Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

Η γαλλική φωνή και ο Στάινερ


Έντυπη Έκδοση

Η γαλλική φωνή και ο Στάινερ

Χριστόφορος Λιοντάκης
Ανθολογία γαλλικής ποίησης Από τον Μπωντλαίρ ώς τις μέρες μας
εκδόσεις Καστανιώτη, σ. 397, ευρώ 37,28
Οι πιο ωραίες ανθολογίες ξένης ποίησης που έχουμε είναι του Κλ. Παράσχου Ανθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικaνικής Ποιήσεως (που επανεκδόθηκε και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παρουσία), της Μαρίας Λαϊνά Ξένη Ποίηση του 20ού αιώνα, επιλογή από μεταφράσεις, εκδ. Λωτός, κι αυτή τώρα του Χριστόφορου Λιοντάκη Ανθολογία γαλλικής ποίησης, από τον Μπωντλαίρ ώς τις μέρες μας, που κυκλοφορεί συμπληρωμένη, σε τέταρτη έκδοση, σε έναν ωραίο τόμο. Στις σελίδες αυτής της πρόσφατης έκδοσης 60 Γάλλοι ποιητές παρελαύνουν μπρος από τα μάτια μας και μαζί μ' αυτούς οι 76 Ελληνες μεταφραστές τους, με αφορμή τους στίχους τους, εκφράζουν μια ευρεία ποικιλία αντιλήψεων μεταφραστικής απόδοσης της ποίησης στα νεοελληνικά - έναν μεγάλο πλούτο της γλώσσας μας.
Ο ανθολόγος -που είναι και ο ίδιος εξαιρετικός ποιητής- εξηγεί ότι η επιλογή του στους συγκεκριμένους ποιητές ξεκινά από τον Μπωντλαίρ επειδή η ποίησή του αντιπροσωπεύει μια στιγμή-ορόσημο τόσο για τη γαλλική λογοτεχνία όσο και για την ευρωπαϊκή ποίηση γενικά. Κι αυτό γιατί στην ποίησή του συνυπάρχει ο παλαιότερος κλασικισμός, ο συμβολισμός που εμφανίστηκε την εποχή του, ενώ συναντάμε και στίχους του που προαναγγέλλουν και τον μελλοντικό σουρεαλισμό, ακόμα και τους νέους τρόπους ποιητικής γραφής της εποχής μας.
Παρ' όλα αυτά δεν θα ήταν άστοχο, νομίζω, να συμπεριλαμβάνονταν εδώ, ως σημείο εκκίνησης, και ποιήματα της τελευταίας περιόδου της ποίησης του Ζεράρ ντε Νερβάλ -η συλλογή του Χίμαιρες έχει μεταφραστεί από τον Ομηρο Μπεκέ-, διότι η ποίηση αυτή εμπεριέχει μερικά από τα χαρακτηριστικά της μεταγενέστερης γαλλικής ποίησης, και πάντως περισσότερα απ' όσο η ποίηση της Αννας ντε Νοάιγ, που ήταν τόσο αγαπητή μόνο την εποχή του Παλαμά.
Επειδή και οι μεταφραστές των γαλλικών ποιημάτων είναι και οι ίδιοι ποιητές, προερχόμενοι από διαφορετικές χρονικές περιόδους και διαφορετικές σχολές γραφής, θα ξαφνιαστούμε ευχάριστα να δούμε να συνυπάρχουν στην ανθολογία ο Καρυωτάκης με τον Εγγονόπουλο, η Αιμιλία Δάφνη με τον Ν. Γαβριήλ Πεντζίκη.
Κι αυτό είναι άλλη μια απόδειξη της μακροχρόνιας έρευνας του μεταφραστή ώστε να βρει την απόδοση που θεωρεί ακριβέστερη στο πρωτότυπο και συνάμα ελληνική. Γιατί ο ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης δεν συγκέντρωσε εδώ απλώς διάφορα ποιήματα που έχουν μεταφραστεί στα νεοελληνικά αλλά συνέκρινε μεταξύ τους και τις δημοσιευμένες μεταφράσεις τους. Ο αναγνώστης συχνά αισθάνεται ότι οι μεταφραστές ξαναγράφουν απ' την αρχή το ποίημα, όχι απλώς μένοντας πιστοί στο πρωτότυπο, αλλά προσφέροντάς μας άλλο ένα ζωντανό ελληνικό ποίημα. Δεν είναι τυχαίο λ.χ. ότι από τις δύο μεταφράσεις που έχουν γίνει στα ποιήματα του Πιερ Ζαν Ζουβ από τον Σεφέρη και τον Ελύτη, επιλέγει αυτές του πρώτου. Αξιοσημείωτο, επίσης, ότι από τις μεταφραστικές εκδοχές του Ν. Φωκά σε ποιήματα του Μπωντλαίρ, δεν επιλέγει καμία.
Ο Λιοντάκης δεν μας μεταφέρει απλώς το ποίημα και τη σκέψη των Γάλλων ποιητών από το 1800 μέχρι σήμερα, αλλά αποκαλύπτει, για άλλη μια φορά, τη μεγάλη δυναμική της νεοελληνικής γλώσσας. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η νεοελληνική ποίηση αντλεί σε μεγάλο βαθμό από τα έργα της αντίστοιχης γαλλικής, πάντοτε γόνιμα αφομοιωμένα μέσα από την ιδιαιτερότητα της ελληνικής και της ιδιοσυγκρασίας των ποιητών μας. Επειδή η εικόνα της γαλλικής ποίησης των ημερών μας δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή, ο ανθολόγος αφιερώνει τις τελευταίες 50 σελίδες του βιβλίου σε σύγχρονους ζώντες γάλλους ποιητές, αποδίδοντάς μας την εικόνα τού σήμερα.
Οι απουσίες του Αλέν Μποσκέ και του Φιλίπ Γιακοτέ, που όμως ποιήματά τους κυκλοφορούν σε παλιές ή σύγχρονες αυτοτελείς εκδόσεις, δεν μειώνουν τη σημασία αυτής της εργασίας του Λιοντάκη. Πολύ χρήσιμος επίσης είναι ο κατάλογος με τα σύντομα και χρήσιμα βιογραφικά των γάλλων ποιητών και των ελλήνων συναδέλφων τους στο τέλος του βιβλίου- καρπός κι αυτός πολύχρονης έρευνας, μελέτης και ουσιαστικής γνώσης της γαλλικής ποίησης. Μέσα απ' αυτά μεταφέροντάς μας με ακρίβεια και λακωνικότητα τα πιο σημαντικά γεγονότα του βίου τους και τα αντιπροσωπευτικότερα βιβλία τους, ο Λιοντάκης φανερώνει την αγάπη του όχι μόνο για τη γαλλική ποίηση και τους ποιητές της αλλά για την ποίηση την ίδια.
Η ηδονή του βερμπαλισμού
George Steiner
Δέκα (πιθανοί) λόγοι για τη μελαγχολία της σκέψης
μτφρ.: Σεραφείμ Βελέντζας
εκδόσεις Scripta, σ.85, ευρώ 8,07
Ο Τζ. Στάινερ είναι διεθνώς αναγνωρισμένος στοχαστής, κριτικός, μελετητής της λογοτεχνίας και αρθρογράφος μεγάλων περιοδικών κι εφημερίδων επί πολιτιστικών θεμάτων. Γεννήθηκε το 1929 στο Παρίσι από εβραίους γονείς. Το 1940 η οικογένειά του αναγκάστηκε εξαιτίας της απειλής του φασισμού και του πολέμου να μεταναστεύσει στην Αμερική. Φοίτησε στα Πανεπιστήμια Σικάγου, Χάρβαρντ και Οξφόρδης. Είναι καθηγητής της Αγγλικής και Συγκριτικής Λογοτεχνίας. Δίδαξε στα Πανεπιστήμια Σικάγου, Χάρβαρντ, Γενεύης και Οξφόρδης και στο Κολέγιο Τσόρτσιλ στο Κέμπριτζ. Καθιερώθηκε διεθνώς από τις μελέτες του Αντιγόνες και Ο θάνατος της Τραγωδίας, που κυκλοφορούν εδώ αντιστοίχως από τις εκδόσεις Καλέντης και Δωδώνη, ενώ πολλά άλλα έργα του υπάρχουν στη βιβλιαγορά.
Οι Δέκα (πιθανοί) λόγοι για τη μελαγχολία της σκέψης είναι ένα δοκίμιο που εξετάζει το σκέπτεσθαι. Το πώς δηλαδή ο νους συλλογάται, τι παράγει η σκέψη και ποια είναι τα όριά της. Με βάση τον συλλογισμό ότι «η θλίψη αποτελεί το σκοτεινό θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται η συνείδηση και η γνώση» (σ. 16) ή το ερώτημα «γιατί η ανθρώπινη σκέψη δεν σημαίνει χαρά;» (σ. 19), ο δοκιμιογράφος εξετάζει λακωνικά και ενίοτε αφαιρετικά τις διακλαδώσεις και τις περιπέτειες του λόγου. Ξεκινά από τον εγκέφαλο και τις λειτουργίες του, που τόσο αναλυτικά μας έχουν παρουσιάσει επιστήμονες σαν τον Ζαν Πιερ Σανζέ στο βιβλίο του Ο νευρωνικός άνθρωπος, και προχωρεί στη γλωσσική ικανότητα ως τη φωνητική εκφορά και τη συγγραφή και τον τεράστιο πλούτο της.
Είναι αλήθεια ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο Στάινερ επιχειρεί να προσδιορίσει αυτές τις έννοιες, και φαίνεται να είναι μια σταθερή εμμονή. Εντοπίζεται, λίγο-πολύ, πίσω από όλα του τα βιβλία. Η σκέψη και ο λόγος, η σχέση τους, τα όριά τους είναι ήδη από το 1967 το γενικό θέμα στη μελέτη του Γλώσσα και Σιωπή (αμετάφραστη στα ελληνικά). Επανέρχεται στο Περί δυσκολίας (εκδ. Ψυχογιός), με το οποίο συγγενεύει περισσότερο υφολογικά το παρόν κείμενο, όπου όμως εκεί τα εξεταζόμενα παραδείγματα είναι συγκεκριμένα και ο συγγραφέας επικεντρώνεται σ' αυτά, ώστε οι διαφυγές και οι παρεκβάσεις του δεν είναι ανεξέλεγκτες.
Το παρόν κείμενο που ο ίδιος ορθώς αποκαλεί «σημειώσεις» (σ. 17) βρίθει παρεκβάσεων, μεταφορών και πολλαπλών αναφορών που λειτουργούν όχι μόνον αθροιστικά αλλά και αποπροσανατολιστικά στον αναγνώστη. Ο Στάινερ αγαπά να συσκοτίζει τον αναγνώστη του με την ευρυμάθειά του κι αυτό, γιατί δεν μπορεί να κρυφτεί, δεν μπορεί ν' αρνηθεί ότι του αρέσει να βλέπει και να ακούει τον εαυτό του να μιλά με ευφράδεια και ρητορική δεινότητα, συχνά μάλιστα χωρίς να λέει κάτι καινούριο ή απλώς επαναλαμβανόμενος (λ.χ. το παράδειγμα «της σκεπτόμενης καλαμιάς» του Πασκάλ, στο οποίο καταφεύγει δυο φορές, μιας και ο χώρος δεν επιτρέπει να αναφέρω εδώ κι άλλα).
Υπ' αυτή την έννοια, μένει να διευκρινιστούν οι όροι «μελαγχολία» και «σκέψη» του τίτλου και όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί τους για να καταλήξουμε σε ποιους τελικά εννοεί ο συγγραφέας. Ο Στάινερ δεν συγκεκριμενοποιεί, αλλά ως νάρκισσος ακροβατεί μεταξύ φιλοσοφίας, ποίησης και σοφιστείας. Ο αναγνώστης του δεν είναι βέβαιος για τον τόνο της φωνής του. Φράσεις όπως, π.χ., «Η συνομοταξία της αντι-πραγματικότητας -που γραμματική κωδικοποίησή της είναι οι υποθετικές, οι ευκτικές και οι υποτακτικές- μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί απροσμέτρητη» (σ. 21) ή «Το σχολαστικό δόγμα, σύμφωνα με το οποίο ο ένας και μοναδικός περιορισμός της θεϊκής παντοδυναμίας είναι η ανικανότητα του Θεού να αλλάξει το παρελθόν, στερείται παντελώς πειστικότητας» (σ. 22) ή «(Η απεραντοσύνη της σκέψης) επιτρέπει στις γραμματικές του λόγου μας να αρθρώσουν την ανάμνηση και τη μελλοντικότητα, αν και σπανιότατα στεκόμαστε να αναλογιστούμε πόσο εύθραυστος είναι λογικά ο ρηματικός μέλλων» (σ. 23), -ναι μεν αποδεικνύουν την ικανότητα του συγγραφέα (μέσω του μεταφραστή του) να συνδέει τις λέξεις σε μια αρμονική συντακτική δομή, αλλά αυτές δεν μπορούν να μην εκληφθούν παρά ως πόζα, ως βερμπαλισμός και τάση αυτοθαυμασμού. Στοιχεία που δεν εντοπίζονται σε παλαιότερες μελέτες του που προαναφέραμε ούτε βέβαια στο επίσης αμετάφραστο Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι.
Δεν υπάρχουν εμβριθείς αναλύσεις εδώ αλλά γλωσσικοί και νοηματικοί ακροβατισμοί, που τους ευνοεί το θέμα: ο λόγος ως προϊόν του νου και (άγουρος ή ώριμος) καρπός της σκέψης. Διερωτώμαι εδώ αν θα έπρεπε να θυμηθούμε ότι μια εκτενής συλλογή δοκιμίων του τιτλοφορείται Μετά τη Βαβέλ. Αυτομάτως λοιπόν γεννάται το ζήτημα κατά πόσον η εργασία του άξιου Σεραφείμ Βελέντζα στη μετάφραση του βιβλίου του Στάινερ συνέβαλε, σε κάποιο βαθμό, στην εδώ «αφωνία» της σκέψης του ή στην ίδια την ιδιαιτερότητα του συγγραφέα να ισορροπεί στα όρια της μη κοινοποιήσιμης σκέψης.
Επιτυχία, ωστόσο, θα ήταν αν το παρόν πόνημα λειτουργούσε συγκριτικά σε σχέση και με άλλα, περισσότερο συγκεκριμένης θεματογραφίας κείμενά του. *

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου