Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

Επιστολή π.Θεοδώρου Ζήση προς κ.Άνθιμον, ''Τι απεφάσισε το επισκοπικό δικαστήριο;''


Πρωτοπρεσβύτερος
Θεόδωρος Ζήσης
Ὁμότιμος Καθηγητὴς
Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Ἐν Θεσσαλονίκῃ τῇ 22ᾳ Νοεμβρίου 2017
Παναγιώτατον
Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης
κ. Ἄνθιμον
Ἐνταῦθα
Παναγιώτατε,
Διὰ τοῦ ὑπ᾽ ἀριθμ. 599/15.09.2017 ἐγγράφου ὡρίσατε Ἀναπληρωτὴν Πρόεδρον τοῦ Ἐπισκοπικοῦ σας Δικαστηρίου τὸν τότε πρωτοσύγκελλον τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀρχιμανδρίτην π. Στέφανον Τόλιον, τώρα δὲ μητροπολίτην Φιλίππων, Νεαπόλεως καὶ Θάσου. 


Οὗτος ἐσπευσμένως, τὴν ἰδίαν ἡμέραν (15.09), συνέταξε καὶ μοῦ ἀπέστειλε τὸ ὑπ᾽ ἀριθμ. πρωτ. 2 ἔγγραφον τοῦ Ἐπισκοπικοῦ Δικαστηρίου, μὲ τὸ ὁποῖον μὲ ἐκάλει νὰ παραστῶ ἐνώπιον τοῦ Δικαστηρίου τὴν Πέμπτην 28ην Σεπτεμβρίου καὶ ὥραν 12.00 μ. ἐν τῷ Γραφείῳ τῆς Πρωτοσυγκελλίας, ἵνα δικασθῶ «διὰ τὰ εἰς ἃ ὑπέπεσα κανονικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ παραπτώματα».

Διὰ τοῦ ἀπὸ 26ης Σεπτεμβρίου ἰδικοῦ μου ἐγγράφου πρὸς τὸν ἀναπληροῦντα ὑμᾶς ὡς πρόεδρον τοῦ Ἐπισκοπικοῦ Δικαστηρίου Ἀρχιμανδρίτην π. Στέφανον Τόλιον, ἐδήλωσα ὅτι δὲν θὰ παραστῶ εἰς τὴν παρῳδίαν αὐτὴν τῆς δίκης καὶ ἐξήγησα τοὺς λόγους τῆς ἀπουσίας μου.

Ἐπέρασεν ἔκτοτε τὸ μακρὸν διάστημα τῶν δύο μηνῶν καὶ δὲν ἔχω λάβει γνῶσιν τῆς ἀποφάσεως τοῦ Δικαστηρίου, ὡς ἔχω ὄχι μόνον ἔννομον, ἀλλὰ καὶ ἁπλοῦν ἀνθρώπινον δικαίωμα· δὲν τολμῶ νὰ εἴπω ἀδελφικὸν ἐν τῇ Πίστει καὶ τῇ Ἱερωσύνῃ δικαίωμα καὶ ὑμέτερον χρέος.

Τί ἀπεφάσισε, τελικῶς, τὸ Δικαστήριον καὶ ποίαν ποινὴν μοῦ ἐπέβαλε; Ἐκήρυξεν ἑαυτὸ ἀναρμόδιον καὶ ἀπέστειλε τὸν φάκελλον εἰς τὸ Συνοδικὸν Δικαστήριον; Ἀνέβαλε τὴν δίκην ἢ τὴν ἐματαίωσε σκεφθὲν ψυχραιμότερον ἢ ἀδελφικώτερον; Δὲν εἶναι περιττὸν νὰ ὑπενθυμίσω ὅτι οὔτε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος τῆς πατριαρχικῆς δικαιοδοσίας, οὔτε εἰς ἄλλας μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐκινήθη δικαστικὴ δίωξις ἐναντίον κληρικῶν διακοψάντων τὴν μνημόνευσιν τοῦ ὀνόματος τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου. Εὐχαριστῶ διὰ τὸν στέφανον αὐτὸν τῆς ἀδίκου διώξεως, ὡς καὶ τὸν συνεργήσαντα εἰς τοῦτο ὁμώνυμον π. Στέφανον, τὸν στεφανωθέντα τώρα διὰ τῆς ἐπισκοπικῆς μίτρας τῶν Φιλίππων.

Ὅπως ἔχω δηλώσει καὶ γράψει ἐπανειλημμένως, καὶ παρὰ τὰ συκοφαντικῶς καὶ κακοβούλως ὑπὸ ψευδομένων καὶ ἀνευθύνων ἀνθρωπαρίων διαδιδόμενα, δὲν πρόκειται νὰ προχωρήσω εἰς σχισματικὰς ἐνεργείας ἢ νὰ μνημονεύσω ἄλλον ἐπίσκοπον. Σᾶς ἀποστέλλω συνημμένως καὶ πρόσφατον σχετικὸν μικρὸν βιβλίον μου μὲ τίτλον: «Ἡ Ἀποτείχιση δὲν εἶναι σχίσμα. Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις».

Θὰ ἐπαναλάβω τὴν μνημόνευσιν τοῦ ὀνόματός σας, εὐθὺς ὡς καταδικάσετε δημοσίως, «ἐπ᾽ ἐκκλησίας», τὴν παναίρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴν ψευδοσύνοδον τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία τὸν ἐθεσμοθέτησε καὶ τὸν ἐνομιμοποίησε, ἀλλοιώσασα καὶ φθείρασα τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησιολογίαν. Μέχρι τότε ἠμπορεῖτε κάλλιστα νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ ἐπανέλθω εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου καὶ νὰ ἱερουργῶ, χωρὶς τὴν μνημόνευσιν τοῦ ὀνόματός σας. Ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ ναοί της δὲν εἶναι ἰδιοκτησία τῶν ἐπισκόπων, ἀλλὰ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ δὲ ὑπακοὴ πρὸς τοὺς ἐπισκόπους, ἀναγκαία διὰ τὴν εἰρήνην καὶ εὐταξίαν, προϋποθέτει Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους, ὀρθοτομοῦντας τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια κατὰ τὸν Ἅγιον Μάξιμον τὸν Ὁμολογητήν, καὶ ὄχι ἐκεῖ ποὺ μνημονεύονται αἱρετίζοντες ἐπίσκοποι. Εἰς τὴν τελευταίαν περίπτωσιν ὑπάρχει«Κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή», κατὰ τὸν τίτλον παλαιοῦ πατερικοῦ μου βιβλίου, τὸ ὁποῖον συνημμένως σᾶς ἀποστέλλω.

Θὰ χαρῆ χαρὰν μεγάλην ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, ὁ ἀγωνισθεὶς ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ὅταν ἴδῃ τὸ θυσιαστήριον τοῦ ναοῦ του κυκλούμενον ὑπὸ ὀρθοδόξου ἐπισκόπου καὶ ὀρθοδόξων ἱερέων, μετ᾽ αὐτοῦ δὲ καὶ σύμπας τῶν Ἁγίων ὁ χορὸς διὰ τὴν εἰρήνευσιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, τὸ ὁποῖον ταράσσεται καὶ σκανδαλίζεται ἐξ αἰτίας τῶν αἱρετικῶν ἀποφάσεων τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης. Ἡ προθανάτιος ὁμολογία καὶ καταδίκη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κατὰ τὴν φρικτὴν ὥραν τοῦ καθαγιασμοῦ καὶ τῆς μεταλήψεως τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἀπὸ τὸν μητροπολίτην Μάνης κυρὸν Χρυσόστομον ἀποστέλλει συγκλονιστικὰ μηνύματα.

Εὐχόμενος πᾶσαν ἀπὸ τοῦ Κυρίου τῆς εἰρήνης ἐνίσχυσιν πρὸς εἰρήνευσιν καὶ καταλλαγὴν ἐν τῇ ὁδῷ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀληθείας καὶ Ζωῆς διατελῶ,
Μετὰ τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ
Πρωτοπρεσβύτερος
Θεόδωρος Ζήσης
Συνημμένα 2:
1. Κακὴ Ὑπακοὴ καὶ Ἁγία Ἀνυπακοή, Θεσσαλονίκη 2006.
2. Ἡ Ἀποτείχιση δὲν εἶναι σχίσμα. Ὀφειλόμενες ἐξηγήσεις, Θεσσαλονίκη 2017.
ΝΟΥΝΗΣ 

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Πως θεραπεύεται η ψυχή, Απόσπασμα από το βιβλίο: "Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία" του Σεβ. Ι. Βλάχου. Κεφάλαιο Γ'


Ο Χριστιανισμός είναι θεραπευτική επιστήμη

Όλη η  παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας συνίσταται στο να θεραπεύσει και να ζωοποιήσει την νεκρά από την αμαρτία ψυχή.  Σ’ αυτό το σημείο έγκειται η θεραπεία της ψυχής και σ’ αυτό συντελούν όλα τα Μυστήρια και όλη η ασκητική ζωή της Εκκλησίας.
Όποιος αγνοεί αυτήν την πραγματικότητα δεν μπορεί να αισθανθεί την ατμόσφαιρα της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Θα δούμε στην συνέχεια τι είναι αυτή η υγεία και η ζωοποίηση της ψυχής και μερικούς τρόπους για την απόκτησή της, καθώς επίσης και πως λειτουργεί μια υγιής και ζωντανή ψυχή. (Απόσπασμα από το βιβλίο: "Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία" του Σεβ. Ι. Βλάχου. Κεφάλαιο Γ')

Η υγεία της ψυχής είναι η απάθεια και η γνώση[58]. Ψυχή τελεία είναι «η ταις αρεταίς ανακραθείσα»[59]. Ψυχή τελεία είναι εκείνη της οποίας «η παθητική δύναμις νένευκεν ολοτελώς προς τον Θεόν»[60]. Ψυχή καθαρά είναι «η αγαπώσα τον Θεόν»[61]. Ψυχή καθαρά είναι «η παθών ελευθερωθείσα και υπό της θείας αγάπης αδιαλείπτως ευφραινομένη»[62].

Οι άγιοι Πατέρες περιγράφουν και μερικούς τρόπους δια των οποίων ανασταίνεται, ζωοποιείται και θεραπεύεται η ψυχή. Η λύπη κατά Θεόν, δηλαδή η μετάνοια, αναιρεί την ηδονή∙ «ηδονής δε αναίρεσις, ανάστασις υπάρχει ψυχής»[63]. Ο Μέγας του Θεού θεράπων Αντώνιος έλεγε ότι πρέπει να καθαρεύσωμεν την διάνοιαν. «Εγώ γαρ πιστεύω, ότι καθαρεύσασα πανταχόθεν και κατά φύσιν εστώσα δύναται διορατική γινομένη, πλείον και μακρότερον βλέπειν των δαιμόνων, έχουσα τον αποκαλύπτοντα Κύριον αυτή»[64]. Δηλαδή μας συνιστά, ο άγιος θεράπων της ψυχής, να καθαρίζουμε την διάνοια. Είναι παρατηρημένο ότι, όταν κρατά κανείς τον νου του καθαρό από λογισμούς και
διάφορες εικόνες, τότε μπορεί να διατηρεί καθαρά την ψυχή του.

Ο Θεόληπτος Μητροπολίτης Φιλαδελφείας διδάσκει: «όταν τους έξω περισπασμούς καταργήσης και τους έσω λογισμούς καταλείψης, εγείρεται τότε ο νους εν τοις έργοις και τοις λόγοις του πνεύματος». Η προσπάθεια να κρατήσει κανείς τον νου του καθαρό και η προσπάθεια να ελευθερωθεί από τους πολλούς περισπασμούς έχει σαν αποτέλεσμα να φανεί μέσα μας ο νους, ο οποίος μέχρι πρότινος ήταν νεκρός και άρα αφανής. Γι’ αυτό πάλι ο Θεόληπτος παραγγέλλει: «στήσον τοιγαρούν τας ομιλίας των έξω και πύκτευσον προς τους έσω λογισμούς, μέχρις αν εύρης τον τόπον της καθαράς προσευχής και τον οίκον, εν ω Χριστός κατοικεί»[65]. Η καρδιά, όπως θα παρατηρηθεί σε άλλο σημείο, είναι ο οίκος όπου κατοικεί ο Θεός. Θα τον ανακαλύψουμε μόνον όταν αγωνισθούμε για να ζήσουμε ησυχαστικά και όταν αγωνισθούμε εναντίον των λογισμών που κυριαρχούν μέσα μας. Έχει μεγάλη σημασία η καθαρότης του νου. Η μέθοδος αυτή είναι απλή, αλλά περιεκτική και προξενεί μεγάλη ωφέλεια στην ψυχή του ανθρώπου, αφού την καθιστά ναό του Παναγίου Πνεύματος.

Η ψυχή θεραπεύεται όταν αποστέργη την προς τα χείρω σχέση και προσκολλάται δια της αγάπης τω κρείττονι[66].

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ Διάλογος με τον Θεοδόσιο, τον επίσκοπο Καισαρείας Βιθυνίας, κατά την πρώτη του εξορία στο φρούριο της Βιζύης της Θράκης.



Ο διάλογος του αγίου Μαξίμου στον τόπο της εξορίας του με τους συγκλητικούς άρχοντες και με τους επισκόπους της Κωνσταντινουπόλεως είναι ένα κλασικό πλέον κείμενο, στο οποίο φανερώνει τις γνή­σια Ορθόδοξες και εκκλησιαστικές προϋποθέσεις του Αγίου και τις αιρετικές και κοσμικές αντίστοιχα των συνομιλητών του.


Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από αυτόν τον διάλογο, επειδή πιστεύουμε ότι θα βοηθή­ση τον λαό του Θεού να αντιληφθή ποιοι είναι σε κά­θε εποχή οι εκφρασταί της Πίστεώς του.


Στις 24 του μηνός Αυγούστου, της 14ης επινεμή­σεως που μόλις τώρα πέρασε, επισκέφθηκε τον αββά Μάξιμο στον τόπο της εξορίας του, δηλαδή στο κά­στρο της Βιζύης, ο προρρηθείς επίσκοπος Θεοδόσιος, σταλμένος όπως είπε από τον ίδιο τον πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως Πέτρο. Και μαζί του οι ύπατοι Παύλος και Θεοδόσιος, σταλμένοι όπως είπαν κι αυ­τοί από τον βασιλέα. Είχαν μαζί τους, καθώς φαίνε­ται, και τον επίσκοπο Βιζύης. Και λέγει ο Θεοδόσιος ο Επίσκοπος:


ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Παρακαλούν μέσω ημών ο βασι­λεύς και ο πατριάρχης, να μάθουν από σένα ποια εί­ναι η αιτία που δεν έχεις κοινωνία με τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως.


ΜΑΞΙΜΟΣ: Γνωρίζετε τις καινοτομίες που έγιναν από την επινέμησι του περασμένου κύκλου, οι όποίες άρχισαν από την Αλεξάνδρεια με τα εννέα κεφάλαια που εξέθεσε ο Κύρος, αυτός που δεν ξέρω πως έγινε πατριάρχης της πόλεως εκείνης, και που επικυρώθη­καν από τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Γνωρί­ζετε επίσης και τις άλλες αλλοιώσεις, τις προσθήκες και τις αφαιρέσεις, που έγιναν συνοδικά από τους προεδρεύσαντας στην Εκκλησία των Βυζαντινών. Εν­νοώ τον Σέργιο, τον Πύρρο και τον Παύλο. Και αυτές τις καινοτομίες τις γνωρίζει όλη η οικουμένη. Γι' αυ­τήν την αιτία δεν έχω κοινωνία, ο δούλος σας, με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Ας αρθούν τα εμπόδια που μπήκαν από τους παραπάνω άνδρες, και μαζί μ' αυτά κι αυτοί που τάβαλαν, όπως είπε ο Θεός: «και τους λίθους εκ της οδού διαρρίψατε» (Ιερεμ. 50, 26). Έτσι, βρίσκοντας την οδό του Ευαγγελίου όπως ήταν πρώτα, λεία και ομαλή και ελεύθερη από κάθε α­κανθώδη αιρετική κακία, θα την βαδίζω χωρίς να μου χρειάζεται καμμία ανθρώπινη προτροπή. Μέχρις ότου όμως οι πατριάρχαι της Κωνσταντινουπόλεως καυχώ­νται για τα τεθέντα εμπόδια και γι' αυτούς που τα έβα­λαν, δεν υπάρχει κανένας λόγος ή τρόπος που να με πείση να έχω κοινωνία με αυτούς.


ΘΕΟΔ.: Μα τι κακό λοιπόν ομολογούμε, ώστε να χωρισθής από την κοινωνία μαζί μας;


ΜΑΞΙΜΟΣ: Επειδή λέγετε ότι ο Θεός και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός έχει μία ενέργεια της Θεότητος και ανθρωπότητός του. Έτσι συγχέετε τον λόγο της θεολογίας με τον λόγο της οικονομίας.
Και πάλι, υιοθετώντας άλλη καινοτομία, αφαιρεί­τε εξ ολοκλήρου όλα τα γνωριστικά και συστατικά (στοιχεία) της θεότητος και ανθρωπότητος του Χρι­στού, θεσπίζοντας με νόμους και τύπους, ότι δεν πρέ­πει να λέγεται γι' Αυτόν, ούτε μία ούτε δύο θελήσεις ή ενέργειες. Αυτό είναι πράγμα ανυπόστατο, διότι οι άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν μεγαλοφώνως ότι: «Αυτό που δεν έχει καμμιά δύναμι, ούτε υπάρχει ούτε είναι κάτι ούτε έχει καμμία εντελώς θέσι».


ΘΕΟΔ.: Μη παίρνης σαν κύριο δόγμα, αυτό που γίνεται από οικονομία.


ΜΑΞΙΜΟΣ: Αν δεν είναι κύριο δόγμα για όσους το δέ­χονται, για ποιο λόγο με παραδώσατε ανέντιμα σε βάρβαρα και άθεα έθνη; Για ποιο λόγο καταδικάσθη­κα να μένω στη Βιζύη, και οι σύνδουλοί μου, ο ένας στην Πέρβερι κι ο άλλος στην Μεσήμβρια;
Και ποιος πιστός δέχεται την οικονομία που κάνει να σιγήσουν τα λόγια, τα οποία οικονόμησε ο των όλων Θεός να ειπωθούν από τους αποστόλους και τους προφήτας και διδασκάλους; Κι ας ιδούμε, μεγάλε κύ­ριε, σε ποιο κακό καταλήγει το θέμα αυτό, αν το καλο­εξετάσουμε. Διότι ο Θεός έβαλε στην Εκκλησία, πρώ­τον μεν τους αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, για να καταρτίζωνται οι πιστοί, λέγοντας στο Ευαγγέλιο προς τους αποστόλους και μέσω αυτών προς τους μεταγενεστέρους «Ο υμίν λέγω, πάσι λέ­γω», και πάλι «ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται, και ο α­θετών υμάς, εμέ αθετεί». Είναι λοιπόν φανερό και ανα­ντίρρητο, ότι αυτός που δεν δέχεται τους αποστόλους και τους προφήτας και διδασκάλους και δεν υπολογί­ζει τα λόγια τους, δεν υπολογίζει τον ίδιο το Χριστό.
Ας εξετάσουμε δε και κάτι άλλο. Ο Θεός διάλεξε και κατέστησε αποστόλους, προφήτας και διδασκά­λους, προς τον καταρτισμό των πιστών. Αντίθετα, ο διάβολος διάλεξε και ξεσήκωσε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους, για να πολε­μηθή και ο παλαιός νόμος και ο ευαγγελικός. Μονα­δικούς δε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους εννοώ τους αιρετικούς, των ο­ποίων είναι διεστραμμένοι οι λόγοι και οι λογισμοί. Όπως ακριβώς λοιπόν αυτός που δέχεται τους αληθι­νούς αποστόλους και προφήτας και διδασκάλους, δέ­χεται τον Θεό, έτσι και αυτός που δέχεται τους ψευδα­ποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκά­λους, δέχεται τον διάβολο. Αυτός λοιπόν που βάζει τους αγίους μαζί με τους βδελυρούς και ακαθάρτους αιρετικούς (δεχθήτε τα λόγια μου, λέγω την αλήθεια), προφανώς βάζει στην ίδια μοίρα τον Θεό μαζί με τον διάβολο.
Αν λοιπόν εξετάζοντας τις καινοτομίες που έγι­ναν τώρα στα χρόνια μας, τις βρίσκουμε να έχουν κα­ταντήσει σ' αυτό το πιο ακραίο κακό, προσέξτε μή­πως, ενώ προφασιζόμαστε την ειρήνη, βρεθούμε να νοσούμε και να κηρύττουμε την αποστασία, η οποία θα είναι, κατά τον θείο απόστολο, πρόδρομος της πα­ρουσίας του Αντιχρίστου. Αυτά σας τα είπα χωρίς κανένα δισταγμό, κύριοί μου, για να λυπηθήτε τους ε­αυτούς σας κι εμάς.
Με συμβουλεύετε επίσης να έλθω να κοινωνήσω με την Εκκλησία στην οποία τέτοια κηρύσσονται, ε­νώ έχω άλλα γραμμένα στο βιβλίο της καρδιάς μου, και να γίνω κοινωνός μ' αυτούς που νομίζουν ότι στρέφονται εναντίον του διαβόλου με την βοήθεια του Θεού, ενώ στην πραγματικότητα στρέφονται ενα­ντίον του Θεού; Να μη δώση Ο Θεός, που γεννήθηκε για μένα χωρίς αμαρτία!

ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ 400 ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ




Πρώτη Εκατοντάδα Κεφαλαίων Περί Αγάπης


1. Η αγάπη είναι μια αγαθή διάθεση της ψυχής, η οποία την κάνει να μην προτιμά κανένα από τα όντα περισσότερο από τη γνώση του Θεού. Είναι όμως αδύνατο να φτάσει ν’ αποκτήσει σταθερά αυτή την αγάπη όποιος έχει κάποια εμπαθή κλίση σε κάτι από τα γήινα.

2. Την αγάπη την γεννά η απάθεια. την απάθεια την γεννά η ελπίδα στον Θεό. την ελπίδα, η υπομονή και η μακροθυμία. Αυτές τις γεννά η καθολική εγκράτεια. την εγκράτεια, ο φόβος του Θεού. το φόβο του Θεού τον γεννά η πίστη.

3. Εκείνος που πιστεύει στον Κύριο, φοβάται την κόλαση. Κι εκείνος που φοβάται την κόλαση, εγκρατεύεται από τα πάθη. Εκείνος που εγκρατεύεται από τα πάθη, υπομένει όσα θλίβουν. Εκείνος που υπομένει όσα θλίβουν, θα αποκτήσει την ελπίδα στον Θεό. Η ελπίδα στο Θεό απομακρύνει το νου από κάθε εμπαθή κλίση προς τα γήινα. Και όταν χωριστεί από αυτήν ο νους, θα αποκτήσει την αγάπη προς τον Θεό.

4. Εκείνος που αγαπά το Θεό, πάνω από όλα τα κτίσματά Του προτιμά την γνώση Του κι αδιάλειπτα με πόθο την προσμένει.

5. Αν όλα τα όντα έγιναν από το Θεό και για το Θεό, και ο Θεός είναι καλύτερος από τα δημιουργήματά Του, εκείνος που εγκαταλείπει το Θεό και στρέφεται στα χειρότερα, φανερώνεται ότι προτιμά περισσότερο τα δημιουργήματα από το Θεό.

6. Εκείνος που έχει προσηλωμένο το νου του στην αγάπη του Θεού, καταφρονεί όλα τα ορατά, και το σώμα του ακόμη, σαν να είναι ξένο.

7. Αφού η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα, και ασυγκρίτως ανώτερος από τον κόσμο ο Δημιουργός Θεός, εκείνος που προτιμά το σώμα από την ψυχή και τον κόσμο από το Θεό που τον δημιούργησε, αυτός δε διαφέρει διόλου από αυτούς που λατρεύουν τα είδωλα.

8. Εκείνος που χώρισε το νου του από την αγάπη του Θεού και τη θεωρία, και τον έχει δεμένο σε κάποιο από τα αισθητά, αυτός είναι που προτιμά το σώμα από την ψυχή και τα κτίσματα από το Θεό που τα δημιούργησε.

9. Αν η ζωή του νου είναι ο φωτισμός που δίνει η πνευματική γνώση, κι αυτόν τον γεννά η αγάπη προς τον Θεό, ορθά έχει λεχθεί πως δεν είναι τίποτε πιο μεγάλο από τη θεία αγάπη.

10. Όταν με τον έρωτα της αγάπης ο νους μεταβαίνει προς το Θεό, τότε δεν έχει διόλου αίσθηση για κανένα από τα κτίσματα. Καθώς καταφωτίζεται από το θείο και άπειρο φως, γίνεται αναίσθητος για όλα τα κτίσματα, όπως τα μάτια δεν βλέπουν τα άστρα όταν ανατέλλει ο ήλιος.

11. Όλες οι αρετές βοηθούν το νου για να αποκτήσει τον θείο έρωτα, περισσότερο όμως απ’ όλες η καθαρή προσευχή. Γιατί με αυτήν ο νους παίρνει φτερά και πετά προς το Θεό, και βγαίνει έξω από όλα τα όντα.

12. Όταν ο νους αρπαχθεί μέσω της αγάπης από τη θεία γνώση, και αφού βρεθεί έξω από τα όντα, αισθάνεται την απειρία του Θεού. τότε, όπως συνέβη στον Ησαΐα, από την έκπληξη έρχεται σε συναίσθηση της μηδαμινότητάς του και λέει με κατάνυξη τα λόγια του προφήτη: «Ω έγω, ο άθλιος, τι συντριβή νιώθω! Εγώ, ένας άνθρωπος που έχω χείλη ακάθαρτα, και ανάμεσα σε λαό που έχει χείλη ακάθαρτα κατοικώ, είδα με τα μάτια μου τον Βασιλέα, τον Κύριο Σαββαώθ»(1).

13. Όποιος αγαπά το Θεό, δεν μπορεί να μην αγαπήσει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του, αν και τον δυσαρεστούν τα πάθη εκείνων που δεν έχουν ακόμα καθαριστεί. Γι’ αυτό και χαίρεται με αμέτρητη και ανέκφραστη χαρά για τη διόρθωσή τους.

14. Ακάθαρτη είναι η ψυχή που είναι γεμάτη από κακούς λογισμούς, από επιθυμία και μίσος.

15. Εκείνος που βλέπει και ίχνος μόνο μίσους μέσα στην καρδιά του, προς οποιονδήποτε άνθρωπο για οποιοδήποτε φταίξιμό του, είναι εντελώς ξένος από την αγάπη προς τον Θεό. Γιατί η αγάπη προς το Θεό δεν ανέχεται διόλου το μίσος κατά του ανθρώπου.

16. «Όποιος με αγαπά – λέει ο Κύριος – θα τηρήσει τις εντολές Μου(2). Και η δική Μου εντολή είναι να αγαπάτε ο ένας τον άλλον(3)». Άρα λοιπόν εκείνος που δεν αγαπά τον πλησίον του, δεν τηρεί την εντολή του Κυρίου. Εκείνος που δεν τηρεί την εντολή, ούτε τον Κύριο μπορεί να αγαπήσει.

17. Μακάριος ο άνθρωπος που μπορεί να αγαπήσει κάθε άνθρωπο στον ίδιο βαθμό.

18. Μακάριος ο άνθρωπος που δεν προσηλώνεται σε κανένα πράγμα φθαρτό ή πρόσκαιρο.

19. Μακάριος ο νους που προσπέρασε όλα τα όντα και απολαμβάνει συνεχώς την θεία ωραιότητα.

20. Εκείνος που φροντίζει για τη σάρκα, πώς να ικανοποιεί τις επιθυμίες της, και για πρόσκαιρα πράγματα έχει μνησικακία προς τον πλησίον του, αυτός λατρεύει την κτίση αντί του Δημιουργού(4).

21. Εκείνος που διατηρεί το σώμα του γερό και μακριά από ηδονές, το έχει σύνδουλό του για να υπηρετεί τα πνευματικά.

22. Όποιος αποφεύγει όλες τις κοσμικές επιθυμίες, κάνει τον εαυτό του ανώτερο από κάθε κοσμική υλικότητα.

23. Όποιος αγαπά το Θεό, αγαπά δίχως άλλο και τον πλησίον του. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να φυλάει χρήματα. τα διαχειρίζεται κατά το θέλημα του Θεού και τα μοιράζει σ’ εκείνους που έχουν ανάγκη.

24. Όποιος κάνει ελεημοσύνη μιμούμενος το Θεό, δεν κάνει διάκριση καλού και κακού, δικαίου και αδίκου στα απαραίτητα της ζωής, αλλά μοιράζει ίδια σε όλους κατά τις ανάγκες τους, αν και προτιμά για την αγαθή του προαίρεση τον ενάρετο από τον κακό.

25. Ο Θεός εκ φύσεως αγαθός και απαθής, όλους τους αγαπά εξίσου ως δημιουργήματά Του, αλλά τον ενάρετο τον δοξάζει επειδή αποκτά και την γνώση, ενώ τον κακό άνθρωπο, τον ελεεί λόγω της αγαθότητάς Του, και παιδεύοντάς τον σ’ αυτόν τον κόσμο, τον φέρνει σε μετάνοια και διόρθωση. Έτσι και ο καλοπροαίρετος και απαθής άνθρωπος, όλους τους ανθρώπους τους αγαπά εξίσου. Τον ενάρετο και για την ανθρώπινη φύση του, και για την καλή του προαίρεση. τον κακό τον ελεεί και σαν συνάνθρωπό του, και από συμπάθεια, επειδή ως ανόητος βαδίζει στο σκοτάδι.

26. Η διάθεση της αγάπης δεν διαπιστώνεται μόνο με την παροχή χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο με τη μετάδοση λόγου και με τη σωματική διακονία.

27. Εκείνος που απαρνήθηκε ειλικρινά τα κοσμικά και υπηρετεί με αγάπη απροσποίητη τον πλησίον του, ελευθερώνεται γρήγορα από κάθε πάθος και μετέχει στη θεία αγάπη και γνώση.

28. Εκείνος που έκανε κτήμα του τη θεία αγάπη, δεν κουράζεται να ακολουθεί συνέχεια τον Κύριό του(5), όπως λέει ο θείος Ιερεμίας, αλλά υπομένει με γενναιότητα κάθε κόπο, κακολογία και ύβρη, χωρίς να σκέφτεται το κακό που του έκανε οποιοσδήποτε.

29. Όταν σε προσβάλλει κανένας ή σ’ εξευτελίσει σε κάτι, τότε φυλάξου από τους λογισμούς της οργής, μήπως με τη λύπη σε χωρίσουν από την αγάπη και σε μεταφέρουν στη χώρα του μίσους.

30. Όταν αισθανθείς πόνο επειδή κάποιος σε πρόσβαλε ή σε ντρόπιασε, να ξέρεις ότι ωφελήθηκες πολύ. με το ντρόπιασμα βγήκε από μέσα σου η κενοδοξία.

31. Όπως η μνήμη της φωτιάς δεν ζεσταίνει το σώμα, έτσι πίστη χωρίς αγάπη δεν φέρνει στην ψυχή τον φωτισμό της γνώσεως.

32. Όπως το φως του ήλιου ελκύει το υγιές μάτι, έτσι και η γνώση του Θεού τραβά φυσικώς τον καθαρό νου στον εαυτό της με την αγάπη.

33. Νους καθαρός είναι ο νους που απομακρύνθηκε από την άγνοια και καταφωτίζεται από το θείο φως.

34. Ψυχή καθαρή είναι εκείνη που ελευθερώθηκε από τα πάθη και ευφραίνεται ακατάπαυστα με τη θεία αγάπη.

35. Πάθος αξιοκατηγόρητο, είναι μια κίνηση της ψυχής παρά φύση.

36. Απάθεια είναι μια ειρηνική κατάσταση της ψυχής, κατά την οποία η ψυχή δύσκολα κινείται προς την κακία.

37. Εκείνος που απόκτησε τους καρπούς της αγάπης με το ζήλο του, δεν χωρίζεται από αυτή, ακόμη κι αν υποφέρει μύρια κακά. Ας σε πείσει γι’ αυτό ο Στέφανος ο μαθητής του Χριστού και οι όμοιοί του, που προσευχόταν για κείνους που τον φόνευαν και ζητούσε να τους συγχωρήσει ο Θεός, επειδή ενεργούσαν έτσι από άγνοια(6).

38. Αν ιδίωμα της αγάπης είναι η μακροθυμία και η χρηστότητα(7), τότε εκείνος που θυμομανιάζει και ενεργεί δόλια, είναι φανερό ότι αποξενώνεται από την αγάπη. Κι όποιος είναι ξένος από την αγάπη, είναι ξένος από το Θεό, αφού ο Θεός είναι αγάπη(8).

39. «Μην πείτε, λέει ο θείος Ιερεμίας, ότι είστε ναός του Κυρίου»(9). και συ μην πεις ότι «η απογυμνωμένη από έργα πίστη στον Κύριό μας Ιησού Χριστό μπορεί να με σώσει». Αυτό είναι αδύνατο, αν δεν αποκτήσεις και την αγάπη προς Αυτόν με τα έργα. Η γυμνή από έργα πίστη δεν ωφελεί, αφού και τα δαιμόνια πιστεύουν και τρέμουν(10).

40. Έργο αγάπης είναι η προς τον πλησίον ολόψυχη ευεργεσία και μακροθυμία και υπομονή, και η χρήση των πραγμάτων με ορθό λόγο.

41. Όποιος αγαπά το Θεό, δεν λυπεί κανέναν, ούτε λυπάται από κανέναν για πρόσκαιρα πράγματα. Μια μόνο λύπη προξενεί και δοκιμάζει, τη σωτήρια λύπη, την οποία ο μακάριος Παύλος και δοκίμασε και προξένησε στους Κορίνθιους(11).

42. Εκείνος που αγαπά το Θεό, ζει αγγελικό βίο πάνω στη γη. νηστεύει κι αγρυπνεί, ψάλλει και προσεύχεται, και για κάθε άνθρωπο σκέφτεται πάντοτε καλά.

43. Ό,τι επιθυμεί κανείς, εκείνο αγωνίζεται ν’ αποκτήσει. Κι από όλα τα αγαθά κι επιθυμητά, ασύγκριτα πιο αγαθό και επιθυμητό είναι ο Θεός. Πόση λοιπόν επιμέλεια έχομε χρέος να καταβάλομε για να επιτύχομε το φύσει αγαθό και επιθυμητό;

44. Μη μολύνεις τη σάρκα σου με αισχρές πράξεις και μην λερώνεις την ψυχή σου με πονηρούς λογισμούς. Και η ειρήνη του Θεού θα έρθει σ’ εσένα και θα φέρει την αγάπη.

45. Να καταπονείς το σώμα σου με νηστεία και αγρυπνία και ν’ ασχολείσαι ακούραστα με την ψαλμωδία και την προσευχή. και θα έρθει σ’ εσένα ο αγιασμός της σωφροσύνης και θα φέρει την αγάπη.

46. Εκείνος που αξιώθηκε να λάβει τη θεία γνώση και απόκτησε δια μέσου της αγάπης τον φωτισμό της, δε θα παρασυρθεί ποτέ από το πνεύμα της κενοδοξίας. Εύκολα όμως παρασύρεται από αυτήν όποιος δεν αξιώθηκε την θεία γνώση. Αλλά αν ο άνθρωπος αυτός σε κάθε τι που πράττει έχει στραμμένο το βλέμμα του στο Θεό, με την αίσθηση ότι όλα τα πράττει γι’ Αυτόν, εύκολα με τη βοήθεια του Θεού θα απαλλαγεί από την κενοδοξία.

47. Όποιος δεν απόκτησε ακόμη τη θεία γνώση, που εκδηλώνεται με την αγάπη, έχει μεγάλη ιδέα για όσα έργα κάνει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Εκείνος όμως που αξιώθηκε και την απόκτησε, λέει με βαθιά συναίσθηση τα λόγια που είπε ο Πατριάρχης Αβραάμ όταν είδε τον Θεό: «Εγώ είμαι χώμα και στάχτη»(12).

48. Εκείνος που φοβάται τον Κύριο, έχει πάντοτε σύντροφό του την ταπεινοφροσύνη, και με τις ενθυμήσεις που αυτή προκαλεί, φτάνει στην θεία αγάπη και ευχαριστία. Φέρνει στο νου του τη ζωή που έκανε πρωτύτερα στον κόσμο, και τα διάφορα αμαρτήματα και τους πειρασμούς που αντιμετώπισε από τον καιρό της νεότητάς του, και πώς απ’ όλα εκείνα τον γλύτωσε ο Κύριος, και τον μετέφερε από την ζωή των παθώνστον κατά Θεόν βίο. και μαζί με το φόβο, αποκτά και την αγάπη, ευχαριστώντας πάντοτε με πολλή ταπεινοφροσύνη τον Ευεργέτη και Κυβερνήτη της ζωής μας.

49. Μη λερώσεις το νου σου ανεχόμενος λογισμούς επιθυμίας και θυμού, για να μην ξεπέσεις από την καθαρή προσευχή και περιπέσεις στο πνεύμα της ακηδίας.

50. Τότε ο νους χάνει την οικειότητα που έχει με το Θεό, όταν δέχεται πονηρούς ή ακάθαρτους λογισμούς να παραμένουν.

51. Ο ανόητος, που τον οδηγούν τα πάθη, όταν αναστατώνεται από το θυμό, βιάζεται να φύγει ασυλλόγιστα μακριά από τους αδελφούς. Άλλοτε πάλι, όταν καίγεται από την επιθυμία, μετανοιωμένος τρέχει να τους συναντήσει. Ο φρόνιμος όμως, και στις δύο περιπτώσεις κάνει το αντίθετο. Στην περίπτωση του θυμού, αφού κόψει τις αιτίες της ταραχής, απαλλάσσει τον εαυτό του από την λύπη προς τους αδελφούς. στην περίπτωση της επιθυμίας, συγκρατεί τον εαυτό του από την παράλογη παρόρμηση για συνάντηση άλλων.


52. Στον καιρό των πειρασμών μην εγκαταλείψεις το Μοναστήρι σου, αλλά υπόμενε με γενναιότητα τα κύματα των λογισμών, και μάλιστα της λύπης και της ακηδίας. Έτσι αφού δοκιμαστείς κατά θεία οικονομία με τις θλίψεις, θα αποκτήσεις βέβαιη ελπίδα στο Θεό. Αν όμως το εγκαταλείπεις, θα φανείς ανάξιος, άνανδρος και άστατος.


53. Αν θέλεις να μην ξεπέσεις από την αγάπη του Θεού, μήτε τον αδελφό να αφήσεις να κοιμηθεί στενοχωρημένος από σένα, μήτε συ να κοιμηθείς στενοχωρημένος εναντίον του. Συμφιλιώσου με τον αδελφό σου και τότε πήγαινε και πρόσφερε στο Χριστό με καθαρή συνείδηση το δώρο της αγάπης(13), με ένθερμη προσευχή.


54. Αν εκείνος που έχει όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, και δεν έχει αγάπη, δεν ωφελείται τίποτε σύμφωνα με το θείο Απόστολο(14), πόση επιμέλεια πρέπει να καταβάλομε για να την αποκτήσομε;


55. Αν η αγάπη δεν κάνει κακό στον πλησίον(15), εκείνος που φθονεί τον αδελφό και λυπάται για την προκοπή του και με ειρωνείες προσπαθεί να κηλιδώσει την υπόληψή του ή με όποια κακοήθεια τον επιβουλεύεται, πώς αυτός δεν αποξενώνεται από την αγάπη και δεν κάνει τον εαυτό του ένοχο για την αιώνια Κρίση;


56. Αν η αγάπη είναι το πλήρωμα του νόμου(16), εκείνος που έχει μνησικακία για τον αδελφό και κάνει δόλια σχέδια εναντίον του και τον καταριέται και δοκιμάζει χαρά για κάθε πτώση του, πώς δεν καταπατεί το νόμο και δεν είναι άξιος για την αιώνια κόλαση;


57. Αν εκείνος που κατηγορεί και κρίνει τον αδελφό του κατηγορεί και κρίνει το θείο νόμο(17), και ο νόμος του Χριστού είναι η αγάπη, πώς δεν ξεπέφτει από την αγάπη του Χριστού εκείνος που καταλαλεί, και δεν προξενεί ο ίδιος στον εαυτό του την αιώνια κόλαση;


58. Μην παραδώσεις την ακοή σου στους λόγους όποιου καταλαλεί, ούτε τους δικούς σου λόγους στην ακοή ενός φιλοκατήγορου, μιλώντας ή ακούγοντας με ευχαρίστηση κατά του πλησίον σου, για να μη χάσεις την θεία αγάπη και βρεθείς απόκληρος από την αιώνια ζωή.


