Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ Γεωργίου Μπαμπινιώτη, Πρυτάνεως Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν


Ἔχουμε, ἀλήθεια, σκεφτεῖ γιατί μιά γιορτή Παιδείας, ἕνας κατ' ἐξοχήν ἑορτασμός τοῦ πνεύματος, τῆς γνώσης καί τῆς καλλιέργειας ταυτίζεται στήν Ἑλλάδα μέ μιά γιορτή θρησκευτική, μιά γιορτή τιμῆς πρός τούς θεμελιωτές τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης; Γιατί συνεορτάζονται Παιδεία καί Τρεῖς Ἱεράρχες καί ὄχι λ.χ. Παιδεία καί πατριάρχης Φώτιος, μιά μεγάλη παιδευτική μορφή τοῦ Βυζαντίου, ἤ Παιδεία καί Εὐστάθιος ἤ Παιδεία καί Εὐγένιος Βούλγαρης; Εἶναι σύμπτωση; Εἶναι συμβολισμός; Εἶναι ἰδεολόγημα; Ἡ δική μου ἐκτίμηση εἶναι ὅτι ὁ συνεορτασμός αὐτός ὄχι μόνον δέν εἶναι συμπτωματικός ἤ προϊόν ἰδεολογήματος, ἀλλά εἶναι συσχετισμός οὐσίας, ἀπόρροια βαθύτερης πνευματικῆς καί πολιτισμικῆς σχέσης ταυτότητας καί ἱστορικῆς συνείδησης αὐτῆς τῆς χώρας.
Θεωρῶ ὅτι ὁ συνεορτασμός πηγάζει ἀπό μιά σαφή πολιτισμική παραδοχή καί ἐκδοχή τῆς Παιδείας μας: ὅτι ἡ ἑλληνική Παιδεία στηρίχτηκε σέ δύο παιδευτικούς ἄξονες, στόν ὀρθολογισμό καί στήν ὀρθοδοξία. Μέ ἄλλους ὅρους, στηρίχτηκε: στή σπουδή τῆς ἑλληνικῆς ὀρθολογικῆς σκέψης, ὅπως θεμελιώθηκε στά μεγάλα κείμενα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς διανόησης, καί στή σπουδή τῆς χριστιανικῆς ὀρθόδοξης πίστης, ὅπως θεμελιώνεται στή διδασκαλία τῆς Κ. Διαθήκης καί ἑρμηνεύεται στά μεγάλα κείμενα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, στά κείμενα τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ ἑλληνική σύλληψη τῆς Σχολικῆς Ἐκπαίδευσης συνδυάζει ἀπό παλιά δύο παιδευτικές ἀρχές: τήν ἑλληνικότητα καί τή χριστιανική πίστη, ὅ,τι ὀνομάσθηκε ἑλληνοχριστιανικό ἰδεῶδες. Πρόκειται γιά ἕνα ἰδεῶδες, πού δέν ἀμφισβητήθηκε βεβαίως, ὅταν τό ὑποστήριζε ὁ Νεοελληνικός Διαφωτισμός μέ ἐπικεφαλῆς τόν Κοραή καί τούς Διδασκάλους τοῦ Γένους, ἱερωμένους τούς περισσότερους (τόν Εὐγένιο Βούλγαρη, τόν Νεόφυτο Δούκα, τόν Ἄνθιμο Γαζῆ, τόν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο, τόν Νεόφυτο Βάμβα κ.ἄ.), οὔτε ὅταν τό ὑποστήριξαν ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Κολοκοτρώνης καί ἄλλοι ἀγωνιστές. Ἀμφισβητήθηκε ἀργότερα, ὅταν παρασυνδέθηκε μ' ἕναν ἔντονο συντηρησμό στήν ἐκπαιδευτική πράξη, καί ὡς ὅρος ἀπαξιώθηκε συγκυριακά ὅταν χρησιμοποιήθηκε προπαγανδιστικά στή δικτατορία τοῦ Παπαδόπουλου ὡς ἐθνικιστικό σύνθημα. Τά πάντα, εἶναι γνωστό, μποροῦν νά στρεβλωθοῦν καί νά ἀπαξιωθοῦν, ἄν ἀποτελέσουν ἀντικείμενο σκοπιμοτήτων καί προκάλυμμα διαφορετικῶν προθέσεων. Σήμερα εἶναι, νομίζω, πλέον καιρός ἡ λέξη ἑλληνοχριστιανικός νά "ἀποχαρακτηρισθεῖ" πολιτικά καί ἰδεολογικά, μέ ἐξαίρεση τίς ἱστορικές ἀναφορές στήν περίοδο τῆς Ἑπταετίας, καί νά ἐπανακτήσει τό πρωτογενές καί οὐσιαστικό ἐννοιολογικό καί σημασιολογικό περιεχόμενό της, πού εἶναι ἡ ἀναφορά στό δίπολο ἑλληνικότητας καί χριστιανισμοῦ, κλασικοῦ ἑλληνικοῦ ὀρθολογισμοῦ καί χριστιανικῆς ὀρθοδοξίας.

ΠΑΙΔΕΙΑ ΟΠΛΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Α. Καριώτογλου



"Ποιήσατε δικαιοσύνης ὅπλον καί μή θανάτου τήν παίδευσιν" λέγει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ἴσως αὐτός ὁ λόγος νά ἀποτελεῖ τό κλειδί γιά νά κατανοήσουμε τίς παιδαγωγικές ἀντιλήψεις τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν.
Ἡ δικαιοσύνη πρέπει ἐδῶ νά ἐννοηθεῖ σάν ὁ τρόπος γιά τήν ἐξισορρόπιση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν ἑαυτό μας, τόν κόσμο καί τόν Θεό. Ἕνας τέτοιος τρόπος ἀντίληψης εἶναι βέβαιο ὅτι ξεφεύγει ἀπό τό νά θεᾶται τόν ἄνθρωπο μόνο ἤ τό Θεό μόνο. Εἶναι καθολική σύλληψη τοῦ κόσμου μέσα ἀπό τίς πραγματικότητες πού δείχνει ἡ ζωή.
Ἡ παιδεία δέν εἶναι ἕνας τομέας τῆς ζωῆς μας, ἀλλά ὁλόκληρη ἡ ζωή μας. Γι' αὐτο τό λόγο συλλαμβάνουν ἤ μᾶλλον δέν μποροῦν νά συλλάβουν ἀλλιῶς τό νόημα τῆς παιδείας παρά μόνο μέσω τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ὁλόκληρη ἡ ζωή.
Στήν πράξη ἡ παιδεία εἶναι δρόμος γιά τή ζωή, γιά τό Χριστό καί εἶναι κατάργηση τοῦ θανάτου.
Ἡ δικαιοσύνη στή ζωή μας εἶναι ἐξισορρόπιση ὅλων μας τῶν δυνάμεων καί εὐθυγράμμισή του μέ τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό εἶναι ζωή. Δέν ἔχουμε δικαίωμα νά βλέπουμε τούς Τρεῖς Ἱεράρχες μόνο σάν ἀρχιερεῖς, μόνο σάν ἀσκητές, μόνο σάν ἀνθρώπους, μόνο σάν ἐπιστήμονες, μόνο σάν κοινωνικούς ἐργάτες, μόνο σάν δασκάλους, μόνο σάν ἐπιτιμητές τῆς ἀνθρώπινης ἀδικίας καί ἀδυναμίας. Εἶναι ὅλα αὐτά ταυτόχρονα. Εἶναι χριστοκήρυκες πού, βιώνοντας τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, συνέλαβαν μέσα στόν προσωπικό τους ἀγώνα τό δράμα τοῦ ἀνθρώπου καί βοήθησαν νά ξερριζωθεῖ ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ, ὁ θάνατος: "Οὕτω πρός ὕψος τήν βροτῶν πᾶσαν φύσιν, ἐκ τῆς χθονός φέρουσι τοῖς τούτων λόγοις " (Συναξάρι τῶν ἁγίων).
Μέσα σ'αὐτή τήν προοπτική μποροῦμε νά δώσουμε μερικά δείγματα αὐτῆς τῆς ἐνόρασης τῶν ἁγίων Πατέρων.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θεωρεῖ "τήν παίδευσιν τῶν παρ' ἡμῖν ἀγαθῶν εἶναι τό πρῶτον". "Αὐτό τουλάχιστον θά δέχονταν ὅσοι, λέει, ἔχουν νοῦ". "Καί ἐννοῶ" συμπληρώνει, "παίδευσιν", τήν σοφία ὄχι "τῷ λόγῳ λάμπρυνομένῃ" ἀλλά "τῶν ἔργων ἐλεγχομένη".
Βασική ἐπιδίωξη ἑπομένως τῆς παιδείας εἶναι ἡ σωτηρία καί τό κάλλος τῶν θείων πραγμάτων, πού μόνο μέ τό νοῦ συλλαμβάνονται" καθώς ὁμολογεῖ πάλι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος. Ἐδῶ δέν πρόκειται γιά ἰδεαλιστική θεμελίωση τοῦ νοήματος τῆς παιδείας. Θέλω μ' αὐτό ν' ἀπογοητεύσω τούς ὑλιστές, μαρξιστές καί καπιταλιστές. Γιατί μέ τήν παραπάνω φράση θεμελιώνει θεωρητικά κάτι πού προσπαθεῖ νά βιώσει ἐμπειρικά μέσα στή ζωή.

Ἡ ὁλοκλήρωση (σωτηρία) τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἀπ' τήν ὀμορφιά, τόν ἔρωτα γιά τά θεῖα πράγματα πού ὑπάρχουν στόν κόσμο καί πού μόνο ὁ ἀνθρώπινος νοῦς κατορθώνει, εἶναι ὁ στόχος τῆς παιδείας.

ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ Ιω. Φουντούλης


Ἔτσι ἀκριβῶς μᾶς παρουσιάζει ἡ Ἐκκλησία μας τά τρία μεγάλα αὐτά τέκνα της: Σοφούς διδασκάλους καί Πατέρες, πού μᾶς ἐδίδαξαν καί μᾶς διδάσκουν διαρκῶς μέ τήν θεία σοφία τῶν λόγων καί τῶν παραδειγμάτων των· ἱερουργούς ἐνθέους τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας, συλλειτουργοῦντας μαζί μας καί συνδοξολογοῦντας τόν Θεό· πολίτας τοῦ οὐρανοῦ καί οἰκήτορας τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς. Καί πρός τόν σκοπό αὐτόν ὑπηρετοῦν ὅλα τά στοιχεῖα τῆς λατρείας μας. Τό ἑορτολόγιο, πού φέρνει στήν μνήμη μας τά ἱερά αὐτά πρόσωπα κατ' ἔτος. Ἡ ὑμνογραφία, πού μέ τούς ὕμνους της ἐγκωμιάζει τούς ἀγῶνας καί τήν δόξαν των. Τά συναξάρια, πού μᾶς περιγράφουν τόν βίο καί τάς ἀρετάς των. Ἡ εἰκονογραφία πού ἀνιστορεῖ τίς ἱερές μορφές των καί μᾶς δίδει τήν δυνατότητα νά βλέπωμε σάν ζωντανά τά πνευματικά αὐτά ἀναστήματα.
Αὐτό εἶναι τό νόημα καί ὁ σκοπός τῆς τιμῆς τῶν ἁγίων στήν Ἐκκλησία μας. Νά δείξη αὐτή τήν ἀδιάλειπτο καί ἀδιάσπαστο κοινωνία τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Κοινωνία ζώντων ἐν Χριστῷ πιστῶν, εἴτε στήν γῆ αὐτή εἴτε στήν μακαρία κατάστασι τοῦ οὐρανοῦ. Κοινωνία γιά τήν ὁποία δέν ὑπάρχουν νεκροί, ἀλλά μόνο ζῶντες, ἐφ' ὅσον ὅλοι ὅσοι ἀποτελοῦν μέλη της ἡνώθησαν διά τῶν μυστηρίων μέ τόν αἰώνιο καί ἀθάνατο χορηγό τῆς ζωῆς, τόν Χριστό. Ὅλοι μαζί συνδοξολογοῦν καί συνυμνοῦν τόν Θεό καί δέονται οἱ ζῶντες γιά τούς κεκοιμημένους καί οἱ κεκοιμημένοι γιά τούς ζῶντας. Ὅλοι εἶναι πολῖται τῆς Βασιλείας, μέ τήν σφραγῖδα τῆς ἀθανασίας, μέ τά ὀνόματά των γραμμένα στό βιβλίο τῆς ζωῆς.

ΕΙΚΟΝΕΣ ΕΜΨΥΧΟΙ Δ. Λ. Ψαριανοῦ


Στά 381 ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη ἡ δεύτερη οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία ἐσύνταξε τά πέντε τελευταῖα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως· τό ὄγδοο ἄρθρο, "Καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον...", εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Ἡ Σύνοδος, ὅταν τότε χήρεψε ὁ ἀρχιεπισκοπικός θρόνος τῆς Κωνσταντινούπολης, ἐξέλεξε ἀρχιεπίσκοπο τόν ἅγιο Γρηγόριο. Ἔτσι, ὅταν ὕστερ' ἀπέθανε ὁ Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἅγιος Μελέτιος ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας, Πρόεδρος τῆς Συνόδου ἔγινε ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Ἐπειδή ὅμως ἀργότερα ἀκούστηκαν διαμαρτυρίες καί ἀμφισβητήσεις καί μάλιστα ἀπό τούς ἐπισκόπους τῆς Μακεδονίας, πού ἦλθαν καθυστερημένοι στή Σύνοδο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος παραιτήθηκε κι ἀπό ἀρχιεπίσκοπος κι ἀπό Πρόεδρος τῆς Συνόδου κι ἔφυγε στήν Καππαδοκία.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀφῆκε στήν Ἐκκλησία, ἐκτός ἀπό τόν ἅγιο βίο του καί σπουδαῖο συγγραφικό ἔργο. Περίφημος εἶναι ὁ Συντακτήριος λόγος, μέ τόν ὁποῖο, ὅταν παραιτήθηκε, ἀποχαιρέτησε τή Σύνοδο καί τούς χριστιανούς τῆς Ἀρχιεπισκοππης. Ὅταν, μετά τήν παραίτησή του, ὁ ἅγιος Γρηγόριος κατέβηκε στήν Καππαδοκία, ὁ Μέγας Βασίλειος εἶχε ἀποθάνει πρίν δύο χρόνια. Τότε ἔγραψε καί εἶπε τόν ἐπίσης περίφημο ἐπιτάφιο λόγο στό Μέγα Βασίλειο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔζησε ἀκόμα ὀκτώ χρόνια καί ἀπέθανε στά 389 σέ ἡλικία 60 ἐτῶν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός εἶναι πραγματικά ὁ Θεολόγος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας· ἱερουργός τοῦ λόγου καί τῶν θείων Μυστηρίων, πού ἀποχαιρέτιζε τή δεύτερη Οἰκουμενική Σύνοδο κι ἔλεγε· "Καθαράν καί ἀκίβδηλον τήν ἱερωσύνην ἐφύλαξα". Ἀμήν.
Περιγραφή τῆς εἰκόνας
Ἀπό τίς πολλές παραστάσεις τοῦ Μ. Βασιλείου ἄλλες εἶναι ὁλόσωμες καί ἄλλες σέ προτομή, ἀπό τή μέση καί πάνω. Ἄλλοτε εἰκονίζεται μόνος καί ἄλλοτε μέ ἄλλους ἱεράρχες. Γνωστή εἶναι ἡ ἀπεικόνισή του εἴτε μέ τούς δύο ἄλλους μεγάλους ἱεράρχες, τό Γρηγόριο καί τό Χρυσόστομο, εἴτε ἐκείνη μαζί μέ συλλειτουργοῦντες ἐπισκόπους. Ἡ τελευταία στολίζει τήν κόγχη τοῦ Ἁγίου Βήματος καί ἔχει σχέση μέ τή θεία Λειτουργία, τό κείμενο τῆς ὁποίας αὐτοί ἔγραψαν ἤ φέρνει τό ὄνομά τους.
Σέ ὥρα ἱερουργίας τόν δείχνει καί ἡ τοιχογραφία μας. Βρίσκεται ὁ ἅγιός μας στήν κεντρική κόγχη τοῦ Ἱεροῦ, στό καθολικό τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού τό ζωγράφισε ὁ κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης τό 1546. Παρουσιάζεται, ὅπως τόν ξέρουμε ἀπό τά παραδοσιακά χαρακτηριστικά του καί τίς παραπάνω μαρτυρίες τῶν βιογράφων του: ψηλός, λιπόσαρκος, ἐπιβλητικός, στοχαστικός. Φορεῖ τήν ἀρχιερατική του στολή (στιχάριο, φελόνιο, ὠμοφόριο), φέρνει τό ἐπιγονάτιο μέ τό ἑξαπτέρυγο καί τό πετραχήλι του. Μέ τό ἀνυψωμένο δεξί του χέρι κρατεῖ εἰλητάριο, πού τά ἀνακρατεῖ τό ἄλλο, τό ἀριστερό. Σ' αὐτό ἀναγράφεται ἡ ἀρχή τῆς εὐχῆς τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου· ΟΥΔΕΙΣ ΑΞΙΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΩΝ ΤΑΙΣ ΣΑΡΚΙΚΑΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΙΣ ΚΑΙ ΗΔΟΝΑΙΣ.

ΜΟΡΦΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟ ΑΙΩΝΑ μ.Χ. Μ. Στασινόπουλου


Ἐπορεύθηκαν ὁ Βασίλειος καί ὁ Γρηγόριος στή ζωή, μέ τίς ψυχές ἑνωμένες μ' ἐκείνη τή δύναμη, τήν "ἀνεξήγητη καί μοιραία", πού τούς εἶχε συγχωνεύσει σέ μιά ὕπαρξη. Ὅπως ὁ Γρηγόριος ὑποτάσσεται στήν ἀξία τοῦ Βασιλείου, τό ἴδιο κι ὁ Βασίλειος ὑποτάσσεται στοῦ Γρηγορίου τήν ἀνωτερότητα. "Ἐπασχίζαμε, λέγει, ὁ Γρηγόριος, ὄχι πῶς νά πάρουμε τό πρωτεῖο, ἀλλά πῶς νά τό δώσουμε ὁ ἕνας στόν ἄλλον".
Ἄλλωστε, ἦταν κι οἱ δυό φυσιογνωμίες μεγάλες. Πέραν ἀπό ὡρισμένη βαθμίδα, οἱ μεγάλοι εἶναι ἴσοι. Ἔχουν πεῖ ὅτι ἡ χώρα τῶν μεγάλων ἀνθρώπων εἶναι ἡ χώρα τῶν ἴσων. Πάνω ἀπό τούς 100 βαθμούς, τό νερό δέν ἔχει πιά θερμοκρασία 101 ἤ 102, καί καθεξῆς. Γίνεται ἀέρας, ἀτμός, κάτι ἀδιαβάθμητο πιά καί ἑνιαῖο.
Κι ἔτσι, αὐτή ἡ ἀμοιβαία ὑποταγή ἐπαναφέρει τούς φίλους σέ μιά νέα ἰσότητα καί ἰσορροπία.
Αὐτοῦ τοῦ εὐγενικοῦ εἴδους ὁ δεσμός προφύλαξε αὐτή τή φιλία ὄχι μόνο ἀπό τήν ἀντιζηλία, ἀλλά κι ἀπό ἕναν ἄλλο κίνδυνο, πού ἔχει καταγραφῆ ἀνάμεσα στούς κινδύνους πού ἀπειλοῦν τή φιλία. Ὅταν ὁ φίλος μᾶς πῆ τή δυσάρεστη ἀλήθεια μέ εἰλικρίνεια, πρέπει νά ἔχουμε δύναμη, γιά νά τήν ἀκούσουμε χωρίς νά ψυχραθοῦμε. Ψάξτε στή ζωή σας καί θά δῆτε, πόσες φορές ἡ παρακμή μιᾶς φιλίας δέν ἄρχισε μ' ἕναν εἰλικρινῆ λόγο, πού ὅμως ἦταν δυσάρεστη ἀλήθεια γιά σᾶς. Ἀπό μιά τέτοια ψυχρότητα ἀρχίζει, γιά τό μέσον ὅρο τῶν ἀνθρώπων, ἡ κατάρρευση μιᾶς φιλίας. Γιατί οἱ ἄνθρωποι λησμονοῦν ὅτι τό πρῶτο καθῆκον ἑνός φίλου εἶναι νά λέη στό φίλο του τά ἐλαττώματά του καί νά τόν προφυλάσση ἀπό παραστρατήματα. Κι ὅσο μεγαλύτερο εἶναι τό καθῆκον, τόσο συνήθως εἶναι καί πιό πικρό - ἡ ζωή μᾶς τό διδάσκει αὐτό καθεμέρα.
Μιά τέτοια κρίσιμη στιγμή γιά τή φιλία τοῦ Βασιλείου μέ τόν Γρηγόριο, στάθηκε τό δραματικό ἐκεῖνο ἐπεισόδιο τῆς ἐπισκοπῆς Σασίμων, πού κατ' ἐπανάληψη ἔχουμε ἀναφέρει. Ὅμως κι αὐτό, παρά τήν πικρία καί τά παράπονα τοῦ Γρηγορίου, δέν ἔβλαψε τή φιλία τους.

ΕΡΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Π. Β. Πάσχος


Ὅ,τι νά πεῖ καί νά γράψει κανείς γιά τούς ἀγῶνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μέ τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας, τούς αἱρετικούς - ἰδιαίτερα τούς ὀπαδούς τοῦ Ἀρειανισμοῦ - δέν θά μπορέσει νά ζωγραφίσει τό θάρρος, τήν τόλμη, τό ζῆλο, τήν αὐτοθυσία, τήν ἀδαμάντινη καί ἀκατανίκητη ἀγωνιστικότητά του. Ἔμεινε παροιμιώδης ἡ ἀπάντηση πού ἔδωκε στόν Ἔπαρχο Μόδεστο, ὅταν ἐκεῖνος, κατ' ἐντολή τοῦ Οὐάλεντος, ἐπίεζε τόν ἅγιο νά ὑποχωρήσει στά δογματικά, γιά νά ἡσυχάσει τάχατες ἡ Ἐκκλησία. Στή θαρραλέα καί κοφτερήν ἄρνηση τοῦ Ἁγίου ὁ Μόδεστος ταράχτηκε καί τοῦ λέγει, πώς κανείς ἐπίσκοπος δέν τοῦ μίλησε ποτέ ἔτσι. Τότε ὁ Ἅγιος τοῦ ἀπαντᾶ: "Γιατί δέν βρῆκες, φαίνεται, στό δρόμο σου ἀληθινό ἐπίσκοπο"! (Νά μιά ἀπάντηση, πού πρέπει νά διδάσκει πολλά πάντοτε τούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας). Ὁ Μόδεστος, βέβαια, δέν ὑποχωρεῖ. Δοκιμάζει μέ τίς ἀπειλές τῶν μαρτυρίων νά λυγίσει τόν Ἅγιο, πού ἀπτότητος, τοῦ ἀπαντᾶ μ' αὐτά τά λόγια: "Πῦρ καί ξίφος καί θῆρες καί οἱ τάς σάρκας τέμνοντες ὄνυχες, τρυφή μᾶλλον ἡμῖν εἰσιν ἤ κατάπληξις. Πρός τοῦτο ὕβριζε, ἀπείλει, ποίει πᾶν ὅ,τι οὖν ἄν ᾖ βουλομένῳ σοι, τῆς ἐξουσίας ἀπόλαυε. Ἀκουέτω τοῦτο καί βασιλεύς, ὡς ἡμᾶς γε οὐχ αἱρήσεις, οὐδέ πείσεις συνθέσθαι τῇ ἀσεβείᾳ κἄν ἀπειλῇς χαλεπώτερα". Τό ἴδιο θάρρος ἔδειξε καί πρός τόν ἴδιο τόν αὐτοκράτορα, πού νικήθηκε μπρός στή φλογερή πίστη καί στήν ὀρθοδοξία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου.
Ὁ Μέγας Βασίλειος δέν ἔβλεπε μόνο τίς πνευματικές ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου του. Ἡ φτωχολογιά ἦταν ἡ πρώτη καί ἡ παντοτινή φροντίδα του. Ἡ καρδιά του πονοῦσε στόν πόνο τοῦ φτωχοῦ, τοῦ ἀρρώστου, τοῦ ὀρφανοῦ, τῆς χήρας, τῶν γερόντων, τῶν ἀποκλήρων. Αὐτός ὁ πόνος του γιά τήν πάσχουσα φτωχολογιά, ἔδωκε τήν περίφημη "Βασιλειάδα", ὅπου εὕρισκε κανείς πλούσια τήν ἀγάπη καί τή φιλανθρωπία, μέσα σέ πτωχοκομεῖα, νοσηλευτήρια, ξενῶνες, γηροκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα, κι ὅ,τι ἄλλο χρειάζεται γιά ν' ἀνακουφισθεῖ ὁ πόνος τοῦ ἀνθρώπου.

ΠΑΝΟΡΑΜΑ 20 ΑΙΩΝΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ Ε. Λέκκος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός


Ὁ ἐπικαλούμενος καί Θεολόγος. Γεννήθηκε τό 329 ἤ 330 στήν Ἀριανζό τῆς Καππαδοκίας, ὅπου καί πέθανε μετά ἀπό 60 χρόνια. Εἶναι ἕνας ἀπό τούς Τρεῖς Ἱεράρχες καί μεγάλους Καππαδόκες. Συσπουδαστής στήν Ἀθήνα καί στενός φίλος τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ ὁποῖος καί τόν χειροτόνησε ἐπίσκοπο Σασίμων. Ὅταν οἱ αἱρετικοί ὀπαδοί τοῦ Ἀρείου εἶχαν σχεδόν ἐπικρατήσει στήν Κωνσταντινούπολη, τόν κάλεσαν γιά νά τούς ἀντιμετωπίσει. Τότε ἐκφώνησε τούς περίφημους λόγους γιά τή θεότητα τοῦ Υἱοῦ, πού συνετέλεσαν ὄχι μόνο νά κατατροπωθοῦν οἱ αἱρετικοί, ἀλλά καί νά τοῦ ἀποδοθεῖ ὁ χαρακτηρισμός "θεολόγος". Κατόπιν ἐκλέχθηκε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά δέν παρέμεινε ἐπί πολύ στό θρόνο. Προτίμησε νά παραιτηθεῖ καί ν' ἀποσυρθεῖ στήν Καππαδοκία. Ἀποχαιρέτησε τούς χριστιανούς μέ τόν περίφημο "Συντακτήριο" λόγο του.
Στό συγγραφικό του ἔργο περιλαμβάνονται: 45 λόγοι (δογματικοί, ἑορταστικοί, ἠθικοί, κοινωνικοί, γιά τήν προσωπική του ζωή)· 250 περίπου ἐπιστολές, μέ κύρια χαρακτηριστικά τή σαφήνεια, τή χάρη καί τή συντομία τους· 400 καί πλέον ποιήματα, τά ὁποῖα ὅμως, παρά τό λυρισμό τους, ἔμειναν ἀπροσπέλαστα στούς πολλούς, ἐπειδή χρησιμοποιεῖ ἀρχαϊκή γλώσσα καί προσωδιακά μέτρα.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται στίς 25 καί στίς 30 Ἰανουαρίου.

’AΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ ΛΟΓΟΙ ΤΟΥ Χρ. Κρικώνη


Ὡς βασική ἀρχή τοῦ Γρηγορίου γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ταραχῶν, τῶν διενέξεων καί διχονοιῶν πού προκαλοῦσαν τήν διάσπαση τῆς ἑνότητος καί τή διατάραξη τῆς εἰρήνης τῆς Ἐκκλησίας, εἶχε τό εἰρηνεύομεν εὐνόμως μαχόμενοι καί πάντοτε μέσα στά πλαίσια τῶν ὅρων τοῦ πνεύματος. Προσπαθοῦσε νά συνδυάζει ἄριστα τόν ἔλεγχο καί τήν παρρησία μέ τήν ἀγάπη καί τήν ταπεινοφροσύνη. Διότι, ὅπως ἀναφέρει, ἔστιν ἀνδρός μεγαλόφρονος φίλων ἀποδέχεσθαι ἐλευθερίαν ἤ ἐχθρῶν κολακίαν.
Στίς ὁποιεσδήποτε παρουσιαζόμενες διαφορές μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων, ὁ ἴδιος ἠγωνίζετο γιά τό ὕψιστο ἀγαθό τῆς εἰρήνης ὑπέρ τῆς ὁποίας ἐξεφώνησε εἰδικά πρός τοῦτο μία σειρά τριῶν λόγων "περί εἰρήνης", καί τό σπουδαιότερο, ὑπέρ τῆς ὁποίας προσέφερε τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Οἱ εἰρηνικοί αὐτοί λόγοι τοῦ Γρηγορίου συνδέονται ἄμεσα μέ τήν εἰρηνευτική δραστηριότητα, τήν ὁποία ἀνέπτυξε γιά τήν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης μέσα στήν Ἐκκλησία.
Ὅπως ἀπό τούς πέντε θεολογικούς του λόγους, πού ἐξεφώνησε, ἐπονομάσθηκε Θεολόγος καί μέ τήν προσωνυμία αὐτή ἔμεινε στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας "Γρηγόριος ὁ Θεολόγος", κατά παρόμοιο καί ἀνάλογο τρόπο μέ τούς τρεῖς ἐκφωνηθέντες λόγους του ὁ Γρηγόριος μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ὡς εἰρηνοποιός. Ὁ Γρηγόριος δέν περιορίσθηκε μόνο στή θεωρητική διατύπωση τῆς περί εἰρήνης διδασκαλίας του, ἀλλά ὁ ἴδιος τήν ἔκανε πράξη μέ τήν ἴδια τήν ζωή του.
Τόν Α´ εἰρηνικό λόγο ἐξεφώνησε τό 364 ὁ Γρηγόριος, ὅταν διεπίστωσε ὅτι ἀποφεύχθηκε τό σχίσμα στήν Ἐκκλησία τῆς ἐπισκοπῆς Ναζιανζοῦ, αἰτία τοῦ ὁποίου θεωρήθηκε ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ναζιανζοῦ Γρηγόριος, πατέρας τοῦ Γρηγορίου, ὁ ὁποῖος, φαίνεται ἀπό ἁπλότητα καί μᾶλλον ἀπό ἄγνοια τῶν δογματικῶν λεπτομερειῶν, ὑπέγραψε κάποιο ὁμοουσιανό φιλοαρειανικοῦ περιεχομένου σύμβολο, τό ὁποῖο, ἄς σημειωθεῖ, ὅτι τότε ἐχαρακτηρίζετο ὡς τόπος εἰρήνης. Ἡ ἐνέργεια αὐτή τοῦ ἐπισκόπου Γρηγορίου προκάλεσε τήν ἐξέγερση μεγάλου μέρους τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ καί ἰδία τῶν μοναχῶν τῆς περιοχῆς μέ ἀποτέλεσμα νά ἐπέλθει διακοπή κοινωνίας μέ τόν ἐπίσκοπό τους καί νά ὁδηγεῖται σέ σχίσμα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ναζιανζοῦ.

ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ, τομ. Α' Χρ. Κρικώνη


Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁμολογεῖ καί ἀποδέχεται τελικά ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι πολυώνυμος, δεδομένου ὅτι ὁ κάθε χαρακτηρισμός του ἀνταποκρίνεται ἀπόλυτα καί ἐπιτυχημένα στίς ἀρετές πού τόν κοσμοῦσαν. Ἔτσι δέχεται ὅτι μποροῦμε νά ὀνομάσωμεν τόν Χρυσόστομον:
α) Ἄγγελον, ἀφοῦ ἔζησε ἀληθινά μιά ζωή ἰσάγγελον καί ἀσκητικήν, μέ χαμευνία, συνεχῖς ἀσκήσεις, προσευχές καί ἀγρυπνίες καί ἀφοῦ ὅλη τοῦ ἡ πολιτεία ὑπῆρξε ὁμολογουμένως ἀγγελική.
β) Ἀπόστολον, ἀφοῦ μέ τήν ἀποστολική διδασκαλία του ἔφερε ὡς ἰσαπόστολος τήν χριστιανική πίστη σέ εἰδωλολατρικούς λαούς τούς ὁποίους κυριολεκτικά ἐσαγήνευσε. Τό ἱεραποστολικόν ἔργον τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ ἔφθασε ἐπί τῶν ἡμερῶν του στά πέρατα τῆς Οἰκουμένης· διαδόθηκε στήν Κιλικία, Φοινίκη, Ἀραβία, Περσία, Αἰθιοπία, Βιθυνία, Πόντο, Ἴβηρες, Σκῦθες, Γότθους κ.λπ. Ἄαλλωστε εἶχε συνεργασία καί συναναστροφή μέ τούς ἀποστόλους Πέτρο, Ἰωάννη, Ἀνδρέα, Στάχυν κ.ἄ.
γ) Προφήτην, ἀφοῦ πολλές φορές προφήτευσε καί γιά διάφορα πράγματα.
δ) Μάρτυρα, ἀφοῦ μαρτύρια ὑπέστη κατά τήν πορεία τῆς ἐξορίας του τόσον ἀπό τοούς συνοδούς στρατιῶτες, ὅσον καί ἀπό τήν φθονερή ἐπίθεση ἐπισκόπων, ὅπως τοῦ Καισαρείας Φαρέτρου καί ἄλλων. Παρά ταῦτα γιά ὅλα αὐτά τά μαρτύρια ὁ ἱερός πατήρ ἔλεγε:"Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν· οὐ γάρ παύσομαι τοῦτο ἐπιλέγων ἀεί ἐπί πᾶσίν μοι τοῖς συμβαίνουσιν".
ε) Θαυματουργόν, ἀφοῦ στό λείψανό του δόθηκε πλούσιο τό χάρισμα τῶν θαυμάτων, ὥστε ὅλοι νά τόν ὀνομάζουν, κατά τόν Ἀνώνυμον, "Ἰωάννην τόν Θαυματουργόν".
στ) Ἐλεήμονα, ἀφοῦ γιά τήν χαρακτηριστική εὐσπλαγχνία του καί τό πλούσιο ἔλεός του στούς πτωχούς καί ἐνδεεῖς ὀνομάσθηκε κατά τόν ἀνώνυμον, "Ἰωάννης ὁ τῆς ἐλεημοσύνης".
ζ) Κήρυκα τῆς μετανοίας, ἀφοῦ ὁ λόγος του εἶχε τήν δύναμη νά προσελκύση κάθε ἁμαρτωλό πού τόν ἄκουσε σέ μετάνοια γι' αὐτό καί ὀνομάσθηκε ὁ "Ἰωάννης ὁ τῆς μετανοίας".
η) Ρήτορα, ἀφοῦ ἡ ρητορική δεινότητά του ὑπῆρξε ἀνυπέρβλητη ἀπό ὅλους τούς γνωστούς ἐκκλησιαστικούς καί μή ρήτορες τῆς ἱστορίας μέ τή γνωστή, χαρακτηριστική παρατήρηση τοῦ Λιβανίου γι' αὐτόν: "Εἰ μή χριστιανοί ἐσύλησαν αὐτόν", θά τόν ἄφηνε διαδοχόν του.
θ) Τέλος, ἐξηγητήν τῶν Γραφῶν, ἀφοῦ ἡ ἑρμηνευτική ἱκανότητά του ὑπερέβαινε καί αὐτοῦ τοῦ Γρηγορίου του Θεολόγου στήν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ μαρτυρία ὅτι ὅταν ὁ Χρυσόστομος, ἐνθουσιώδης θαυμαστής τοῦ Παύλου, ἑρμήνευε τίς ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ἴδιος, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τοῦ ἔλεγε (ψιθύριζε στά ἀφτιά του) τήν ἑρμηνεία τῶν νοημάτων τους. Γι' αὐτό καί χαρακτηρίζεται ὡς τό "στόμα τοῦ Χριστοῦ καί τό στόμα τοῦ Παύλου".

ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ, τομ. Α' Χρ. Κρικώνη


Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁμολογεῖ καί ἀποδέχεται τελικά ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι πολυώνυμος, δεδομένου ὅτι ὁ κάθε χαρακτηρισμός του ἀνταποκρίνεται ἀπόλυτα καί ἐπιτυχημένα στίς ἀρετές πού τόν κοσμοῦσαν. Ἔτσι δέχεται ὅτι μποροῦμε νά ὀνομάσωμεν τόν Χρυσόστομον:
α) Ἄγγελον, ἀφοῦ ἔζησε ἀληθινά μιά ζωή ἰσάγγελον καί ἀσκητικήν, μέ χαμευνία, συνεχῖς ἀσκήσεις, προσευχές καί ἀγρυπνίες καί ἀφοῦ ὅλη τοῦ ἡ πολιτεία ὑπῆρξε ὁμολογουμένως ἀγγελική.
β) Ἀπόστολον, ἀφοῦ μέ τήν ἀποστολική διδασκαλία του ἔφερε ὡς ἰσαπόστολος τήν χριστιανική πίστη σέ εἰδωλολατρικούς λαούς τούς ὁποίους κυριολεκτικά ἐσαγήνευσε. Τό ἱεραποστολικόν ἔργον τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ ἔφθασε ἐπί τῶν ἡμερῶν του στά πέρατα τῆς Οἰκουμένης· διαδόθηκε στήν Κιλικία, Φοινίκη, Ἀραβία, Περσία, Αἰθιοπία, Βιθυνία, Πόντο, Ἴβηρες, Σκῦθες, Γότθους κ.λπ. Ἄαλλωστε εἶχε συνεργασία καί συναναστροφή μέ τούς ἀποστόλους Πέτρο, Ἰωάννη, Ἀνδρέα, Στάχυν κ.ἄ.
γ) Προφήτην, ἀφοῦ πολλές φορές προφήτευσε καί γιά διάφορα πράγματα.
δ) Μάρτυρα, ἀφοῦ μαρτύρια ὑπέστη κατά τήν πορεία τῆς ἐξορίας του τόσον ἀπό τοούς συνοδούς στρατιῶτες, ὅσον καί ἀπό τήν φθονερή ἐπίθεση ἐπισκόπων, ὅπως τοῦ Καισαρείας Φαρέτρου καί ἄλλων. Παρά ταῦτα γιά ὅλα αὐτά τά μαρτύρια ὁ ἱερός πατήρ ἔλεγε:"Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν· οὐ γάρ παύσομαι τοῦτο ἐπιλέγων ἀεί ἐπί πᾶσίν μοι τοῖς συμβαίνουσιν".
ε) Θαυματουργόν, ἀφοῦ στό λείψανό του δόθηκε πλούσιο τό χάρισμα τῶν θαυμάτων, ὥστε ὅλοι νά τόν ὀνομάζουν, κατά τόν Ἀνώνυμον, "Ἰωάννην τόν Θαυματουργόν".
στ) Ἐλεήμονα, ἀφοῦ γιά τήν χαρακτηριστική εὐσπλαγχνία του καί τό πλούσιο ἔλεός του στούς πτωχούς καί ἐνδεεῖς ὀνομάσθηκε κατά τόν ἀνώνυμον, "Ἰωάννης ὁ τῆς ἐλεημοσύνης".
ζ) Κήρυκα τῆς μετανοίας, ἀφοῦ ὁ λόγος του εἶχε τήν δύναμη νά προσελκύση κάθε ἁμαρτωλό πού τόν ἄκουσε σέ μετάνοια γι' αὐτό καί ὀνομάσθηκε ὁ "Ἰωάννης ὁ τῆς μετανοίας".
η) Ρήτορα, ἀφοῦ ἡ ρητορική δεινότητά του ὑπῆρξε ἀνυπέρβλητη ἀπό ὅλους τούς γνωστούς ἐκκλησιαστικούς καί μή ρήτορες τῆς ἱστορίας μέ τή γνωστή, χαρακτηριστική παρατήρηση τοῦ Λιβανίου γι' αὐτόν: "Εἰ μή χριστιανοί ἐσύλησαν αὐτόν", θά τόν ἄφηνε διαδοχόν του.
θ) Τέλος, ἐξηγητήν τῶν Γραφῶν, ἀφοῦ ἡ ἑρμηνευτική ἱκανότητά του ὑπερέβαινε καί αὐτοῦ τοῦ Γρηγορίου του Θεολόγου στήν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ μαρτυρία ὅτι ὅταν ὁ Χρυσόστομος, ἐνθουσιώδης θαυμαστής τοῦ Παύλου, ἑρμήνευε τίς ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ἴδιος, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τοῦ ἔλεγε (ψιθύριζε στά ἀφτιά του) τήν ἑρμηνεία τῶν νοημάτων τους. Γι' αὐτό καί χαρακτηρίζεται ὡς τό "στόμα τοῦ Χριστοῦ καί τό στόμα τοῦ Παύλου".

Η ΓΝΩΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΓΡΑΦΗΝ Χρ. Βούλγαρη




Πράγματι "ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου" (Γαλ. 4, 4), "ὁ μονογενής Υἱός ὁ ὤν ἐν τοῖς κόλποις τοῦ πατρός ἐκεῖνος ἐξηγήσατο" ( Ἰωαν. 1, 18) Αὐτόν, σαρκωθείς. Ἐν τῇ Κ. Διαθήκῃ δηλαδή, ὁ ἴδιος ὁ Θεός συναντᾶ τόν ἄνθρωπον ἐντός τῆς ἱστορίας ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ ὁμοουσίου Αὐτοῦ Υἱοῦ κάι μάλιστα κατά τοιοῦτον τρόπον, ὥστε οὗτος καθίσταται ἀντικείμενον τῶν ἀνθρωπίνων αἰσθήσεων, γινωσκόμενος οὕτω προσωπικῶς. (Α´ Ἰωαν. 1, 1 -4) καί καθιστῶν δυνατήν τήν μετ' Αὐτοῦ κοινωνίαν αὐτοῦ. Ἡ ἐν τῇ ἱστορίᾳ προσωπική αὕτη εἴσοδος τοῦ Θεοῦ δέν συνιστᾶ αὐτοαναίρεσιν τῆς θεότητος Αὐτοῦ, διότι ὁ Υἱός εἶναι Θεός πρό τῆς σαρκώσεως, κατ' αὐτήν καί μετά τήν ὕψωσιν. Τῆς θεότητος καθ' ἑαυτῆς, τ.ἔ. τοῦ ὑπερβατικοῦ "εἶναι" τοῦ Θεοῦ, ὄντος μυστηρίου ἀκαταλήπτου καί ἀνερμηνεύτου διά τόν ἄνθρωπον, τόν ὑπ' αὐτοῦ γινωσκόμενον διά τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ συνίσταται εἰς τήν ἀποκάλυψιν τοῦ Θεοῦ ὡς προσώπου καί τῆς ἐνεργείας Αὐτοῦ, συνάπτοντος ἐν Ἑαυτῷ διά τῆς κοινωνίας τά διεστῶτα καί καταλύοντος τήν ἀντίθεσιν αὐτῶν, μέ ἀποτέλεσμα, ἡ πρός τόν ἄνθρωπον ὁμοίωσις τοῦ Θεοῦ νά παρέχῃ εἰς αὐτόν τήν δυνατότητα τῆς ὁμοιώσεώς του πρός τόν Θεό. Ἑπομένως, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Υἱοῦ ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει, ὄχι τήν ἄπειρον καί ἀπερίγραπτον καί ἀπερινόητον οὐσίαν, ἀλλά τήν δόξαν, τ.ἔ. τήν ἐνέργειαν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τυγχάνει ὁμοίως ταυτή πρός τήν δόξαν τοῦ Υἱοῦ (Ἰωαν. 1, 14) . Οὐχ ἦττον ὅμως, τήν γνῶσιν ταύτην τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ οὐχί διά τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων, ἀλλά διά τῆς πίστεως, ὡς ἐλευθέρας διαθέσεως τῆς ψυχῆς. Ἡ αἴσθησις τῆ ὁράσεως, εἰς τήν περίπτωσιν τῶν συγχρόνων τῷ Χριστῷ καί ἡ αἴσθησις τῆς ἀκοῆς τοῦ Εὐαγγελίου, εἰς τήν περίπτωσιν τῶν μετέπειτα γενεῶν, ἀποτελοῦν ἁπλῶς τό ἐρέθισμα διά τήν πρόκλησιν τῆς πίστεως, ἡ ὁποία ὡς ἐλευθέρα ἐσωτερική διάθεσις καί λειτουργία ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπον εἰς τήν ὀρθήν ἀξιολόγησιν τοῦ εἰς τάς αἰσθήσεις ταύτας ἐμπίπτοντος προσώπου καί ἔργου τοῦ Χριστοῦ καί οὕτως εἰς τήν ἀποδοχήν αὐτοῦ. Ἑπομένως, ἡ πίστις ὡς "λῆψις" (Ἰωαν. 1, 12) τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπον εἰς τήν γῶνσιν Αὐτοῦ καί οὐχί ἀντιστρόφως ( Ἰωαν. 6, 69 Α´ Ἰωαν. 2, 3 -5. 5, 20 κ.λπ.) . Οὐχί, λοιπόν ἡ "φυσιοῦσα γνῶσις" κατά Παῦλον (Α´ Κορ. 8, 1), ὡς καρπός τῆς "σοφίας τοῦ κόσμου τούτου" (Α´ Κορ. 1, 20 2. 2, 5 ἑ.ἑ. 13, 28 κ.λπ.), τῆς "φιλοσοφίας καί κενῆς ἀπάτης κατά τήν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων" ἀλλ' ἡ "κατά Χριστόν" τοιαύτη, εἶναι ἡ ὀρθή γνῶσις τοῦ Θεοῦ, ἐνεργουμένη εἰς ἕκαστον πιστόν ὑπό τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖον γνωρίζον τά βάθη τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει Αὐτόν.

ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ Μέγα Φαράντου




Ὁ Θεός τῆς χριστιανικῆς πίστεως εἶναι τό κυρίως καί ἀπολύτως πρῶτο: ὑπάρχει καί ζεῖ "πρό τῶν αἰώνων", λέγει ἡ Γραφή (Α´ Κορ. 2,7). Δέν ὑπάρχει ἄλλη ὑπερτέρα ἤ ἰσότιμος πρός αὐτόν δύναμις. "Ἐγώ εἶμαι κύριος ὁ Θεός· ἐκτός ἀπό μένα δέν ὑπάρχει ἄλλος Θεός", λέγει ὁ ἴδιος μέ τό στόμα τοῦ Ἠσαΐα (45,5). Γιαὐτό καί καμιά ἄλλα δύναμις δέν προσδιορίζει τή θέλησί του καί δέν ἀντιστέκεται στή θέλησί του. Ὁ Θεός εἶναι ὁ μόνος ἀπολύτως ἐλεύθερος, διά τοῦτο δέ καί ὁ μόνος κύριος· τά πάντα ἐκτός αὐτοῦ εἶναι ποιήματα, δικά του κτίσματα, καί ὑπόκεινται στή δύναμί του. Ἐδῶ, στήν κυριότητα τοῦ Θεοῦ, θά πρέπει νά μείνομε γιά λίγο. Δέν ὑπάρχουν ἄλλοι κύριοι, πλήν τοῦ Θεοῦ. "Ἐγώ εἶμαι κύριος ὁ Θεός σου, ὅστις σέ ἐξήγαγεν ἐκ τῆς γῆς Αἰγύπτου, ἐκ τοῦ οἴκου τῆς δουλείας", λέγει ὁ ἴδιος πρός τόν Ἰσραήλ. Ὁ Θεός τῆς Γραφῆς εἶναι ὁ Θεός τῆς "ἐξόδου", ὁ μαχητής κατά τῆς καταδυναστεύσεως. Στήν ἑλληνική Ἀρχαιότητα ἡ οὐσία, τό ἐν ἑαυτῷ μένειν, ἦτο ἡ ὑψίστη δυνατότης πραγματικῆς ὑπάρξεως. Ἀντιθέτως, στή Γραφή, ἡ ὑψίστη μορφή ὑπάρξεως εἶναι ἡ κίνησις ὡς "ἔξοδος" καί κάθοδος, ὡς "κένωσις", δηλ. ὡς ἀγάπη καί αὐτο-θυσία. Στήν Ἀρχαιότητα ἀπουσιάζει ὁ διάλογος μεταξύ "ἄνω" καί "κάτω", μεταξύ θείου καί κόσμου. Τό "ἄνω" εἶναι ἀριστοκρατικό: ἀπαθές, ἀναίσθητο. Δέν ἀκούει, δέν βλέπει, δέν κατέρχεται πρός τά κάτω, μένει ἀκίνητο στόν ἑαυτό του, εἶναι "μονῆρες", ὅπως λέγει ὁ Πλάτων. Τό "κάτω" δέ, ἕνεκα τῆς φυσικῆς του ἀσθενείας, καίτοι πασχίζει, δέν δύναται νά ἀνέλθει πρός τά ἄνω, οὔτε νά ἐπιδράσει ἐπί τοῦ "ἄνω" καί νά ἀκουσθεῖ ὑπ' αὐτοῦ. Τό "ἄνω" εἶναι "οὐσία ἀκίνητος", ὅπως ὁρίζει αὐτό ὁ Ἀριστοτέλης "τό οὗ ἕνεκα", τό ὁποῖο κινεῖ "ὡς ἐρώμενο", δηλ. ὡς μαγνήτης, οὐδέποτε ὅμως τό ἴδιο ἐξερχόμενο. Ἀντίθετα ὁ Θεός τῆς Γραφῆς εἶναι ἱστορικός Θεός. Τό ὑπερβατικόν αὐτοῦ δέν εἶναι ἐξωκοσμικότης, ἀλλά κυριότης ἐπί τοῦ κόσμου. Ὁ Θεός δέν εἶναι κάπου "ἐπέκεινα", στήν "κορυφή" τοῦ κόσμου, ἀλλά εἶναι ἡ δύναμις καί ἡ δυνατότης ὑπερβάσεως καί κυριότητος τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου. Ὁ Θεός ζεῖ μέσα στόν κόσμο καί γιά τόν κόσμο του, καί κατευθύνει αὐτόν πρός τόν ὑπ' αὐτοῦ ταχθέντα σκοπό.

ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ Στ. Παπαδόπουλος



Ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ ἀπόγνωση καί ἡ ἀποθάρρυνση, πού κυριαρχεῖ στό πνεῦμα του, ὅταν διαπιστώνει ὅτι ἐνίοτε ἤ συχνά ὑποκύπτει στά πάθη, ζεῖ ἁμαρτάνοντας καί ἀδυνατεῖ ν' ἀντισταθεῖ στούς πειρασμούς. Ὁ Χρυσόστομος, παρακολουθώντας τήν κοσμοπολίτικη κοινωνία τῆς ἀχαλίνωτης ἠθικά Ἀντιόχειας, γνώριζε ὅτι ἡ ἀπόγνωση σημαίνει πλήρη νίκη τοῦ διαβόλου, διότι ὁδηγεῖ τόν πιστό σέ παραίτηση ἀπό τόν πνευματικό ἀγώνα καί τελικά σέ ἀπομάκρυνση ἀπό τήν Ἐκκλησία. Γι' αὐτό γινόταν ἀπόλυτος κι ἐξηγοῦσε ὅτι ὁ Θεός ζητάει κυρίως ἀπό τόν ἄνθρωπο νά μήν καταληφθεῖ ἀπό τήν ἀπόγνωση. Ἦταν τόσο προσγειωμένος καί εἶχε τόσο ρεαλισμό στήν σκέψη του, ὥστε δέν συζητοῦσε γιά ἁγνότητα ἤ θεοπτικές καταστάσεις, ἀλλά προσπαθοῦσε νά πείσει τούς ἀνθρώπους νά βροῦν τό θάρρος, νά ὑπερβοῦν τήν ἀπόγνωση καί τήν ντροπή μέ τήν ἐξομολόγηση.
"...ἕν μόνον ἐπιζητεῖ (=ὁ Θεός) παρ' ἡμῶν· μή ἀπογνῶναι, ἀλλά ἀποστῆναι τοῦ πλημμελήματος καί πρός ἐξομολόγησιν ἐπειχθῆναι. Κἄν τοῦτο ποιήσωμεν, ταχεῖαν ἡμῖν τήν συγχώρησιν ἐπαγγέλλεται" (Εἰς τόν πλούσιον καί εἰς τόν Λάζαρον, Ζ´2: PG 48,1047).
"Ἵνα τοίνυν καί ἡμεῖς τῆς παρ' αὐτοῦ φιλανθρωπίας ἀπολαύσωμεν, ἐξομολογεῖσθαι τά ἑαυτῶν ἁμαρτήματα μή ἐπαισχυνώμεθα· μεγάλη γάρ τῆς ἐξομολογήσεως ἡ ἰσχύς καί πολλή ταύτης ἡ δύναμις" (Εἰς τόν Σταυρόν, Β´33: PG 49,413).
Ἡ ὁμολογία τῶν ἁμαρτημάτων, ἡ ἐξομολόγηση, ἀποτελεῖ ὅρο καθοριστικό γιά τήν ἀπέραντη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.
"Οὐδέν γάρ οὕτω τόν Θεόν ἵλεων ποιεῖ, ὡς τό τά οἰκεῖα ὁμολογεῖν ἁμαρτήματα" (Εἰς τόν ΡΗ´ Ψαλμόν 7: PG 55,438).

Οἱ ὅροι ἐξομολόγησις καί ὁμολογία ἐναλλάσσονται, ἀλλά δηλώνουν τήν ἴδια πράξη καί διαδικασία, πού προϋποθέτει ὀδυνηρή μετάνοια, μεταστροφή καί ἀλλαγή φρονήματος, διαθέσεως καί πορείας πνευματικῆς. Ἡ μετάνοια εἶναι ἀληθινή καί ριζική, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θρηνεῖ, ὀδύρεται καί ὁμολογεῖ αὐτήν μέ δάκρυα. Ὅταν δηλαδή ἐξομολογεῖται μέ τόν πόθο καί τήν ἀπόφαση νά ζήσει πλέον διαφορετικά, γεγονός πού ἀπαιτεῖ συνεχή πνευματικό ἀγώνα, νήψη καί ἄσκηση. Ἔτσι γίνεται ἡ κάθαρση καί ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τά παραπτώματα, πού στεροῦν τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν Θεό.

ΣΧΟΛΙΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΝ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΝ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΥ Ν. Νησιώτης



Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες μᾶς δίνουν ὑπόδειγμα μιᾶς αὐθεντικῆς σχέσεως μεταξύ Φιλοσοφίας, καί ἰδιαίτερα τῆς ἑλληνικῆς, καί τῆς χριστιανικῆς Θεολογίας (γιατί τῆς Θεολογίας γενικῶς δέν δημιουργεῖ κανένα πρόβλημα ἐφ' ὅσον τό περί Θεοῦ θέμα ἐν ἀφηρημένῃ ἐννοίᾳ εἶναι κεντρικό στήν ἑλληνική φιλοσοφία), πού συγκεντρώνεται γύρω ἀπό τήν ἀποδοχή τῆς προσωπικῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ. Ὅταν μελετᾶ κανείς προσεκτικά τό ἔργο τους, ἀντιλαμβάνεται εὔκολα, ὅτι δέν ὑπάρχει γι' αὐτούς τό ὀξύ σύγχρονο πρόβλημα σχέσεων πού ὁδηγεῖ σύγχρονους Ἕλληνες φιλοσόφους σ' ἀποκλειστική στάσι ἀπέναντι στήν χριστιανική θεολογία καί δογματικούς χριστιανούς Θεολόγους ἀδιάφορους ἀπέναντι στήν ἑλληνική φιλοσοφία. Γιά τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, εἶναι δυνατόν νά παρατηρήσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει πρόβλημα ἀντιθέσεως ἤ συγχωνεύσεως ἤ συγχύσεως. Πρόκειται γιά δύο τεράστια πνευματικά μεγέθη μέ ἴδια καταξίωσι καί μοναδικότητα πού εἶναι ἀπό τήν φύσι τους διατεθειμένα γιά ἀναπόφευκτο διάλογο. Δέν ὑπάρχει, λοιπόν, οὔτε ταύτισι οὔτε ἀντίθεσι ἀλλά συνέχεια καί ἀνοικτή δυνατότητα ἐπαφῆς μεταξύ τους. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες δέν πολυπραγμονοῦν, δέν ἐνδιαφέρονται οὔτε ἐπιχειροῦν μέ κάθε τρόπο εἴτε νά ἐξελληνίσουν τόν Χριστιανισμό, εἴτε νά ἐκχριστιανίσουν τόν Ἑλληνισμό. Ἐκτιμοῦν τήν ἀρχαία σοφία ὡς τήν πραγματική φιλοσοφία, ἀλλά τήν σέβονται μόνον στόν χῶρο αὐτό, γιατί ἀπό τήν θεολογική καθαρά ἄποψι ἐξασκοῦν ἐπίσης καί δριμύτατη κριτική σέ ὡρισμένες κύριες θέσεις της ὅπως ἑπόμενο, ἐφ' ὅσον στοχάζονται μέ κέντρο τήν προσωπική Ἀποκάλυψι τοῦ Λόγου μέσα στήν Ἱστορία.

Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες συγχρόνως ἀπαντοῦν ἔμμεσα μέ τίς φιλοσοφικές τους προϋποθέσεις στήν εὔκολη κριτική ὅτι μέ τίς ἑλληνικές φιλοσοφικές προϋποθέσεις οἱ Ἕλληνες Πατέρες ἐνόθευσαν τόν Χριστιανισμό μέ τό νά τόν ἐξελληνίσουν μέσω τῆς ἑλληνικῆς κλασικῆς φιλοσοφίας. Ἡ ἰουδαιοχριστιανική παράδοσις ὅμως δέν νοθεύεται ἀπό τό ἑλληνικό πνεῦμα ἀλλά πλουτίζεται, γίνεται διαλογική μέ τήν ἐπιστήμη καί τόν κόσμο καί καταξιώνει τήν ἀνθρώπινη σοφία. Ἴσως χωρίς τήν ἑλληνική σκέψι, ὅπως τήν ἐχρησιμοποίησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, ἡ χριστιανική πίστι θά παρέμενε γιά τούς μή χριστιανούς ἕνα ἰουδαϊκό - ἀνατολικό θρήσκευμα. Ἡ χριστιανική πατερική θεολογία γενικά διέσωσε καί στήν Ἀνατολή καί στήν Δύσι τήν ἐπιβίωσι τῶν ἑλληνικῶν κλασικῶν γραμμάτων καί τά ἔφερε στήν ἐμπροσθοφυλακή γιά νά δημιουργήσουν στήν συνέχεια μέ τό χριστιανικό πνεῦμα τήν εὐρωπαϊκή διαφώτισι καί τήν ἔκρηξι τοῦ τεχνικοῦ πολιτισμοῦ, βεβαίως μέ ὅλα τά ἀρνητικά του στοιχεῖα, πού ὀφείλονται στούς περιορισμούς τῆς ἀνθρώπινης δημιουργικότητος. Ὁ ρωσικῆς καταγωγῆς ὀρθόδοξος Καθηγητής στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου στήν Ν. Ὑόρκη John Meyendorff γράφει: "ἡ Θεολογία μας σήμερα πρέπει νά εἶναι συνεπής μέ τίς θέσεις τους (σημ. τῶν Ἑλλήνων Πατέρων). Ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι ὀφείλουν νά γίνουν "Ἕλληνες" μ' αὐτήν τήν ἔννοια".

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑΝ ΔΙΑΘΗΚΗΝ Β. Βέλλας


Ὁ ἀγών τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν Παλαιάν Διαθήκην ἔγκειται ἐν αὐτῷ τῷ ἀνθρώπῳ καί φέρει καθαρῶς πνευματικόν χαρακτῆρα. Ὁ ἄνθρωπος δῆλον ὅτι, καίτοι ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθε καί διά θείων στοιχείων ἐπροικίσθη, δέν ἐπλάσθη κατά τήν Π.Δ. τέλειος ἀλλ' ἱκανός νά ἀποβῇ τοιοῦτο διά τῶν ἐν αὐτῷ δυνάμεων, ποιούμενος ὀρθήν χρῆσιν τῆς ἐλευθέρας αὐτοῦ βουλήσεως, δι' ἧς μόνος αὐτός ἐκ τῶν λοιπῶν δημιουργημάτων ἐτιμήθη. Τό τῆς ἠθικῆς ἐλευθερίας τοῦτο δῶρον, γνώρισμα μόνον τῶν πνευματικῶν προσωπικῶν ὄντων, δι' οὗ ταῦτα λαμβάνουσι γνῶσιν τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ καί καθίστανται ὑπεύθυνα τῶν πράξεων αὐτῶν, διαμορφούμενα εἰς ἀνάλογον προσωπικότητα, δέν ἦτο δυνατόν παρά καί ἡ Π.Δ. ὡς ἐγγενές τῷ ἀνθρώπῳ ὑπάρχον ἅμα τῇ δημιουργίᾳ τούτου νά ἀποδεχθῇ, διότι ἄλλως θά ἤρετο καί ἡ δυνατότης τῆς ἐξελίξεως τοῦ ἀνθρώπου, μεταβαλλομένου εἰς παθητικόν τινα τύπον.
Ἡ ἠθική ὅμως ἐλευθερία αὕτη, ἡ προϋποθέτουσα γνῶσιν τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ἀποβαίνει παράγων διαμορφώσεως ἀληθοῦς προσωπικότητος, ὅταν ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πλούσιος. Ὅσον ζωηρότερος ἐν τῷ ἀνθρώπῳ διατηρεῖται ὁ θεῖος σπινθήρ τόσον καλλιτέρα καί βεβαιοτέρα γίνεται χρῆσις τῆς ἐλευθερίας, ἕως οὖ τό θεῖον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ λάβῃ τήν πλήρη τελείωσιν, ὁπότε ἡ ἐλευθερία λαμβάνει πλέον τήν μόνιμον πρός τό καλόν ροπήν. Ἀλλά μέ τοιαύτην τελειότητα ὁ ἄνθρωπος τῆς Π.Δ. δέν ἐπλάσθη. Ἡ ἠθική ἀτέλεια, ἡ περιέχουσα τήν δυνατότητα καί τήν κλίσιν ἀκόμη πρός τό κακόν, εἶναι τό πλέον σπουδαῖον ἐμπόδιον τῆς τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὅπερ οὗτος ὀφείλει νά καταπολεμήσῃ. Ἡ ἠθική αὕτη ἀνεπάρκεια, ἥτις ἐν τοῖς πρωτοπλάστοις κατά τήν πρό τῆς πτώσεως αὐτῶν περίοδον ἀρνητικόν μᾶλλον χαρακτῆρα ἠδύνατο νά ἔχῃ, ἐκδηλωθεῖσα κατά τά πρῶτα βήματα τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς Π.Δ., κατά τήν γνωστήν πτῶσιν τοῦ ἀνθρώπου, ἀπέβη μετ' αὐτήν κατά τήν Π.Δ. δύναμις θετική, ἕλκουσα τόν ἄνθρωπον πρός τό κακόν. Ἡ πρός τό κακόν κλίσις αὕτη, "ἡ πονηρά ἐπιθυμία", κατά φράσιν τινά τῆς Γενέσεως, "τό ἐννόημα", "τό πονηρόν ἐνθύμημα", κατ' ἄλλην ἔκφρασιν τοῦ Σειράχ ἀποτελοῦσι τήν πηγήν τῆς ἁμαρτίας, ἥτις ἐκδηλοῦται ἀρνητικῶς μέν ὡς παραμέλησις τῆς ἀναπτύξεως τοῦ θείου ἐν τῷ ἀνθρώπῳ σπινθῆρος, θετικῶς δέ ὡς παράβασις τῶν ἐμφύτων ἤ τῶν γραπτῶν θείων νόμων. Οὕτω ὁ Ἰσραηλίτης, μή ἀποβλέψας εἰς τάς διαφόρους τῆς ἁμαρτίας ἐκφάνσεις ἀλλ' εἰς τήν ὀργανικήν αὐτῆς ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ὑφήν, βαθέως εἰσεχώρησεν εἰς τήν φύσιν τῆς ἁμαρτίας, ἥτις προέρχεται ἐκ τῆς ἠθικῆς διαστροφῆς, ἧς ὑπεύθυνος εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος.

Ο πνευματικός άνθρωπος κατά τους προφήτας της Παλαιάς Διαθήκης
Μεγίστην δέ σημασίαν ἀποδίδουν οἱ Προφῆται εἰς τήν πνευματικήν ἡγεσίαν, ᾗς τήν ὕπαρξιν θεωροῦν ἀναγκαιοτάτην διά τήν Κοινωνίαν, τονίζοντες ὅτι ἡ ἔλλειψις πνευματικῆς ἡγεσίας ἀποτελεῖ τό μεγαλύτερον κακόν δι' ἕνα λαόν, διότι οὕτω ἐπέρχεται ἀναγκαίως ἡ κοινωνική, πολιτική καί πνευματική ἐξάρθρωσις καί ἀναστάτωσις. Ἤδη ὁ ἀρχαιότερος τῶν Προφητῶν, ὁ Ἀμώς, ἐπισείει κατά τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ τόν κίνδυνον τῆς ἐκλείψεως τῆς πνευματικῆς ἡγεσίας, τόν πνευματικόν λιμόν καί τήν πνευματικήν δίψαν, ὡς ὁ ἴδιος λέγει, ὡς τό μεγαλύτερον κακόν, τό ὁποῖον δύναται νά πλήξῃ τόν λαόν, ὅστις κατ' ἔκφρασιν τοῦ Μαλαχίου "τά χείλη τοῦ ἱερέως - ὡς πνευματικοῦ ἡγέτου - προσέχει, γνῶσιν καί διδασκαλίαν ζητεῖ ἀπό τό στόμα του". Ὁ δέ Ἡσαΐας ἀναφερόμενος εἰς τήν πρό τοῦ Μεσσίου ἐποχήν, ὑπογραμμίζει ὡς ἕν τῶν πλέον σκιερῶν σημείων αὐτῆς τήν ἔλλειψιν ἐν τῷ κόσμῳ πνευματικῆς ἡγεσίας, διότι, ὡς ἴδιος ἐξηγεῖ, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει δέν ὑπάρχει κοινή κατεύθυνσις καί καθοδήγησις ἀλλ' ἕκαστος ἀφιέμενος πλέον εἰς τάς ἰδίας του δυνάμεις τρέπεται τήν ἰδίαν αὐτοῦ ὁδόν. Ἀσθενής δέ κατά τάς δυνάμεις πλανᾶται ὡς πρόβατον ἐδῶ καί ἐκεῖ, ἀναζητῶν τήν εὐθεῖαν ὁδόν. Ἀλλά καί ἡ κοινωνική συνοχή οὕτῳ διασπᾶται ἑκάστου τρεπομένου ἰδίαν ὁδόν, αἱ δέ κοινωνικαί, πολιτικαί καί θρησκευτικαί ἀναστατώσεις εἶναι ὁ ὥριμος πλέον καρπός τούτου.

ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΕΡΜΗΝΕΥΤΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΓΡΑΦΩΝ Σ. Ἀγουρίδης


Μέ τήν ἔννοιαν πού ἔχει τό ἑκάστοτε "νῦν" τοῦ περιεχομένου τῶν Ἁγίων Γραφῶν ἐν τῇ ἑρμηνευτικῇ ἀρχῇ τῶν Πατέρων ἑρμηνευτῶν θά κλείσῃ ὁ παρών λόγος. Ἐγένετο φανερόν ἐκ τῶν προηγουμένων, ὅτι ἡ ἔκφρασις τοῦ κανόνος τῆς πίστεως κατά τήν ἑρμηνείαν τῶν Γραφῶν διά τῆς υἱοθεσίας μεθόδων ἐξηγήσεως στηριζομένων εἰς φιλοσοφικάς τῆς ἐποχῆς προϋποθέσεις, κίνητρον εἶχε τήν ἔκφρασιν τῆς πίστεως ἐν τῷ ἑκάστοτε νέῳ παρόντι τῆς Ἐκκλησίας ἐντός ἑνός μεταβαλλομένου κόσμου. Τά αὐτά χωρία ἡρμηνεύθησαν διαφόρως, ἀλλ' ὑπό τό αὐτό πνεῦμα, πρός καταπολέμησιν αἱρέσεων εἰς διαφόρους ἐποχάς. Γενικώτερον, θά ἠδύνατό τις νά εἴπῃ ὅτι ἀπό τοῦ γ´ κυρίως αἰῶνος αἱ Ἅγιαι Γραφαί διά τοῦ σχήματος "γράμμα - πνεῦμα" ἤ "τύπος - μέλλουσα πραγματικότης" ἠλευθερώθησαν ἔτι μᾶλλον τοῦ ἰουδαϊκοῦ των πλαισίου, κατέστησαν προσιτώτεραι ἐντός τοῦ ἐννοιολογικοῦ πλαισίου τῶν Ἑλλήνων, χωρίς νά ἀπεμπολήσουν τι ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ κανόνος τῆς πίστεως. Ὑπό τήν ἔννοιαν αὐτήν, γενικῶς εἰπεῖν, ἀντελήφθησαν καί οἱ συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης τήν Παλαιάν. Ἐξ ἄλλου, ὑπῆρχον αἱ καθημεριναί πρακτικαί ἀνάγκαι τῶν πιστῶν, ἐντός διαρκῶς μεταβαλλομένων ἱστορικῶν συνθηκῶν, αἱ ὁποῖαι ἀπῄτουν τήν προσαρμογήν. Ὅταν ἀναγιγνώσκῃ τις τάς ὁμιλητικάς ἐξηγήσεις τῶν Γραφῶν ὑπό τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου π.χ. βλέπει αὐτήν τήν προσαρμογήν εἰς πᾶσαν σελίδα. Πέραν ὅμως τούτου ἡ Λατρεία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας διεποτίσθη βαθύτατα ὑπό τῆς βιβλικῆς σκέψεως καί γλώσσης, ἡ δέ Γραφή δέν ἀνεγινώσκετο ἐν αὐτῇ ἁπλῶς εἰς ὑπόμνησιν τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀποκαλύψεως ἐν τῇ Δημιουργίᾳ, ἐν τῇ Προνοίᾳ, ἐν τῷ Χριστῷ, ἀλλά καί ὡς πηγή ἐμπνεύσεως, ἡ ὁποία ἔτρεφε τήν πίστιν καί τήν ἐλπίδα τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ὑποκειμένη ἑρμηνευτική ἀρχή τῶν βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων ὁλοκλήρου τοῦ ἐτησίου λειτουργικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κύκλου διά πᾶσαν περίστασιν τοῦ βίου, ἐκφράζει τήν πρόθεσιν τῆς συναντήσεως τοῦ κειμένου πρός τήν συγκεκριμένην κατάστασιν τῶν πιστῶν. Δι' ὅλων τῶν μέσων τούτων ἡ πατερική ἑρμηνευτική ἀρχή προσεπάθησε νά διατηρήση ζῶσαν τήν αὐτοσυνειδησίαν τῆς πίστεως ὡς τῆς διά τοῦ Χριστοῦ μεταμορφώσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κτίσεως. Ἡ ἐν Χριστῷ καινή κτίσις εἶναι ὁ στόχος τῆς ἑρμηνευτικῆς των ἀρχῆς, ὡς περιεχόμενον τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς πίστεως. Εἶναι ὅμως φανερόν ὅτι δι' αὐτούς ἡ αὐτοσυνειδησία αὕτη, ἐνῶ εἶναι ἕν προσωπικόν καί βαθύτατα ὑπαρξιακόν γεγονός, δέν εἶναι ἁπλῶς ἕν ἀνθρωπολογικόν ὑποκειμενικόν βίωμα, ἀλλά συνδέεται μέ τό γεγονός τῆς πορείας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεου, μέ τό γεγονός τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία, ἐνῶ μένει πάντοτε ἡ αὐτή, μεταβάλλεται μετά τοῦ κόσμου, διά νά τόν ἀνανεώσῃ.

Γ. ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ


Τα άπαντα του Μεγάλου Βασιλείου: Η Αποστολική Διακονία κυκλοφορεί άπαντα τα έργα του Μεγάλου Βασιλείου στο πρωτότυπο κείμενο, με εισαγωγή για το βίο, τα συγγράμματα, τη διδασκαλία του, και με εκτενή βιβλιογραφία. Στη σειρά Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων, τόμοι 51ος έως 57ος.
Τα άπαντα του Γρηγορίου του Θεολόγου: Η Αποστολική Διακονία κυκλοφορεί άπαντα τα έργα του Γρηγορίου του Θεολόγου στο πρωτότυπο κείμενο, με εισαγωγή για το βίο, τα συγγράμματα, τη διδασκαλία του, και με εκτενή βιβλιογραφία. Στη σειρά Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων, τόμοι 58ος έως 64ος.
Βασικά κείμενα Ιωάννου του Χρυσοστόμου: Η Αποστολική Διακονία κυκλοφορεί βασικά κείμενα του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου σε νεοελληνική μετάφραση, με εισαγωγή σε κάθε βιβλίο. Στη σειρά «Η φωνή των Πατέρων μας» έχουν ήδη εκδοθεί επτά τόμοι.

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ 
Ἡ αἰτία γιά τήν εἰσαγωγή τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στήν Ἐκκλησία εἶναι τό ἑξῆς γεγονός: Κατά τούς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ, ὁ ὁποῖος διαδέχτηκε στή βασιλική ἐξουσία τόν Βοτανειάτη, ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη φιλονικία ἀνάμεσα σέ λόγιους καί ἐνάρετους ἄνδρες. Ἄλλοι θεωροῦσαν ἀνώτερο τόν Μέγα Βασίλειο, χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα καί ὑπέροχη φυσιογνωμία, ἀφοῦ μέ τίς ὁμιλίες του ἐρεύνησε σέ βάθος τή φύση τῶν ὄντων, μέ τίς ἀρετές του ἁμιλλοῦνταν μέ τούς ἀγγέλους, δέν συγχωροῦσε πρόχειρα καί εὔκολα τούς ἁμαρτάνοντες καί ἀφοῦ κατά τό ἦθος ἦταν σοβαρός καί δέν εἶχε τίποτε τό γήνινο. Τόν θεῖο Χρυσόστομο τόν ὑποβίβαζαν, μέ τήν αἰτιολογία ὅτι, σέ ἀντίθεση πρός τόν Μέγα Βασίλειο, συγχωροῦσε τούς ἁμαρτάνοντες εὔκολα, χωρίς τόν ἐπιβαλλόμενο ἔλεγχο.
Ἄλλοι τοποθετοῦσαν ψηλά τόν θεῖο Χρυσόστομο καί τόν θεωροῦσαν ἀνώτερο ἀπό τόν Μέγα Βασίλειο καί τόν Γρηγόριο μέ τήν αἰτιολογία, ὅτι ἦταν πιό συγκαταβατικός στίς διδασκαλίες του, ὅτι μέ τήν ὡραία καί σαφή διατύπωση τῶν νοημάτων καί σκέψεών του καθοδηγοῦσε ἀποτελεσματικά τούς ἀνθρώπους καί τούς προσέλκυε στή μετάνοια, ὅτι εἶχε συγγράψει πλῆθος μελίρρυτους λόγους καί ὅτι διακρινόταν γιά τή ρητορική του δεινότητα.
Καί, τέλος, ἄλλοι προκείμενοι στό Γρηγόριο τό Θεολόγο, θεωροῦσαν αὐτόν ἀνώτερο ἀπό τούς δύο ἄλλους, δηλαδή ἀπό τόν Βασίλειο καί τόν Χρυσόστομο. Καί τοῦτο, γιατί, ὅπως ἔλεγαν, μέ τήν κομψή καί ποικιλμένη φράση του, τούς βαθυστόχαστους λόγους του καί τό γοητευτικό καί πλούσιο λεξιλόγιό του ὑπερέβη ὅλους τούς ξακουστούς γιά τήν ἑλληνική παιδεία καί φιλοσοφική συγκρότηση καί ὅλους τούς διακρινόμενους γιά τήν ἐκκλησιαστική παιδεία καί θεολογική κατάρτιση.
Ἡ φιλονικία αὐτή εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά διαιρεθοῦν τά πλήθη τῶν χριστιανῶν καί ἄλλοι ὀνομάζονταν Ἰωαννίτες, ἄλλοι Βασιλεῖτες καί ἄλλοι Γρηγορίτες.
Γύρω λοιπόν ἀπό τά ὀνόματα αὐτά συνεχιζόταν ἡ φιλονικία καί κάθε ὁμάδα ἔμενε σταθερή στή θέση της. Μετά ἀπό χρόνια ὅμως ἐμφανίστηκαν οἱ μέγιστοι αὐτοί Ἱεράρχες, πρῶτα καθένας χωριστά καί στή συνέχεια καί οἱ τρεῖς μαζί, στόν Ἰωάννη, τόν ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Εὐχαΐτων, κάποια ὥρα πού ἑρμήνευε ἱερά κείμενα. Ὁ Ἰωάννης εἶχε μεγάλη θεολογική κατάρτιση, ἀλλά καί γνώση τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, ὅπως φαίνεται ἀπό τά συγγράμματά του. Εἶχε φτάσει, ἐπίσης, στό ἄκρο τῆς ἠθικῆς τελειότητας. Ἐμφανίστηκαν, λέγω, στόν Ἰωάννη - καί ἐμφανίστηκαν στ' ἀλήθεια, ὄχι σέ ὄνειρο - καί τοῦ εἶπαν: "Ἐμεῖς, ὅπως βλέπεις, εἴμαστε ἕνα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί δέν ὑπάρχει καμιά ἀντίθεση οὔτε ἀντιδικία ἀνάμεσά μας. Ὅμως, κάτω ἀπό τίς ἰδιαίτερες χρονικές συγκυρίες καί περιστάσεις πού βρέθηκε καθένας μας, κινούμενοι καί καθοδηγούμενοι ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, γράψαμε σέ συγγράμματα, καί μέ τόν τρόπο του ὁ καθένας, διδασκαλίες πού βοηθοῦν τούς ἀνθρώπους νά βροῦν τό δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἐπίσης, τίς βαθύτερες θεῖες ἀλήθειες, στίς ὁποῖες μπορέσαμε νά διεισδύσουμε μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τίς συμπεριλάβαμε σέ συγγράμματα πού ἐκδώσαμε

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ


Δυό λόγια εισαγωγικά
Η καθιέρωση της εορτής των Τριών Ιεραρχών ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια, γύρω στα 1100 μ.Χ. στους χρόνους των Κομνηνών, προκειμένου να καταπαύσει μία διαμάχη ως προς την αξία ενός εκάστου εξ αυτών. Σημαντικό ρόλο έπαιξε τότε η προσωπικότητα του Ιωάννου Μαυρόποδος, Επισκόπου Ευχαϊτων.
Το έτος 1842 η Πανεπιστημιακή Σύγκλητος του Εθνικού και Καποδοστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών καθιέρωσε για πρώτη φορά την εορτή των Τριών Ιεραρχών ως ημέρα της Ελληνικής Παιδείας και των Γραμμάτων γενικότερα.
Κάθε χρόνο, λοιπόν, την 30ή Ιανουαρίου εορτάζουμε περίλαμπρα την εορτή των Τριών μεγίστων φωστήρων της Τρισηλίου Θεότητος, Βασίλειο τον Μέγα, Γρηγόριο τον Θεολόγο και Ιωάννη τον Χρυσόστομο, τα πάγχρυσα αυτά στόματα του ελληνικού και χριστιανικού λόγου, που κατά τον Υμνογράφο τους κατάρδευσαν όλη την οικουμένη με νάματα θεογνωσίας.
Με αφορμή την εορτή αυτή η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος ετοίμασε το Αφιέρωμα που ακολουθεί για να φωτίσει και να εξάρει την λαμπρή προσωπικότητα και το πολυσήμαντο έργο των Τριών αυτών Ιεραρχών, των σκαπανέων της ελληνικής παιδείας και του χριστιανικού βιώματος.
Το Αφιέρωμα περιλαμβάνει κείμενα που γράφτηκαν ή εκφωνήθηκαν για τους Τρεις Ιεράρχες στην Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, ή ακόμη αναφέρονται με τρόπο ουσιαστικό σ? αυτούς. Είναι φυσικό ότι η σχετική βιβλιογραφία είναι τεράστια, ώστε επιλεκτικά και ενδεικτικά περιλήφθησαν κείμενα σημαντικών εκκλησιαστικών προσωπικοτήτων, εκλεκτών ακαδημαϊκών και πανεπιστημιακών καθηγητών, ως και ειδικών επιστημόνων.
Πιστεύουμε ότι με το Αφιέρωμα αυτό φωτίζουμε διάφορες πτυχές της θεολογικής πρωτοτυπίας και της πολυσχιδούς δράσεως των Τριών Ιεραρχών, παρέχοντας και βιβλιογραφικό υλικό σ? εκείνους πού θέλουν να μελετήσουν έτι περισσότερο τη συμβολή τους τόσο στο ελληνικό όσο και στο χριστιανικό πνευματικό στερέωμα.
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ ἀποσπάσματα ἀπό κείμενα τοῦ Μοναχοