Σάββατο 9 Ιουνίου 2018

ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ


Ἀπὸ τὶς 27 Ἰουνίου 2016 ἔχουν εἰσέλθει εἰς τὴν ἱστορίαν καὶ τὴν ζωὴν τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας αἱ ἀποφάσεις τῆς συνόδου εἰς τὸ Κολυμπάριον Κρήτης. Τὰ κείμενα τῶν
ἀποφάσεων ποὺ ἐδημοσιεύθησαν, κατ᾽ ἐντολὴν πρέπει νὰ ἔχουν «πανορθόδοξον κῦρος»
(Κανονισμὸς ὀργανώσεως… Ἄρθρον 13, §2). ῾Όμως, κατὰ τούς παρελθόντας ἤδη ἐννέα μῆνας,
αἱ ἀποφάσεις αὐταὶ ἔχουν γίνει «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» καὶ αἴτιον σφοδρᾶς διαμάχης. Ἔχουν
δημοσιευθῆ πολλὰ σημαντικὰ ἐπικριτικὰ κείμενα ἀπὸ Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερὰς Συνόδους Ἐκκλησιῶν.
Ἐπειδὴ τὰ κείμενα τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου ἅπτονται τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἡ ὁποία
εἶναι ἡ βάσις καὶ τὸ θεμέλιον καὶ τῆς ἡμετέρας ἀσκήσεως ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καὶ τῆς ὅλης
ἀφιερώσεως τῆς ζωῆς ἡμῶν εἰς Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ ἐπειδὴ μᾶς ἐπιβάλλονται ὡς
ἔχοντα πανορθόδοξον κῦρος, διὰ τοῦτο μετὰ προσοχῆς καὶ προσευχῆς τὰ ἐμελετήσαμεν. Δὲν
εἶναι δυνατὸν νὰ προσπερασθοῦν μὲ ἀδιαφορίαν καὶ νὰ παραβλεφθοῦν, διότι δὲν εἶναι ἁπλαῖ
«γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» προσωπικαὶ διακηρύξεις - ὅπως ἕως τώρα συνέβαινε - ἀλλ᾽ ἔχουν καὶ τὰς
ὑπογραφὰς τῶν Προκαθημένων καὶ εὐαρίθμων Μητροπολιτῶν τῶν συνόδων δέκα
αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἐκ τῶν δεκατεσσάρων εἰς τὸ σύνολον.
Πίστις, λοιπόν, τὸ προκείμενον καί «πίστις ἐστὶ τὸ πολεμούμενον καὶ κοινὸς σκοπὸς
ἅπασι τοῖς ἐναντίοις καὶ ἐχθροῖς τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας, τὸ στερέωμα τῆς εἰς Χριστὸν
πίστεως κατασεῖσαι...» (Μ. Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος § 25, ΒΕΠΕΣ 52, σελ. 251).
Εἰς τὴν ἰδίαν «συχνότητα» τῶν λόγων τοῦ Μ. Βασιλείου, ἔχομε νωποὺς τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου
Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου: «Σήμερα προσπαθοῦν νὰ γκρεμίσουν τὴν πίστη, γι᾽ αὐτὸ ἀφαιροῦν
σιγά-σιγὰ ἀπὸ καμμία πέτρα, γιὰ νὰ σωριασθῆ τὸ οἰκοδόμημα τῆς πίστεως. Ὅλοι ὅμως
εὐθυνόμαστε γιὰ τὸ γκρέμισμα αὐτό. Ὄχι μόνον αὐτοὶ ποὺ ἀφαιροῦν τὶς πέτρες καὶ τὸ
γκρεμίζουν, ἀλλὰ καὶ ὅσοι βλέπουμε νὰ γκρεμίζεται καὶ δὲν προσπαθοῦμε νὰ τὸ
ὑποστυλώσουμε» (Ἁγίου Παϊσίου, Λόγοι Β´, Ἔκδ. Ἱ. Μ. Σουρωτῆς, σ. 20).
Ἀκολουθοῦντες, λοιπόν, τὰς ἐντολὰς καὶ τὴν παράδοσιν τῶν Ἁγίων Πατέρων μας,
ἐμελετήσαμεν μετὰ προσοχῆς καὶ προσευχῆς, ὅπως ἐλέχθη, τὰ συνοδικὰ κείμενα. Κάτωθι,
ἀναφέρομεν συνοπτικῶς τὰς ἡμετέρας διαπιστώσεις.
Εἰσαγωγικῶς καὶ γενικῶς, θὰ πρέπῃ νὰ ἐπισημανθῇ τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς τὰ κείμενα
ὑπάρχουν καὶ ἀρκεταὶ φράσεις, ἐπιδεχόμεναι καὶ Ὀρθόδοξον καὶ αἱρετικὴν ἑρμηνείαν, ὅπως
ἐπίσης καὶ μερικαὶ σαφῶς Ὀρθοδοξόταται διατυπώσεις. Τὸ τελευταῖον αὐτό, ὅμως, – πολλῷ
μᾶλλον τὸ πρῶτον – οὐδόλως εἶναι ἱκανὸν νὰ μᾶς καθησυχάσῃ καὶ ἐπαναπαύσῃ, ἐφ᾽ ὅσον –
ὅπως θὰ δειχθῇ κατωτέρω – παραλλήλως συνυπάρχουν καὶ αἱ ἀντίστοιχοι κακόδοξοι τοιαῦται.
Ἁπλῶς εὑρισκόμεθα πρὸ φαινομένου κλασσικῆς διγλωσσίας. Ὅπως ἐδήλωσεν χαριτολογῶν
ἱεράρχης, συμμετέχων μάλιστα εἰς τὴν σύνοδον: «Ἡ σύνοδος μᾶς τὰ ἔδωσε ὅλα. Ὁ καθεὶς
διαλέγει καὶ παίρνει ὅ,τι θέλει!».
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, ὅμως, ἄλλως ἔπραττον καὶ ἄλλως μᾶς
ἐδίδαξαν. Ὁ λόγος των δὲν ἦτο «ναὶ καὶ οὔ», ἀλλά «ναί, ναὶ καὶ οὔ, οὔ» (Β´ Κορ. α´, 17-20 καὶ
Ἰακ. ε´, 12), ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας προστάσσει (Ματθ. ε´, 37). Εἰς τὰς Ἱερὰς
Συνόδους δὲν προσεπάθουν διὰ τῆς διγλωσσίας νὰ ἐπαναπαύσουν εἰς τὴν πλάνην των τοὺς
- 2 -
αἱρετικούς, ἐπιφέροντες οὕτω καὶ σύγχυσιν εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, οὔτε ἐφεύρισκον καὶ
ἐχρησιμοποίουν ἀμφισήμους διατυπώσεις, συστεγαζούσας ἀλήθειαν καὶ πλάνην, πρὸς
ἐπιτυχίαν μιᾶς κακῶς νοουμένης ψευδεπιγράφου ἑνότητος. Τοὐναντίον, ἠγωνίζοντο μέχρις
ἐσχάτων διὰ τὴν ἐξάλειψιν καὶ τοῦ παραμικροῦ ι (ἰῶτα), τὸ ὁποῖον θὰ συνετέλει εἰς αἱρετικὴν
διατύπωσιν (Πρβλ. τοὺς ἀγῶνας των κατὰ τοῦ «ὁμοιουσίου»), καὶ ἐπέμενον ἀνυποχωρήτως καὶ
διὰ τὴν συμπερίληψιν καὶ τῆς παραμικρᾶς προθέσεως, ὥστε ἡ διατύπωσις νὰ ἀποκλείῃ
αἱρετικὴν παρερμηνείαν καὶ νὰ διασφαλίζῃ τὴν Ὀρθόδοξον ἑρμηνείαν. (Πρβλ. τὴν ἐπιμονήν των
διὰ τὴν ἀποδοχὴν καὶ τοῦ «ἐν δύο φύσεσιν», καὶ ὄχι μόνον τοῦ «ἐκ δύο φύσεων» τῶν
μετριοπαθῶν Μονοφυσιτῶν).

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ Η ΘΕΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟ ΝΕΟ ΘΕΟΛΟΓΟ* Εισαγωγή



     
    
          Το να επιχειρήσει κανείς να παρουσιάσει  μέσα στα στενά όρια μιας εισηγήσεως τη διδασκαλία του αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου για τη θέα του Θεού, συνιστά ένα όχι και τόσο εύκολο εγχείρημα, γιατί θα πρέπει να προβεί σε μια συστηματική και ευσύνοπτη έκθεση μιας διδασκαλίας που είναι διάσπαρτη και διαποτίζει πληθωρικά και επίμονα όλα ανεξαιρέτως τα έργα του[1]. Τα όσα λέει ο άγ. Συμεών για τη θέα του Θεού δεν συνιστούν μια ξεχωριστή και συστηματικά διατυπωμένη θεωρητική διδασκαλία, αλλά απηχούν και εκφράζουν τη δική του προσωπική εμπειρία που προσδιορίζει και σφραγίζει καθοριστικά όλες τις επιμέρους πτυχές της θεολογικής διδασκαλίας του. Καμιά επιμέρους διδασκαλία του δεν αναπτύσσεται ούτε γίνεται κατανοητή ανεξάρτητα από την εμπειρία της θέας του Θεού.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ήδη από την αρχή ότι η θέα του Θεού δεν είναι για τον άγ. Συμεών απλώς ένα εσχατολογικό γεγονός τοποθετημένο έξω από τα όρια της ιστορίας, αλλά βιώνεται ήδη στο ιστορικό παρόν ως πρόγευση  και αρραβώνας της θεοπτικής εμπειρίας των εσχάτων[2]. Με την έννοια αυτή η θέα του Θεού για τον άγ. Συμεών, όπως και για την προγενέστερη πατερική παράδοση, που εκφράζεται από το Διονύσιο Αρεοπαγίτη, το Μάξιμο Ομολογητή και τον Ιωάννη Δαμασκηνό[3], δεν είναι καρπός νοησιαρχικών αναζητήσεων ή συναισθηματικών φαντασιώσεων, αλλά δωρεά και χάρις του Αγ. Πνεύματος, που συνίσταται, όπως ιδιαίτερα τονίζεται από το Συμεών, στη μυστική εμπειρία του θείου φωτός εκ μέρους εκείνων που έχουν καθαρμένα και φωτισμένα τα πνευματικά τους αισθητήρια.
Έχοντας επανειλημμένα την εμπειρία αυτή ο άγ. Συμεών αντιμετωπίζει όλα τα θεολογικά, πνευματικά και εκκλησιαστικά ζητήματα της εποχής του όχι στοχαστικά και διαλεκτικά, αλλά υπό το πρίσμα και το φως αυτής της εμπειρίας. Αυτή και μόνο αποτελεί την καρδιά και τον πυρήνα  της θεολογικής σκέψης του. Η εμπειρία της θέας του Θεού ή του θείου φωτός γίνεται γι’ αυτόν ο άξονας, γύρω από τον οποίο συνυφαίνεται μέσα στα πλαίσια της ορθόδοξης παράδοσης ολόκληρη η θεολογία του. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί δεν υπογραμμίζει μόνο τον εμπειρικό χαρακτήρα της θεολογίας του Συμεών, αλλά αναδεικνύει ταυτόχρονα και το λειτουργικό της δέσιμο με την πνευματική εμπειρία και ζωή της Εκκλησίας, δηλ. με την ορθόδοξη πνευματικότητα.
          Τρία είναι κατά βάση τα κομβικά σημεία, γύρω από τα οποία ο Συμεών αναπτύσσει τη διδασκαλία του για τη θέα του Θεού: α) Το δυνατό της θέας του Θεού, β) Οι προϋποθέσεις της θέας του Θεού και                                                                                                               γ) Η εμπειρία και οι καρποί της θέας του Θεού.
          Ας έλθουμε όμως στην εξέταση των σημείων αυτών με  αναλυτικό αλλά και ευσύνοπτο ταυτόχρονα τρόπο.

Οι Σκήτες








Οι Αθωνικές Σκήτες είναι μικρές μονές που υπάγονται στις Κυρίαρχες Μονές. Διακρίνονται σε κοινόβιες και ιδιόρρυθμες. Πρόκειται για οργανωμένες κοινότητες που συγκροτούνται από πολλές μοναστικές καλύβες. Στο μέσον της κάθε Σκήτης βρίσκεται το λεγόμενο "Κυριακό" που είναι ο κοινός ναός για όλους και γύρω απ’ αυτόν είναι κτισμένες οι καλύβες.
Τη διοίκηση στη Σκήτη ασκεί ο επονομαζόμενος "Δικαίος" που εκλέγεται κάθε χρόνο από τους "γέροντες" της Σκήτης με τη βοήθεια 2 ή 4 συμβούλων εκ των οποίων οι μισοί προέρχονται από την ίδια τη Σκήτη και οι άλλοι μισοί από την Κυρίαρχη Μονή στην οποία υπάγεται η Σκήτη.
Οι εγκατεστημένοι σ’ αυτές μοναχοί καλούμενοι σκήτες ασχολούνται επίσης με γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες καθώς επίσης και με την αγιογραφία, ξυλογλυπτική, μουσική κ.ά.

ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΣΙΝΑΪΤΙΚΗ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ* ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΥ

 

 

Εισαγωγή


          Ως γνωστόν, η Θεολογία κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας δεν αποτελεί αυτόνομη στοχαστική λειτουργία για την κατανόηση, την ανάπτυξη και τη διατύπωση των αληθειών της Αποκαλύψεως, αλλά συνδέεται στενά με την εκκλησιαστική πνευματικότητα ή με άλλα λόγια με την πνευματική εμπειρία και ζωή της Εκκλησίας. Είναι μάλιστα τέτοια η σχέση μεταξύ Θεολογίας και Πνευματικότητας μέσα στην ορθόδοξη παράδοση, ώστε να μην μπορούμε να νοήσουμε τη μία ανεξάρτητα από την άλλη. Πρόκειται για δύο όψεις του ενός και του αυτού πράγματος που εκφράζει η νέα εν Χριστώ πραγματικότητα μέσα στην ιστορία. Ειδικότερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ορθόδοξη θεολογία αποτελεί τη θεωρητική έκφραση της ορθόδοξης πνευματικότητας, όπως ακριβώς και η ορθόδοξη πνευματικότητα αποτελεί την πρακτική βίωση του περιεχομένου της ορθόδοξης θεολογίας.