59. Μην δέχεσαι κατηγορίες κατά του πνευματικού σου πατέρα, μήτε να διευκολύνεις εκείνον που τον προσβάλλει, για να μην οργιστεί ο Κύριος για τα έργα σου και σε εξολοθρεύσει από τη χώρα της ζωής(18).


60. Κλείνε το στόμα εκείνου που κατηγορεί τον άλλον, για να μην αμαρτάνεις μαζί του διπλή αμαρτία. και συνηθίζοντας ο ίδιος σε καταστρεπτικό πάθος, και μη σταματώντας εκείνον που φλυαρεί κατά του πλησίον.


61. «Εγώ όμως σας λέω, είπε ο Κύριος, αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευεργετείτε όσους σας μισούν, προσεύχεσθε για όσους σας βλάπτουν»(19). Γιατί τα διέταξε αυτά; Για να σε ελευθερώσει από το μίσος, τη λύπη, την οργή και την μνησικακία και να σε αξιώσει να λάβεις το μέγιστο απόκτημα, την τέλεια αγάπη, που είναι αδύνατο να την έχει όποιος δεν αγαπά εξίσου όλους τους ανθρώπους, κατά μίμηση του Θεού, ο οποίος αγαπά εξίσου όλους τους ανθρώπους και θέλει να σωθούν και να λάβουν πλήρη γνώση της αλήθειας(20).


62. «Όμως σας λέω να μην αντισταθείτε στον πονηρό, αλλά αν κανείς σε χτυπήσει στο δεξί μέρος του προσώπου, γύρισέ του και το άλλο. και σ’ αυτόν που θέλει να σε πάει στο δικαστήριο για να σου πάρει το χιτώνα, άφησέ του και το ιμάτιο. και αν σε αγγαρεύει κάποιος για ένα μίλι, πήγαινέ μαζί του δύο»(21). Γιατί λέει αυτά ο Κύριος; Για να φυλάξει κι εσένα χωρίς οργή, ταραχή και λύπη, και να διδάξει κι εκείνον με την ανεξικακία σου. και τους δύο πάλι, σαν καλός Πατέρας, να σας φέρει στο ζυγό της αγάπης.


63. Των πραγμάτων, με τα οποία κάποτε μάς έδενε κάποιο πάθος, έχομε μέσα μας τις εμπαθείς φαντασίες. Όποιος λοιπόν νικά τις εμπαθείς φαντασίες, καταφρονεί οπωσδήποτε και τα πράγματα που αυτές απεικονίζουν. Γιατί ο πόλεμος εναντίον των ενθυμήσεων είναι τόσο χειρότερος από τον πόλεμο εναντίον των πραγμάτων, όσο είναι πιο εύκολο να αμαρτάνει κανείς με τη διάνοια από το να αμαρτάνει με έργα.


64. Άλλα από τα πάθη είναι σωματικά κι άλλα ψυχικά. Τα σωματικά έχουν τις αφορμές τους από το σώμα, τα ψυχικά από τα εξωτερικά πράγματα. Και τα δύο αυτά είδη παθών τα αφανίζουν η αγάπη και η εγκράτεια. η πρώτη τα ψυχικά, η δεύτερη τα σωματικά.


65. Από τα πάθη, άλλα ανήκουν στο θυμικό μέρος της ψυχής, άλλα στο επιθυμητικό. Και τα δύο αυτά είδη κινούνται δια μέσου των αισθήσεων. Και κινούνται τότε, όταν η ψυχή βρίσκεται έξω από τα όρια της εγκράτειας και της αγάπης.


66. Τα πάθη του θυμικού μέρους της ψυχής είναι πιο δυσκολοπολέμητα από τα πάθη του επιθυμητικού. Γι’ αυτό και δόθηκε από τον Κύριο εναντίον των παθών του θυμικού δυνατότερο φάρμακο, το οποίο είναι η εντολή της αγάπης.


67. Όλα τα άλλα πάθη, ερεθίζουν είτε το θυμικό μέρος της ψυχής, είτε το επιθυμητικό, είτε το λογιστικό, όπως είναι η λήθη και η άγνοια. Η ακηδία όμως, κυριαρχώντας σ’ όλες τις δυνάμεις της ψυχής, κινεί όλα μαζί τα πάθη. Γι’ αυτό και είναι το πιο βαρύ από όλα τα άλλα πάθη. Καλώς λοιπόν ο Κύριος, δίνοντας το αντίδοτό της, λέει: «Με την υπομονή σας, κερδίστε τις ψυχές σας»(22).


68. Μην προσβάλεις ποτέ κανένα αδελφό, και μάλιστα χωρίς εύλογη αιτία, μην τυχόν επιστρέψει στον κόσμο μη μπορώντας ν’ αντέξει τη θλίψη, και έτσι δε θα αποφύγεις τον έλεγχο της συνειδήσεως που θα σου προξενεί πάντα λύπη στην προσευχή και θα αποδιώχνει το νου από την παρρησία προς τον Θεό.


69. Μην ανέχεσαι τις υπόνοιες ή και τους ανθρώπους που σου μεταφέρουν σκάνδαλα άλλων. Γιατί εκείνοι που παραδέχονται σκάνδαλα με οποιοδήποτε τρόπο για εκείνα που συμβαίνουν προαιρετικά ή απροαίρετα, δεν γνωρίζουν τον δρόμο της ειρήνης, η οποία οδηγεί τους εραστές της δια μέσου της αγάπης στη γνώση του Θεού.


70. Δεν έχει τέλεια αγάπη εκείνος που αλλάζει διάθεση προς τους ανθρώπους ανάλογα με τον χαρακτήρα τους. τον έναν π.χ. τον αγαπά και τον άλλον τον μισεί, ή τον ίδιο άνθρωπο άλλοτε τον αγαπά και άλλοτε τον μισεί για τις ίδιες αιτίες.


71. Η τέλεια αγάπη δεν διαχωρίζει κατά τις διαθέσεις των επιμέρους ανθρώπων τη μία και κοινή ανθρώπινη φύση, αλλά αποβλέποντας σ’ αυτήν, αγαπά εξίσου όλους τους ανθρώπους. Αγαπά τους ενάρετους ως φίλους. τους κακούς τους αγαπά ως εχθρούς, και τους ευεργετεί και μακροθυμεί και υπομένει αν την βλάψουν, χωρίς να λογαριάζει διόλου το κακό, αλλά και πάσχει για χάρη τους, αν το καλέσει η περίσταση, για να τους κάνει και αυτούς φίλους, αν είναι δυνατόν. Αν δεν το κατορθώσει, δεν αλλάζει την διάθεσή της, αλλά φανερώνει τους καρπούς της αγάπης εξίσου προς όλους τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και ο Κύριός μας και Θεός Ιησούς Χριστός, δείχνοντας την αγάπη Του σ’ εμάς, έπαθε για χάρη όλης της ανθρωπότητας και χάρισε σε όλους εξίσου την ελπίδα της αναστάσεως – αν και καθένας κάνει τον εαυτό του άξιο είτε για δόξα, είτε για κόλαση.


72. Εκείνος που δεν καταφρονεί τη δόξα και την εξουδένωση, τον πλούτο και την φτώχεια, την ηδονή και την λύπη, δεν απόκτησε ακόμη τέλεια αγάπη. Γιατί η τέλεια αγάπη δεν καταφρονεί μόνον αυτά, αλλά και την πρόσκαιρη ζωή και το θάνατο.

Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (21 Ἰανουαρίου)


ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
Ο άγιος Μάξιμος γεννήθηκε το 580 στην Κωνσταντινούπολη. Καταγόταν από επιφανή οικογένεια και έλαβε την συνήθη, για τους υποψηφίους για ανώτερες δημόσιες ή εκκλησιαστικές θέσεις, μόρφωση. Ιδιαίτερα ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος (610-641) τον προσέλαβε ως αρχιγραμματέα του, “υπογραμματεύς πρώτος των βασιλικών υπομνημάτων”.
Λίγα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε και εκάρη μοναχός. Πιθανόν μόνασε, στην Παλαιστίνη, μαζί με τον Σωφρόνιο, αργότερα πατριάρχη Ιεροσολύμων. Ασκήτευσε σε μονή της Χρυσούπολης που βρίσκεται απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Εκεί έγινε και ηγούμενος και απέκτησε πιστό μαθητή τον Αναστάσιο που τον ακολούθησε σε όλη του τη ζωή. Το 624 βρίσκεται για δύο χρόνια στη Κύζικο. Το 626 φεύγει για την βόρεια Αφρική. Για αρκετό χρονικό διάστημα μένει στην Κρήτη, πιθανόν να πέρασε και από την Κύπρο. Στην Καρχηδόνα βρίσκεται σίγουρα την Πεντηκοστή του 632. Εκεί συναντήθηκε με τον Σωφρόνιο και για ένα διάστημα πηγαίνουν μαζί στην Αλεξάνδρεια.
Το 645 ή 646 πήγε στη Ρώμη. Το 647 ο αυτοκράτορας Κώνστας εξέδωσε τον Τύπο, με τον οποίο απαγορευόταν οι συζητήσεις περί μιας ή δύο θελήσεων και ενεργειών. Η σύνοδος του Λατερανού (649), της οποίας κύριο πρόσωπο ήταν ο άγιος Μάξιμος, καταδίκασε το Μονοθελητισμό.

 Συνελήφθει από τον έξαρχο της Ιταλίας Θεοδόσιο, οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μαζί με τους δύο Αναστασίους, τον μαθητή του και τον αποκρισάριο του Πάπα. Είχε ήδη οδηγηθεί εκεί και ο Πάπας Μαρτίνος και είχε εξορισθεί στη Χερσώνα για δήθεν πολιτική συνωμοσία (653). Το ίδιο έγκλημα, χωρίς αποδείξεις, αποδόθηκε και στον Μάξιμο. Αφού κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται να υποχωρήση τον εξορίζουν μαζί με τους άλλους δυο στην Βιζύη της Θράκης (655).

Τους ανακαλούν στην Κωνσταντινούπολη, για νέα ανάκριση και μετά την άρνησή τους να υπογράψουν τον Τύπο τους στέλνουν εξορία στα Πέρβερα (656). Μετά έξη χρόνια τους καλούν πάλι στη Κωνσταντινούπολη για μια τρίτη προσπάθεια να τους πάρουν με το μέρους τους. Αφού και οι τρεις αρνήθηκαν να υποκύψουν, αναθεματίσθηκαν, κακοποιήθηκαν και διαπομπεύθηκαν, “γλώσσαν ένδον από του φάρυγγος και της παραψαυούσης επιγλωττίδος παρανόμως εκτέμνουσιν” και “σμίλη και σφύρα την δεξιάν των χειρών εκκόπτουσιν”.

Η Θεολογία τού αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού - Περίληψη τής συγγραφικής πορείας τού αγίου Μαξίμου, Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου


Η κοπιώδης εργασία τού Ιερομονάχου π. Βενεδίκτου Αγιορείτου - Νεοσκητιώτου με την έκδοση τού «Μαξιμιανού Ταμείου», αλλά και η αγάπη τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ιωαννίνων κ. Μαξίμου για τον άγιο Μάξιμο, τού οποίου φέρει το όνομα, μάς συγκέντρωσε στην πνευματική αυτή πανδαισία για να δούμε την ζωή και το έργο τού μεγάλου αυτού θεολόγου και Πατρός τής Εκκλησίας.
 
Τα σχετικά με τον βίο του τα ακούσατε προηγουμένως, εμένα μού δόθηκε το θέμα να παρουσιάσω μέσα σε λίγη ώρα την θεολογία τού αγίου Μαξίμου.

Σκεπτόμενος το θέμα αυτό αισθάνθηκα μεγάλη δυσκολία για το πώς θα μπορέσω να παρουσιάσω σε λίγα λεπτά τής ώρας την μεγαλειώδη σύνθεση τής θεολογίας τού μεγάλου αυτού Πατρός τής Εκκλησίας, ο οποίος είναι η σημαντικότερη μορφή τής Εκκλησίας κατά τον 7ον αιώνα. Είναι σημαντικό ότι ο άγιος Μάξιμος εξέφρασε την διδασκαλία τών προγενεστέρων Πατέρων τής Εκκλησίας, αλλά και προετοίμασε το έδαφος για την μεταγενέστερη θεολογία, όπως  για παράδειγμα τού αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά. Ο άγιος Μάξιμος άρχισε την διδασκαλία του με την νηπτική και ησυχαστική ζωή τής Εκκλησίας και κατέληξε στην λεγόμενη «πολεμική θεολογία», όταν αντιμετώπισε την αίρεση τού μονοενεργητισμού και τού μονοθελητισμού.
 
Η αγάπη είναι γέννημα τής απαθείας ,αφού «αγάπην μεν τίκτει απάθεια». Οπότε για να αποκτήση κανείς αγάπη πρέπει να απαλλαγή από τα πάθη.
 
Ο Θεός οικονόμησε να μελετήσω την διδασκαλία τού αγίου Μαξίμου, σχεδόν με την σειρά με την οποία αναπτύχθηκε από τον ίδιο. Άρχισα να μελετώ την θεολογία τού αγίου Μαξίμου τού Ομολογητού, η οποία προφανώς είναι θεολογία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, από την δεκαετία τού ’70,  μετά την αποφοίτησή μου από την Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης. Και κατά έναν εκπληκτικό τρόπο άρχισα από τα πρώιμα έργα του, τα λεγόμενα νηπτικά και ησυχαστικά, έπειτα προχώρησα στα ερμηνευτικά και εκκλησιολογικά και κατέληξα στα αντιαιρετικά του έργα, με τα οποία ανέπτυσσε τα περί τής θελήσεως τού Χριστού, αντιμετωπίζοντας τον μονοενεργητισμό και τον μονοθελητισμό τής εποχής του.
Θα εκθέσω με συντομία αυτήν την πορεία τής διδασκαλίας τού αγίου Μαξίμου, με τον χρονική διαδικασία που την μελέτησα και στην ουσία, όπως προείπα, ανταποκρίνεται στην εξέλιξη τής διδασκαλίας του.
 
1. Από την αρχή ενδιαφέρθηκα για την αγάπη, όπως την αναλύει ο άγιος στα κεφάλαια περί τής αγάπης, σύμφωνα με την δημοσίευσή τους στην Φιλοκαλία τών ιερών Νηπτικών. Προσπαθούσα να δω τι είναι η αγάπη κατά τον άγιο Μάξιμο. Βρήκα τον ορισμό της ότι η αγάπη είναι γέννημα τής απαθείας, αφού «αγάπην μεν τίκτει απάθεια». Οπότε για να αποκτήση κανείς αγάπη πρέπει να απαλλαγή από τα πάθη.
Η αναζήτησή μου προχώρησε στο τι είναι πάθος. Ορίζοντας ο άγιος Μάξιμος την έννοια τού πάθους γράφει ότι «πάθος εστι ψεκτόν, κίνησις ψυχής παρά φύσιν», δηλαδή είναι η παρά φύση κίνηση τών δυνάμεων τής ψυχής. Επίσης, έκανε λόγο και για πάθη τού σώματος. Ακόμη, μιλώντας για την απάθεια γράφει ότι είναι «ειρηνική κατάστασις ψυχής, καθ' ην δυσκίνητος γίνεται ψυχή προς κακίαν».
Ο άγιος διδάσκει ότι το μεγαλύτερο πάθος είναι η φιλαυτία που είναι «η τού σώματος άλογος φιλία». Ο φίλαυτος είναι μισόθεος και μισάνθρωπος, οπότε εκείνος  που ελευθερώνεται από την φιλαυτία αποκτά την φιλοθεΐα και την φιλανθρωπία. Έτσι,  ο φίλαυτος δεν μπορεί να αγαπά πραγματικά τον Θεό και τον άνθρωπο. Ο φιλόθεος είναι και φιλόπονος, δηλαδή αγαπά την άσκηση.

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Η «ελευθερία της βούλησης - θέλησης του προσώπου» στήν πατερική θεολογία



Η «ελευθερία της βούλησης - θέλησης του προσώπου»
 κατά την φιλοσοφία και την πατερική θεολογία (Απόσπασμα)
Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος Βλάχος

Το θέμα της ελευθερίας της βούλησης ή της ελευθερίας του προσώπου, όπως παρουσιάζεται στις ημέρες μας, δεν στηρίζεται στην πατερική-ορθόδοξη θεολογία, αλλά είναι κυρίως υπόθεση της σύγχρονης φιλοσοφίας και μετα­φέρεται από μερικούς στην θεολογία.

Θα εντοπισθούν μερικά σημεία γύρω από το σοβαρό αυτό θέμα, για να φανή το πρόβλημα που παρουσιάζεται από της πλευράς της πατερικής θεολογίας και οι συνέπειες που έχει αυτή η θεωρία στην εκκλησιαστική ζωή.



 Η θέληση στην ορθόδοξη θεολογία

Το θέμα της βούλησης-θέλησης ετέθη επανειλημμένως στις θεολογικές συζητήσεις από τον 4ο αιώνα και μετά, όταν το ρεύμα της ελληνικής φιλοσοφίας εισήλθε μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, οπότε οι Πατέρες προσπάθησαν να αντικρούσουν τους αιρετικούς που χρησιμοποιούσαν την ελληνική φιλοσοφία για να κατανοήσουν το δόγμα της Αγίας Τριάδος και το δόγμα της ενώσεως των δύο φύσεων στον Χριστό.

Κυρίως όμως δυό φορές έγινε σοβαρή συζήτηση και ελήφθησαν αποφάσεις...

Την πρώτη φορά ήταν κατά τον 4ο αιώνα καί, βεβαίως, απεφάνθη η Α' Οικουμενική Σύνοδος. Τότε συζητήθηκε το θέμα εάν ο Πατήρ εγέννησε τον Λόγο από την ουσία Του, οπότε είναι ομοούσιος και άκτιστος, ή εάν ο Λόγος δημιουργήθηκε από την βούληση του Πατρός, όπως όλη η κτίση, οπότε ήταν κτίσμα.

Ο όρος της Α' Οικουμενικής Συνόδου είναι σαφής: «Και εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού, γεννηθέντα εκ του Πατρός μονογενή, τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός». Αυτό στρεφόταν εναντίον των Αρειανών, που υποστήριζαν ότι ο Χριστός «ούκ εστιν ίδιος της ουσίας του Πατρός», αλλά είναι κτίσμα και δημιουργήθηκε εν χρόνω «αλλότριος δε της ουσίας του Πατρός και τρεπτός και αλλοιωτός την φύσιν».

Στις αποφάσεις της Β' Οικουμενικής Συνόδου, εκτός από τις προσθήκες στο Σύμβολο της Πίστεως, έγινε αλλαγή ορολογίας (επειδή διακρίθηκε η υπόσταση από την ουσία), δεν έγινε όμως αλλαγή θεολογίας.

Στο τελικό κείμενο δεν υπάρχει το «τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός», αλλά σαφέστατα υπονοείται, άλλωστε υπάρχει η λέξη «ομοούσιος», και οπωσδήποτε οι Πατέρες διδάσκουν ότι ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα εκ της ουσίας Του και δεν είναι δημιούργημα της βουλήσεώς Του.

Ο Πατήρ είναι αίτιος της γεννήσεως του Υιού και της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, αλλά κατά την εύστοχη φράση του π. Ιωάννου Ρωμανίδη: «ο Πατήρ κοινωνεί την ουσία Του στον Υιό δια της γεννήσεως και στο Άγιον Πνεύμα δια της εκπορεύσεως».

Την δεύτερη φορά που έγινε συζήτηση για την θέληση, 
ήταν τον 7ο αιώνα και μάλιστα στην Χριστολογία.

Οι Μονοθελήτες έλεγαν ότι στον Χριστό υπάρχει μία θέληση. Ο άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων και ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής δίδασκαν ότι η θέληση και η ενέργεια είναι γνωρίσματα της φύσεως, και εφ' όσον ο Χριστός έχει δύο φύσεις, έχει και δύο θελήσεις, την θεία και την ανθρωπίνη.


Έτσι, κάθε φύση στον Χριστό ήθελε και ενεργούσε τα δικά της, 
αλλά σε κοινωνία με την άλλη, ενωμένες στο ένα πρόσωπο του Θεού και Λόγου.
--------------------------------------------------------------------------------

Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής αναπτύσσοντας το θέμα των δύο θελήσεων στον Χριστό θα πή ότι το θέλημα θα είναι ή φυσικό ή υποστατικό ή παρά φύσιν. Άν το θέλημα χαρακτηριστή υποστατικό, τότε ο Χριστός θα παρουσιασθή «ετερό­βουλος» από τον Πατέρα, αφού το υποστατικό θέλημα θα είναι γνώρισμα μόνον της υπόστασης.

Άν το θέλημα το χαρακτηρίσουν παρά φύσιν, τότε δογματίζουν την έκπτωση των ουσιών, αφού τα παρά φύση είναι φθαρτικά των κατά φύση. Επομένως, το θέλημα είναι φυσικό, δηλαδή είναι χαρακτηριστικό της φύσεως, και όχι υποστατικό, δηλαδή δεν είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της υπόστασης.

Πάνω στο θέμα αυτό αποφάνθηκε η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία μεταξύ των άλλων, δογμάτισε: «Και δύο φυσικάς θελήσεις, ήτοι θελήματα εν αυτώ, και δύο φυσικάς ενεργείας αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως κατά την των αγίων Πατέρων διδασκαλίαν ωσαύτως κηρύττομεν.

Και δύο μεν φυσικά θελήματα ουχ υπεναντία, μη γένοιτο, καθώς οι ασεβείς έφησαν αιρετικοί, αλλ' επόμενον το ανθρώπινον αυτού θέλημα, και μη αντιπίπτον, ή αντιπαλαίον, μάλλον μεν ούν και υποτασσόμενον τώ θείω αυτού και πανσθενεί θελήματι...».

Ο Χριστός έχει δύο φυσικά θελήματα στο ένα πρόσωπό Του, τα οποία φυσικά θελήματα δεν αντιπαλαίουν μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι το θέλημα δεν είναι γνώρισμα του προσώπου, γιατί τότε ο Χριστός θα είχε ένα θέλημα, αλλά είναι ιδιότητα της φύσεως.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας αποδέχονται πλήρως τις αποφάσεις των Οικου­μενικών Συνόδων και γι' αυτό κάνουν την διάκριση μεταξύ θελήσεως-βουλήσεως που συνδέεται με την φύση, και της προαιρέσεως, που κάνει την επιλογή στους ανθρώπους. Δηλαδή, στους Πατέρες η θέληση-βούληση δεν είναι η ελευθερία, όπως την ορίζουν οι σύγχρονοι φιλόσοφοι και φιλοσοφούντες θεολόγοι.

Για να μη γίνη καμμία σύγχυση και παρεξήγηση στα όσα θα λεχθούν στην συνέχεια, πρέπει να σημειωθή ότι, σύμφωνα με την θεολογία της Εκκλησίας μας, δεν υπάρχει υπόσταση χωρίς ουσία, ούτε ουσία χωρίς υπόσταση, αλλά η υπόσταση-πρόσωπο ορίζεται ως ουσία με τα ιδιώματα.

Έτσι, η ενέργεια είναι ουσιώδης κίνηση της φύσης, αλλά ο ενεργών είναι το πρόσωπο.

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αποφαίνεται: «άλλο εστίν ενέργεια και άλλο ενεργητικόν και άλλο ενέργημα και άλλο ενεργών». Ενέργεια είναι «η δραστική και ουσιώδης της φύσεως κίνησις». Ενεργητικό είναι «η φύσις εξ ής η ενέργεια πρόεισιν». Ενέργημα είναι «τό της ενεργείας αποτέλεσμα». Και ενεργών είναι «ο κεχρημένος τη ενεργεία ήτοι η υπόστασις».

Επίσης, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δίνει τους ορισμούς για την θέληση, την βούληση, το θελητό, το θελητικό και τον θέλοντα. Θέληση είναι «η απλή δύναμις του θέλειν».

Βούληση είναι «η περί τι θέλησις», δηλαδή η θέληση για κάτι. Θελητό είναι «τό υποκείμενον τη θελήσει πράγμα». Χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα για να δείξη την διαφορά.

Η απλή όρεξη για βρώση είναι η θέληση, η όρεξη προς βρώση είναι η βούληση, η τροφή είναι το θελητό. Ακόμη, θελητικό είναι αυτό που έχει την θελητική δύναμη, όπως ο άνθρωπος. Και θέλων είναι «ο κεχρημένος τη θελήσει».

Έχοντας υπ' όψιν τις βασικές θεολογικές αυτές αρχές, γνωρίζουμε ότι η θέληση είναι όρεξη της μιας ενιαίας φύσεως και κοινή στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αλλά θέλων είναι και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.

Έτσι, ο θέλων είναι ο Τριαδικός Θεός, η θέληση ανάγεται στην φύση, όμως η θεία φύση είναι αδιανόητη χωρίς τις υποστάσεις και το αντίστροφο.

Αυτό σημαίνει ότι η αιτιότητα του Πατρός, ότι αυτός είναι αίτιος της υπάρξεως του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, δεν ταυτίζεται με την θέληση, η οποία είναι κοινή στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αφού κοινή είναι η φύση και η ενέργεια.

Επίσης, στον άνθρωπο υπάρχει η βούληση της φύσης και η προαίρεση,
 «ήγουν επιλογή» ανάμεσα σε δύο διαφορετικά πράγματα. 
----------------------------------------------------------------------

Έτσι, υφίσταται διαφορά μεταξύ βούλησης και προαίρεσης στον άνθρωπο. Όμως, στον Θεό «βούλησιν μεν λέγομεν, προαίρεσιν δε κυρίως ου λέγομεν ου γάρ βουλεύεται ο Θεός».

Ούτε ακόμη μπορούμε να πούμε ότι η ψυχή του Χριστού είχε βουλή ή προαίρεση, γιατί δεν είχε άγνοια και γνωμικό θέλημα, λόγω της ενώσεως της ανθρώπινης με την θεία φύση στην υπόσταση του Λόγου. Έτσι, η αγία ψυχή του Χριστού δεν ήταν εναντίον του θείου θελήματος ούτε παρά το θείον θέλημα.


                                                                                

Η διδασκαλία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού για την ελευθερία,
 την θέληση και την προαίρεση

Αναλύοντας το θέμα της ελευθερίας της θέλησης και της προαίρεσης, θα περιορισθώ στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο οποίος ιδιαιτέρως κωδικοποίησε την θεολογία του σοβαρού αυτού θέματος.

Κατ' αρχάς ο άγιος Μάξιμος δεν κάνει ιδιαίτερο λόγο για την ελευ­θερία με την έννοια που την εκλαμβάνουν οι φιλοσοφούντες θεολόγοι. Στά σχόλιά του στο έργο του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου «περί θείων ονομάτων» κάνει λόγο για τον σκοπό της ενανθρωπήσεως του Χριστού και γράφει: «αμαρτίαν γάρ πάντη αγνοήσας, κατηξίωσεν υπέρ ημών, μη εκστάς των οικείων, αναμαρτήτως αμαρτία δια της δι' εαυτού ημών υιοθεσίας εις την αρχαίαν επαναγάγη ελευθερίαν».

Είναι προφανές ότι οι Πατέρες δεν αναφέρονται στην «ελευθερία του Θεού από την θεότητά Του», με την «δυνατότητά Του να ενανθρωπίζει», αφού ο Χριστός, γενόμενος άνθρωπος, δεν εξίσταται της θείας φύσεώς Του, «τών οικείων».

Δηλαδή οι άγιοι Πατέρες δεν προσδιορίζουν την ελευθερία ως δυνατότητα εκστάσεως από την θεία φύση, αλλά κάνουν λόγο για την επάνοδο του ανθρώπου στην αρχαία ελευθερία, που είναι η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό.

Και σε άλλα σημεία της διδασκαλίας του ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής κάνει λόγο για την ελευθερία όχι ως δικαίωμα ή δυνατότητα επιλογής, αλλά ως αναμαρτησία, ως ελευθερία από τα πάθη.

Αναφερόμενος στην γέννηση του Χριστού γράφει: «τή μεν γενέσει φυσικώς εις ταυτόν τώ ανθρώπω κατά την ζωτικήν αγόμενος έμπνευσιν, εξ ής το κατ' εικόνα λαβών ως άνθρωπος άπρακτον διέμεινεν έχων της ελευθερίας της αναμαρτησίας και άχραντον». Η γέννηση του Χριστού ως ανθρώπου ήταν ελεύθερη, απαθής, αυτοπροαίρετη και αγνή. Ακόμη, συνδέει την ελευθερία του ανθρώπου με το «ανείδεον κάλλος».

Όμως, σε άλλο σημείο ομιλεί για το ότι δούλος είναι αυτός που επιλέγει τα πάθη, ενώ αντίθετα ο αγώνας για την αρετή είναι «ψυχής ελευθερία».

Έπειτα, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ενώ δεν κάνει λόγο για ελευθερία, αλλά ομιλεί για προαίρεση, όμως θεωρεί ότι η προαίρεση δεν είναι θέληση-βούληση, η οποία είναι όρεξη της φύσεως, αλλά είναι όρεξη διασκεπτική για όσα εξαρτώνται από μάς, δηλαδή η προαίρεση είναι ένα κράμα, από όρεξη, βουλή και κρίση.

Γράφει: «τήν προαίρεσιν όρεξιν βουλευτικήν των εφ' ημίν. Ουκ έστι ούν προαίρεσις η θέλησις», «η προαίρεσις ορέξεως και βουλής και κρίσεως σύνοδος» «ουκ έστιν ούν θέλησις η προαίρεσις». Επίσης, κάνει λόγο για το ότι ο Χριστός με την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, αμέσως με την πρόσληψή της, οδήγησε την προαίρεση σε ατρεψία, πράγμα το οποίο το ζουν εν Χριστώ και οι άγιοι.

Επομένως, στην πατερική διδασκαλία, απ' ό,τι γνωρίζω, δεν ανευρίσκεται η έκφραση «ελευθερία της βούλησης» ή «ελεύθερη βούληση του προσώπου», αφού η βούληση είναι όρεξη της φύσεως, ενώ η προαίρεση συνδέεται με το πρόσωπο-υπόσταση, και αυτό εξηγείται με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στην σύγχρονη φιλοσοφία. 

Και οπωσδήποτε η πατερική διδασκαλία περί ελευθερίας και προαιρέσεως δεν μπορεί να συνδυασθή με την ελευθερία, όπως την χαρακτηρίζει η σύγχρονη φιλοσοφία και η σύγχρονη φιλοσοφούσα θεολογία.

Θα πρέπει να δούμε με συντομία όλα αυτά στην Τριαδολογία, την Χριστολογία και την ανθρωπολογία, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, που έκανε μεγάλο αγώνα για τα θέματα αυτά.

Εισαγωγικά πρέπει να σημειωθή ότι υπάρχουν πολλά χωρία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, τα οποία αναφέρονται στις σχέσεις μεταξύ υποστάσεως, φύσεως και ενεργείας, όμως εδώ θα γίνη απλώς μια νύξη.

Ο Θεοδόσιος, Επίσκοπος Καισαρείας της Βιθυνίας, μεταξύ άλλων, υποστήριζε ότι πρέπει να λέμε «μίαν ενέργειαν του Χριστού υποστατικήν», δηλαδή συνέδεε την ενέργεια με την υπόσταση. Όμως, ο άγιος Μάξιμος απάντησε ότι μια τέτοια άποψη «μόνων γάρ αιρετικών πολυθεούντων εστιν». Η ενέργεια είναι φυσική και όχι υποστατική.

Όταν κανείς απονέμη υποστατικές ενέργειες στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, τότε η μακαρία θεότητα θα έχη τέσσερεις ενέργειες, δηλαδή τρεις ενέργειες που χωρίζουν τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος και μία φυσική ενέργεια που δηλώνει την κατά φύση κοινότητα των τριών υποστάσεων. Όποιος υποστηρίζει μια τέτοια άποψη νοσεί την νόσο της τετραθεΐας.

Όμως, κατά τον άγιο Μάξιμο οι Πατέρες διδάσκουν: «φυσικήν γάρ, αλλ' ουχ υποστατικήν πάσαν είναι ενέργειαν». Εννοείται ότι κατά τον ίδιο τρόπο αναφερόμαστε στην φυσική και όχι υποστατική θέληση.

Ύστερα από αυτήν την εισαγωγική παρατήρηση θα δούμε το θέμα της θελήσεως στην Τριαδολογία.

Τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δεν έχουν προσωπική ελευθερία ή υποστατική ελευθερία, γιατί αν συνέβαινε αυτό, τότε κάθε Πρόσωπο θα είχε το δικό του θέλημα, την δική του ελευθερία, πράγμα που θα διασπούσε την ενότητα των Προσώπων της Αγίας Τριάδος.

Η απόδοση της θέλησης στο πρόσωπο προκειμένου να εξασφαλισθή η «ελευθερία του προσώπου» δημιουργεί πρόβλημα τριθεΐας στην Αγία Τριάδα. Ο άγιος Μάξιμος, αναφερόμενος στην Αγία Τριάδα, αποδίδει με σαφήνεια την θέληση στην φύση και όχι στο πρόσωπο.

Γράφει ότι θα ρωτούσε ευχαρίστως τους μονοθελήτες αν ο Θεός και Πατήρ όλων θέλη επειδή είναι Πατήρ ή επειδή είναι Θεός, δηλαδή αν το θέλημά Του συνδέεται με το πρόσωπο του Πατρός ή με την θεότητά Του.

{ Εάν θέλη επειδή είναι Πατήρ, τότε θα είναι άλλο το θέλημα του Πατρός και άλλο το θέλημα του Υιού, γιατί είναι διαφορετικά πρόσωπα.

Άν όμως θέλη επειδή είναι Θεός, τότε επειδή και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα είναι Θεοί, αυτό σημαίνει ότι το θέλημα είναι της φύσεως, δηλαδή είναι θέλημα φυσικό. }

Ο Θεός είναι Τριαδικός, είναι τρία Πρόσωπα, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, τα οποία έχουν μία φύση, μία ενέργεια, μία θέληση, μία δόξα, μία βασιλεία.

Ταυτίζεται η αυτογνωσία με τη θεογνωσία;



 
Πολλές φορές ακούμε και διαβάζουμε ότι αν θέλεις να βρεις τον Θεό, αρκεί να γνωρίσεις τον εαυτό σου. Δηλαδή, η γνώση του εαυτού μας (η αυτογνωσία) ταυτίζεται με την γνώση του Θείου (την θεογνωσία). Από ορθόδοξη άποψη, αυτό είναι πλάνη. Και ο λόγος είναι πολύ απλός· στην ορθόδοξη θεολογία έχουμε διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Αυτή η διάκριση δεν είναι βάση της φιλοσοφίας, αλλά βάση της εμπειρίας της θεώσεως των αγίων. Το κτιστό και το άκτιστο είναι μεταξύ τους ανόμοια. Δεν υπάρχει καμία ομοιότητα, και είναι μεταξύ τους άσχετα ως προς την ουσία.

Η θέση της Ορθόδοξης Πίστης σχετικά, συνοψίζεται ως εξής από τον μεγάλο θεολόγο και δογματολόγο, π. Ι. Ρωμανίδη: « [..] το βασικό κατηγόρημα, το βασικό δόγμα, της Χριστιανικής θεολογίας είναι η σαφής διάκρισις μεταξύ κτιστού και ακτίστου, καθώς και το ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμία ομοιότης» [1].

Βέβαια, η αυτογνωσία είναι πάρα πολύ σπουδαίο πράγμα για την ζωή μας, διότι αποτελεί μια πρώτη βαθμίδα, και αποκτάται με την συνέργεια του ανθρώπου και της Χάριτος του Θεού. Οι άγιοι Πατέρες έχουν μιλήσει σε πολλά σημεία μέσα στα συγγράμματά τους για την αυτογνωσία. Η θεογνωσία όμως είναι κάτι άλλο, που δίδεται ως δώρο του ίδιου του Θεού, και που δεν θα έχει τέλος όπως και ο Θεός δεν έχει τέλος. Η θεογνωσία δεν έγκειται στην γνώση της ουσίας του Θεού, διότι αυτή είναι αμέθεκτη, αλλά στην πνευματική γνώση που λαμβάνουν όσοι μετέχουν στις άκτιστες θείες ενέργειες που απορρέουν από την Θεία φύση. Αυτοί καθίστανται θεόπνευστοι. Όσοι ταυτίζουν την αυτογνωσία με την θεογνωσία, όχι μόνο δεν κάνουν την εμπειρική Πατερική διάκριση κτιστού και ακτίστου, αλλά ίσως και να ταυτίζουν τον κόσμο με τον θεό (πχ όταν νοούν το θείο ως «συμπαντική συνείδηση», ή «το σύνολο των φυσικών νόμων» κλπ), κάτι που οδηγεί αναπόφευκτα στην ειδωλολατρία. 

Μέσα στην κτίση υπάρχουν «αντανακλάσεις» του Θεού (οι οποίες δεν είναι ούτε η ουσία ούτε η ενέργεια του Θεού, αλλά το αποτέλεσμα των ακτίστων ενεργειών που είναι τα κτίσματα), όχι όμως ο ίδιος ο Θεός. Για παράδειγμα, παρατηρώντας κανείς τον τρόπο που η μέλισσα δομεί τέλεια και τετραγωνικά την κυψέλη, καταλαβαίνει ότι ο Δημιουργός έδωσε την συγκεκριμένη σοφία. Όταν λοιπόν κανείς εκλαμβάνει τις «αντανακλάσεις» αυτές ως «θεό», πλανάται. Είναι σαν να βλέπουμε τον εαυτό μας στον καθρέπτη. Αυτό που βλέπουμε, δεν είναι η ουσία μας αλλά το είδωλό μας. Έτσι, ο άνθρωπος πλανήθηκε και ταύτισε την κτίση με τον Θεό, ακόμα και τον εαυτό του ως μέρος της ουσίας της θείας πραγματικότητας. Ταυτίζοντας τον Θεό με την κτίση, ταύτισε με τον Θεό τις αντανακλάσεις- τα είδωλα- συνεπώς έγινε ειδωλολάτρης.

Συνήθως όσοι υποστηρίζουν αυτές τις θέσεις, πιστεύουν ότι η κίνηση είναι «κυκλική». Ο κόσμος απορρέει από το απρόσωπο θείο και αυτονομείται (εξέλιξη), και έπειτα επανέρχεται εκεί από όπου ξεκίνησε (ανέλιξη). Αυτή η κίνηση είναι αιώνια, και όσον αφορά τον άνθρωπο, η επαναφορά γίνεται δια της «μετενσαρκώσεως». Συνεπώς, κατ’ αυτούς, αν θέλεις να γνωρίσεις την θεία πραγματικότητα, απλά κοίταξε μέσα σου.

Εάν όμως είναι έτσι, τότε δύο τινά μπορεί να ισχύουν· είτε υπάρχουν πολλές «θείες αλήθειες» εφόσον έχουμε μοναδικές, και διαφορετικές προσωπικότητες, είτε η «θεία αλήθεια» είναι μια, άρα δεν έχουμε μοναδική προσωπικότητα εφόσον είμαστε μέρος αυτής της μιας «συμπαντικής» και απρόσωπης δύναμης. Και στις δύο περιπτώσεις, καταργείται το πρόσωπο (του Θεού και του ανθρώπου), το οποίο –όπως αναφέρει ο καθηγητής Ν. Ματσούκας βάση της Ορθόδοξης Παράδοσης- «[..] δεν είναι απλώς και μόνο η ετερότητα, αλλά κυρίως η ανεπανάληπτη ιδιαιτερότητα» [2].