Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, «Αντιδυτικοί» Πατέρες, ευεργέται της Ευρώπης

 

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, «Αντιδυτικοί» Πατέρες, ευεργέται της Ευρώπης

πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 28/1/2011
«ΑΝΤΙΔΥΤΙΚΟΙ» ΠΑΤΕΡΕΣ, ΕΥΕΡΓΕΤΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Ἡ ἑτοιμαζομένη "Μεγάλη Σύνοδος", οἱ τρεῖς Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἔσωσαν τήν πιστότητα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως, ἡ Οὐνιτίζουσα Δύσις καί ἡ μή ἀδρανοποίησις τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ
ΣΤΗ ΔΙΑΚΡΙΒΩΣΗ τῶν πνευματικῶν σχέσεων Ἀνατολῆς–Δύσεως ὁ χῶρος τῆς θεολογίας, στόν ὁποῖον ἡ ἔνταση φθάνει συχνά σέ ὁριακά σημεῖα, ἐπιτρέπει ἀσφαλέστερες καί ὁπωσδήποτε σαφέστερες διαπιστώσεις. Ἰδιαίτερα πρόσφορες παρουσιάζονται, μάλιστα, οἱ περιπτώσεις προσώπων, πού ἔχουν χαρακτηρισθεῖ ὡς ἀντιδυτικοί και ἀντιμετωπίζονται, ἀκόμη καί σήμερα, με ὑπερκριτικό πνεῦμα, ἐνίοτε δέ καί μέ σφοδρότητα ἀπό τή δυτική ἤ δυτικίζουσα ἱστοριογραφία. Τέτοια πρόσωπα εἶναι κατ᾽ ἐξοχήν ὁ Μέγας Φώτιος († 891), ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς († 1357) καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός († 1444), γιά νά μείνουμε στήν περίοδο τῆς ἀποστασιοποιήσεως Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, δηλαδή στούς αἰῶνες μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ φραγκογερμανικοῦ στοιχείου στή Δύση[1]....

1. Ὁ ἀντιδυτικισμός τῶν Ἀνατολικῶν δέν ἦταν ἀθεμελίωτος, οὔτε ὀφειλόταν σέ ἁπλή μισαλλοδοξία. Στηριζόταν σέ πολύ καλή γνώση τῆς Δύσεως καί τῶν ἀμεταβλήτων διαθέσεών της ἀπέναντι στήν Ἀνατολή

2. Ἡ ἐκφράγκευση, ἄλλωστε τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης συνδέθηκε μέ ἀποστροφή πρός τήν Ὀρθοδοξία καί ἔντονο ἀνθελληνισμό, ἀφοῦ ὁ Ἑλληνισμός (graecitas) ἦταν ὁ κύριος ἐκφραστής της. Εἶναι δέ γνωστά πλέον τά μέτρα, πού ἔλαβε ὁ Καρλομάγνος, ὁ μεγαλύτερος ὑβριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικότητος, γιά τή δυσφήμιση στή Δύση τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς, ὅταν ἀπέτυχε ἡ προσπάθειά του, γιά ἑνοποίηση τῆς Εὐρώπης ὑπό τό σκῆπτρο του. Ὁ ἀντιδυτικισμός τῆς Ἀνατολῆς συνιστοῦσε περισσότερο αὐτοάμυνα καί αὐτοπροστασία. Εἶχε, πρῶτα, ἐρείσματα πνευματικά. Την ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς ἀλλοτριώσεως τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως τῆς Δύσεως καί τή μεταβολή τῆς Θεολογίας σέ μεταφυσική θεολόγηση (σχολαστικισμός), τοῦ δέ Χριστιανισμοῦ σέ θρησκευτική ἰδεολογία. Αὐτό ὅμως για τούς ἀκολουθοῦντες τήν πατερική παράδοση τῆς Ἀνατολῆς σήμαινε τέλεια διαστροφή τοῦ Χριστιανισμοῦ καί μεταβολή του σε ἀντιχριστιανισμό καί “εἰδωλολατρία”, δεδομένου μάλιστα ὅτι ἡ δυτική θεολογία (σχολαστική) δεχόταν τήν ὕπαρξη “ἀρχετύπων” στό Θεό καί ἀναγκαιότητος (ἄς θυμηθοῦμε τή θεωρία τοῦ Ἀνσέλμου περί «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης»). Ἔτσι ὅμως ἡ Δύση ἔφθασε σέ σημεῖο νά λατρεύει Θεό, πού δέν ὑπάρχει, με τό νά τοῦ ἀποδίδει στοιχεῖα, πού δέν ἔχει. Ἡ δυτική θεολόγηση, στηριζομένη στήν ἀρχαία φιλοσοφία και τόν Αὐγουστῖνο, θά κάμει δεκτή τήν “analogia entis” καί τήν “analogia fidei” στή σχέση Θεοῦ καί κόσμου. Ἡ προβολή τῶν ἰδίων ἀντιλήψεων στό Θεό θεοποιοῦσε τά κατασκευάσματα τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας, «δημιουργῶντας» Θεό ἀνύπαρκτο, διάφορο πρός «τον Θεόν τῶν πατέρων ἡμῶν». Ἡ ἀπόρριψη, ἐξ ἄλλου, τῆς διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας στό Θεό συνιστᾶ ἄρνηση τῆς προτεραιότητας τοῦ προσώπου. Σ᾽ αὐτά ἄς προστεθοῦν οἱ διαφοροποιήσεις τῆς Χριστιανικῆς Δύσεως στό συνοδικό σύστημα, τά παπικά δόγματα (ἐκκλησιαστική καταξίωση κάθε ἀπολυταρχίας) καί κυρίως τό Filioque (νόθευση τῆς τριαδολογίας).

Ἡ ἀντιδυτική θεωρία καί στάση τῶν Ἀνατολικῶν εἶχε ὅμως και προϋποθέσεις πολιτικοκοινωνικές. Τήν ὑποταγή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως στή φραγκογερμανική φεουδαρχία, μὲ τὴ βαθμιαία ἐκφράγκευση καὶ τοῦ πατριαρχείου τῆς Π. Ρώμης (μέχρι τὸ 1046). Τὶς ἐξελίξεις αὐτὲς συνειδητοποίησε πρῶτος ὁ Μ. Φώτιος, διαισθανόμενος τὸ ρόλο τοῦ πολεμίου του πάπα Νικολάου Α´ [3] ὡς πρώτου πραγματικοῦ φραγκοφίλου πάπακουΐσλιγκ (π. Ρωμανίδης) [4] καὶ διέγνωσαν μὲ ἀκρίβεια ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ ὁ ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικός, μετὰ μάλιστα τὴν ἅλωση τοῦ 1204 καὶ τὴ Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας (1439), ἀντίστοιχα. Ἔτσι, συγκροτήθηκε μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα ἡ συνείδηση τῶν Ἀνατολικῶν ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ταυτότητα, ποὺ ἦταν γιὰ τοὺς Ἀνατολικοὺς καὶ ἐθνική, δὲν ἠπειλεῖτο τόσο ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, ὅσο ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς “ψευδαδέλφους”, κάτι ποὺ θὰ κωδικοποιηθεῖ τόν 18ον αἰώνα ἀπό τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό[5].

Εἶναι ὅμως σήμερα ἀπόλυτα σαφὲς ὅτι οἱ Ἀνατολικοὶ δὲν διέκριναν μεταξὺ Λατίνων καὶ Ρωμαίων ἤ Γραικῶν, ἀλλά μεταξὺ Τευτονοφράγκων (Λατινοφράγκων) καὶ Ρωμαίων ἀνατολῆς καὶ δύσεως[6].
Γι᾽ αὐτὸ τὴν Καρλομάγνεια προσθήκη στὸ Σύμβολο (809) κατεδίκασαν ὅλοι, ἑλληνόφωνοι καὶ λατινόφωνοι Ρωμαῖοι τῶν πέντε ρωμαϊκῶν (ὀρθοδόξων) Πατριαρχείων (Π. καὶ Ν. Ρώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων)[7].

Οἱ πατερικοὶ θεολόγοι τῆς Ἀνατολῆς ἀγωνίζονταν ὑπὲρ τῆς ἑνότητος Ἀνατολικῶν καὶ Δυτικῶν Ρωμαίων, (Βυζαντινῶν). Εἶναι ἱστορικὰ ἀπόλυτα δικαιωμένη ἡ θέση τοῦ π. Ἰ. Ρωμανίδη, ὅτι «οὐδέποτε ἔγινε σχίσμα μεταξύ τῶν Ρωμαίων Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἀλλὰ μεταξὺ Φράγκων καὶ Ρωμαίων ἀπό τὸν θ' αἰώνα». Τὸ σχίσμα «μετεφέρθη γεωγραφικῶς μόνον εἰς τὴν πρεσβυτέραν Ρώμην, ὅταν οἱ Φράγκοι ἐξέβαλαν τούς Ρωμαίους ἀπὸ τόν παπικὸν θρόνον καὶ ἐπέβαλον τοὺς Τευτονοφράγκους (Γερμανούς), Λατινοφράγκους (Φραντζέζους) καὶ Ἰταλολογγοβαρδοφράγκους, οἵτινες καὶ τελικῶς ἐπεκράτησαν καί ἐπικρατοῦν μέχρι σήμερον»[8].

2. Στούς τρεῖς αὐτοὺς μεγάλους Πατέρας μας ὀφείλουμε τὴν ὀρθὴ διάγνωση τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς ἀλλοτριώσεως. Ὁ Μέγας Φώτιος, ὅπως δείχνει καὶ τὸ ἔργο του “Λόγος περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας” [9], διέκρινε στήν προσθήκη τοῦ Filioque τὴ συντελεσθεῖσα ἤδη ἀλλοτρίωση τῆς Δύσεως στὶς προϋποθέσεις τῆς θεολογήσεως καὶ σύνολη τὴν ἐκκλησιαστικὴ θεολογία καὶ πράξη. Ὁ Φώτιος διαισθάνθηκε ὅτι ἡ προσθήκη ἦταν ἔργο τῶν Φράγκων. Ἄλλωστε, αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Καρλομάγνου στὴ σύνοδο τοῦ Ἄαχεν τὸ 809. Γι᾽ αὐτό, φειδόμενος τῶν Ρωμαίων “Βυζαντινῶν” τῆς Δύσεως, δὲν ἀναφέρει ὀνομαστικά τούς Φράγκους, κάτι ποὺ θὰ συμβεῖ καὶ στὴ Σύνοδο τοῦ 879, 8η Οἰκουμενικὴ Ἱ. Σύνοδο τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ κατεδίκασε τὸ Filioque καὶ τοὺς ἐπιχειρήσαντες τὴν προσθήκη του στὸ ἱερό Σύμβολο. Ἂν ὅμως ὁ Μ. Φώτιος διέγνωσε πρῶτος τὴν ἀλλοτρίωση τῆς “χριστιανικῆς” Δύσεως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς εἶναι ἴσως ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε ἐναργέστερη τὴν ἐπίγνωση, ὅτι στὴν περίπτωση τῶν καινοτομιῶν τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας δὲν ἔχουμε ἁπλῶς μιὰ νέα “αἵρεση” τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλά ριζικὴ ἀλλοτρίωση τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως.

Οἱ αἰῶνες, ποὺ ἀκολούθησαν, συνέθεσαν μία τραγικὴ ἐμπειρία, ποὺ ἐπιβεβαίωσε τὶς ἐπισημάνσεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ὁ Ντοστογιέφσκυ, λ.χ. ἔχοντας σαφέστατη πλέον ἐντύπωση γιὰ τὴν ἀλλοτριωμένη Δύση, θὰ καταλήξει ἀβίαστα στὸ συμπέρασμα, ὅτι «ὁ ρωμαϊκὸς καθολικισμὸς δὲν εἶναι πιὰ χριστιανισμός: «Ὁ καθολικισμὸς τῆς Ρώμης –παρατηρεῖ– εἶναι χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸν ἀθεϊσμὸ (...). Ὁ ἀθεϊσμὸς κηρύττει μονάχα τὸ μηδέν, ὁ καθολικισμὸς ὅμως προχωράει πιὸ πέρα ἀκόμα: κηρύττει ἕνα διαστρεβλωμένο Χριστό, ἕνα Χριστὸ ἀντίθετο τοῦ Χριστοῦ. Κηρύττει τὸν Ἀντίχριστο[10]».

Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, τέλος, ἐματαίωσε τὴν θεσμικὴ ἀναγνώριση καί, συνεπῶς, καταξίωση τῆς δυτικῆς ἀλλοτριώσεως, μὲ τὴν ὡς οἰκουμενικὴ συγκληθεῖσα σύνοδο Φεράρρας-Φλωρεντίας (1438/9). Ἀπέδειξε, ἐξ ἄλλου, ὅτι ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση, ἡ καρδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς αὐθεντικῆς χριστιανικότητας, δὲν κλείσθηκε στὸν 14ο αἰώνα, ἀλλὰ συνεχίσθηκε, διασυνδέοντας τὴν Ὀρθοδοξία τῆς ἐποχῆς του μὲ τὴ χριστιανικὴ ἀρχαιότητα. Τὸ “Γένος τῶν Ρωμαίων” (Ὀρθοδόξων) διακράτησε μέσω αὐτοῦ τὴν ὑπαρκτική συνέχεια καὶ συνοχή του καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν θὰ παύσει νὰ ἔχει τὴ συνείδηση τῆς ριζικῆς διαφοροποιήσεως τῆς Δύσεως, μὲ κορυφαίους ἐκφραστὲς της τὸν Ἱεροσολύμων Δοσίθεο (†1707), τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ (†1779) καὶ τοὺς Κολλυβάδες Πατέρες[11]. Ἂν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ διέσωσε τὴν ἀλήθειά της, ὀφείλεται κυρίως στοὺς τρεῖς παραπάνω Πατέρες (Φώτιο, Γρηγόριο καὶ Μᾶρκο). Αὐτοί εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἐπρωτοστάτησαν στὸν ἀγώνα νὰ διαφυλάξουν τὴν προφητική, ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ συνέχεια, διασώζοντας τὴν Ἐκκλησία ὡς “Ἴατρεῖον Πνευματικὸν” καὶ τὴ Θεολογία της ὡς καρπὸ τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας καὶ ἀπλανή ὁδηγὸ πρὸς τὴ θέωση.

3. Ἡ σφοδρή, συχνὰ κριτικὴ τῶν Ἁγίων μας αὐτῶν στὴ Δύση δὲν πρέπει νὰ νοεῖται ὡς ἐμπάθεια ἤ καθολικὴ ἀπόρριψη, ἀλλ᾽ ὡς ἀντίσταση στὴν προσπάθεια ἐπεκτάσεως τῆς ἀλλοτριώσεως, δηλαδὴ τῆς πνευματικοκοινωνικῆς νόσου, καὶ στὴν Ἀνατολή.

Ὁ Μ. Φώτιος ἀπέρριψε τὶς δογματικοκανονικὲς καινοτομίες τῆς Δύσεως, γιὰ νὰ σώσει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Κυριακοῦ Σώματος[12]. Καὶ ἡ ἐκκλησιαστική ἑνότητα στηρίζεται ἐπί τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκεκαλυμμένης Παναληθείας. Ἑνότητα, ἑδραζομένη ἐπί τῆς αἱρέσεως, οἱασδήποτε αἱρέσεως, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει. Γι᾽ αὐτὸ ἡ λειτουργική μας πράξη συνδυάζει «τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως» μὲ «τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἡ μετοχὴ ἐν ἀληθείᾳ στὴν ἁγιοπνευματικὴ χάρη εἶναι ἡ βάση τῆς ἑνότητος στὴν πίστη, πιστότητα δηλαδὴ στὴν «ἅπαξ τοῖς ἁγίοις παραδοθεῖσαν πίστιν»(Ἰούδα 3).

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀπέκρουσε τὸν κίνδυνο τοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ τῆς ἐκφιλοσοφήσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας, γιὰ νὰ σώσει τὴν αὐθεντικότητα τῆς ἐκκλησιαστικότητος καὶ τὴ δυνατότητα σωτηρίας, τὴν ὁποία ὁ δυτικὸς πλέον Βαρλαὰμ μετέθετε ἀπό τὴν χάρη στὴν ἀνθρώπινη γνώση (φιλοσοφία)[13]. Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν πρόκειται γιὰ ἀπόρριψη συλλήβδην τῆς Δύσεως καὶ τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης, ἀλλὰ γιὰ ἀγαπητική προσπάθεια ἀναπροσανατολισμοῦ καὶ ἐπιστροφῆς των στὴν παραδοθεῖσα διὰ τῶν Ἁγίων χριστιανικότητα.

Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἁγίου Μάρκου. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν διετήρησε γιὰ μία ἀπό τὶς κρισιμότερες φάσεις στὴ συνάντηση Ἀνατολῆς–Δύσεως. Δὲν ἦταν μισαλλόδοξος, ἀντιδυτικός, οὔτε προκατειλημμένος κατὰ τῆς Ἑνώσεως. Ἔβλεπε ὅμως τὴν ἕνωση ὡς συνάντηση στὴν ἀποστολικὴ παράδοση καὶ ὄχι ὡς ὑποταγὴ στόν παπισμὸ καὶ τὴν ἀλλοτρίωση. Αὐτὸ φαίνεται στὶς συζητήσεις, ποὺ διεξήγαγε στὴ Σύνοδο μὲ τοὺς αὐθεντικότερους ἐνσαρκωτές καὶ ἐκφραστὲς τοῦ δυτικοῦ πνεύματος[14]. Ἡ ἔκκλησή του στὴν παπικὴ πλευρὰ εἶναι ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτική: «Μὴ περιίδετε κενοὺς καὶ ἀπράκτους ἡμᾶς ἀπελθόντας»[15]. Ἀποκρούοντας, συνεπῶς, καὶ οἱ τρεῖς Πατέρες τὴν ἀλλοτρίωση τῆς Δύσεως, ἐργάζονταν εὐεργετικὰ ὑπὲρ αὐτῆς, ὑποδεικνύοντας τὴ νόσο της καὶ προτείνοντας θεραπεία. ΟΙ ΤΡΕΙΣ Ἅγιοί μας ὅμως ἔσωσαν τὴν πιστότητα στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ὡς συνέχεια τῆς ἐν Χριστῷ ὑπάρξεως, μὲ τὸ νὰ ἀναδειχθοῦν οἱ ἴδιοι φορεῖς καὶ ὁδοδεῖκτες τῆς πατερικῆς παραδόσεως. Ἡ προσφορά τους στὴν Εὐρώπη εἶναι γι᾽ αὐτὸ ἀνυπολόγιστη. Δὲν ἔσωσαν μόνο τὶς προϋποθέσεις τῆς θεολογήσεως μέσω τῆς θεραπευτικοασκητικῆς ἐμπειρίας, ἀλλὰ καὶ τὰ αὐθεντικὰ κριτήρια κατανοήσεως τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων[16]. Ἔξω ἀπὸ τὴν ασκητικὴ θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὸ σχῆμα: κάθαρση-φωτισμὸς-θέωση, οἱ σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα οἱ οἰκουμενικές, χάνουν τὸ ἀληθινό τους νόημα, ἐκλαμβανόμενες ὡς φιλοσοφικὰ ἤ νομικὰ συμβούλια, γιὰ τὴν ἐπίτευξη ἐνδοϊστορικῶν σκοπιμοτήτων. Ἀποκρούοντας, τὶς δυτικὲς διαφοροποιήσεις, ἀπέρριψαν ταυτόχρονα a priori καὶ ὅλες τὶς μεταγενέστερες εὐρωπαϊκὲς ἐξελίξεις, ποὺ γέννησε ἡ παραχάραξη τῆς ἀποστολικότητος καὶ πατερικότητος στὴ μετακαρλομάγνεια Εὐρώπη. Γι᾽ αὐτό, μὲ κανένα τρόπο δὲν μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν “πατέρες” καὶ “πρόδρομοι” τῆς σημερινῆς Εὐρώπης, τὴν ὁποία εἶναι φυσικὸ νὰ ἀντιμετωπίζουν κριτικὰ ὅσοι βαδίζουν στὰ ἴχνη τῆς παραδόσεως τῶν τριῶν Ἁγίων, ἀπορρίπτοντας κάθε οὐνιτίζουσα καὶ δυτικίζουσα τάση καί, συνεπῶς, συρρίκνωση ἤ καὶ ἀδρανοποίηση τῆς πατερικῆς παραδόσεως. ΕΔΩ ἀκριβῶς ἐντάσσεται καὶ ὁ σχετιζόμενος μὲ τὴν ἑτοιμαζομένη “Μεγάλη Σύνοδο” προβληματισμός. Ἂν τυχὸν μείνει ἔξω ἀπό τὶς προϋποθέσεις τῶν τριῶν αὐτῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ δὲν ἀποδεχθεῖ τὴ στάση τους ἔναντι τῆς Δύσεως, καταφάσκοντας τὴ Δύση, ὡς ἔχει, δὲν θὰ εἶναι παρὰ θλιβερὴ ἐπανάληψη τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Φλωρεντίας. Τὸ θεολογικό μας πρόβλημα στὸν ἑνωτικὸ διάλογο δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἐκτίμηση καὶ διακρίβωση τοῦ κατὰ πόσον ἡ Δύση δέχθηκε τὴν ἀγαπητική καὶ εὐεργετικὴ κριτικὴ τῶν Τριῶν αὐτῶν Πατέρων καὶ συμμορφώθηκε μὲ αὐτήν.

Ὑποσημειώσεις:
1. Γιά τά προβλήματα αὐτά βλ. James C. Russel, The Germanization of Early Medieval Christianity (A sociohistorical Approach to Religious Transformation), New York-Oxford 1994 (πλούσια βιβλιογραφία). π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη, Θεσσαλονίκη και Τοῦ ἰδίου, Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας

2. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία. Οἱ Ἕλληνες στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, Ἀθήνα 19984, σ. 86 ἐ.ἑ.

3. Βλ. τήν ἀλληλογραφία τοῦ Μ. Φωτίου μαζί του (PG 102, 585 ἐ. ἑ.).

4. π. Σ. Ρωμανίδου,Δογματική και Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α´, Θεσσαλονίκη 1973, σ.35

5. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία, ὅπ. π., σ.87

6. π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Ρωμαῖοι…, σ.66.

7. Στό ἴδιο.

8. Στό ἴδιο, σελ. 67.

9. PG 102, 263-391.

10. Ὁ Ἠλίθιος Δ,VIII–Οἱ δαιμονισμένοι Β, I, VIII.

11. Βλ. π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡσυχαστές καί Ζηλωτές. Πνευματική ἀκμή καί κοινωνική κρίση στόν Βυζαντινό 14ο αἰώνα, στόν τόμο τοῦ ἰδίου, Ἑλληνισμός μαχόμενος, Ἀθήνα 1995, σ. 13-41 (ἐδῶ: 34 ἐ.ἑ.).

12. Τό πρόβλημα τῆς συνεχείας τῆς παραδόσεως, ὡς δυνατότητος σωτηρίας, θέτουν συνεχῶς οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅπως λ.χ. ὁ Μ. Φώτιος (ΡG. 102, 389 Α): «Σὺ δὲ οὔπω βούλει συνιδεῖν, εἰς οἵους σὲ κρημνοὺς καὶ βάραθρα ψυχικῆς διαφθορᾶς ἐναπορρίπτει καὶ κατορύττει τό μὴ βούλεσθαί σε Χριστῷ μηδὲ τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς

πείθεσθαι, μηδὲ ταῖς οἰκουμενικαῖς ἕπεσθαι συνόδοις, μηδὲ πρὸς τὰς λογικάς ἑφόδους, καὶ αὐτάς διὰ τῶν ἱερῶν προϊούσας λογίων μηδαμῶς τὸν νοῦν ἐπιστρέφειν, ἀλλὰ κατηγορεῖς μὲν τοῦ κοινοῦ Δεσπότου, καταψεύδῃ δὲ τοῦ γενναίου Παύλου, κατεξανίστασαι δὲ τῶν οἰκουμενικῶν καὶ ἁγίων συνόδων, διασύρεις δὲ Πατέρας καὶ τοὺς σοὺς ἀρχιερεῖς καὶ πατέρας ὡς ἀληθῶς Πατέρων τῆς διανοίας ἐξοστρακίζων ἐς κόρακας ἀποπέμπεις καὶ πρὸς τὰς λογικάς κωφεύεις θεωρίας・ καὶ πάντα σοὶ κατεπόθη τὰ σωτήρια εἰς τὸ τῆς ἐπισφαλοῦς προλήψεως πόθος…». Καὶ ὁ ἅγιος Μᾶρκος: «Πρῶτον μὲν ἐστιν ἀναγκαιοτάτη ἡ εἰρήνη (...) καὶ ἡ ἀγάπη・ δεύτερον δὲ ὅτι παρέβλεψεν ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία τὴν ἀγάπην καὶ διελύθη ἡ εἰρήνη・ τρίτον ὅτι ἀνακαλουμένη νῦν ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία τὴν τότε καταλειφθεῖσαν ἀγάπην, ἐσπούδασεν ἵνα ἔλθωμεν ἐνταῦθα καὶ ἐξετάσωμεν τὰς μεταξὺ ἡμῶν διαφοράς・ τέταρτον, ὅτι ἀδύνατόν ἐστιν ἀνακαλέσασθαι τὴν εἰρήνην, ἐάν μὴ λυθῇ τὸ τοῦ σχίσματος αἴτιον καὶ πέμπτον, ἵνα καὶ οἱ ὅροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀναγνωσθῶσιν, ὡς ἄν φανῶμεν καὶ ἡμεῖς σύμφωνοι τοῖς ἐν ἐκείναις πατράσι καὶ ἡ παροῦσα σύνοδος ἐκείναις, ἀκόλουθος≫. (Νικ. Π. Βασιλειάδη, Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ἡ Ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, Ἀθῆναι 1972, σ. 85-86).

13. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ἡσυχαστές καί Ζηλωτές, ὅπ. π.

14. Βλ. V. Laurent, Les Memoires du grand Ecclesiarque de l’ Eglise de Constantinople SYLVESTRE SYROPOULOS sur le concile de Florence (1438-

1439), Paris 1971. Πρβλ. Νικ. Βασιλειάδη, ὅπ. π.

15. Καί συνεχίζει: «Μή ἀτιμάσητε τήν πρεσβείαν (πρβλ. Β´ Κορ. 5, 20), μή τάς εὐχάς ἀκάρπους ἀπελέγξητε, μή τό θέλημα τῶν ἐχθρῶν ἐκπληρώσητε (…). Μή τόν Θεόν καί το Πνεῦμα τό Ἅγιον λυπηθῆναι παρασκευάσητε. Μετέωρός ἐστι πᾶσα ψυχή καί ἀκοή πᾶσα τήν ὑμῶν ἀναμένουσα γνώμην, ἥν ἐθελήσητε νεῦσαι πρός τήν ἀγάπην καί τά σκάνδαλα ἐκ μέσου περιελθεῖν».

16. Βλ. π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Church Synods and Civilisation, Θεολογία, τ. 63, 1992, σ. 423-450. Καί Ἑλληνικά: Θεολογία, τ. 66 (1995) σ.646-680

Τι συγκλονιστική αποκάλυψη έχει κάνει ο Μέγας Φώτιος;

 


Διαβάστε πώς ο Μέγας Φώτιος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της βυζαντινής ή εκκλησιαστικής περιόδου, διέσωσε το όνομα της μοναδικής Ελληνίδας γυναίκας, που πήγε να πολεμήσει στην Τροία για την Ελλάδα, αλλά, δυστυχώς, καταδικάστηκε δια λιθοβολισμού εις θάνατον!

Είναι γνωστό ότι ο Άγιος Φώτιος ήταν πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης (820 -891 μ.Χ.) κατά τα έτη 858 – 867 μ.Χ. και 877 – 886 μ.Χ. Θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς και μία από τις μεγαλύτερες μορφές των γραμμάτων και της εκκλησίας κατά τη βυζαντινή περίοδο.

Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια κι έκανε πολυετείς συστηματικές σπουδές. Το 858 μ.Χ., όταν καθαιρέθηκε ο πατριάρχης Ιγνάτιος, ο Φώτιος χειροτονήθηκε πατριάρχης μέσα σε πέντε μέρες, αφού διέτρεξε όλα τα στάδια της ιεροσύνης μέσα στο διάστημα αυτό.Η δράση του, κατά την περίοδο που ήταν πατριάρχης, συνδέεται με το Σχίσμα των Εκκλησιών.

Υπήρξε συγχρόνως θεολόγος, ιστορικός, νομικός, φιλόλογος, μουσικός, ποιητής, αρχαιολόγος, μαθηματικός, γιατρός, πολιτικός και ρήτορας και αφιέρωσε όλες τις δυνάμεις του στη διδασκαλία των μαθητών. Έγραψε πολλά και σπουδαία συγγράμματα, όπως είναι η “Μυριόβιβλος”, τα “Αμφιλόχια”, που αναφέρονται κυρίως στην ερμηνεία των Αγίων Γραφών, ο “Νομοκανών”, που είναι συλλογή των αποστολικών και συνοδικών κανόνων κ.ά.

Η διπλή πατριαρχεία του Φώτιου, έγινε το κέντρο της πνευματικής και φιλολογικής κίνησης κατά το δεύτερο ήμισυ του 9ου αιώνα στο Βυζάντιο.

Ποια ήταν η Επιπόλη;

Η Επιπόλη ήτο θυγατέρα του Τραχίωνος από την Κάρυστο, η οποία ενδεδυμένη με ανδρικά φορέματα, εξεστράτευσε μετά των λοιπών Ελλήνων Αχαιών εις την Τροίαν. Μόλις, όμως, έγινε αντιληπτή από τον Παλαμήδη, κατεδικάσθη εις θάνατον δια λιθοβολισμού!

Και μόνον το γεγονός ότι υπήρξε η μοναδική αρχαία Ελληνίδα, που έλαβε μέρος στον Τρωϊκό Πόλεμο, θα πρέπει να ήτο μία πολύ ισχυρή προσωπικότητα και είναι ν’ απορή κανείς πώς αυτή η πανάξια πρόγονός μας δεν τιμάται από την Ελληνική Πολιτεία ως πρότυπον γυναικός, που θυσίασε την ζωή της, δια του τραγικού αυτού τρόπου, προκειμένου να σωθή η πατρίδα της!.. (Φώτιος, Βιβλιοθήκη, Κώδιξ 190).

Τι γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης

06/02 – Φωτίου Κωνσταντινουπόλεως.

* Mνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Φωτίου, Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ου η Σύναξις τελείται εν τω Προφητείω (ήτοι εν τω Ναώ) του τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Iωάννου, τω όντι εν τοις Hρεμίας1.

* Θνήσκων Φώτιος, ου ταράττομαι λέγει,
Προς την τελευτήν, ων προητοιμασμένος.

Την μνήμη του Αγίου Φωτίου τιμούμε 6 Φεβρουαρίου.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

1. Σημειούμεν εδώ, ότι ο ιερός ούτος Φώτιος ήτον κατά τους χρόνους Θεοφίλου του βασιλέως εν έτει 829, του οποίου έγινε πρωτοσπαθάριος και πρωτοασηκρήτις, και έφερεν τα πρωτεία της Συγκλήτου και βασιλικής βουλής, κατά τον Διάκονον Iωάννην τον συγγράψαντα τον Bίον του Aγίου Iωσήφ του υμνογράφου. Tόσην δε δύναμιν είχεν εις την γραμματικήν, ποιητικήν, ρητορικήν τε και φιλοσοφίαν• προς τούτοις δε και ιατρικήν, και πάσαν άλλην επιστήμην εξωτερικήν, εις τρόπον οπού, όχι μόνον άλλος τοιούτος δεν ευρίσκετο εν εκείνω τω καιρώ, αλλά και με τους παλαιούς εσυναριθμείτο. Kαθώς Nικήτας ο Παμφλαγονίας μαρτυρεί περί αυτού εν τω Bίω του Aγίου Iγνατίου, και μόλον οπού ήτον εχθρός του. Ψηφισθείς λοιπόν ούτος από όλον τον κλήρον (πλήν πέντε μόνον) έγινε Mοναχός υπό Γρηγορίου Eπισκόπου Συρακούσης τη πρώτη ημέρα, τη δευτέρα έγινεν Aναγνώστης, τη τρίτη Yποδιάκονος, τη τετάρτη Διάκονος, τη πέμπτη Πρεσβύτερος και τη έκτη, ήτις ήτον η κε΄ του Δεκεμβρίου καθ’ ην εορτάζομεν τα Γενέθλια του Kυρίου, έγινεν Eπίσκοπος, εν έτει 858. Kαι ούτως εκβληθέντος του Aγίου Iγνατίου, έγινεν ούτος Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως αν και ακουσίως. Ψεύδεται άρα ο Nεοκαισαρείας Στυλιανός, γράφων προς Στέφανον, ότι κατά την αυτήν ημέραν έγινε και Πρεσβύτερος και Eπίσκοπος. Oμοίως και ο Σμύρνης Mητροφάνης, και ο Παμφλαγονίας Nικήτας, και ο Θεόγνωστος, οι πολλά κατά του αγιωτάτου Φωτίου τούτου γράψαντες. Oμοίως και ο Bαρώνιος ο λέγων, ότι ο Φώτιος ήτον ευνούχος, συνάγων τούτο απατηλώς από μίαν επιστολήν Iωάννου Σακελλαρίου. Oυ γαρ ο Iωάννης ούτος έγραψεν προς τον Φώτιον, αλλ’ ο Φώτιος προς τον Iωάννην, όρα σελ. 274, του β΄ τόμου του Mελετίου, και εις τα προλεγόμενα της εν τη Aγία Σοφία συστάσης Συνόδου επί του αγιωτάτου Φωτίου, εν τω ημετέρω Πηδαλίω.

π. Γεώργιος Μεταλληνός - Πρόβλημα ή πρόφαση; Κρίση στὶς σχέσεις Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό Άρδην, Δεκέμβριος 2003

 




Δεν είμαι κανονoλόγος, ούτε νομικός. Θα αποφύγω, λοιπόν, ερμηνευτικές προσεγγίσεις του προβλήματος μέσα από τις δύο αυτές προοπτικές, που μάλιστα τον τελευταίο καιρό δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Όπως έλεγε ο μεγάλος εκκλησιαστικός ιστορικός αρχιμ. Βασίλειος Στεφανίδης (Ι 1959), «έχει τις την εντύπωσιν ότι οι ιεροί κανόνες έγιναν, δια να καταδικάζωνται οι αθώοι». Αυτό πολλές φορές ισχύει πολύ περισσότερο στην περίπτωση των νόμων, από τις κακές εφαρμογές των. Ως ιστορικός ερευνητής και θεολόγος, θα προσεγγίσω το θέμα μέσα από την ιστορικοθεολογική προοπτική του, που συνιστά την ταυτότητα και των διαπλεκόμενων στο πρόβλημα πλευρών.

Τα αυτοκέφαλα (ή ορθότερα αυτοκεφαλίαι) του 19ου αιώνος στην καθ' ημάς Βαλκανική έγιναν για να εξυπηρετηθούν τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης, κυρίως της Βρετανίας και Γαλλίας, για τη λύση του ανατολικού προβλήματος και την δημιουργία προτεκτοράτων και μεταπρατικών χωρών στην περιοχή της Βαλκανικής. Όχι ότι δεν θα φθάναμε στο εκκλησιαστικό αυτοδιοίκητο των νέων εθνικών κρατών, σύμφωνα με τις πολιτικές μεταβολές σ' αυτό τον χώρο. Από την ρωμαίικη Οικουμένη, που συνεχιζόταν στα όρια της Εθναρχίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, περάσαμε στις κρατικοεθνικές ενότητες σύμφωνα με τη νέα, μετά τη γαλλική επανάσταση, περί έθνους αντίληψη. Στο νέο αυτό διεθνές πολιτικό κλίμα θα ήταν εντελώς αδύνατο να διατηρηθούν τα παλαιά οικουμενικά σχήματα. Γι' αυτό η παλαιά αντίληψη περί «έθνους» στην αυτοκρατορία (=επαρχία της ρωμαίικης οικουμένης κατά τον 34ο αποστολικό κανόνα) νοείται τώρα, και εκ μέρους των εκκλησιαστικών, σύμφωνα με τη νέα νοοτροπία περί έθνους-κράτους, αφού οι «επαρχίες» της αυτοκρατορίας έγιναν, τώρα, εθνικά κράτη. Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν ήταν το αυτοκέφαλο-αυτοδιοίκητο καθ' αυτό, αλλά ο τρόπος, με τον οποίον θα γινόταν. Το κατακριτέο δεν ήταν η εκ των πραγμάτων ισχύουσα εθνικοκρατική διαίρεση, αλλά η δημιουργία εθνοφυλετικού πνεύματος, διασπαστικού της πνευματικής ενότητος της Εθναρχίας. Και ο τρόπος αυτός ήταν οι εν αγάπη συνεννοήσεις μεταξύ «μητρός» και «θυγατρός» εκκλησίας, αλλά και της οικείας πολιτείας, στην πολιτική δικαιοδοσία της οποίας θα ελάμβανε χώρα η εκκλησιαστική μεταβολή. Γι' αυτό και αυτός ο Κων. Οικονόμος, ο μεγαλύτερος θεολόγος του 19ου αιώνος, που παρεξηγείται από τους ομιλούντες ή γράφοντες χωρίς γνώση των πηγών, δεν ήταν κατά του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά κατά του τρόπου με τον οποίον έγινε το 1833 «βιαίως» – με σύγκρουση και σχίσμα και «αυτογνωμόνως» (πραξικοπηματικώς), και σ' αυτό ευθύνεται ο μεγάλος κι αυτός, κατά τα άλλα, αρχιμ. Θεόκλητος Φαρμακίδης. Το ότι δε και τον τρόπο καθόρισαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, φαίνεται από την προσπάθεια αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας του βρετανικού προτεκτοράτου της Επτανήσου το 1831, κάτι που απέτυχε, και από την μυστική αλληλογραφία του Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών (βλ. την εργασία μας: «Ελλαδικού αυτοκεφάλου Παραλειπόμενα», Αθήνα 19892, σελ. 441). Το Οικουμενικό Πατριαρχείο –και συνάμα Εθναρχούσα για μας Εκκλησία (μέχρι το 1922)– σοφότατα προσπάθησε να σώσει την πνευματική ενότητα μεταξύ αυτού και των προκυπτουσών απ' αυτό νέων Εκκλησιών. Αφού δεν μπορούσε να ανατρέψει τα ευρωπαϊκά σχέδια διεφύλαττε έτσι την οικουμενικότητά του κατά το πνεύμα της Ορθοδοξίας. Είναι όμως αναντίρρητο γεγονός, ότι αυτή τη νέα ερμηνεία την στήριξε –και ορθότατα– στην μακραίωνη κανονική τάξη της Ορθοδοξίας και όχι σε εποχιακές-σύγχρονες πολιτικές σκοπιμότητος. Το τελευταίο έγινε με την πατριαρχική Πράξη του 1928, που αποτελεί σήμερα την πέτρα του σκανδάλου, διότι παρασύρει τους παραταξιακά σκεπτόμενους (όλους δηλαδή πλην ολίγων) σε σιωπηρά απόρριψη της κανονικής τάξεως της Ορθοδοξίας, που είναι το θεμέλιο της ενότητας, ομονοίας και οικουμενικότητάς της. Ποια όμως είναι αυτή η (οικουμενική) κανονική τάξη;

Το θεμέλιο και η απόλυτη αρχή κάθε σχετικού προβληματισμού (αυτονομήσεως, αυτοκεφαλίας κ.λπ.) είναι ο 17ος καν. της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451, Χαλκηδών). Η Σύνοδος θέτει μια θεμελιώδη αρχή: «Ει δε και τις εκ βασιλικής εξουσίας εκαινίσθη πόλις, ει αύθις καινισθείη [ανακαινίσθηκε ή θα ανακαινισθή στο εξής, δηλαδή θα έχη κάποια πολιτική μεταβολή], τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις [δηλαδή, πρότυπα] και των εκκλησιαστικών παροικιών [δηλαδή, επαρχιών, διοικήσεων] η τάξις ακολουθείτω». Καθορίζεται, δηλαδή, για την αναγκαία ευταξία και ενότητα, η συμπόρευση των εκκλησιαστικών διοικητικών μεταβολών από πλευράς ορίων, με την επικρατούσα πολιτική διαίρεση.

Υπήρχε δε, ήδη, το προηγούμενο της Εκκλησίας της Κύπρου, που για την αντιμετώπιση τοπικών προβλημάτων (επεμβάσεις του θρόνου Αντιοχείας) ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη είκοσι χρόνια πριν (8ος κανόνας της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου – Έφεσος 431).

Ο Κανών αυτός επαναλαμβάνεται στην Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο το 691 («εν Τρούλλω», Κων/πολη) με τον 38ο κανόνα της. Λέγει, λοιπόν, ο σχετικός κανών της Συνόδου: «Τον εκ των Πατέρων ημών τεθέντα κανόνα και ημείς παραφυλάττομεν [δηλαδή, διατηρούμε και εφαρμόζουμε], τον ούτω διαγορεύοντα. Ει τις εκ βασιλικής εξουσίας εκαινίσθη πόλις [εδέχθη δηλαδή, πολιτική μεταβολή] η αύθις καινισθείη, τοις πολιτικοίς και δημοσίοις τύποις και η των εκκλησιαστικών πραγμάτων τάξις ακολουθείτω». Με δύο λόγια η εκκλησιαστική διοίκηση –όρια, δικαιοδοσία κ.λπ.– ακολουθεί την πολιτική μεταβολή.

Η τάξις αυτή επαγιώθη ως τον Θ' αιώνα, όπως μαρτυρεί ο πατριάρχης Μέγας Φώτιος (Ι 890): «Τα εκκλησιαστικά και μάλιστα γε τα περί των ενοριών δίκαια [δηλαδή ορίων διοικήσεως], ταις πολιτικαίς επικρατείαις και διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι είωθε» (Το ρήμα είωθε σημαίνει ότι ως έθος ήδη, από παλαιά, έχει επικρατήσει και πρέπει να τηρείται ως καθιερωμένη πράξη).

Αυτό που έγινε το 1831 στα Ιόνια Νησιά, με τη σθεναρή παρέμβαση του θεολόγου και κανονολόγου Καθηγητού της Ιονίου Ακαδημίας ιερομ. Κωνσταντίνου Τυπάλδου-Ιακωβάτου (1795-1867), δεν επαναλήφθηκε το 1833 στην ελεύθερη Ελλάδα, όπου το δίδυμο Μάουερ-Φαρμακίδη απέσπασε «βιαίως» και «αυτογνωμόνως» την Εκκλησία της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, με τραγικές συνέπειες: εσωτερικά, στυγνή πολιτειοκρατία. εξωτερικά, κατάσταση σχίσματος ως το 1850 και απομόνωση της ελλαδικής Εκκλησίας από όλες τις άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες, «ίνα καταστή ευεπιχείρητος εις πάσαν καινοτομίαν» κατά την επιτυχή έκφραση του Κων. Οικονόμου του εξ Οικονόμων (Ι 1857).

Το 1850, στις 29 Ιουνίου, εξεδόθη ο Πατριαρχικός Συνοδικός Τόμος, που εχορήγει κανονικώς το αυτοκέφαλον στην Εκκλησία του Ελληνικού Βασιλείου, κατά τα οριζόμενα δηλαδή από τις Οικουμενικές Συνόδους. Η πονηρία τής τότε ελληνικής Κυβερνήσεως, και πιο συγκεκριμένα του υπουργού Αναστ. Λόντου και του πρεσβευτού στην Πόλη Πέτρου Δηλιγιάννη, να καταστή η Εκκλησία της Ελλάδος, κατά την δηλούμενη από τον υπουργό απαίτηση της Αγγλίας και Γαλλίας, «πανδήμως [δηλαδή εντελώς] ανεξάρτητος», που σημαίνει να διακοπή κάθε σχέση με την Κωνσταντινούπολη, δεν επεκράτησε, διότι η φαναριώτικη διπλωματία υπεσκέλισε την οιονεί διπλωματία της Ελλάδος και εφήρμοσε την εκκλησιαστική τάξη. Γι' αυτό ο Θ. Φαρμακίδης επετέθη λάβρως στο αυτοκέφαλο του 1850 με ογκώδες έργο του κατά του Τόμου, το 1852, και τους νόμους του ιδίου έτους Σ΄ και ΣΑ΄, που επέβαλαν συνέχιση της Πολιτειοκρατίας και του πραξικοπήματος του 1833. Κάτι σημαντικό εδώ: από κανονολόγους και μητροπολίτες τονίζεται συνεχώς ότι η Εκκλησία της Ελλάδος σήμερα συνδέεται με «σχέσεις θυγατέρας προς μητέρα Εκκλησίαν» με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό ιστορικά βεβαίως ισχύει. Δεν λησμονούμε την εν τοις κόλποις του Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας ιστορική ανάπτυξή μας και γι' αυτό και την αγαπούμε και αγωνιζόμεθα για τα δίκαια του Οικουμενικού Θρόνου –ακόμη και όταν κάποια πρόσωπά του μας στενοχωρούν– διότι ο θεσμός πρέπει να σωθή, όπως και η ιστορικοκανονική τάξη που τον διέπει. Ο Τόμος όμως του 1850 ορίζει ρητώς: «δια του παρόντος Συνοδικού Τόμου την Ιεράν εν Ελλάδι Σύνοδον επιγινώσκομεν [δηλαδή, αναγνωρίζομεν] και ανακηρύσσομεν πνευματικήν ημών Αδελφήν»! Η εν Ελλάδι αυτοκέφαλος από το 1850 Εκκλησία, όπως και κάθε άλλη αυτοκέφαλος Ορθόδοξος Εκκλησία, είναι ισότιμος και Ισόκυρος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τηρούμενης βεβαίως της τάξεως των θρόνων, και αδελφή Εκκλησία, όχι πλέον θυγάτηρ, παρά μόνον ιστορικά. Η συνέχεια μετά το 1850 υπήρξε φυσική και σύμφωνη με την αστασίαστη οικουμενική βάση.

Μεγάλη σημασία έχει εδώ, ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, από το 1850 και εξής, κατανοεί και ερμηνεύει τις εξελίξεις μέσα στο πνεύμα των παραπάνω κανόνων και των Οικουμενικών Συνόδων. Έτσι, αποδέχεται το «βασίλειον της Ελλάδος» στον Τόμο του αυτοκέφαλου (1850) με την έννοια του έθνους-επαρχίας του 34ου αποστολικού κανόνος: «ωρίσαμεν [...] δια του παρόντος Συνοδικού Τόμου, ίνα η εν τω Βασιλείω της Ελλάδος Ορθόδοξος Εκκλησία [...] υπάρχη του λοιπού κανονικώς αυτοκέφαλος...».

Το 1866 ηκολούθησε η λεγομένη εκκλησιαστική «αφομοίωσις» της Επτανήσου με την Ελλάδα μετά την πολιτική ένωση του 1864. Πρέπει να δηλωθή εδώ ότι, λόγω του φαρμακιδικού καθεστώτος της Εκκλησίας της Ελλάδος, επί τρία έτη (1864-1866), προεβλήθη από την Επτάνησο μεγάλη άρνηση και αντίθεση στην εκκλησιαστική αφομοίωση, πρωτοστάτης δε ανεδείχθη ο πολιτικός Γεώργιος Τυπάλδος-Ιακωβάτος (1813-1882). Μετά από πολλούς δε αγώνες, το 1866, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εζήτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο «την ένωσιν της Εκκλησίας των Ιονίων Νήσων μετά της Εκκλησίας της Ελλάδος». Η Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1866) αναγνωρίζει «άνευ ετέρου» αυτό το κανονικό δικαίωμα: «Επεί δε ήδη του Ιονίου Κράτους ενωθέντος τω Ελληνικώ Βασιλείω, και πάντων των εκείνου πολιτικών πραγμάτων προς τούτο συναρμοσθέντων και αφομοιωθέντων... κατείδομεν την περί ης ο λόγος Ένωσιν της Εκκλησίας της Επτανήσου προς την της Ελλάδος εύλογον μεν άλλως και, ως ειπείν, φυσικήν ούσαν συνέπειαν της εν τοις πολιτικοίς πράγμασιν αφομοιώσεως, ομολογουμένως απαιτούσης και την εκκλησιαστικήν». Πλήρης εφαρμογή, δηλαδή, χωρίς τον ελάχιστο δισταγμό, της αρχής των Οικουμενικών Συνόδων Δ΄ και Πενθέκτης, αλλά και Γ΄ (Κύπρος), και του Μεγάλου Φωτίου.

Το ίδιο έγινε και το 1882 με την προσάρτηση τμήματος της Ηπείρου και όλης της Θεσσαλίας (1881). Η σχετική Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Πατριαρχική και Συνοδική Πράξις, 1882) ορίζει: «Της των Πολιτειών καταστάσεως ως επί το πολύ μεταβαλλόμενης ταις του χρόνου φοραίς (δηλαδή, στην ροή του χρόνου) και άλλοτε άλλως μεταπιπτούσης, ανάγκη και τα περί την διοίκησιν των επί μέρους Εκκλησιών ταύτη [δηλαδή ομοίως] συμμεταβάλλεσθαι και συμμεθαρμόζεσθαι». Είναι χαρακτηριστική η εκ μέρους του Οικουμενικού θρόνου πιστότητα στα συνοδικά προστάγματα και την μακρά πράξη της Εκκλησίας. Πρέπει δε να σημειωθή ότι όλα αυτά εγίνοντο παρά την αοριστία που επικρατούσε ως προς την εξέλιξη των ελλαδικών συνόρων –όλα ήσαν αβέβαια– αλλά και τον διάχυτο μεγαλοϊδεατισμό στην περίοδο αυτή.

Η εξέλιξη όμως από εδώ και στο εξής γίνεται πολύπλοκη και προδίδει τον αστασίαστο επηρεασμό εκ των αναδιπλώσεων της πολιτικής, εσωτερικής και διεθνούς.

Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, 1912-1913, προέκυψε το θέμα των προσαρτηθεισών στο Ελληνικό Κράτος «Νέων Χωρών» (ο όρος είναι πολιτικός και αδόκιμος) δηλαδή της Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης (1919) και των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου και της Κρήτης. Λόγω του έκρυθμου της καταστάσεως δεν έγινε η αναγκαία «εκκλησιαστική αφομοίωσις» κατά παράβασιν της κανονικής παραδόσεως και τάξεως, αλλά μετά από μακρά διαδικασία, το 1928, παρεχωρήθησαν «επιτροπικώς», στις 4 Σεπτεμβρίου 1928, στην διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, «υπό τύπον προσωρινότητας», όπως εδηλώθη, ενώ πνευματικώς έμειναν υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τραγελαφική δηλαδή κατάσταση, που τις συνέπειες ζούμε σήμερα, αλλά βεβαίως λόγω των ιστορικών συγκυριών αυτής της περιόδου.

Από το 1913 ως το 1928, έζησε το έθνος μας μία μακρόσυρτη περιπέτεια. Ήδη όμως το 1914 –δήλωση Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου στη Σύνοδο το 1928– υπήρχε σχέδιο διοικητικής ενώσεως των «Νέων Χωρών» με την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. Το δε 1915, ο Πατριάρχης Γερμανός Ε΄ έστειλε στην Αθήνα σχέδιο του ετοιμαζομένου Συνοδικού Τόμου. Το σχέδιο όμως δεν υλοποιήθηκε διότι, εκτός από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, 1914-1918, το 1916 ξέσπασε η συμφορά του Διχασμού. Ο Αθηνών Θεόκλητος με την Ιερά Σύνοδο διέπραξαν τεράστιο σφάλμα να φθάσουν στον αφορισμό του Ελευθερίου Βενιζέλου, εμπλεκόμενοι στην πολιτική ρήξη και μεροληπτούντες υπέρ της μιας πλευράς. Δίχασαν Λαό και Εκκλησία.

Πολλοί Ιεράρχες των Νέων Χωρών της Βορείου Ελλάδος ετάχθησαν με την Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης. Ο Βενιζέλος, δε, σχεδίαζε την απόσπαση των Νέων Χωρών από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εμελετάτο, μάλιστα, η δημιουργία ανεξάρτητης –αυτοκέφαλης– Εκκλησίας από τα αποσπώμενα τμήματα του Ελληνικού Βασιλείου! Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1922, εφάνησαν τάσεις αυτονομήσεως των Νέων Χωρών από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος.

Τον Μάιο του 1924, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος ησχολήθη με το θέμα. Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος (Παπαδόπουλος) εισηγήθη και εζήτησε την άδεια να αλληλογραφήσει με το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την χειραφέτηση των Νέων Χωρών από αυτό και την αφομοίωσή τους με την Εκκλησία της Ελλάδος. Εγένετο, μάλιστα, λόγος και για αυτονομία υπό τον Θεσσαλονίκης. Η σύγχυση παρατείνεται. Τον Νοέμβριο του 1926 γίνονται νέες συζητήσεις για σύσταση δεύτερης Συνόδου στο ενιαίο Ελληνικό Κράτος. Βεβαίως, μη ξεχνάμε, ότι πάντα η γνώμη της εκάστοτε Πολιτείας εβάρυνε ιδιαιτέρως και επηρέαζε κυρίως στην αντικανονική αταξία της Εκκλησίας. Το «ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής [δηλαδή πολιτειακής] επεμβάσεως» του Τόμου του 1850 έμεινε κενό και ανενεργό γράμμα. Το 1926, έτσι, ο υπουργός Εξωτερικών δήλωσε στην Εκκλησία ότι για εθνικούς λόγους οι Νέες Χώρες πρέπει να παραμείνουν «υπό την κυριαρχίαν του Οικουμενικού Θρόνου». Δυστυχώς ο χώρος δεν επιτρέπει να αναλύσωμε τις θλιβερές και επιζήμιες όψεις της διαπλοκής της Εκκλησίας με την Πολιτεία, στα όρια μιας θεωρητικής «συναλληλίας», που την διεμόρφωνε όμως κατά την βούλησή της η εκάστοτε Πολιτεία.

Το 1928 έγιναν οι τελικές συζητήσεις. Το πρόβλημα είχε ωριμάσει. Στην Σύνοδο της Ιεραρχίας, ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, στην εισήγησή του, κάνει λόγο για ανάθεση «επιτροπικώς» στην Εκκλησία της Ελλάδος των Νέων Χωρών, με την σπουδαιότατη επισήμανση, ότι η λύση δεν είναι σύμφωνος με τους ιερούς κανόνες (ιστορικός και καθηγητής Πανεπιστημίου ήταν), οι οποίοι επιβάλλουν την πλήρη αφομοίωση! Ήταν, λοιπόν, λύση κατ' οικονομίαν, για την υπεράσπιση, ενίσχυση και διάσωση του Πατριαρχείου. Αλλά κατά τον πατερικό λόγο, «το καλόν εστί καλόν, όταν καλώς γένηται». Υπήρχε όμως και άλλος λόγος: Οι εν Ελλάδι Ιεράρχες εφοβούντο ότι, επειδή οι Ιεράρχες των Νέων Χωρών ήσαν διπλάσιοι σε αριθμό, η διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος εκινδύνευε να περιέλθει σ' αυτούς! Η σύγκρουση Βασιλικών και Βενιζελικών συνεχίζεται και η πίεση του Πατριαρχείου από τον ψευδοπατριάρχη Τούρκο Παπα-Ευθύμ γίνεται όλο και μεγαλύτερη. Έτσι προέκυψε ο Τόμος του 1928, μέσα σ' αυτήν την σύγχυση, την διαπλοκή Εκκλησίας και Πολιτείας, τα συμφέροντα της στιγμής, τους συναισθηματισμούς και την ατολμία των εκκλησιαστικών να σεβασθούν και να εφαρμόσουν τους Ιερούς Κανόνες. Είναι δε σημαντικό, ότι και ο υπέρ του Πατριαρχείου αρθρογραφήσας, αλλά διακεκριμένος ιστορικός και κανονολόγος καθηγητής Βλάσιος Φειδάς, δεν εδίστασε να χαρακτηρίση τη λύση του 1928 «συμβατική ρύθμιση» και το αποτέλεσμα «ιδιότυπο εκκλησιαστικό καθεστώς».

Την σκοπιμότητα των ενεργειών δείχνει και το γεγονός, ότι της πράξεως προηγήθη Νόμος (361, 5/10.7.1928), επί Ελευθερίου Βενιζέλου, που προετοιμάζει μεν την Πατριαρχική Πράξη, αλλά και εξαιρεί την Εκκλησία της Κρήτης και το «ισχύον εκκλησιαστικό καθεστώς» της.

Έτσι προέκυψε η Πατριαρχική Πράξη του 1928, στην οποία αγκιστρώθηκαν και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές για να διασφαλίσουν «τα δίκαιά» τους, όπως τα κατανοούν, φυσικά, με την κατάλληλη ερμηνεία και χρήση της.

Σύμφωνα με τον όρο Ε΄ της Πράξεως, όταν χηρεύσει κάποια μητροπολιτική έδρα στις «Νέες Χώρες», η πλήρωσή της γίνεται «επί τη βάσει καταλόγου εκλεξίμων, συντεταγμένου από την Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδοςκαι «εγκεκριμένου υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείο δικαιουμένουκαι τούτου υποδεικνύειν υποψηφίους», δηλαδή να διαγράφει ή να προτείνει δικούς του. Αυτό είναι το επίμαχο σημείο.

Τo κρίσιμο ερώτημα είναι: Γιατί δεν έγινε αυτό εκ μέρους της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως είχε γίνει (ελάχιστες φορές, είναι γεγονός) κατά το διάστημα από το 1928 ως σήμερα; (Και γιατί τώρα η μη τήρηση του όρου ανησύχησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο; Η απάντηση είναι, ότι με τις συνεχείς εκατέρωθεν προκλήσεις (διεκδίκηση από τον αρχιεπίσκοπο κ. Χριστόδουλο του τίτλου του “πρώτου” ενώ αυτός ανήκει σύμφωνα με τον τόμο του 1850, στον Πατριάρχη, ή η “χρήση” του τελευταίου από την Κυβέρνηση, για να μειώσει και να φιμώσει τον «προκλητικό» σε λόγια και έργα αρχιεπίσκοπο), έχουν δημιουργήσει μεταξύ τους ένα κλίμα δυσπιστίας και καχυποψίας. Θα ερωτούσε κάποιος: και οι εκατέρωθεν Σύνοδοι τι κάνουν; Έγινε «ντε φάκτο» ο Πατριάρχης “πάπας” –όπως γράφει συχνά ο Τύπος– και ο Αρχιεπίσκοπος διεκδικεί “αξίαν” Πατριάρχου, κάτι που του αναγνωρίζει η πλειοψηφία των μελών της Συνόδου, που είναι “δικοί του” άνθρωποι; Κρισιμότερο όμως είναι το ερώτημα: γιατί να φθάσουμε σ' αυτό το σημείο της συγκρούσεως ενώ η εξ αρχής αποστολή του καταλόγου, όπως ορίζει ο όρος Ε', θα αποσοβούσε τις καταστροφικές αυτές εξελίξεις; Μήπως λοιπόν, δεν είναι μόνο θέμα προσωπικής διενέξεως Πατριάρχου-Αρχιεπισκόπου, αλλά το θέμα έχει και άλλες διαστάσεις, εθνικοπολιτικές; Μήπως συνδέεται με τις αναμενόμενες στην βόρειο Ελλάδα και κυρίως την Θεσσαλονίκη εξελίξεις; Και τότε, μετέχουν ενσυνείδητα οι Πνευματικοί Ηγέτες σ' αυτή τη διαδικασία ή απλώς έγιναν όργανα ακούσια κάποιας διεθνούς πολιτικής; Και πρέπει να έχουμε υπόψη ότι οι όποιες εκκλησιαστικές ανακατατάξεις στο χώρο μας μπορούν να διευκολύνουν και πολιτικές-διπλωματικές «λύσεις». Μη λησμονούμε ότι, ενώ η Ελλάδα απέκτησε την ελευθερία της το 1821 με πλήθος αιμάτων, η Βουλγαρία το κατόρθωσε αναίμακτα με την πραξικοπηματική της Εξαρχία (το δικό της εκκλησιαστικό αυτοκέφαλο) το 1870. ¶ρα μία παρατεινόμενη σύγκρουση στον χώρο της Εκκλησίας μπορεί να έχει οδυνηρές εξελίξεις. Γι' αυτό η αναμενόμενη απάντηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η επιμονή του να τηρηθεί πιστά ο όρος της Πράξεως του 1828 θα φωτίσει περισσότερο την πορεία των πραγμάτων.

Η ταπεινή μας γνώμη ήταν από την αρχή, ότι έπρεπε να σταλεί ο κατάλογος των εκλεξίμων στο Πατριαρχείο και επί πλέον είναι ανάγκη να ενισχυθεί το τελευταίο, διότι συνδέεται με την οικουμενικότητα του Ελληνισμού και είναι το πνευματικό μας Κέντρο. Πόσο μάλλον, που είναι και σήμερα όχι λιγότερο εμπερίστατο από όσο το 1928. Η εκ των υστέρων, και αφού “επετεύχθη” η διόγκωση της υποθέσεως μέσω του Τύπου, αποστολή του καταλόγου από την Εκκλησία της Ελλάδος αποδεικνύει ή αφέλεια στη σκέψη και κρίση ή σκοπιμότητα, που δεν ετελεσφόρησε. Μη λησμονείται ο πατερικός λόγος; «Το καλόν εστί καλόν, όταν καλώς γένηται» και τον αγιογραφικό: «Καιρός παντί πράγματι».


1. Η προτεινόμενη από ανθρώπους κοσμικού φρονήματος λύση διπλής εκκλησιαστικής ηγεσίας, του Πατριάρχου του Ελληνισμού με έδρα τη Θεσσαλονίκη και του Αρχιεπισκόπου της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος με έδρα την Αθήνα, εξυπηρετεί άριστα τα οποιαδήποτε «ξένα» σχέδια, αλλά θυσιάζει και την Οικουμενικότητα του Πατριαρχείου, αν εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη/Νέα Ρώμη. Άλλο αν τον εκδιώξουν...

2. Ουδείς λόγος είναι δυνατόν να γίνει σήμερα (και μάλιστα αυτή τη στιγμή) για άρση του αυτοκεφάλου.

3. Η Πράξη του 1928 ως καιρικό και πολιτικό κατασκεύασμα (αν γινόταν μετά την σύναψη της ελληνοτουρκικής φιλίας Βενιζέλου-Κεμάλ το 1930, θα ήταν ασφαλώς διαφορετική) μπορεί να τροποποιηθεί, αλλά μόνο με συμμετοχή των τριών παραγόντων, που ενεπλάκησαν στην ελλαδική αυτοκεφαλία και σ' αυτήν: του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Ελληνικής Πολιτείας. Γι' αυτό και σήμερα η ευθύνη πέφτει στους ώμους της τελευταίας, η οποία υποχρεούται να καλέσει τις αντιμαχόμενες εκκλησιαστικές πλευρές σε διάλογο για την άμεση λύση του θέματος κατά το συμφέρον της Εκκλησίας μας.

4. Εάν τα πράγματα όμως δεν ειρηνεύσουν, για τους σκανδαλιζομένους από όλη την θλιβερή πορεία του «πολέμου» και της «πλήρους φαρέτρας», θα υπενθυμίσω τον λόγο του Αγ. Παύλου στο Εφεσ. 20, 29: «Οίδα ότι εισελεύνονται μετά την άφιξή μου λύκοι βαρείς εις υμάς μη φειδόμενοι του ποιμνίου». Το πράγμα έφτασε σε τέτοιο σημείο και η Εκκλησία μας έχει δεχτεί τόσο μεγάλο ευτελισμό, που αν συνεχισθεί η διένεξη, και μάλιστα δημόσια, ο λόγος του Παύλου θα αποδειχτεί για μια ακόμη φορά αληθής...



Π. Γεώργιος Μεταλληνός – Η σπουδαία προσφορά του Μεγάλου Φωτίου στην Εκκλησία.

 


Ομιλεί



ο π. Γεώργιος Μεταλληνός.

Στις 6 του μηνός γιορτάσαμε την μνήμη ενός από τους μεγαλυτέρους Αγίους της Εκκλησίας μας, που έχει σημαίνουσα θέση εις την εκκλησιαστική μας ιστορία και ιδιαίτερα σήμερα είναι επίκαιρος. Πρόκειται για τον Άγιο Φώτιο, τον Μέγα Φώτιο. Θα προσπαθήσω λοιπόν να κάνω μίαν απλή σκιαγράφηση της μεγάλης αυτής προσωπικότητος, διότι ισχύει και περί αυτού αυτό το οποίον έχει πει κάποιος σοφός για τον Ιωάννην τον Χρυσόστομον: όσα και να πεις προς έπαινόν του θα είναι λειψά, δεν θα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Ο Μέγας Φώτιος διακρίθηκε ως λόγιος επιστήμονας, μεγάλος κριτικός, κλασσικός φιλόλογος. Δηλαδή είχε αρίστη Ελληνική παιδεία. Ήταν διπλωμάτης επίσης σημαντικός αλλά και ασκητικός και πνευματικός άνθρωπος. Δεν μπορεί να υπάρξει Επίσκοπος εις την Ορθοδοξία ο οποίος δεν αποκτά την θεολογία του μέσα από την πνευματική ζωή, την άσκηση. Και κάθε κληρικός, όχι μόνον οι Επίσκοποι. Διακρίθηκε επίσης ως μεγάλος Πατριάρχης. Ο δάσκαλός μου στην φιλοσοφική σχολή, ο μακαρίτης ο Νικόλαος ο Τωμαδάκης, σημειώνει ότι σε όλα με τα οποία ασχολήθηκε ο Μέγας Φώτιος διακρίθηκε, και είναι πραγματικά σε όλα Μέγας, Μεγάλος.

Είναι εκείνος όμως που διέγνωσε την αλλοτρίωση της Δύσεως. Διεπίστωσε δηλαδή ότι πρόκειται, τον 9ο αιώνα, περί ενός άλλου χριστιανισμού. Χριστιανισμού άλλου είδους που δεν έχει σχέση με τον χριστιανισμό των Αγίων μας, των Αγίων Πατέρων. Στην σειρά αυτή στην ιστορία του Μεγάλου Φωτίου θα προστεθεί αργότερα, 14ος αιώνας, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και εν συνεχεία τον 15ον αιώνα ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός. Προηγείται όμως και καθορίζει αυτήν την γραμμή, την διαφοροποίηση δηλαδή, την διάκριση μεταξύ Ορθοδοξίας ή Ορθοδόξου Ανατολής και Δυτικής χριστιανοσύνης, ο Μέγας Φώτιος. Αυτή αδελφοί μου είναι η συνέχεια των Αγίων Πατέρων μας.

Οι Άγιοι Πατέρες έχουν μία συνέχεια, δηλαδή βαδίζουν σε μία γραμμή ευθεία που διατρέχει όλη την ανθρώπινη ιστορία και πάνω στα ίχνη του ενός βαδίζει ο άλλος Πατέρας της Εκκλησίας. Κανείς δεν βρίσκεται σε θέση που να μην έχει αυτή την συνέχεια, αυτή την συμφωνία, κανείς μας Άγιος. Το φαινόμενο αυτό της διαφοροποιήσεως των Επισκόπων κυρίως…. Λέγω συνεχώς ‘Επισκόπων’ διότι ο Επίσκοπος είναι ο φύλακας της Πίστεως. Ο συνεχιστής της Ορθοδοξίας είναι ο Επίσκοπος. Αυτό είναι το έργον του Επισκόπου. Ο Επίσκοπος δεν έχει έργο διοικητικό. Από τον 19ον αιώνα που αντιγράφουμε συνεχώς στα όρια του Ελληνικού Κράτους την Δύση, την Δυτική χριστιανοσύνη, τονίζεται περισσότερο το διοικητικόν έργον του Επισκόπου -και λίγο ενωρίτερα. Ο Επίσκοπος όμως είναι εκείνος ο οποίος είναι εγγυητής και συνεχιστής της Ορθοδόξου Παραδόσεως, της Πίστεώς μας. Και ο πνευματικός πατέρας, ο οποίος βεβαίως ευλογεί και διευθύνει όλο το έργο μέσα στην Μητρόπολή του αλλά όχι με την έννοια της ασκήσεως διοικήσεως, διοικητικού έργου.

Θα ήθελα να πούμε δυο λόγια για το ιστορικό και πνευματικό κλίμα μέσα στο οποίον εμφανίζεται και δρα ο Μέγας Φώτιος. Έχουμε την αλλαγή της Δυτικής χριστιανοσύνης όπως σας είπα, κυρίως στον 9ον αιώνα γίνεται αυτό ιδιαίτερα αισθητό. Πρόκειται για την εκφράγκευση της Δυτικής χριστιανοσύνης. Εκφράγκευση, δηλαδή το Φραγκικό στοιχείο που δεν μπορούσε να κατανοήσει την θεολογία των Αγίων Πατέρων, ούτε την μέθοδο της θεολογίας που είναι η πνευματικότητα, η κάθαρση της καρδιάς και ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος. Αυτά δεν μπορούσαν οι Φράγκοι να τα κατανοήσουν και δεν τα κατανοούν μέχρι σήμερον.

Το Φραγκικό στοιχείο κυριαρχεί, θα έρθει δε μετά… το 1013 μέχρι το 1046 έχουμε την επικράτηση των Φράγκων ακόμη και στον θρόνο της Ρώμης, δηλαδή στον Επισκοπικό θρόνο. Και έχουμε Φράγκους πλέον Πάπες. Αυτή είναι η μεγάλη αλλαγή της Δύσεως με την εκφράγκευση.

Υπάρχει βιβλιογραφία πλούσια -μιλώ σε καλλιεργημένους ανθρώπους, δεν κάνω επίδειξη αλλά θέλω να τα στηρίζουμε όλα. Ένας γνωστός James Russell έχει γράψει ένα έργο στα Αγγλικά, ίσως θα έπρεπε να μεταφραστεί και στα Ελληνικά πριν από αρκετά χρόνια, 1994. Εξεδόθη στην Νέα Υόρκη και χρησιμοποιεί τον όρο the «germanization». «Η Γερμανοποίηση του Πρώιμου Δυτικού Χριστιανισμού» [The Germanization of Early Medieval Christianity], είναι το έργο του. «Γερμανοποίηση» λέει ο Ράσελ, γι’ αυτό ομιλεί, αλλά στην ουσία δεν είναι γερμανοποίηση, είναι εκφράγκευση. Ή, πιο ακριβής όρος είναι τευτονοποίηση. Οι Τεύτονες -οι deutsch, αυτός είναι ο δίφθογγος- επικρατούν μέσα στον χριστιανισμόν.

Ποιοί είναι αυτοί οι παράγοντες της διαφοροποίησης ώστε να γεννηθεί ένας άλλος χριστιανισμός εις την Δύση;

Ξεκινάμε από τον Ιερόν Αυγουστίνο, 4ος-5ος αιώνας -430 αν θυμάμαι καλά κοιμάται ο Άγιος Αυγουστίνος- ο οποίος [ήταν] μεγάλο πνεύμα κι ένα πνεύμα θυσίας και αγώνος. Η μετάνοιά του και η επιστροφή του έμειναν εις την ιστορία. Αλλά προηγήθησαν ή ήσαν σύγχρονοι του Ιερού Αυγουστίνου, Πατέρες όπως ο Άγιος Αμβρόσιος, ο Άγιος Ιερώνυμος, ο Άγιος Κασσιανός, που βρίσκονται σε άμεση σχέση με το Πατερικό στοιχείο της Ορθοδόξου Ανατολής. Ο Άγιος Αυγουστίνος επειδή έριχνε το βάρος εις την σκέψη, στην φιλοσοφία, στον στοχασμό δηλαδή, περισσότερο διανοούμενος παρά θεολόγος της πνευματικής ζωής -όχι ότι τον υποτιμούμε ή θέλουμε να τον απορρίψουμε από Άγιο αλλά δεν έχει τις θεολογικές προϋποθέσεις της Ορθοδόξου Ανατολής- έτσι χωρίς να το καταλάβει, σκεπτόμενος λογικά, κατέληξε εις το να στηρίξει, να δημιουργήσει την υποδομή του δόγματος του Φιλιόκβε. Δηλαδή, της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και από τον Πατέρα και από το Υιόν.

… Ήτανε ένας πλέι-μπόυ στην εποχή του, είχε και εξώγαμο παιδί, ο οποίος όμως με τις προσευχές της μητέρας του της Αγίας Μόνικας επέστρεψε, ήλθε τις την Πίστην χωρίς όμως να είναι πραγματικά πνευματικός του πατέρας ο Άγιος Αμβρόσιος. Γνώρισε τον Άγιον Αμβρόσιο αλλά δεν είναι πνευματικός του πατέρας ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων (Μιλάνου δηλαδή). Ο Άγιος Αμβρόσιος είχε τέτοιο σύνδεσμο με τους Ανατολικούς Πατέρες ώστε να διατηρεί αλληλογραφία με τον Μέγα Βασίλειο. Έτσι λοιπόν όχι μόνο δίνει την υποδομή της πλάνης του Φιλιόκβε (και εκ του Υιού), αλλά είναι και εκείνος ο οποίος εισάγει την περί predestination, δηλαδή προορισμού διδασκαλία. Πίστεψε, επηρεαζόμενος και από φιλοσοφικά ρεύματα, ότι εάν δεν με προόριζε ο Θεός να σωθώ δεν θα είχα σωθεί ή δεν θα έμπαινα στην Πίστη. Έγινε και επίσκοπος. Του άξιζε, αλλά έριχνε το βάρος όπως είπαμε στην λογιοσύνη.

Ένας Κεφαλλονίτης θεολόγος του 18ου αιώνος, ο Βικέντιος Δαμωδός -μεγάλη μορφή που δεν είναι τόσο γνωστή στον χώρο μας, στην Κεφαλλονιά τα τελευταία χρόνια έγινε γνωστότερος περισσότερο- κρίνει τον Αυγουστίνο για την διδασκαλία περί Φιλιόκβε, ότι το Άγιο Πνεύμα είναι ο σύνδεσμος μεταξύ του αγαπώντος που είναι ο Πατήρ και του αγαπωμένου που είναι ο Υιός. Υποβιβάζει κατά κάποιον τρόπο το Άγιο Πνεύμα. Λέγει ο Δαμωδός, αλλ’ ουκ ην αιρετικός ο Αυγουστίνος. Δεν τον θεωρούμε αιρετικό, παρασύρθηκε από την λογιοσύνη του. Όταν βάλουμε στην θεολογία ως βάση την λογική, την διάνοια, καταλήγουμε σε μία μεταφυσική. Δηλαδή, σε ένα κατασκεύασμα διανοητικό που δεν είναι η Πίστη των Αγίων οι οποίοι ζουν το μυστήριο μέσα στην αγιασμένη καρδιά τους με την θέωσή τους. … Λέγει λοιπόν ο Δαμωδός, ουκ ην αιρετικός ο Αυγουστίνος. Γιατί; ..ότι ουκ αντεμάχετο τη Καθολική Εκκλησία. Δεν πολεμούσε την Εκκλησία -Καθολική είναι η Ορθόδοξος, άλλο που το πήραν άλλοι. Δεν αντιμαχόταν, δεν πολεμούσε, δεν του έλεγε η Εκκλησία, αυτό πρέπει να πεις. Δεν ήξερε την διδασκαλία των Ανατολικών Πατέρων ο Αυγουστίνος γιατί δεν ήξερε Ελληνικά. Τεράστιο μυαλό αλλά Ελληνικά δεν έμαθε. …

Δεν αντιμαχόταν λοιπόν την Εκκλησία του Χριστού και γι΄ αυτό δεν μπορούμε να τον ονομάσουμε αιρετικό. Διαφορά προς τον Άρειο, να φέρω ένα παράδειγμα. Ο Άρειος συνεχώς εδέχετο υποδείξεις από τους άλλους Αγίους και κριτική, και του έλεγαν, όχι αυτό που λες είναι πλάνη. Ο Άρειος όμως επέμενε. Αυτός είναι αιρετικός. Το να κάμει λάθος κανείς, αδυναμίες, πτώσεις έχουμε όλοι μας, αλλά το να εμμείνει κανείς εις την πλάνη αυτό είναι δαιμονικό. Ο Άγιος Χρυσόστομος λέει, το σφάλλειν ανθρώπινον, το εμμένειν εν τη πλάνη δαιμονικόν.

Έπειτα, ένας άλλος παράγων είναι οι Φράγκοι. Σας είπα ότι σιγά σιγά επεκτείνουν την κυριαρχία τους εις την Δύση και στον χώρο της Εκκλησίας και το 1046 ανεβαίνει στον επισκοπικό θρόνο της Ρώμης ο πρώτος Φράγκος Πάπας, ο Κλήμης ο Β‘.

Εισάγεται επίσης η Φεουδαρχία της Φραγκιάς, είναι δηλαδή η διδασκαλία και η θεωρία περί φυσικής διαφοράς των ανθρώπων. Οι άνθρωποι εκ φύσεως, άλλοι έχουν δημιουργηθεί για να κυβερνούν και άλλοι για να κυβερνώνται.

Αναπτύσσεται στην Δύση ο παπισμός και τα δύο μεγάλα όπλα του παπισμού.

Η Ιερά Εξέταση ήτανε η πολεμική και κατά κάποιον τρόπον η άμυνα του παπισμού εσωτερικά. Δεν ήτανε για τους μάγους και τις μάγισσες και λοιπά. Η Ιερά Εξέταση έχει σχέση με τους λεγομένους εις την Δύση αιρετικούς, δηλαδή τους Ορθοδόξους. Αυτούς που συνέχιζαν να κηρύττουν και να ζουν Ορθοδόξως. Και το δεύτερο όπλο του παπισμού είναι η Ουνία. Το 1215 σπερματικά εμφανίζεται η Ουνία. Η Ουνία είναι όπλο προς τα έξω με την υποταγή των μη παπικών και συνεχίζει να υπάρχει μέχρι σήμερα. Και το 1992 στο Μπαλαμάντ του Λιβάνου καταξιώθηκε η Ουνία και σήμερα είναι παράγων του διαλόγου. Τί χρειάζεται η Ουνία σήμερα εφόσον πάμε για ένωση και λοιπά -και μακάρι να πάμε αλλά πως θα πάμε. Τί ρόλο μπορεί να παίξει η Ουνία. Η Ουνία είναι η εξαπάτηση των Ορθοδόξων. Εμφανίζονται με άμφια Ορθόδοξα, με εξωτερική περιβολή Ορθόδοξη και λοιπά. Και το 1254 η Ιερά Εξέταση καθιερώνει και τα βασανιστήρια ως μέσον ανακριτικό.

Ξέρετε, ο ολοκληρωτισμός που λέμε, που σήμερα έχει τις μορφές του Δυτικού ολοκληρωτισμού και του Ανατολικού με την έννοια του Μαρξιστικού ολοκληρωτισμού -Σοβιετισμός και λοιπά- γεννιέται, ξεκινάει και ξεπηδάει μέσα από τα σπλάχνα του παπισμού. Αυτά δεν πρέπει να τα ξεχνάμε.

Επίσης επικρατεί στην Δύση η λατινική γλώσσα, ενώ η Ρωμανία και η Ρωμηοσύνη, το Κράτος Ρωμανία, το Βυζάντιο και η Ρωμηοσύνη, ο λαός δηλαδή της Ρωμανίας, είναι σε Ανατολή και Δύση αρχικά δίγλωσσος. Χρησιμοποιείται και η λατινική αλλά κυρίως η ελληνική. Αυτό δεν είναι εθνικιστικό στοιχείο, διότι η μόνη γλώσσα που μπορεί να εκφράσει τελειότερα την θεολογία των Αγίων Πατέρων είναι η ελληνική γλώσσα. Είναι ευλογία Θεού. Τώρα όμως στην Δύση περιορίζονται τα πάντα στην λατινική γλώσσα.

Ο Πάπας δε, λαμβάνει τη θέση του Φράγκου Αυτοκράτορα. Αρχίζουν δε οι συγκρούσεις μεταξύ των Παπών και των Βασιλέων της Δύσεως. Είναι ο περίφημος περί περιβολής αγών. Ποιός θα έχει το πάνω χέρι και ούτω καθεξής.

Ο παπισμός, όταν μετά την εκφράγκευσή του απόκτησε την σημερινή μορφή δεν άλλαξε τίποτε. Μέχρι σήμερα τα πάντα, και το δείχνουν τα βιβλία και κυρίως η κατήχηση η ρωμαιοκαθολική, που δείχνει ότι ό,τι ίσχυε στον Μεσαίωνα ισχύει και σήμερα.

Έχουμε λοιπόν τον επεκτατισμό και την αντι-Ανατολική πολιτική, διότι ο σκοπός ήταν να υποτάξουν την Ανατολή. Και αυτό γίνεται με διάφορους τρόπους.

Το 794 επί παραδείγματι καταδικάζεται η 7η Οικουμενική Σύνοδος. Η 7η Οικουμενική Σύνοδος επειδή ήτανε Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως για να κατηγορηθούν και να καταδικαστούν οι Ανατολικοί. Να υποτιμηθούν. Αυτό είναι το σύστημα που επικρατεί. Είναι η υποτίμηση και η καταπίεση της Ανατολής.

Το 809 γίνεται σύνοδος στο Άαχεν και δογματοποιείται το Φιλιόκβε. Ενώ από τον 6ον αιώνα είχε δημιουργηθεί ένα πρόβλημα για να ισχυροποιηθεί η θέση του Υιού μέσα στην Αγία Τριάδα, μάλλον δέχτηκαν πολλοί εις την Δύση την θεωρία ότι το Άγιο Πνεύμα δεν εκπορεύεται μόνον από τον Πατέρα. Εκπόρευση είναι ο τρόπος υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος και γέννησις είναι ο τρόπος υπάρξεως του Υιού. Σ’ αυτά δεν υπάρχει φιλοσοφία. Είναι Αποκάλυψη, μέσα στην Γραφή και στις Οικουμενικές Συνόδους. Λέγει κάπου ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον Ευνόμιο, στους ευνομιανούς, ακραίους, αιρετικούς του Αρειανισμού. Τους λέει, να σου μιλήσω εγώ για την γέννηση του Υιού κι εσύ θα μου μιλήσεις για την εκπόρευση και οι δύο θα πάμε στο φρενοκομείο.

Τα θέματα της Πίστεως τα γνωρίζει κανείς δια της εν αυτώ αποκαλύψεως. Δεν είναι, το δέχεται, όπως τα μαρξιστικά δόγματα. Ξέρετε ο όρος δόγμα απέκτησε την αρνητική του σημασία από τον Μαρξισμό. Δεν κάνω τώρα πολιτική, ιστορία κάνω και κοινωνιολογία. Επομένως, δεν είναι δόγμα με την έννοια της αναγκαστικής επιβολής. Όχι. Η Πίστις είναι η έκφρασης της εμπειρίας των Αγίων. Πως είδε τον Θεό ο Ησαΐας, ο Ιερεμίας, ο Δανιήλ. Πως Τον βλέπουν ο Απόστολος Πέτρος, ο Απόστολος Παύλος, ο Άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής. Πως Τον ζουν μέσα στην καρδιά τους. Πως δηλαδή φανερώνεται με την άκτιστη Χάρη ο Θεός μέσα στην καρδιά τους και πως το εκφράζουν αυτό οι Οικουμενικές μας Σύνοδοι. Αυτό ακριβώς είναι η Πίστις της Εκκλησίας, αυτό είναι το δόγμα.

Άλλωστε και στην αρχαιότητα μιλούσαν για τα δόγματα του Πλάτωνος τα οποία δεν ήσαν αναγκαστικά. Βέβαια ο Πλάτων λέει στην Πολιτεία ότι όποιος δεν δεχτεί την Πολιτεία που προτείνω πρέπει να καταδικάζεται σε θάνατο. Μην κρυβόμαστε. Και αυτό επαναλαμβάνει και ο Πλήθων ο Γεμιστός με τα δικά του συστήματα τον 15ον αιώνα. Ξέρετε, να μην μιλούμε ποτέ για πράγματα που δεν τα ξέρουμε. Όποιος μιλεί για πράγματα που δεν τα ξέρει, μπορεί να είναι πρύτανης πρυτάνεων, αποδεικνύεται ηλίθιος. Διότι, πως είναι δυνατόν ένας επιστήμων, που σημαίνει ότι γνωρίζει την επιστήμη, να μιλεί για πράγματα που δεν τα κατέχει, ή είναι άλλος χώρος, δεν είναι δικός του χώρος.

Το 809 λοιπόν δογματοποιείται το Φιλιόκβε. Γίνεται πλέον επίσημο δόγμα του παπισμού. Μέχρι σήμερα υπάρχει, άλλο που προσπαθούν με διαφόρους τρόπους να μεταθέσουν το πρόβλημα. Δεν χρησιμοποιούν το Σύμβολο της Β’ Οικουμενικής το οποίον δεν έχει το Φιλιόκβε, γιατί δεν υπάρχει ποτέ ως διδασκαλία, ως βίωμα των Αγίων η έννοια της εκ του Πατρός εκπορεύσεως και εκ του Υιού εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Χρησιμοποιούν άλλα κείμενα όπως το Αθανασιανόν λεγόμενον σύμβολον -δεν είναι γνήσιο- του 6ου αιώνος μ.Χ.

Είναι πρόθυμοι ξέρετε, το λέγω, σπεύδω να το πω, να εγκαταλείψουν όλα τα θεολογικά θέματα αρκεί να μείνουν στο πρωτείο και στο αλάθητο. Παπισμός ίσον ολοκληρωτισμός – πρωτείο και αλάθητο.

Μην κοιτάτε χαμόγελα και αγαπολογίες. Όλο περί αγάπης μιλούν. Αλλά και ο διάβολος έχει την δική του αγάπη. Τί λέγει ο Χριστός μας; και γαρ οι αμαρτωλοί τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι. Αμαρτωλοί στη γλώσσα του Χριστού είναι οι Τελώνες, τα χειρότερα στοιχεία της εβραϊκής τότε κοινωνίας. Τους αγαπώντας αυτούς αγαπώσι. Οι γκάνγκστερς αγαπούν τους γκάνγκστερς. Το λέγω πολλές φορές. Κάνουνε συμφωνία μην με πειράξεις και μην πειράξεις τους δικούς μου για να μην σε πειράξω κι εγώ.

Επίσης χρησιμοποιούν από τον 8ον αιώνα τον όρον Γραικός και όχι το Έλλην για να υποτιμήσουν την Ανατολή, διότι το Γραικός παίρνει ένα χρώμα: Γραικός σημαίνει αιρετικός. Και Γραικική Εκκλησία, Greek Church.. αναφέρεται σε όλη την Ορθοδοξία. Τότε το κύριο στοιχείο ήταν η Ελληνική Ορθοδοξία, οπότε λοιπόν Γραικός και Γραικική Ορθοδοξία σημαίνει αιρετικός και αιρετική Εκκλησία. Μέχρι σήμερα διατηρείται, στην Αμερική κυρίως, η υποτιμητική σημασία του όρου Γραικός. Εμείς λέμε ‘αυτά είναι Κινέζικα για μένα΄ και οι αγγλόφωνοι λένε ‘that’s Greek to me’.

Επίσης δημιουργείται μία κίνηση των φραγκοφίλων Παπών. Ο πρώτος και μεγαλύτερος φραγκόφιλος Πάπας είναι ο Νικόλαος ο Α’, 858 με 867. Είναι οι Κουίσλιγκς. Κουίσλιγκ (Βίντκουν Κουίσλιγκ) ήτανε πρωθυπουργός της Νορβηγίας που συντάχθηκε με τους Ναζί. Έτσι λοιπόν και αυτός. Επεκράτησε ο όρος. Κουίσλιγκ είναι ο Πάπας Νικόλαος ο Α’.

Η θεολογία χάνει λοιπόν τον πνευματικό, ασκητικό, νηπτικό της χαρακτήρα, ως προϋπόθεσή της, και γίνεται σχολαστικισμός. Ο όρος σχολαστικός και σχολαστικισμός, ξέρετε τι σημαίνει. Είναι αυτός που μαθαίνει την θεολογία στις σχολές, στα πανεπιστήμια. Κι εμείς είμαστε σχολαστικοί. Μπορεί να μην φτάνουμε στην έκταση του σχολαστικισμού στη Δύση αλλά εκείνος που πάει στην θεολογική σχολή δεν σημαίνει ότι γίνεται Ορθόδοξος, μπορεί να γίνει και αιρετικός. Το λέγω συνήθως μεταξύ αστείου και σοβαρού χρόνια πολλά και από την σταδιοδρομία μου με την Χάρη του Θεού στο πανεπιστήμιο: Η νομική σχολή βγάζει αδίκους, η φιλοσοφική σχολή αγραμμάτους και η θεολογική σχολή αιρετικούς. Κατά κανόνα. Δηλαδή αιρετικός είναι αυτός που δεν ακολουθεί και δεν ζει τις προϋποθέσεις της θεολογίας που μας έδωσαν οι Άγιοι Πατέρες.

Επιβάλλουν επίσης την αγαμία του κλήρου. Το τί θα κάνει ο κληρικός δεν ενδιαφέρει, σημασία έχει να είναι εξωτερικά άγαμος. Το έζησα ξέρετε σε ένα συνέδριο εις την Σικελία. Στο συνέδριο αυτό μας φιλοξένησε, μας παρέθεσε δείπνο ο τοπικός ρωμαιοκαθολικός επίσκοπος. Κάποια στιγμή, δεν ξέρω επειδή μ’ αρέσει να μιλώ, έτσι έχω χαρά για τα παιδιά μου για την οικογένεια -είχαμε τα πρώτα εγγόνια τότε- και είπα ότι είμαι παντρεμένος, νυμφευμένος, ότι έχω παιδιά, έχω εγγόνια. Και πετάγεται μία γραμματεύς εις την επισκοπή και μου λέει, είστε κληρικός και είστε έγγαμος;; Τα ‘χασα αλλά τότε θυμήθηκα αμέσως την αναγκαστική, την επιβολή της αγαμίας για να φαίνονται ανώτεροι από εμάς. Της μίλησα βέβαια και της ανέλυσα το θέμα που δεν είναι ανάγκη να τα πω εδώ.

Επίσης έχουμε την μεταρρύθμιση του μοναχισμού. Οι μοναχοί γίνονται τάγματα τα οποία λειτουργούν με τα όπλα. Πολλές φορές έχουν μία υποτυπώδη μορφή ασκήσεως, κυρίως λατρείας, αλλά από την άλλη πλευρά χρησιμοποιούνται ως μέσα υπερασπίσεως και προωθήσεως του παπισμού. Θα σας πω για θεωρουμένους μεγάλους μοναχούς στη Δύση, και γράφουν και κάποιοι δικοί μας νεώτεροι συνάδελφοι για τον ‘άγιο Φραγκίσκο’ της Ασίζης. Δεν θα πω περισσότερα τώρα. Ο σκοπός μου είναι να σας δείξω τί αντιμετώπιζε ο Φώτιος.

Επίσης έχουμε δυσφήμιση των Ρωμαίων Παπών, όπως του Λέοντος του τρίτου και του Ιωάννου του ογδόου. Κάθε δηλαδή Πάπας που ορθοδοξούσε -γιατί μέχρι τον 11ο αιώνα έχουμε Ορθοδοξία, αλλά ρεύματα αντιδράσεως και απορρίψεως της Ορθοδοξίας. Έχουμε όμως και Ορθοδόξους Πάπες. Αυτοί όλοι δυσφημούνται και θα δούμε στη συνέχεια ένα παράδειγμα.

Επίσης τα εκκλησιαστικά τους έθιμα. Ξέρετε από τους 102 Κανόνες της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου διατηρούν μόνο τους 50. Οπότε λοιπόν μέσα σε αυτήν την κατάσταση, πολλά εκκλησιαστικά έθιμα, πρακτικές δηλαδή στο θέμα της νηστείας και σε πολλά άλλα πράγματα τα απορρίπτουν και ακολουθούν έναν χριστιανισμό δικής τους κατασκευής. Βέβαια την δυσκολία αυτήν την βλέπουμε και στην Ανατολή. Γι’ αυτό ο Πατριάρχης ο Αθηναγόρας, Θεός συγχωρέσ’ τον, έλεγε, αυτοί την παράδοσή τους κι εμείς την δική μας. Ξέρετε τί σημαίνει αυτό; Δύο κόμματα, συμμαχούν, συμπράττουν και λέει ο ένας μπορεί να λέγεται ξέρω γω όπως θέλετε, και ο άλλος όπως θέλετε, αλλά έχουμε συμμαχία. Λοιπόν, δεν είναι έτσι. Η ένωση είναι εις Κύριος, μία Πίστις, εν βάπτισμα. Το βάπισμα το έχουν αλλοιώσει. Και στην Γερμανία πολλές φορές τους έλεγα μεταξύ αστείου και σοβαρού, δεν έχετε νερό βρε παιδιά εδώ πέρα; Είναι μουσκεμένη η Γερμανία συνεχώς, να βαπτίσετε. Και μου λένε, αυτή είναι η πράξη μας. Ή ραντίζουν ή επιχέουν, ρίχνουν δηλαδή νερό στο κεφάλι. Όλα αυτά ξέρετε, γιατί ήθελαν από την αρχή να φανερώσουν την δική τους ιδιαιτερότητα, ότι είναι Ο χριστιανισμός. Επομένως έπρεπε να διαφοροποιείται από τον Ανατολικό χριστιανισμό.

Τα εκκλησιαστικά τους έθιμα τα επεκτείνουν και σε άλλους, όπως συνέβη επί της εποχής του Μεγάλου Φωτίου εις την Βουλγαρίαν. Βάζουν δηλαδή τον τρόπο ζωής τους, τον τρόπο της πίστεώς τους τον εισάγουν, τον επεκτείνουν και σε άλλες περιοχές για να επιβληθεί αυτή η ομοιομορφία.

Σ’ αυτήν την περίοδο λοιπόν και σ’ αυτήν την εποχή, στέλνει ο Θεός τον Άγιο Φώτιο.

[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]

Απομαγνητοφώνηση Φαίη για το ιστολόγιο ΑΒΕΡΩΦ.

Το βίντεο το είδα στο ΑΚΤΙΝΕΣ

ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΡΜΕΝΙΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ; ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ Μ. ΦΩΤΙΟΥ π. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ Πρωτοπρεσβυτέρου Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΡΜΕΝΙΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ; ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ Μ. ΦΩΤΙΟΥ

 



ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΡΜΕΝΙΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ; ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ Μ. ΦΩΤΙΟΥ

Πρόλογος
    Οἱ Ἀρμένιοι εἶναι ἕνας εὐγενὴς καὶ ἡρωικὸς λαὸς ποὺ κατέβαλαν μεγάλο τίμημα ἀγώνων καὶ θυσίας γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὸ δικαίωμα τῆς ἱστορικῆς τους ὑπάρξεως. Ἀπὸ τῆς πλευρᾶς αὐτῆς οἱ Ἕλληνες τοὺς ἀντιμετωπίζουμε μὲ πολλὴ συμπάθεια, γιατὶ νοιώθουμε ὅτι εἴμαστε ὁμοιοπαθεῖς, ὅτι ἱστορικὰ καὶ ὡς πρὸς ἄλλα στοιχεῖα καὶ πλευρὲς τῆς ζωῆς συγγενεύουμε, πολὺ περισσότερο μάλιστα ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ εἶναι Χριστιανοί.           
   Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία ἄλλη σημαντικὴ πλευρὰ τοῦ ζητήματος ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐκκλησιαστική τους ταυτότητα, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία κατὰ παράδοση θεωροῦμε τοὺς Ἀρμενίους ὡς αἱρετικοὺς Μονοφυσῖτες. Αὐτὸ στὶς ἡμέρες μας, ὅπου ὅλα σχετικοποιοῦνται καὶ ἀμβλύνονται, καὶ ἡ παράδοση δὲν παίζει ἀποφαστιστικὸ ρόλο, τείνει νὰ  σκεπασθεῖ, νὰ ξεχασθεῖ καὶ νὰ ἀλλοιωθεῖ μὲ ἄλλη θεώρηση, ἡ ὁποία στὰ πλαίσια τοῦ χριστιανικοῦ Οἱκουμενισμοῦ μειώνει τὶς διαφορές μέχρις ἐξαφανίσεως καὶ μεγαλοποιεῖ τὶς ὁμοιότητες μέχρι γιγαντισμοῦ. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴ θεώρηση οἱ Ἀρμένιοι εἶναι κατὰ πάντα Ὀρθόδοξοι, ὅπως καὶ ἐμεῖς, καὶ οἱ διαφορὲς ποὺ μᾶς χωρίζουν εἶναι ἀσήμαντες καὶ  έπουσιώδεις. Αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ βασικὴ κατευθυντήρια γραμμὴ τοῦ διεξαγομένου Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, στοὺς ὁποίους ἀνήκουν οἱ Ἀρμένιοι.
           Εἶναι ὅμως Ὀρθόδοξοι οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι; Ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ προσπαθήσαμε νὰ δώσουμε σὲ μελέτημά μας ποὺ ἤδη κυκλοφορεῖ σ' αὐτὴν ἐδῶ τὴ σειρὰ "Καιρὸς" τῶν μικρῶν τευχιδίων μὲ θέμα : «Ἡ "Ὀρθοδοξία" τῶν Ἀντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτῶν».
           Στὸ παρὸν τευχίδιο ἀσχολούμαστε εἰδικῶς μὲ τὸ ἂν οἱ Ἀρμένιοι εἶναι Ὀρθόδοξοι μὲ βάση τὴ διδασκαλία τοῦ Μ. Φωτίου. Πρόκειται γιὰ εἰσήγηση ποὺ ἀνακοινώθηκε τὸν Νοέμβριο τοῦ 1994 στὸ καθιερωμένο ἐτήσιο Θεολογικὸ συνέδριο ποὺ ὀργανώνει ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, τὸ ὁποῖο τὸ ἔτος αὐτὸ εἶχε ὡς γενικὸ θέμα τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Μ. Φωτίου. Ὁ τίτλος τῆς εἰσηγήσεως στὸ συνέδριο ἦταν: «Ὁ Μ. Φώτιος καὶ ἡ ἕνωση τῶν Ἀρμενίων μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία».
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
1. Ἵδρυση καὶ ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀρμενίας
           Οἱ Ἀρμένιοι, κατὰ τὴν παράδοσή τους, δέχθηκαν τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους Θαδδαῖο ἢ Λεβαῖο καὶ Βαρθολομαῖο, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται ἱδρυταὶ τῆς Ἀρμενικῆς Ἐκκλησίας. Φαίνεται πράγματι ἱστορικῶς ἀληθὲς ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς διεδόθη στὴν Ἀρμενία κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς ἤδη χρόνους, χωρὶς νὰ διακοπεῖ στὴ συνέχεια ἡ παρουσία του ἐκεῖ, μολονότι ἡ διάδοσή του περιορίσθηκε σὲ μικρὸ ἀριθμὸ κοινοτήτων, χωρὶς ἐμφανὴ καὶ γνωστὴ ἱστορικὰ ἐκκλησιαστικὴ ὀργάνωση.
          Ἡ περιορισμένη αὐτὴ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν Ἀρμενία κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες δικαιολογεῖ τὴν δράση κατὰ τὸν 3ο αἰώνα τοῦ μεγάλου ἁγίου τῶν Ἀρμενίων, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, ὁ ὁποῖος ἐργάσθηκε δραστήρια γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν κατοίκων καὶ τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ βοήθεια Ἑλλήνων κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν συνόδευσαν, μετὰ τὴν χειροτονία του σὲ ἐπίσκοπο ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας Λεόντιο, τὸ ἔτος 302. Στὴν Καισαρεία εἶχε καταφύγει ὁ Γρηγόριος νωρίτερα, ὅπου ἔλαβε ἑλληνικὴ μόρφωση καὶ ἔγινε Χριστιανός, διασωθεὶς μόνον αὐτὸς ἐκ τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας του ἀπὸ τὴ σφαγὴ τῶν Περσῶν, οἱ ὁποῖοι κατέλαβαν τὴν Ἀρμενία κατὰ τὸ πρῶτο μισὸ τοῦ τρίτου αἰῶνος καὶ ἐπέβαλαν διὰ τῆς βίας τὸν Παρσισμό. Τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο στὴν Ἀρμενία, ὅπου ἐπέστρεψε, ἄρχισε ὁ Γρηγόριος τὸ 261 μ.Χ., εἶχε δὲ τόση ἐπιτυχία ὥστε ἐκέρδισε στὴν χριστιανικὴ πίστη τὸν ἡγεμόνα τῆς Ἀρμενίας Τιριδάτη Γ', ὁ ὁποῖος κατέστησε τὸ 301 τὸν Χριστιανισμὸ ἐπίσημη θρησκεία τῆς Ἀρμενίας. Ἔγινε ἔτσι ἡ Ἀρμενία τὸ πρῶτο χριστιανικὸ κράτος, καὶ πῆρε σ' αὐτὸ τὰ πρωτεῖα ἀπὸ τὴν μεγάλη ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, ἡ ὁποία σὲ λίγα χρόνια κατὰ θεία ἀσφαλῶς ρύθμιση καὶ παρακίνηση τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου θὰ ἀναγνωρίσει τὸν διωκόμενο προηγουμένως Χριστιανισμὸ ὡς ἐπίσημη θρησκεία καὶ θὰ γίνει τὸ πρῶτο καὶ μοναδικὸ στὴν παγκόσμια ἱστορία οἰκουμενικὸ χριστιανικὸ κράτος.
           Ὁ Γρηγόριος ἔγινε πάντως ὁ "Φωτιστὴς" τῶν Ἀρμενίων, ὅπως ἔμεινε γνωστὸς στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ στὴν ἱστορικὴ μνήμη, συνδέσας τὴν Ἀρμενικὴ Ἐκκλησία μέσω τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐπὶ μακρὸν ἐξηρτᾶτο, μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολικἠ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀπέκτησε κατὰ τὰ μέσα τοῦ 4ου αἰῶνος τὸ ἐκκλησιαστικὸ της Κέντρο, τὴν Κωνσταντινούπολη, τὸν εὐκλεὴ τῆς ὁποίας θρόνο ἐκόσμησε καὶ ὑπερέκλεισε ὁ Μέγας ἐν σοφοῖς καὶ θεολόγοις καὶ πατριάρχαις Φώτιος, τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ ὁποίου προσπαθοῦμε νὰ φωτίσουμε κατὰ τὸ παρὸν λαμπρὸ ὄντως συνέδριο. Ἡ ἐντύπωση ἀπὸ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Φωτιστοῦ στὴν Ἀρμενία ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε ἔκαμε τὸν Μ. Ἀθανάσιο νὰ γράψει περὶ τὸ 318 ὅτι φαίνεται ὁ θρίαμβος τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὸ ὅτι ὑπέταξε τοὺς λαοὺς τῶν ἀπρόσιτων χωρῶν, ὅπως τῆς Ἀρμενίας1.
           Μέχρι τῆς Δ' ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451), οἱ Ἀρμένιοι εἶναι μέλη τῆς Μίας, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Συμμετέχουν μὲ ἐκπροσώπους των στὶς τρεῖς πρῶτες οἰκουμενικὲς συνόδους, ποὺ ἐξακολουθοῦν μέχρι σήμερα νὰ τὶς ἀναγνωρίζουν ὡς οἰκουμενικές, καὶ ἀναπτύσσουν τὴν λατρεία, τὴν θεολογία, τὸν Μοναχισμό, τὴν διοίκηση κατὰ ἑνιαῖο πρὸς τὶς ἄλλες ἐκκλησίες τρόπο. Μετὰ τὴν ἐκ νέου ὑποταγὴ τῆς χώρας τους στοὺς Πέρσες τὸ 428 καὶ τὴν μετατροπή της σὲ περσικὴ ἐπαρχία ὁ μεγάλος πατριάρχης τους Σαχάκ (Ισαάκ) ὁ Μέγας (378-439) ἐνισχύει τὶς ἐσωτερικὲς ἀντιδράσεις στὴν ξενικὴ κατοχή,  τονώνοντας μὲ ἐκκλησιαστικὲς μεταρρυθμίσεις τὴν αὐτοσυνειδησία τῶν Ἀρμενίων, ἰδιαίτερα μάλιστα μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Μεσρὼπ Μασδὸτζ στὸ νὰ δημιουργήσει τὸ ἀρμενικὸ ἀλφάβητο ἀπὸ 36 γράμματα καὶ νὰ θέσει ἔτσι τὶς βάσεις γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς Ἀρμενικῆς Φιλολογίας. Ὁ Μεσρώπ, ὁ δημιουργὸς τῆς ἐθνικῆς γλώσσης τῶν Ἀρμενίων στὴν ὁποία μετέφρασε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς Πατέρες, μὲ βάση ἑλληνικὰ καὶ συριακὰ πρωτότυπα, ἔγινε στὴ συνέχεια καθολικὸς (πατριάρχης) τῶν Ἀρμενίων καὶ πέθανε τὸ 440, ἕνδεκα μόνον χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Δ' ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ χωριστικὸ ὁρόσημο στὶς σχέσεις τῶν Ἀρμενίων μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

2. Ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία
       Ἀπασχολημένοι οἱ Ἀρμένιοι σὲ πολεμικὲς συγκρούσεις ἐναντίον τῶν Περσῶν ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου δὲν ἔλαβαν μέρος στὶς θεολογικές διεργασίες ἐπὶ τοῦ χριστολογικοῦ ζητήματος οὔτε εἶχαν οἱ ἴδιοι ἄμεση γνώση τῶν θεολογικῶν τάσεων καὶ προβληματισμῶν ποὺ ὁδήγησαν τὴν Σύνοδο νὰ καταδικάσει τὸν Μονοφυσιτισμὸ τοῦ Εὐτυχοῦς καὶ νὰ ἐπαναλάβει τὴν καταδίκη τοῦ Νεστορίου.
            Διεμόρφωσαν τὴν γνώμη, παρασυρθέντες ἀπὸ Σύρους Μονοφυσῖτες ἐπισκόπους, ὅτι ἡ Δ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μὲ τὴν καταδίκη τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ ὀλίσθησε στὸν χωριστικὸ δυοφυσιτισμὸ τοῦ Νεστορίου, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν ἀντίποδα τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ἐνῶ καὶ ἀπὸ τὸν ὅρο ἀκόμη τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου προκύπτει ὅτι αὐτὴ ἐβάδισε τὴν μέση καὶ βασιλικὴ ὁδό, ἀνάμεσα στὴν διαιρετικὴ Χριστολογία τοῦ Νεστορίου καὶ τὴν συγχυτικὴ τοῦ Εὐτυχοῦς, κατοχυρώσασα τὴν ὀρθόδοξη ἑνωτικὴ Χριστολογία της ἐν τῷ ἑνὶ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο αὐτοῦ φύσεων ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως. Ἀπομονώνουν καὶ παρερμηνεύουν τὴν γνωστὴ φράση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας «μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη» καὶ πιστεύουν ὅτι ἡ σύνοδος ἐγκατέλειψε τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καὶ παρασυρθείσα ἀπὸ τὴν νεστοριανίζουσα διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Λέοντος, πάπα Ρώμης, ἀκύρωσε τὴν Γ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ἐπανέφερε τὸν Νεστοριανισμό, τὸν ὁποῖο σημειωτέον καταδικάζει ἡ Σύνοδος μαζὶ μὲ τὸν Εὐτυχιανισμό.
           Εἶναι πάντως γεγονὸς ὅτι ὁ Μονοφυσιτισμὸς καὶ ἡ ἀπόρριψη τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπεκράτηοαν στὴν Ἀρμενία, ἀφοῦ κατοχυρώθηκαν καὶ μὲ ἀποφάσεις συνόδων Ἀρμενίων ἐπισκόπων εἰς Βαγκαρσαπὰτ τὸ 491 καὶ εἰς Δοβὲν τὸ 527 (ἢ τὸ 535 κατ' ἄλλους), μολονότι ὑπῆρξαν μεταξῦ τῶν Ἀρμενίων καὶ ὑπέρμαχοι τῆς συνόδου τῆς Χαλκηδόνος, ὅπως ὁ Καθολικὸς Ἰωάννης ὁ Mandakuni (478-490) καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸν ἄλλοι Καθολικοί, οἱ ὁποῖοι, σὲ ἐπανειλημμένες ἑνωτικὲς ἀπόπειρες ποὺ ἔγιναν μέχρι τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀναγνωρίσαν τὴν Δ' Οἰκουμενικὴ σύνοδο καὶ ἀπεκήρυξαν τὸν Μονοφυσιτισμό. Οἱ ἑνωτικὲς αὐτὲς προσπάθειες, μολονότι δὲν ὁδήγησαν τελικῶς στὴν ἕνωση τῶν Ἀρμενίων συνολικὰ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, συνετέλεσαν πάντως στὸ νὰ ἐνταχθοῦν καὶ νὰ παραμείνουν ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας σημαντικὸς ἀριθμὸς Ἀρμενίων. Στὶς ὀρθόδοξες π.χ. μονὲς τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ τὸν 6ο αἰώνα, ἐγκαταβιοῦν πολλοὶ Ἀρμένιοι. ὁ μοναχὸς Νίκων ὁ Μαυρορείτης (11ος αἰών) παραδίδει ὅτι ὁ ἅγιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος ἐπέτρεψε στοὺς Ἀρμενίους μοναχοὺς «ἐν τῇ τῶν Ἀρμενίων διαλέκτῳ ψάλλεσθαι τὴν ἀκολουθίαν», ἐκτὸς ἀπὸ τὸν τρισάγιο ὕμνο, ποὺ ἔπρεπε νὰ ψάλλεται στὰ ἑλληνικά, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ πιθανότης προσθήκης τῆς θεοπασχιτικῆς φράσεως «ὁ σταυρωθεὶς δι' ἡμᾶς» τοῦ Πέτρου Γναφέως. Ἀρκετοὶ Ἀρμένιοι ποὺ ζοῦσαν σὲ ἑλληνικὰ κέντρα δὲν ἀκολούθησαν τὸν Μονοφυσιτισμό, ἀλλὰ ἔμειναν Ὀρθόδοξοι ἐνῶ ἄλλοι ἐπανῆλθαν στὴν Ὀρθοδοξία ὅπως ἤδη ἐλέχθη. Ὅλοι αὐτοὶ ὀνομάσθηκαν Ἑλληνοαρμένιοι (Χαϊχουρούμ). Ἀπὸ τοὺς Ἀρμενίους αὐτοὺς Ὀρθοδόξους προέρχονται οἱ ἀρμενικῆς καταγωγῆς αὐτοκράτορες, αὐτοκράτειρες, στρατηγοὶ καὶ ἄλλοι ἀξιωματοῦχοι τοῦ Βυζαντίου, ὡς καὶ πολλοὶ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀρμένιοι ἱστορικοὶ θεωροῦν ὅτι οἱ ἐπιζήσαντες μέχρι καὶ τῶν σφαγῶν τοῦ 1915 Χαϊχουροὺμ (Ἀρμενορωμαῖοι) εἶναι Ἀρμένιοι Χαλκηδονῖτες, Ἀρμένιοι δηλαδὴ ὡς πρὸς τὴν καταγωγὴ καὶ Ρωμαῖοι, Ρωμηοί, ὡς πρὸς τὴν πίστη, ἐνῶ ἀπὸ Ἕλληνες ἱστορικοὺς διατυπώνεται ἡ ἄποψη ὅτι εἶναι ἁπλῶς ἀρμενόγλωσσοι Ἕλληνες, ἑλληνικῆς δηλαδὴ καταγωγῆς Ὀρθόδοξοι, ποὺ μόνον γλωσσικὰ συνδέονται μὲ τοὺς Ἀρμενίους, ἀπομεινάρια στρατιωτῶν τοῦ Ξενοφῶντος καὶ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου2.
3. Σταθερὴ ἡ ἀντιμετώπιση τῶν Ἀρμενίων ὡς αἱρετικῶν
           Οἱ μὴ Χαλκηδόνιοι Ἀρμένιοι, οἱ ἀπορρίπτοντες δηλαδὴ τὴν Δ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, καὶ μαζὶ μ' αὐτὴν καὶ ὅλες τὶς ἐπόμενες οἰκουμενικὲς συνόδους, αὐτονόητα καὶ σταθερὰ σὲ ὅλες τὶς ἱστορικὲς περιόδους, μετὰ τὴν ἀπόσχισή τους, ἐντάσσονται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στοὺς Μονοφυσῖτες καὶ χαρακτηρίζονται ὡς αἱρετικοί. Τὴν ἴδια ἀντιμετώπισή τους, ὅπως θὰ δοῦμε, βρίσκει κανεὶς καὶ στὸν Μέγα Φώτιο, ὁ ὁποῖος μάλιστα κατόρθωσε νὰ ἐπαναφέρει μεγάλη μερίδα Ἀρμενίων στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ ἴδιοι οἱ Ἀρμένιοι ἀναγνωρίζουν τὸν Μονοφυσιτισμὸ τους, ἀντιπαραθέτοντάς τον πρὸς τὸν Ὀρθόδοξο Δυοφυσιτισμό, τὸν ὁποῖο θεωροῦν αἱρετικό, γιατὶ τὸν ταυτίζουν μὲ τὸν χωριστικὸ Δυοφυσιτισμὸ τοῦ Νεστορίου3 . Γιὰ τὴν σταθερὴ ἀντιμετώπιση τῶν Ἀρμενίων ὡς αἱρετικῶν ἐνδεικτικῶς μόνον ἀναφέρουμε τὰ ἑξῆς. Στὶς κανονικὲς ἀποκρίσεις τοῦ Ἰωάννου, ἐπισκόπου Κίτρους, πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο Δυρραχίου Κωνσταντῖνο Καβάσιλα, ὁ ὁποῖος περὶ τὸ τέλος τοῦ 12ου αἰῶνος, ρώτησε «εἰ ἔξεστι τοῖς Ἀρμενίοις ἐν αἷς πόλεσιν οἰκοῦσι, κατὰ πάσαν ἄδειαν κτίζειν Ἐκκλησίας, καὶ εἶτε χρῆ κωλύεσθαι ἢ ἐὰν αὐτοὺς ποιεῖν ὡς βούλονται», περιλαμβάνεται ἀπάντηση, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ φανερώνει τὸ ὑπερφυλετικὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα τοῦ Βυζαντίου, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως δείχνει καὶ τὴν σωτηριολογική, ἀπὸ γνήσια χριστιανικὴ ἀγάπη προερχόμενη, στάση τῆς αποφυγῆς ἀναμείξεως Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, ὥστε, ὅπως γράφει τὸ κείμενον, «τῷ ἐστενωμένῳ καὶ ἀφωρισμένῳ τῆς τούτων οἰκήσεως λαμβάνωσιν αἴσθησιν ὡς ἀπόβλητοι διὰ τὴν κατ' αὐτοὺς αἵρεσιν κρίνονται. ἑτέρου δέ, ἵνα κατὰ μικρὸν διὰ τὸ συχνῶς ὁμιλεῖν τοῖς Χριστιανοῖς, πρὸς μετάθεσιν ἀπαλλάττωνται, εἰ καὶ μὴ πάντες, ἀλλὰ τινὲς μέν, ὅσους δὴ ἡ σωτηρία ἠγάπησε». Ἡ ἐνδιαφέρουσα αὐτὴ ἀπάντηση στὸ σύνολό της ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐν ταῖς Χριστιανῶν χώραις καὶ πόλεσιν ἐνδέδοται μὲν ἀρχῆθεν οἰκεῖν καὶ ἀλλογλώσσους, καὶ ἑτεροδόξους, ἧγουν Ἰουδαίους, Ἀρμενίους, Ἰσμαηλῖτας, Ἀγαρηνούς, καὶ λοιποὺς τοιούτους. πλὴν οὐκ ἀναμὶξ μετὰ τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ κεχωρισμένως. ὅθεν καὶ ἀφορίζονται τόποι ἑκάστη τούτων φυλὴ εἶτε ἐντὸς πόλεων, εἶτε ἐκτός, ὥστε τούτοις έμπεριγράφεσθαι, καὶ μὴ ἐπέκεινα τούτων τὰς οἰκήσεις αὐτῶν ἐκτείνεσθαι. Ἐπινενόηται δὲ τοῦτο τοῖς πάλαι βασιλεῦσιν, ὡς οἶμαι, τριῶν ἕνεκεν. ἑνὸς μέν, ἵνα τῷ ἐστενωμένῳ καὶ ἀφωρισμένῳ τῆς τούτων οἰκήσεως λαμβάνωσιν αἴσθησιν, ὡς ἀπόβλητοι διὰ τὴν κατ' αὐτοὺς αἵρεσιν κρίνονται. ἑτέρου δέ, ἵνα κατὰ μικρόν, διὰ τὸ συχνῶς ὁμιλεῖν τοῖς Χριστιανοῖς, πρὸς μετάθεσιν ἀπαλλάττωνται. εἰ καὶ μὴ πάντες, ἀλλὰ τινὲς μέν, ὅσους δὴ ἡ σωτηρία ἠγάπησε. καὶ τοῦ τρίτου, ἵνα τοὺς καρποὺς τῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτῶν οἱ κατὰ βίον χρήζοντες αὐτῶν ἀποφέρωνται. Τοίνυν καὶ οἱ Ἀρμένιοι, εἰ ἐν τόπῳ, ἔνθα περιγράφονται, καὶ ναοὺς κτίζουσι, καὶ τὰ τῆς αἱρέσεως αὐτῶν ἐκτελοῦσι, μένουσιν ἀνεπηρέαστοι. τὸ αὐτὸ γὰρ καὶ Ἰουδαῖοις πρόσεστι, καὶ Ἰσμαηλῖταις, οἰκοῦσιν ἐν πόλεσι χριστιανικαῖς. εἰ δὲ τοὺς ὅρους ὑπερβαίνουσι τῆς ἀφορισθείσης αὐτοῖς συνοικήσεως, οὐ μόνον αὐτοὶ κωλυθήσονται, ἀλλὰ καὶ τὰ οἰκοδομήματα τούτων, ὁποῖα δ' ἂν καὶ ὦσι, καταστραφήσονται. τὸ γὰρ ἀνέτως ἔχειν καὶ εὐπαρρησιάστως ἐν τοῖς τοιοῦτοις, πάλαι ἀπώλεσαν»4.
          Ἡ κρατήσασα αὐτὴ συνείδηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περὶ τῶν Ἀρμενίων ὡς Μονοφυσιτῶν αἱρετικῶν φθάνει μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. Ὁ γνωστὸς ἱστορικὸς ἀρχιμανδίτης Βασίλειος Στεφανίδης στὸ ἐγχειρίδιο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ἀφοῦ διαπιστώνει ὅτι στὴ Συρία, ὅπου κατ' ἀρχὴν εἶχε ἐπικρατήσει ὁ Νεστοριανισμός, «τὴν θέσιν του κατέλαβεν ἡ ἀντίθετος αἱρετικὴ διδασκαλία, ὁ μονοφυσιτισμός»5, ἐντάσσει σ' αὐτὸν καὶ τὴν ἀκραία του ἔκφραση ἀπὸ τὸν Εὐτυχῆ, τὸν ὁποῖο σημειωτέον δὲν ἔχουν δυσκολία νὰ καταδικάσουν οἱ Ἀρμένιοι καὶ ἄλλοι ἀντιχαλκηδόνιοι, παρασύροντες μὲ αὐτὸ τοὺς Ὀρθοδόξους σὲ ἐσφαλμένες ἐκτιμήσεις πὼς τάχα δὲν εἶναι Μονοφυσῖτες, ἀλλὰ καὶ τὸν μετριοπαθὴ τοῦ Σεβήρου, τὸν ὁποῖο τιμοῦν ὡς ἅγιο καὶ διδάσκαλο, παραμένοντες ἔτσι μετριοπαθεῖς ἔστω Μονοφυσῖτες. Ἀρχίζοντας δὲ τὴν περὶ Ἀρμενίων ἑνότητα ὁ Στεφανίδης γράφει. «Οἱ Ἀρμένιοι, πλὴν τῶν μονοφυσιτικῶν ἰδεῶν, ἔχουσι καὶ τὰς ἐπομένας διαφοράς», τὶς ὁποῖες στὴ συνέχεια ἀναφέρει6.
4. Ἡ νέα, μὴ Ὀρθόδοξη, ἀντιμετώπιση τῶν Ἀρμενίων ὡς Ὀρθοδόξων
       Περιέργως ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ περασμένου αἰῶνος ἄρχισε νὰ προβάλλεται μία θέση ἄκρως ἀντίθετη πρὸς τὴν μακραίωνα αὐτή, συνοδικῶς κατοχυρωμένη καὶ διὰ πολλῶν καὶ μεγάλων ἁγίων, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους καὶ ὁ Μέγας Φώτιος, ἐπιβεβαιωμένη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ θέση καὶ ἡ ἄποψη κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Ἀρμένιοι κατ' ἀρχήν, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρουν ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι Ἀντιχαλκηδόνιοι Μονοφυσῖτες, Συροϊακωβῖτες, Κόπτες καὶ Αἰθίοπες, μὲ τοὺς ὁποίους εἶναι ἑνωμένοι οἱ Ἀρμένιοι, δὲν εἶναι Μονοφυσἶτες, οὔτε αἱρετικοὶ ἐπομένως, ἀλλὰ ἔχουν τὴν ἴδια μὲ μᾶς ὀρθόδοξη πίστη. Ὁ χωρισμός τους, ἡ ἀπόσχισή τους ἀπὸ τὴν Μία Ἀγία Καθολικὴ  καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία δὲν ὀφείλεται σὲ θεολογικοὺς λόγους, σὲ διαφορές μας δηλαδὴ στὴν πίστη. Ὀφείλεται περισσότερο σὲ ἱστορικοὺς πολιτικοὺς λόγους καὶ ἐν μέρει στὴν διαφορετικὴ κατανόηση τῆς χριστολογικῆς ὁρολογίας7. Φταίει δηλαδὴ ἡ ἔναντι τῶν λαῶν αὐτῶν δυσμενὴς πολιτικὴ τοῦ Βυζαντίου ποὺ τοὺς ἀνάγκασε νὰ χωρισθοῦν ἀπὸ τὴν ἑνιαία ὀρθόδοξη αὐτοκρατορία καὶ ἡ ἀδυναμία τῶν θεολόγων καὶ τῶν δύο πλευρῶν νὰ ξεπεράσουν τὶς λέξεις καὶ τοὺς ὅρους, ποὺ τὰ κατανοοῦσαν διαφορετικά, καὶ νὰ μείνουν στὰ πράγματα, στὸ περιεχόμενο.
           Παρακολουθώντας κανεὶς αὐτὲς τὶς ἐκτιμήσεις εὔκολα διαπιστώνει ὅτι μὴ θεολογικοὶ λόγοι κυριαρχοῦσαν ὄχι τότε, ἀλλὰ τώρα. Τότε ἡ ἑνότητα στὴν πίστη, βασικὴ ἐκκλησιολογικὴ θέση καὶ ἀπαίτηση, εἶχε υἱοθετηθῆ ἀπὸ τὸ γνήσιο χριστιανικὸ κράτος, ποὺ εὐθυγραμμιζόταν ἀπόλυτα μὲ τὴν Ἐκκλησία, ὡς βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἑνότητα καὶ τοῦ κράτους. Τώρα ποὺ ὁ κόσμος διασπάσθηκε σὲ πάμπολλες κρατικὲς ἑνότητες ἀπὸ πολιτικὴ ἄποψη, ποὺ τείνουν παρὰ ταῦτα σὲ πολιτικὴ ἑνότητα, ἡ μὴ θεολογικὴ καὶ ἀπαράδεκτη ἐκκλησιολογικὰ ἄποψη ποὺ καλλιεργεῖται ἰδιαίτερα στὰ πλαίσια τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν ἐκτιμᾶ ὅτι πρέπει καὶ οἱ ἐκκλησίες, ἀκολουθώντας τὰ κράτη ἢ τὸν κόσμο θεολογικά, νὰ ἑνωθοῦν, ὄχι ἐξασφαλίζοντας προηγουμένως τὴν ἑνότητα στὴν πίστη καὶ στὴν ἀλὴθεια (ἕνωσις ἐν τῇ ἀλήθειᾳ), ἀλλὰ διατηρώντας τὶς διαφορές τους (ἕνωσις ἐν τῷ ψεύδει) ἀφοῦ κατὰ τὴν ἄποψη αὐτή, ποὺ ἐκφράσθηκε καὶ ἐκφράζεται μὲ τὴν γνωστὴ θεωρία τῶν κλάδων καὶ ἄλλες νεότερες θεωρίες, καμμία ἀπὸ τὶς ὑπάρχουσες ἐκκλησιές, οὔτε ἡ Ὀρθόδοξη, δὲν δικαιοῦται νὰ διεκδικήσει τὴν ἀποκλειστικότητα στὴ διαδοχὴ τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τὴν συναποτελοῦν ὡς ἑνιαῖο δένδρο ὅλες οἱ διεσπασμένες ἐκκλησίες, ὡς κλάδοι αὐτοῦ τοῦ δένδρου. Ὁ πιὸ ἁπλὸς βέβαια ἀγρότης ποὺ δέν ἔχει τὴν σοφία τῶν εἰσηγητῶν τῆς θεωρίας γνωρίζει πώς, ὅταν ἕνα κλαδὶ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὸν κορμὸ τοῦ δένδρου καὶ δὲν τρέφεται ἀπὸ τοὺς ἴδιους ἀκριβῶς χυμοὺς ποὺ κυκλοφοροῦν στὸ δένδρο, ξηραίνεται. Ἄν, πρὶν ξεραθεῖ , φυτευθεῖ καὶ βλαστήσει, ἀποτελεῖ ἄλλο ξεχωριστὸ δένδρο, φύεται κοντὰ στὸ δένδρο τῆς Ἐκκλησίας, καὶ δὲν ἀνήκει σ' αὐτή, "παραφύεται", καὶ αὐτὸ συμβαίνει μὲ τὶς αἱρέσεις.
           Ἡ αὐστηρὴ καὶ σοβαρὴ ἀντιμετώπιση τῶν διαφορῶν στὴν πίστη θεωρεῖται πλέον σήμερα μεσαιωνικὴ στάση καὶ συμπεριφορά, ἀσυμβίβαστη μὲ τὴν νοοτροπία καὶ τὶς τάσεις τῆς ἐποχῆς μας, γνώρισμα ὀλίγων φανατικῶν καὶ ζηλωτῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἐπιμονή τους στὰ θέματα πίστεως ζημιώνουν πολὺ π.χ. τοὺς ἀδελφοὺς Κόπτες τῆς Αἰγύπτου, ποὺ τοὺς ἀφήνουν μόνους καὶ ἀπροστάτευτους στὴν πλημμυρίδα τῶν Ἰσλαμιστῶν τῆς Αἰγύπτου ἢ ἀδυνατίζουν μέσα στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν τὴν πλευρὰ τῶν Ὀρθοδόξων, ποὺ θὰ ἦταν πιὸ ἰσχυροί, ἀπέναντι τῶν πολυαρίθμων καὶ πανίσχυρων Προτεσταντῶν, ἂν προσετίθεντο στοὺς Ὀρθοδόξους οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι Μονοφυσῖτες.
           Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἔκδηλα μὴ θεολογικοὺς λόγους, ποὺ προβάλλονται ἀπὸ μία ἐκκοσμικευμένη καὶ προσαρμοστικὴ θεολογία, ὑπάρχει στὴ στάση αὐτὴ ἕνας ἀπύθμενος θεολογικὸς ἐγωισμὸς, ξένος πρὸς τὸ ὀρθόδοξο ἦθος, πρὸς τὸ ἦθος τῶν ἁγίων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στηριζόμενοι στὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων σέβονται τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, "ἐπόμενοι δὲ τοῖς πρὸ αὐτῶν ἁγίοις Πατράσι", οἱ ὁποῖοι ἀλαθήτως σὲ οἰκουμενικὲς συνόδους διετύπωσαν σὲ ὅρους τὴν πίστη, δὲν ἐπιχειροῦν νἀ ἄρουν "ὅρια αἰώνια ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες" καὶ νὰ καινοτομήσουν σὲ θέματα πίστεως, ὅσο σοφοὶ καὶ φιλόσοφοι καὶ εὐφυεῖς καὶ σπουδασμένοι καὶ ἂν εἶναι κατὰ κόσμον. Θέτουν τὴν σοφία καὶ τὴ γνώση τους στὴν ὑπηρεσία ὄχι τῆς ἀνατροπῆς, ἀλλὰ τῆς κατοχυρώσεως τῆς πίστεως, ποὺ βρίσκεται ἔτσι διαχρονικὰ σὲ θαυμαστὴ ἑνότητα μέσα στὴ διδασκαλία τῶν συνόδων, ἀλλὰ καὶ στὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων. Ἔχει ὀρθὰ παρατηρηθῆ, ὅτι ὑπάρχει τέτοια ἑνότητα μεταξὺ τῶν ἑπτὰ οἰκουμενικῶν συνόδων, ποὺ φαίνεται σὰν νὰ ἀποτελοῦν ἑπτὰ ἁπλῶς συνεδρίες μιᾶς μόνον συνόδου. Κάθε μία ἀκολουθεῖ τὴν προηγούμενη, τὴν ἀλήθεια τῆς ὁποίας ἐπιβεβαιώνει καὶ συνεχίζει, καὶ ὅλες μαζὶ ἐκφράζουν τὴν ἀλήθεια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποδοχὴ τῆς θέσεως τῶν Ἀρμενίων καὶ τῶν ἄλλων Μονοφυσιτῶν ὅτι ἡ Δ' ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὀλίσθησε σὲ Νεστοριανισμό, παρασυρθείσα ἀπὸ τὸν ἅγιο Λέοντα, πάπα Ρώμης, προσβάλλει τὴν ἑνότητα ὅλων τῶν συνόδων, τῶν προηγουμένων καὶ τῶν ἐπομένων, καὶ παρουσιάζει τοὺς συγχρόνους θεολόγους ἰκανότερους στὸ νὰ κατανοήσουν τὴν θεολογικὴ ὁρολογία τῶν Μονοφυσιτῶν καὶ νὰ μὴ τὴν παρεξηγήσουν, ὅπως τὴν παρεξήγησαν καὶ τὴν θεώρησαν ὡς αἱρετικὴ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῶν Συνόδων, ἀλλὰ καὶ ἄλλες γιγάντιες καὶ κολοσσιαῖες θεολογικὲς καὶ πατερικὲς προσωπικότητες, ποὺ ἀσχολήθηκαν μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες, ὅπως ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, καὶ ὁ Μέγας Φώτιος, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν καὶ σφραγίζουν σὲ ἀδιάκοπη καὶ ἑνιαία σειρὰ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τρεῖς αἰῶνες, ὡς οἱ ἐπιφανέστεροι θεολόγοι αὐτῶν τῶν αἰώνων, ὁ ἅγιος Μάξιμος τοῦ ἑβδόμου, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς τοῦ ὀγδόου καὶ ὁ Μέγας Φώτιος τοῦ ἐνάτου αἰῶνος. Καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ὑπολογίσει κανεὶς τὴν ἁγιότητα καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ τοὺς ξεχωρίζει ἀμέσως ἀπὸ τοὺς συνήθως μέσα στὴν κοσμικὴ τύρβη περισπωμένους συγχρόνους θεολόγους, καὶ μόνον ἡ ἐκπληκτική τους συγκρότηση καὶ ὁ ἀνυπέρβλητος γνωσιολογικὸς ἐξοπλισμός, τοὺς καθιστοῦν γίγαντες ἐνώπιον τῶν ὁποίων ἐμεῖς πρέπει νὰ αἰσθανόμαστε ὡς νάνοι. Δὲν ἐκατάλαβον λοιπὸν αὐτοὶ οἱ γίγαντες τὴν χριστολογικὴ ὁρολογία τῶν Ἀντιχαλκηδονίων καὶ τοὺς προσῆψαν ἀδικαιολόγητα τὴν ρετσινιὰ τῶν αἱρετικῶν, καὶ τὴν καταλαβαίνουμε τώρα ἐμεῖς καλύτερα ποὺ τοὺς θεωροῦμε ὁμόδοξους καὶ Ὀρθοδόξους, ὥστε νὰ μὴ χρειάζεται κὰν θεολογικὸς διάλογος, ἀλλὰ ἁπλὴ διακήρυξη τῆς ἑνώσεως;
            Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ὁ προσμετρηθεὶς γιὰ ὅλες τὶς εἰσηγήσεις χρόνος τρέχει καὶ γιὰ τὴν δική μου καὶ πρέπει νὰ δοῦμε πῶς ὁ Μέγας Φώτιος ἀντιμετώπισε τοὺς Ἀρμενίους. Ἐπειδὴ ὅμως ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν σχετικῶν ἔργων του προκύπτει σαφέστατα ὅτι οἱ θέσεις του ἀποτελοῦν ἐκ βάθρων ἀνατροπὴ τῆς πορείας καὶ τῶν πορισμάτων, μέχρι καὶ τῶν πιὸ μικρῶν, τοῦ διεξαγομένου σήμερα θεολογικοῦ διαλόγου μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἀτνιχαλκηδονίων εἶναι πολὺ πιὸ σπουδαῖο αὐτὸ νὰ γίνει κατανοητό, παρὰ νὰ παρουσιασθεῖ ἐν ἐκτάσει ἡ σχετικὴ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει καὶ σὲ μία ἐκτενέστερη μορφὴ τῆς εἰσηγήσεως ἢ σὲ ἀνεξάρτητο δημοσίευμα, χωρὶς ἀσφαλῶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν θὰ παρουσιασθοῦν ἐδῶ, ἔστω καὶ σύντομα, οἱ βασικὲς θέσεις τοῦ Μεγάλου Φωτίου.

5. Ὁ σύγχρονος Θεολογικὸς Διάλογος μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους ἀνατρέπει τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Δογματικὴ σύγχυση.
           Εἶναι ἀπαραίτητο πάντως νὰ λεχθεῖ ὅτι ἡ προσπάθεια ἀποχαρακτηρισμοῦ τῶν Ἀρμενίων καὶ τῶν  ἄλλων Ἀντιχαλκηδονίων ὡς Μονοφυσιτῶν αἱρετικῶν καὶ ἡ παρουσίασή των ὡς κατὰ πάντα Ὀρθοδόξων, ἐνῶ ἀποτελοῦσε ἁπλῶς προσωπικὴ γνώμη ἐλαχίστων θεολόγων, καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ἦταν ἰδιαιτέρως ἀνησυχητική, στὶς ἡμέρες μας ἀποτελεῖ βασικὴ γραμμὴ πάνω στὴν ὁποία πορεύεται ὁ ἐπίσημος Θεολογικὸς Διάλογος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες, ὁ ὁποῖος συναντᾶ λόγω αὐτῆς του τῆς πορείας τὴν δικαιολογημένη ἀντίδραση μερικῶν αὐτοκέφαλων ἐκκλησιῶν, τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μεμονωμένων θεολόγων. Οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς δύο βασικές τους θέσεις, τὴν ἀπόρριψη τῆς Δ' ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὴν μὴ ἀρίθμηση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν ἕνωση, ποὺ ἀρκοῦν γιὰ νὰ θεωροῦνται ὡς Μονοφυσῖτες αἱρετικοί, κατόρθωσαν προβάλλοντας ἀσθενέστατα θεολογικὰ ἐπιχειρήματα, τὰ ὁποῖα κονιορτοποιεῖ ὁ Μ. Φώτιος, νὰ ὁδηγήσουν τὰ ὀρθόδοξα μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου στὴ θέση ὅτι οἱ δύο ἐκκλησίες ἔχουν κληρονομήσει τὴν ἴδια ἀποστολικὴ πίστη καὶ παράδοση καὶ ὅτι ἀποτελοῦν δύο οἰκογένειες Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Σχετικὰ μάλιστα μὲ τὸ ὄνομα τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, ποὺ ἀποτέλεσε θέμα συζητήσεως στὸν Διάλογο, μὲ τὴν ἐπιμονή τους οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι ἐπέτυχαν νὰ μὴν ὀνομάζονται πλέον Μονοφυσιτικὲς Ἐκκλησίες ἢ Προχαλκηδόνιες Ἐκκλησίες, ἀλλὰ σὲ πρώτη φάση δέχθηκαν νὰ ὀνομάζονται Ἀρχαῖες Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες. Ἐζήτησαν κατόπιν νὰ ὀνομάζονται ἁπλῶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. δὲν δέχθηκαν συμβιβαστικὴ πρόταση τῶν Ὀρθοδόξων νὰ ὀνομάζονται Ἀνατολικὲς Ὀρθόδοξες μὴ Χαλκηδόνιες Ἐκκλησίες, ζήτησαν τὴν ἀπάλειψη τοῦ μὴ Χαλκηδόνιες Ἐκκλησίες καὶ ὀνομάζονται τώρα στὸ Διάλογο Ἀνατολικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἐπιβεβαιουμένης ἔτσι διὰ τοῦ ὀνόματος τῆς ἀνυπάρκτου ἐν τοῖς πράγμασι Ὀρθοδοξίας των. Οἱ διεργασίες αὐτὲς στὰ πλαίσια τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου εἶχαν καὶ ἔχουν σὰν συνέπεια νὰ δημιουργηθεῖ ὄντως τὸ κοινῶς λεγόμενο comfusio, σύγχυση ἀληθινή, κατὰ τὴν συγχυτικὴ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων Χριστολογία. Τὰ ὀνόματα Ὀρθοδοξία καὶ Ὀρθόδοξος δὲν χαρακτηρίζουν πλέον μόνον τὶς κατὰ παράδοση Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, τὶς ἑνωμένες ἀπολύτως στὴν πίστη, τὴν λατρεία καὶ τὴν διοίκηση, ποὺ ἔχουν ἐπὶ κεφαλῆς ὡς πρῶτον τῇ τιμῇ τὸν οἰκουμενικὸ τῆς Κων/πόλεως θρόνο, ἀλλὰ καὶ τοὺς Μονοφυσῖτες Ἀντιχαλκηδονίους. Ἔτσι μέσα στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ταυτιζόμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες καὶ ὀνομαζόμαστε ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ Ὀρθόδοξοι, συμμετέχοντας σὲ κοινὲς "διορθόδοξες" ἐπιτροπές. Τὸ πιὸ δυσάρεστο ὅμως εἶναι, μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄμβλυνση, νὰ συγκροτοῦμε καὶ μόνοι μας διορθόδοξες ἐπιτροπὲς καὶ νὰ συντάσσουμε κοινὰ κείμενα μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες ὡς κείμενα τῶν Ὀρθοδόξων.
           Μέσα λοιπὸν σ' αὐτὴν τὴν σύγχυση, ποὺ δημιουργήθηκε καὶ ἀπὸ τὶς σχετικὲς μελέτες μερικῶν θεολόγων, καὶ ἀπὸ τὶς θεολογικὲς διεργασίες στὰ πλαίσια τοῦ Διαλόγου, δὲν εἶναι καθόλου περίεργο τὸ ὅτι ὅλα αὐτὰ ἔχουν περάσει καὶ στὴ θεολογικὴ ἔρευνα καὶ διδασκαλὶα στὶς θεολογικές μας Σχολὲς ἀλλὰ καὶ στὴ γενικώτερη ἔναντι τῶν Μονοφυσιτῶν στάση μας. Εἶναι π.χ. ἄξιο παρατηρήσεως ὅτι, ἐνῶ οἱ Σχολές μας δὲν χορηγοῦν διδακτορικὸ δίπλωμα οὔτε σὲ Ρωμαιοκαθολικοὺς οὔτε σὲ Προτεστάντες ἢ ἄλλους ἑτεροδόξους, χορήγησαν ὅμως σὲ Κόπτες Θεολόγους. Σὲ μελέτες καθηγητῶν γράφεται ὅτι οἱ Μονοφυσῖτες τῆς Αἰγύπτου δὲν εἶναι αἱρετικοὶ ἀλλὰ σχισματικοί, μὲ ἐπίκληση μάλιστα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ τοῦ ὁποίου παρερμηνεύεται ἡ διδασκαλία8.
           Στὰ ἴδια πλαίσια προσεγγίσεως πρὸς τοὺς Μονοφυσῖτες, τοποθετεῖται καὶ ἡ προσπάθεια νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ Τόμος τῆς Δ' ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου δὲν εἶναι ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Λέοντος Ρώμης, τὸν ὁποῖο οἱ Μονοφυσῖτες θεωροῦν νεστοριανίζοντα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, σὰν νὰ ὑπάρχει διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν ἅγιο Λέοντα καὶ στὸν Ἅγιο Κύριλλο9.

6. Οἱ Ἀρμένιοι εἶναι αἱρετικοί. Ἡ ἀποκήρυξη τῆς πλάνης καὶ ἡ ἐπιστροφὴ εἶναι ἡ μόνη δυνατότης γιὰ τὴν ἕνωση.
       Εὐτυχῶς ὅμως ποὺ ἀπέναντι σ' αὐτὴ τὴ σύγχυση ὑπάρχει ἡ σαφέστατη καὶ διαυγὴς διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, ἡ ὁποία τελικῶς θὰ ἰσχύσει ὡς κριτήριο καὶ ὡς γνώμων.
           Ὑπάρχουν τὸ ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Μ. Φωτίου ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ θέμα τῶν Ἀρμενίων, τὰ ὁποῖα δὲν ἀξιοποιήθηκαν ἐπαρκῶς καὶ δὲν γονιμοποίησαν ἀκόμη τὴν σύγχρονη θεολογικὴ σκέψη, γιατὶ παραμένουν ἄγνωστα.
           Ὁ Μ. Φώτιος εἶναι πράγματι μεγάλη προφητικὴ φυσιογνωμία, ποὺ στάλθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ σὲ δύσκολους γιὰ τὴν Ἐκκλησία καιρούς, ὅταν ὁ παπικὸς ἀπολυταρχισμός, στηριζόμενος στὴν ἀνερχόμενη πολιτικὴ δύναμη τῶν Φράγκων ἡγεμόνων, ἐπεδίωξε, καταργώντας τὸ συνοδικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀνακηρυσσόμενος σὲ αὐτάρκη καὶ ἀλάθητο θεσμὸ σὲ θέματα πίστεως, νὰ ἐπέμβει ἀφ' ἑνὸς στὰ ὅρια δικαιοδοσίας τῶν αὐτοκέφαλων ἐκκλησιῶν, ὅπως ἔγινε μὲ τὴν περίπτωση τῆς Βουλγαρίας, καὶ συγχρόνως νὰ ἀμφισβητήσει τὸ κῦρος παραδεδομένων δογμάτων, καινοτομώντας σὲ θέματα πίστεως.
           Εἶναι γνωστὴ ἡ ἀντίδραση τοῦ Μ. Φωτίου, ὁ ὁποῖος, ἀγνοώντας τοὺς πολιτικοὺς συσχετισμούς, μὲ καθαρῶς θεολογικὰ κριτήρια, ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς πίστεως καὶ τὴ διατήρηση τοῦ ἀποστολοπαραδότου συνοδικοῦ συστήματος διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ συγχρόνως μὲ τὸ ἄριστα σχεδιασμένο ἱεραποστολικό του ἔργο δυναμικὰ διέδωσε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς σλαβικοὺς λαοὺς διευρύνοτας γεωγραφικὰ καὶ ἐνισχύοντας μὲ νέους πληθυσμοὺς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ δυναμικὸς αὐτὸς σχεδιασμός, ὡς ποιμαντικὴ ἀσφαλῶς εὐθύνη γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων μέσα στὴν Ἐκκλησία, περιέλαβε, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀπίστους καὶ ἀλλοθρήσκους, καὶ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ποὺ τὴν προβάλλει ὁ Μ. Φώτιος, ἂν δὲν ἐπιστρέψουν στὴν Ἐκκλησία καὶ μείνουν στὴν αἵρεση, χάνουν τὴν σωτηρία τους. Ἡ ποιμαντικὴ ἐπομένως εὐαισθησία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἐκτὸς αὐτῆς ἀνθρώπων, δὲν ἐξαντλεῖται στὸ ἱεραποστολικὸ πρὸς τοὺς ἀλλοθρήσκους ἔργο, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται καὶ πρὸς τοὺς αἱρετικούς. Ἡ διπλὴ αὐτὴ διάσταση, ἔκδηλη στὸ ἔργο καὶ στὴ διδασκαλία τοῦ Μ. Φωτίου, ἔχει ἐκλείψει στὶς ἡμέρες μας, γιατὶ ἔχουν καταργηθῆ τὰ ὅρια μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως, καὶ οἱ θεωρούμενοι προηγουμένως ὡς αἱρετικοὶ ἀποτελοῦν "ἐκκλησίες", καὶ "ἀδελφὲς" μάλιστα "ἐκκλησίες", ὁπότε ἡ ἕνωση δὲν θεωρεῖται ὡς ἐπιστροφή τους στὴν Ἐκκλησία, ἀλλ' ὡς ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν, ὅπως ἔχει καθιερωθῆ κακῶς νὰ λέγεται ἀπὸ ὅλους μας, γιατὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐκκλησιαστικοποιοῦμε τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς ἐξισώνουμε ὡς ἐκκλησίες μὲ τὴν Ἐκκλησία.
            Ἔχει πράγματι καταγραφῆ ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ προκύπτει ἀπὸ μαρτυρίες τοῦ ἰδίου τοῦ Μ. Φωτίου καὶ ἄλλων συγγραφέων μία κατ' ἀρχὴν ἐπιτυχὴς προσπάθεια ἐπιστροφῆς τῶν Ἀρμενίων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πρώτης πατριαρχίας του ὁ Φώτιος ἔστειλε ἐπιστολὲς στὸν ἡγεμόνα τῶν Ἀρμενίων Ἀσοὺτ καὶ στὸν καθολικό τους Ζαχαρία, τὶς ὁποῖες ἐκόμισε ὁ μητροπολίτης Νίκης Ἰωάννης. Στὶς ἐπιστολὲς αὐτές, ποὺ σώθηκαν Ἀρμενιστὶ καὶ σὲ λατινικὴ μετάφραση, ἐπρότεινε τὴν ἕνωσή τους μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σὲ σύνοδο Ἀρμενίων ἐπισκόπων ποὺ ἔγινε στὴν πὸλη Ἄντ τὸ 864 ἀναγνώρισαν οἱ Ἀρμένιοι τὴν Δ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ἀπεκήρυξαν τὸν Μονοφυσιτισμό10.
           Ὁ ἅγιος Φώτιος ἀναφέρεται σ' αὐτὴν τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἀρμενίων στὴν γνωστὴ Ἐγκύκλιο Ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς πατριάρχας τῆς Ἀνατολῆς, στὴν ὁποία καταγγέλλει τὶς ἐπεμβάσεις τοῦ πάπα στὴ Βουλγαρία καὶ τὴν ἀθέμιτη προσθὴκη τοῦ filioque στὸ σύμβολο τῆς πίστεως. Ὁ λόγος αὐτῆς τῆς ἀναφορᾶς στὴ συνάφεια τοῦ κειμένου ὀφείλεται στὸ ὅτι θέλει νὰ δείξει ὅτι ἡ Ἐκκλησία μετὰ τὴν καταδίκη τῶν παλαιῶν αἱρέσεων διερχόταν περίοδο εἰρήνης καὶ πνευματικῆς καρποφορίας. Μὲ κέντρο μάλιστα τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναβλύζουν οἱ πηγές τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀρδεύονταν οἱ ψυχὲς σ' ὅλην τὴν οἰκουμένη, καὶ μάλιστα ἐκεῖ ὅπου εἶχε ἐπικρατήσει ξηρασία καὶ ἀνομβρία καὶ εἶχαν μεταβληθῆ οἱ χῶρες, ὅπου εἶχαν ἐπικρατήσει οἱ αἱρέσεις, σὲ ἔρημες καὶ ἄγονες περιοχές, ὅπως συνέβη μὲ τοὺς Ἀρμενίους. Τὸ ἐνδιαφέρον αὐτὸ κείμενο ἀρκεῖ μόνο του νὰ δείξει, ὅτι ὁ Μ. Φώτιος θεωρεῖ τοὺς Ἀρμενίους ὡς δυσσεβεῖς αἱρετικούς, ποὺ παρασύρθηκαν στὴν αἵρεση ἀπὸ τοὺς Ἰακωβῖτες, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Δ' ἐν Χαλκηδόνι Συνόδου, εὐρίσκονται ἀπὸ τότε σὲ πλάνη καὶ δὲν εἶναι Ὀρθόδοξοι. ἡ μόνη δυνατότης νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν Ἐκκλησία εἶναι νὰ ἀποκηρύξουν τὴν πλάνη καὶ νὰ ἀναθεματίσουν ὅλους τοὺς πάτρωνες καὶ διδασκάλους τους, ἀκραίους καὶ μετριοπαθεῖς: «Καὶ γὰρ οἱ τὴν Ἀρμενίαν οἰκοῦντες τῷ τῶν Ἰακωβιτῶν ἐνισχυμένοι δυσσεβήματι καὶ πρὸς τὸ ὀρθὸν τῆς εὐσεβείας ἀπαυθαδιαζόμενοι κήρυγμα, ἀφ' οὗπερ ἡ πολυάνθρωπος ἐκείνη καὶ ἁγία τῶν πατέρων ἡμῶν κατὰ Καλχηδόνα συνεκροτήθη σύνοδος, τῶν ὑμετέρων εὐχῶν ἡμῖν ἐπαμυνόντων, τὴν μακρὰν ἐκείνην πλάνην ἀποθέσθαι ἐνεδυναμώθησαν. καὶ λατρεύει σήμερον καθαρῶς καὶ ὀρθοδόξως ἡ τῶν Ἀρμενίων λῆξις τὴν Χριστιανῶν λατρείαν, Εὐτυχῆ καὶ Σεβῆρον καὶ Διόσκορον καὶ τοὺς κατὰ τῆς εὐσεβείας πετροβόλους Πέτρους καὶ τὸν Ἀλικαρνασέα Ἰουλιανὸν καὶ πάσαν αὐτῶν τὴν πολύσπορον διασποράν, ὡς ἡ καθολικὴ ἐκκλησία, μυσαττομένη καὶ δεσμοῖς ἀλύτοις τοῦ ἀναθέματος ὑποβάλλουσα»11.
           Ἡ ἕνωση αὐτὴ τῶν Ἀρμενίων δὲν κράτησε φαίνεται γιὰ πολύ.  Ἡ καθαίρεση τοῦ Μ. Φωτίου ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο δὲν ἐπέτρεψε τὴν ὁλοκλήρωση καὶ ἐμπέδωση αὐτῆς τῆς προσπάθειας. Αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ μαρτυρία τοῦ πατριάρχου Νικολάου Μυστικοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπαναλαμβάνει μετὰ ἀπὸ πενήντα χρόνια περίπου, τὸ 918 920, τὴν προσπάθεια. Γράφοντας δὲ πρὸς τὸν Ἀρμένιο ἄρχοντα ἀναφέρεται στὸν πατριάρχη Φώτιο καὶ στὴν ἀποτυχούσα προσπάθειά του, ποὺ τὴν ἀποδίδει εἰς "τὰς τῶν πραγμάτων περιπέτειας": "Περὶ οὗ καὶ τῷ ἡμετέρω πατρί, φαμὲν δὴ Φωτίω τῷ ἁγιωτάτω πατριάρχη, οὐ μικρὸς ἀγὼν καταβέβληται τοῦτο μὲν λόγοις, τοῦτο δὲ καὶ ἀποστολὴ ἀνδρῶν, εἰ καὶ τῶν πραγμάτων αἱ περιπέτειαι ἐπὶ τὸ τέλος ἐλθεῖν τὴν σπουδὴν ἀπεκώλυσαν"12. Τὴν ἴδια περίοδο καὶ ὁ Ἀρέθας Καισαρείας, ἀπαντώντας σὲ ἐπιστολὴ τῶν Ἀρμενίων, λέγει ὅτι πολλοὶ μεγάλοι καὶ ἐπιφανεῖς ἄνδρες ἔγραψαν ὑπὲρ τῆς εὐσέβειας καὶ μὲ τοὺς ἀγῶνες τους καθιστοῦν ὑπευθύνους τοὺς ἀντιλέγοντας. Περιλαμβάνει μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὸν Μέγα Φώτιο, τοῦ ὁποίου ἐξαίρει τὴν σοφία τὴν παρρησία, τὴν ὀργανωτικότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποτελεσματικότητα, ἀφοῦ παρουσιάζει ὅτι πολλοὶ Ἀρμένιοι ἐπείσθησαν καὶ προσῆλθαν στὴν Ἐκκλησία. «Μέθ' ὧν καὶ ὁ χθὲς τὲ καὶ πρώην ἱερὸς μὲν τὸ γένος, ἱερώτερος δὲ τὴν σοφίαν, ὅση τὲ θεία καὶ ὅση τῆς κατ' ἀνθρώπους λογίζεται. Τὶς οὗτος; Ὁ τοῖς οὐρανίοις ἀδύτοις τὰ νῦν ἐγκατοικιζόμενος Φώτιος ὅς τοῖς κατὰ ταῦτα εἰκαιολογοῦσι τῶν Ἀρμενίων ὑμῶν γενναίῳ λόγῳ καὶ θεοφιλεῖ ψυχῆς παραστήματι καὶ ἀνανταγωνίστῳ γνώμῃ καὶ διαρκεῖ σαφῶς ἐφορμήσας εἷλε μὲν τῶν ἀντιπάλων ὅσον φιλήκοον, ὅσον εἰς σύνεσιν οὐ παρέσφηλεν, ὅσον ταῖς ἀποθήκαις ἢ τοῖς σταθμοῖς τοῦ θεοῦ δίκαιον ἐναυλίζεσθαι»13.
7. Ἀνεκμετάλλευτα καὶ ἄγνωστα κείμενα τοῦ Μ. Φωτίου κατὰ τῶν Ἀρμενίων.
       Ἀπὸ τὶς δύο αὐτὲς μαρτυρίες προκύπτει ὅτι ὁ Φώτιος ἔγραψε ἢ ἐξεφώνησε λόγους, «τοῦτο μὲν λόγοις τοῦτο δὲ καὶ ἀποστολὴ ἀνδρῶν», καὶ ὅτι ἀπέναντι στὴν ἀσταθὴ καὶ σὲ πιθανολογίες στηριζόμενη ἐπιχειρηματολογία τῶν Ἀρμενίων ἀντέταξε «γενναῖο λόγο», «θεοφιλὲς παράστημα ψυχῆς», «ἀνανταγώνιστο καὶ διαρκὴ γνώμη». Σώζονται πράγματι ἑλληνιστὶ δύο μακρὲς ἐπιστολὲς τοῦ Φωτίου, οἱ ὑπ' ἀριθμ. 284 καὶ 285 στὴ νέα ἔκδοση τῶν ἐπιστολῶν τῆς Λειψίας ἀπὸ τοὺς Λαούρδα Westerink. Ἰδιαίτερα ἡ πρώτη ποὺ ἐπιγράφεται  Κατὰ τῆς Θεοπασχιτῶν αἱρέσεως εἶναι μακρότατη πραγματεία ἀποτελούμενη ἀπὸ 3294 στίχους, ποὺ ὅπως παραδέχεται ὁ Μ. Φώτιος ἐπεξετάθη "πέρα τοῦ μετρίου" (3189), γιατὶ ἔπρεπε νὰ ἀπαντήσει στὸ ἐκτενές γράμμα, "τὸ μακρότερον τῆς Ἰλιάδος" (3190), τοῦ ἡγεμόνος τῶν Ἀρμενίων Ἀσωτίου (Ἀσοὺτ Ἀσώτ), στὸ ὁποῖο περιέχεται ὅλη ἡ ἐπιχειρηματολογία τῶν Μονοφυσιτῶν ἐναντίον τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, "αἱ εἰκαιολογίαι" τῶν Ἀρμενίων, ὅπως τὶς χαρακτηρίζει ὁ Ἀρέθας, τὶς ὁποῖες ἀνήρεσε ὁ Μ. Φώτιος.
           Ἡ σπουδαιότης τῆς ἐπιστολιμαίας αὐτῆς πραγματείας εἶναι μεγίστη. Ἔχει παρατηρηθῆ σωστὰ πὼς ὅ,τι εἶναι γιὰ τὴν Πνευματολογία ἡ πραγματεία "Περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας" τὸ ἴδιο εἶναι γιὰ τὴν Χριστολογία ἡ πραγματεία αὐτὴ "Κατὰ τῆς Θεοπασχιτῶν αἱρέσεως"14. Ἐνῶ ὅμως ἡ πρώτη εἶναι πασίγνωστη, σ' αὐτὴν στηρίζεται ὅλη ἡ μετὰ τὸν Φώτιο γραμματεία γιὰ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχει δὲ μελετηθῆ καὶ ἀξιολογηθῆ ἐπανειλημμένως καὶ ἀπὸ τὴν σύγχρονη θεολογικὴ ἔρευνα, ἡ δεύτερη παραμένει παντελῶς σχεδὸν ἄγνωστη καὶ ἀναξιοποίητη. Τὸ σημαντικώτερο μάλιστα εἶναι ὅτι ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα καὶ οἱ θέσεις ποὺ προβάλλονται καὶ σήμερα ἀπαράλλακτα στὸν Θεολογικὸ Διάλογο ἀπὸ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους, ἐνώπιον τῶν ὁποίων οἱ Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ Διαλόγου, αίσθάνονται τουλάχιστον ἀμήχανοι καὶ συγκαταβατικοί, ἀντιμετωπίζονται μὲ τὴν ἴδια μέθοδο, δύναμη καὶ πειθὼ ποὺ γνωρίζομε ἀπὸ τὸ κλασικὸ Περὶ Ἁγίου Πνεύματος ἔργο τοῦ Μ. Φωτίου. Εἶναι φυσικὰ ἀδύνατο νὰ γίνει ἐδῶ ἡ θεολογικὴ ἀνάλυση καὶ παρουσίαση τοῦ μοναδικοῦ ὄντως αὐτοῦ γιὰ τὴν Χριστολογία ἔργου. Λόγω ὅμως τῆς μεγάλης του σπουδαιότητος καὶ τῆς ὄχι εὐτυχοῦς τροπῆς ποὺ πῆρε ὁ Θεολογικὸς Διάλογος εἶναι ἐπείγουσα ἀναγκαιότης τὸ ἔργο αὐτὸ νὰ ἐκδοθεῖ σὲ μετάφραση μὲ θεολογικὴ εἰσαγωγὴ καὶ κατάλληλο θεολογικὸ σχολιασμό, ὥστε νὰ ἀξιοποιηθεῖ ἀπὸ τὴν σύγχρονη θεολογικὴ ἔρευνα καὶ νὰ συμβάλει οὐσιαστικὰ ἀπὸ πλευρᾶς Ὀρθοδόξου στὸν διεξαγόμενο Διάλογο. Καὶ μολονὸτι ὅλοι βαρυνόμεθα μὲ πολλὲς ἄλλες ἀσχολίες καὶ ἔχομε βαρὺ φόρτο στοὺς ὤμους μας, ἐλπίζω μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ μπορέσω νὰ ἀνταποκριθῶ σ' αὐτὸ τὸ ἔργο.
           Ἡ ἄλλη ἐπιστολιμαία πραγματεία, ποὺ ἐπιγράφεται "Ἐπιστολὴ πρὸς Ἀρμενίους" ὑπ' ἀριθμ. 285 στὴ νέα ἔκδοση τῆς Λειψίας, εἶναι πολὺ μικρότερη σὲ ἔκταση, ἀποτελεῖται ἀπὸ 479 στίχους. συμπληρώνει ὅμως μὲ νέες θέσεις τὴν διδασκαλία τοῦ Μ. Φωτίου15.
           Πρέπει συναφῶς νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι ἡ ἄγνοια αὐτῶν τῶν ἐπιστολῶν καὶ ἐπομένως καὶ τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τοῦ Μ. Φωτίου ὀφείλεται κυρίως στὸ ὅτι οἱ ἐπιστολὲς δέν εἶχαν περιληφθῆ στὶς παλαιότερες ἐκδόσεις, οὔτε καὶ στὴν P.G. τοῦ Μigne. Τὶς δημοσίευσε τὸ  1971  ὁ Darrouzes στὸ REB, ἀπ' ὅπου τὶς παρέλαβε καὶ ἡ ἔκδοση τῆς Λειψίας16.

Ἐπίλογος
       Οἱ Ἀρμένιοι εἶναι εὐγενὴς καὶ συμπαθὴς λαός. Συμπορεύθηκαν μὲ τοὺς Ἕλληνες σὲ δύσκολους καιρούς, ἀντιμετώπισαν τὴν ἴδια σκληρότητα ἀπὸ ξενικὲς κατακτήσεις μέχρι τῶν τελευταίων ἐπονειδίστων σφαγῶν στὶς δύο πρῶτες δεκαετίες τοῦ αἰῶνος μας. Πενήντα χιλιάδες πρόσφυγες Ἀρμένιοι μαζὶ μὲ τοὺς ὁμοεθνεῖς μας πρόσφυγες τῆς Μικρασίας καὶ τοῦ Πόντου βρῆκαν θαλπωρὴ καὶ καταφύγιο στὴ χώρα μας, ὅπου ζοῦν μὲ ἐντιμότητα, ἐργατικότητα καὶ προκοπή. Φιλικώτατα τοὺς ἀντιμετωπίζει σὲ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο καὶ κοσμικὸ ὁ Μ. Φώτιος. Ἐπανειλημμένως ἀποκαλεῖ τὸν Ἀσώτιο φίλο καὶ συγγενή. Ἐπισημαίνει ὅμως ὅτι τὰ θέματα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀληθείας κινοῦνται σὲ ἄλλη διάσταση, ὄχι στὸ χῶρο τῶν πρόσκαιρων σκοπιμοτήτων, ἀλλὰ στὸ χῶρο τῆς αἰωνιότητος, τὴν εἴσοδο στὴν ὁποία ἐγγυῶνται ὄχι τὸ σχῖσμα καὶ ἡ αἵρεσις, ἀλλὰ ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Τοῦ γράφει. «Μὴ σοὶ γένοιτο, τερπνὸν φιλίας καὶ συγγενείας ἀγλάισμα, μήτε σοὶ μήτε τινὶ ἄλλω, ὅσοις τὸ Χριστοῦ ἐπικαλεῖται ὄνομα, μηδαμῶς κατὰ τὸ ἐκεῖθεν κριτήριον εἰς τοιαύτην ὑποβληθῆναι καὶ τηλικαύτην ἐξέτασιν καὶ τότε μεταμανθάνειν τὴν ἀλήθειαν, ὅτε πλέον οὐδὲν τοῦ πικρότερον κολάζεσθαι περιγίνεται»17.
           Αὐτὴν τὴν ἄλλη πραγματικότητα, τὴν ἄλλη διάσταση τῆς ἀληθείας, εἶχαν πάντοτε ὡς κριτήριο οἱ  Ἅγιοι, καὶ ὁ Μ. Φώτιος, γι' αὐτὸ ἦσαν ἀνυποχώρητοι σὲ θέματα πίστεως καὶ ἀληθείας.

    1. Βλ. Μ. Ἀθανασίου, Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου P.G. 25,188.
    2. Βλ. Ἀρχιμ. Βασ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἀπ' ἀρχῆς μέχρι σήμερον, Ἀθῆναι 1959, σελ. 243. Χ.Μ. Μπαρτικιάν, Ἑλληνισμὸς καὶ Ἀρμενία,  Ἀθῆναι 1991, σελ. 63-65.
    3. Βλ. π.χ. Χ.Μ. Μπαρτικιάν, αὐτόθι, σελ. 61: «Ἡ στάση τῶν βυζαντινῶν ἀρχῶν ἔναντι τῶν Ἀρμενίων τοῦ Βυζαντίου δὲν ἦταν μονοειδής. Αὐτὴ ἐξηρτᾶτο ἀπὸ τὴν ὁμολογία πίστεως τῶν Ἀρμενίων. Ἡ συμπεριφορὰ τῶν Βυζαντινῶν ἔναντι τῶν μονοφυσιτῶν Ἀρμενίων καὶ τῶν ἀσπαθέντων τὸν διφυσιτισμὸ ἦταν τελείως διαφορετική. Οἱ μονοφυσῖτες Ἀρμένιοι, ποὺ παρουσίαζαν τὴν ἀπόλυτη πλειοψηφία τῶν Ἀρμενίων τοῦ κράτους, ἀποτελοῦντες κοινότητες, ἔμεναν παραγκωνισμένοι ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς Ἀρμενίους Χαλκηδονῖτες, οἱ ὁποῖοι ὄντες ὁμόδοξοι τῶν Ἑλλήνων, ἀπολάμβαναν ὅλων τῶν δικαιωμάτων τῶν Ρωμαίων πολιτῶν».
    4. Γ. Ράλλη Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κα­νόνων, Ἀθῆναι 1855, τόμ. 5,        σελ. 415.
    5. Ἀρχιμ. Βασ. Στεφανίδου, ἔνθ' ἀνωτ., σελ. 220.
    6. Αὐτόθι, σελ. 413.
    7. Αὐτὴν τὴν ἄποψη ἀπηχεῖ καὶ τὸ ἐκτενὲς γιὰ τὴν "Ἀρμενία" ἄρθρο τῆς Θρησκευτικῆς καὶ Ἠθικῆς Ἐγκυκλοπαιδείας, ( τόμ.3, στ. 167-195) τοῦ Ἀθ. Ἀρβανίτη, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος στὴ δογματικὴ διδασκαλία τὴς Ἀρμενικῆς Ἐκκλησίας δικαιολογεῖ τὴν δυσφορία τῶν Ἀρμενίων, ὅταν χαρακτηρίζονται ὡς Ευτυχιανοὶ καὶ Μονοφυσῖτες, ἀποδίδει δὲ τὸν χωρισμό τους ἴσως καὶ εἰς λόγους ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, παρὰ δογματικῆς διδασκαλίας: «Τὸ ἀτύχημα δι' αὐτὴν εἶναι κατὰ βάθος ἡ ἄρνησις νὰ ἀποδεχθῆ τῆν ἐν Χαλκηδόνι Σύνοδον ὡς Δ' Οἰκουμενικήν, γεγονὸς τὸ ὁποῖον προεκάλεσε καὶ τὴν ἀπόσχισίν της ἐκ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Τοῦτο ὀφείλεται, ὡς ἐσημειώθη ἐν τῷ οἰκείῳ τμήματι, ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, εἰς τὸ ὅτι λόγω τῶν πολιτικῶν ἀνωμαλιῶν δὲν ἠδυνήθη αὐτὴ νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὴν ἐν λόγω Σύνοδον. Ἴσως δὲ καὶ λόγω δυσαρεσκείας πρὸς τὸν Μαρκιανὸν καὶ τὴν Πουλχερίαν, τοὺς μὴ βοηθήσαντας τοὺς Ἀρμενίους κατὰ τῶν Περσῶν, ἐξαπέλυσε αὕτη τὸ κατὰ τῆς Συνόδου ἐκείνης ἀνάθεμα, ἀφορμωμένη οὔτως ἐκ λόγων ἐξωτερικῆς πολιτικῆς ἢ δογματικῆς» στ. 191.
    8. Ν. Ματσούκα, Ὀρθοδοξία καὶ αἵρεοη, Θεσσαλονίκη 1992, σελ.35-36. Γιὰ τὴν ἀληθὴ θέση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ βλ. τὴν ἰδική μας μελέτη, Ἡ "Ὀρθοδοξία" τῶν Ἀντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτῶν, Θεσσαλονίκη 1994.
    9. Τὴν τάση αὐτὴ ἐκπροσωπεῖ ἡ μελέτη τοῦ Γ. Μαρτζέλου, Γένεση καὶ πηγὲς τοῦ Ὅρου τῆς Χαλκηδόνας. Συμβολὴ στὴν ἱστορικοδογματικὴ διερεύνηση τοῦ Ὅρου τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Θεσσαλονίκη 1986, τῆς ὁποίας τελικὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι "ὁ Ὅρος τῆς Χαλκηδόνας κατὰ τὸ δογματικό του περιεχόμενο δὲν εἶναι ἁπλῶς σύμφωνος μὲ τὴ Χριστολογία τοῦ Κυρίλλου, ἀλλὰ ἔχει ἐμφανῶς Κυρίλλειο χαρακτήρα", σελ. 221. Σχετικῶς βλ. καὶ Β. Φανουργάκη, Ὁ Κυρίλλειος χαρακτήρας τοῦ "Ὅρου τῆς Χαλκηδόνος στὸ Διάλογο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὶς Ἀρχαῖες Ἀνατολικὲς μὴ Χαλκηδόνιες Ἐκκλησίες. Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος στὴν ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία, Θεσσαλονίκη 1993.
    10. Βλ. σχετικῶς Γέροντος Δανιὴλ Κατουνακιώτου Πρὸς Ἱερομόναχον Ἱερώνυμον κατὰ Ἀρμενίων. Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ τοῦ ἀοιδίμου σοφοῦ καὶ φωτισμένου Γέροντος Δανιήλ, ποὺ καταλέγεται στὶς μεγάλες ἁγιορείτικες μορφὲς τῶν τελευταίων χρόνων δημοσιεύεται στὸν τόμο ε' τῆς σειρᾶς τῶν ἀπάντων του, ὁ ὁποῖος φέρει τίτλον Ἐξ ἐρήμου Διατυπώσεις, σελ. 49-71. Ἀναιρεῖ τὶς ἀπόψεις τοῦ ἀρχιμανδρίτου Πολυκάρπου Ψωμιάδου, μετέπειτα ἀρχιερέως, ὁ ὁποῖος πρὸ ἑκατὸ ἀκριβῶς ἐτῶν, στὰ τέλη τοῦ περασμένου αἰῶνος ἰσχυριζόταν ὅτι «ἡ Ἀρμενικὴ Ἐκκλησία μόνον κατὰ τὰ ἔθιμα καὶ τοὺς τύπους διαφέρει τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας καὶ ὅτι λόγοι οὐχὶ οὐσιωδῶς δογματικοὶ ἀπέσπασαν αὐτοὺς ἀφ' ἡμῶν».  Ἡ σχετικὴ ἐπιστολιμαία πραγματεία τοῦ Γέροντος Δανιὴλ πρὸς τὸν ἱερομόναχον Ἱερώνυμον ἔχει ἡμερομηνίαν 24 Μαρτίου 1892.
    Τὴν πληροφορία γιὰ τὴν ἐπιτυχία τῆς προσπάθειας αὐτῆς ἐπιστροφῆς τῶν Ἀρμενίων δίδει ὁ ἴδιος ὁ πατριάρχης Φώτιος στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἡγεμόνα τῶν Ἀρμενίων Ἀσοὺτ ἢ Ἀσώτ, ἐπιγραφόμενη Κατὰ τῆς Θεοπασχιτῶν. Ἐπιστολὴ 284, ἐν Photii Patriarchae Constantinopolitani Epistulae et Amphilochia, τόμ. 3, σελ.4 ε., ἔκδ. Β. Laourdas L. Westerink (Bibliotheca Teubneriana). αἱρέσεως: «Τὸ μὲν οὖν τὴν παραίνεσιν ἡμῶν πέρας οἷον εὐχόμεθα λαβεῖν, οὐ βεβαίως ἐλπίζομεν, εἰ μὴ μὲ τῶν προλαβόντων ἄλλων Ἀρμενίων, ὧν οὐ πρὸ πολλοῦ χρόνου ἡ ἐπιστροφὴ καὶ διόρθωσις, διὰ τῆς ὁμοίας παραινέσεως καὶ τοῦ μακαριωτάτου Ἰωάννου ἀρχιεπισκόπου Νίκης λαμπρῶς τὲ καὶ ὡς ἄριστα προελθούσα, καὶ περὶ τῆς ὑμῶν ἀρετῆς φρονεῖν τὰ ἀμείνω προετρέψατο»
    11. Ἐπιστολὴ 2, Ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικοὺς θρόνους, αὐτόθι τόμ. 1, σελ. 41.
    12. Ἐπιστολὴ 139, Τῲ ἄρχοντι τῶν ἀρχόντων, P.G. 111, 365. R. Jenkins L. Westerink, Nicholas I, patriarch of Constantinople, Letters, σελ. 49-52.
    13. Arethae Archiepiscopi Caesariensis Scripta Minora, έκδ.  L. Westerink, τόμ. I, Leipzig   1968, σελ. 52.
    14. Πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Παπαδοπούλου, «Σχέσεις τοῦ ἁγίου Φωτίου μὲ τὴν ἀρμενικὴ ἐκκλησία», Σύναξη, τεῦχος 30, Ἀπρίλιος Ἰούνιος 1989, σελ. 28.
    15. Β. Laourdas L. Westerink, ἔνθ' ἀνωτ., τόμ. 3, σελ. 98 έ.
    16. J. Darrouzes, «Deux lettres inedites de Photius aux Armeniens», REB 29(1971) 137-181.
    17. Ἐπιστολὴ 284, Κατὰ τῆς Θεοπασχιτῶν αἱρέσεως, στῖχοι 422-425, ἔνθ' ἀνωτ., τόμ. 3,    σελ. 15.


Εἶναι οἱ Ἀρμένιοι Ὀρθόδοξοι; Οἱ θέσεις τοῦ Μ. Φωτίου.
Σειρὰ "Καιρὸς"
Θέματα Ἑκκλ. Ἐπικαιρότητος
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1995  http://www.theodromia.gr/2BD33546.el.aspx