ιουνίου


Ένας φλογερός υπερασπιστής της Ορθοδοξίας και ένας πολυγραφότατος εκκλησιαστικός συγγραφέας 
Ανάμεσα στους μαχητικότερους αντιαιρετικούς διδασκάλους και πολυγραφότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς της αμωμήτου ορθοδόξου πίστεως εξέχουσα θέση κατέχει ο τιμώμενος από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 15 Ιουνίου Άγιος Ιερώνυμος, ο οποίος διακρίθηκε ως ο κατ’ εξοχήν ερμηνευτής της Αγίας Γραφής και αναδείχθηκε ως ο πατήρ της αγιολογίας, της ιστοριογραφίας και της μετάφρασης.
 Ο πεντάγλωσσος Άγιος Ιερώνυμος υπήρξε άνθρωπος της ολόθερμης προσευχής και της αυστηρής ασκήσεως και κατέστη γνήσια εικόνα της αγιότητος του Θεού, αφού ελκύστηκε από τον ασκητικό τρόπο ζωής της
Ανατολής και εγκολπώθηκε ψυχή τε και σώματι τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Γι’ αυτό και υπερασπίσθηκε με ξεχωριστή αφοσίωση την αλήθεια της ορθής χριστιανικής πίστεως, αφού σύμφωνα με την άποψή του αποτελούσε τη θεμελιώδη αρχή για τη σωτηρία του ανθρώπου. Παράλληλα αναδείχθηκε χάρη στον ακάματο θεολογικό του ζήλο και τη δυναμική αντιαιρετική του στάση μία γνήσια ορθόδοξη πνευματική προσωπικότητα με αυστηρή ασκητική ζωή και πλούσια συγγραφική δραστηριότητα. 

Όσιος Θεοφάνης ο Γραπτός, ο Ομολογητής & Υμνογράφος επίσκοπος Νικαίας (778-845)




ΒΙΟΣ
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες ἠμῶν Θεόδωρος καί Θεοφάνης, οἱ ἐπικαλούμενοι Γραπτοί, ἐγεννήθησαν εἰς τήν Μωαβίτιδα γῆν ἀνατολικά τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, κατά τά ἔτη 775 καί 778 ἀντιστοίχως. Ἐξ ἀρχῆς οἱ μακάριοι ἔλαβαν τήν μεγίστην εὐλογίαν παρά Θεοῦ νά ἔχωσι γονεῖς ἐνάρετους καί εὐλαβεῖς σφόδρα, ἐπιμελουμένους μετά σπουδῆς πάσας τᾶς ἀρετᾶς, ἐξαιρέτως δέ αὐτήν τῆς φιλοξενίας. Ὁ πατήρ τῶν Ἰωάννης, ἀπαρνησάμενος τά τοῦ κόσμου ἐκάρη Μοναχός εἰς τήν τοῦ Ἁγίου Σάββα Λαύραν μετονομασθεῖς Ἰωνάς.
Οὗτος ὁ τρισόλβιος διά συντόνου ἐγκρατείας, ὑπακοῆς καί ταπεινοφροσύνης ἔφθασεν εἰς ὕψος ἀρετῆς καί ἠξιώθη τῆς τῶν Ὁσίων καί θεοφόρων Πατέρων χορείας ἐν τοίς οὐρανοίς.(Ἡ ἐτήσιος μνήμη τοῦ ἑορτάζεται τήν 21ην τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου μετά τοῦ ὁμωνύμου Προφήτου Ἰωνά).
Οἱ δυό νεαροί ἀδελφοί, ὄντες εἰς ἀκμάζουσαν νεότητα καί δίχως νά ὑπολείπονται εἰς τήν πλήρην γνῶσιν τῆς ἱερᾶς καί θύραθεν σοφίας, ἐφλέχθησαν ὑπό τοῦ Θείου ἔρωτος καί τοῦ πόθου τῆς ἀγγελικῆς πολιτείας. Ὅθεν σπεύσαντες κατέφθασαν εἰς τήν περιώνυμον Λαύραν τοῦ Ἁγίου Σάββα περί τό ἔτος 800 παρέμειναν δέ πλησίον τῆς Μονῆς εἰς τί κελλίον, εἰς τό ὁποῖον ἠγωνίζετο ὁ Θεῖος Μιχαήλ ὁ Σύγκελλος, ἀνήρ ἔμπλεος τῶν χαρίτων τοῦ Πνεύματος. Ἕνδεκα χρόνους ἔκαμαν οἱ Ἅγιοι εἰς τήν ὑπακοήν τῆς Μονῆς, καί ὑπερέβησαν ἅπαντας κατά τήν ἔνθεον πολιτείαν. Ὅθεν μέ θείαν νεύσιν ἐκλήθησαν εἰς τήν Ἁγίαν Πόλιν καί ἠξιώθησαν τοῦ ὑπέρτατου λειτουργήματος τῆς Ἱερωσύνης. Δύο χρόνους ἀργότερον (813) οἱ θεόπνευστοι ἄνδρες μετά καί τοῦ σοφωτάτου διδασκάλου τῶν Μιχαήλ, ἀναλαμβάνουσι κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Πατριάρχου τήν ἐκπλήρωσιν ἱερωτάτης καί ὑπευθύνου ἀποστολῆς διά θέματα πίστεως (ἀντίκρουσιν τῆς αἱρετικῆς προσθήκης τοῦ filioque ὑπό Λατίνων Μοναχῶν) καί διά τήν οἰκονομικήν ἐνίσχυσιν τοῦ χειμαζόμενου Πατριαρχείου ὑπό τῶν Ἀράβων.

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ








Τ παρακάτω νθολόγιο ποτελεται π ερος Κανόνες κα ποσπάσματα πρακτικν ερν Συνόδων, Τοπικν κα Οκουμενικν, π ερόσοφες γνμες γίων Πατέρων κα κανονολόγων το Βυζαντίου κα βυζαντινος βασιλικος νόμους, λα σχετικς μ τ παράμιλλο κρος κα τπαραχάρακτον κα ναλλοίωτον” τν ερν Κανόνων.
Στ μεγαλύτερο μέρος του βασίζεται στ συλλογ τέτοιων γνωμν πο νσωμάτωσε γιος Νικόδημος γιορείτης στν εσαγωγ το «Πηδαλίου» του, λλ προσθέσαμε κα λλες ντοπίζοντας, που χρειάστηκε, κα τν πηγή τους , πρς βιβλιογραφικ χρήση. 

Τ ψος τν ερν Κανόνων, τ ποο παλαιότερες Πανορθόδοξοι Σύνοδοι νήγαγαν στν σοτιμία μ τν γία Γραφή, σήμερα βρίσκεται πό, μπρακτη περισσότερο, μφισβήτηση· κι μως, ρθόδοξη συνείδηση κα κατ’ ξοχν ερόσοφη μοφωνία τν γίων Πατέρων, χείων το γίου Πνεύματος, πάντοτε θωρε τος ερος Κανόνες τος συντεταγμένους γκεκριμένους π Οκουμενικ Σύνοδο, ς καρπος το γίου Πνεύματος σης θεοπνευστίας μ τος δογματικος ρους τν Οκουμενικν Συνόδων, κα λοιπν παρασάλευτου περιεχομένου κα κύρους, στε σιος Θεόδωρος Στουδίτης ν τονίζει τι εναι μόνον κατ τ μισυ ρθόδοξος ποιος δν ζε συμφώνως μ τος ερος Κανόνες. τσι, ο ερο Κανόνες εναι τ κριτήριο ρθότητος κα φάρμακο θεραπείας, χι μόνον το βίου τν πλν πιστν κα το Κλήρου, λλ κα γνώμων κκλησιαστικο κύρους νεργειν κα ποφάσεων κόμη κα τν Συνόδων κα τν Πατριαρχν, συνόλου το κκλησιαστικο σώματος.
 


Α.  κ τν Οκουμενικν Συνόδων (κα τν γίων ποστόλων) 
  • Κανόνες Τν γίων ποστόλων (ν τ πιλόγ τν ποστολικν Κανόνων)
    Les constitutions apostoliques, τόμ. 3,
    κδίδει Metzger, Cerf - Paris 1987, σελ. 310
«Τατα περ Κανόνων διατετάχθω μν παρ’ μν, πίσκοποι. μες δ μμένοντες ατος σωθήσεσθε κα ερήνην ξετε, πειθοντες δ κολασθήσεσθε κα πόλεμον μετ’ λλήλων ίδιον ξετε, δίκην τς νηκοΐας τν προσήκουσαν τιννντες».

Τα σχίσματα του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου και οι σημερινοί Γ.Ο.Χ.

Αποσπάσματα από το βιβλίο του π. Βασιλείου Παπαδάκη "Το Σχίσμα του Ζηλωτικού Παλαιοημερολογιτισμού", Ι. Μονή Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας (Ρέθυμνο), 2008, Μέρος Α΄, Κεφ. Γ΄, ιστ΄-ιη΄.
Διατηρούμε την αρίθμηση των υποκεφαλαίων και των υποσημειώσεων, για διευκόλυνση του αναγνώστη.

ιστ΄. Το επιχείρημα περί των σχισμάτων του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου
Κάντε κλικ για να δείτε την εικόνα σε πλήρες μέγεθος
Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (από εδώ)
Ένα από τα σοβαρότερα επιχειρήματα των Γ.Ο.Χ., διά των οποίων προσπαθούν να δικαιολογήσουν την απόσχισί τους από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, είναι οι προσωρινές αποσχίσεις του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου και των μαθητών του από τους αγίους πατριάρχας Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιο και Νικηφόρο. Συγκεκριμένα οι Γ.Ο.Χ. υποστηρίζουν: «Πώς είναι δυνατόν να οφείλεται υπακοή εις μίαν τοιαύτην εγκληματικήν πράξιν (τήν αλλαγή του ημερολογίου), όταν ο Άγιος Θεόδωρος διέκοψε πάσαν εκκλησιαστικήν κοινωνίαν μετά του επισκόπου του (πατρ. Νικηφόρου), όταν εκείνος συνοδικά το 809 αθώωσε τον ιερέα, που ευλόγησε τον παράνομον γάμον του αυτοκράτορος;»281 «Διότι εάν ο Όσιος για έναν παράνομον γάμον και μάλιστα βασιλικόν, διέκοψε κοινωνίαν μετά του επισκόπου του... πολλώ μάλλον εδικαιούντο να μιμηθούν τον όσιον οι ζηλωταί στήν περίπτωσιν της ημερολογιακής καινοτομίας». «Όπως αντέδρασεν στόν αντικανονικόν γάμον ο Όσιος αντέδρασαν και οι Παλ/ται στην ημερολογιακήν καινοτομίαν»282.
Το ανωτέρω ζηλωτικό επιχείρημα δεν είναι ορθό. Ο όσιος Θεόδωρος διέκοψε πράγματι δύο φορές την κοινωνία με τους εκκλησιαστικώς προϊσταμένους του, τους αγίους Ταράσιο και Νικηφόρο, εξ αιτίας του παρανόμου γάμου του αυτοκράτορος, όμως η πράξις του αυτή κατακρίθηκε από τους αγίους Πατέρας. Οι δύο πατριάρχαι δεν εκήρυξαν αιρετικές διδασκαλίες, ούτως ώστε να δικαιολογήται η διακοπή τής
εκκλησιαστικής κοινωνίας μαζί τους· απλά ανέχθηκαν κατ᾿ οικονομία τον ιερέα Ιωσήφ, ο οποίος ετέλεσε τον βασιλικό γάμο, με σκοπό να προστατεύσουν την Εκκλησία από το αυτοκρατορικό μένος και την εκδίκησι.
Συνεπώς η αλήθεια δεν είναι, όπως την παρουσιάζουν οι Γ.Ο.Χ., αλλά ακριβώς το αντίθετο: Όπως η πράξις (διακοπή της κοινωνίας) του αγίου Θεοδώρου έχει κατακριθή και δεν θεωρείται πρότυπο από τους αγίους Πατέρας, έτσι και η διακοπή της κοινωνίας των Γ.Ο.Χ. με όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες για μη δογματικούς λόγους είναι παράνομη και καταδικαστέα. Είναι λυπηρό που οι Γ.Ο.Χ. μιμούνται τον επικατάρατο Χάμ, ο οποίος δεν «συνεκάλυψε την γύμνωσι του πατρός του» (Γένεσις θ΄, 22 – 23) Νώε καί, αντί να αποκρύβουν τις διαμάχες των αγίων Πατέρων, τις φανερώνουν και μάλιστα τις διαφημίζουν.
Φυσικά οι αγώνες του οσίου Θεοδώρου και των μαθητών του έναντι της Εικονομαχίας και ιδίως η άρνησίς του να κοινωνήση με τους Εικονομάχους κατά το δεύτερο στάδιο της επικρατήσεως της αιρέσεως (813-842) είναι υποδειγματικοί, και για τον λόγο αυτό ο Άγιος έχει μείνει στην Ιστορία ως ένας από τους μεγαλυτέρους Ομολογητάς. Μόνο οι δύο ανωτέρω προσωρινές αποσχίσεις του δεν έχουν επαινεθή από τους αγίους Πατέρας. Άς δούμε όμως αναλυτικότερα το ανωτέρω ζήτημα.
281 Θεοδωρήτου ιερομονάχου, Όταν οι φύλακες προδίδουν, εν Περιοδικώ Εκκλησιαστική Παράδοσις, φύλλο 117, σελ. 22-23.

282 Θεοδωρήτου ιερομονάχου, Περιοδικό Ο Αγιορείτης, φύλλο 34, σελ. 2, 4.

ιζ΄. Τα σχίσματα του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου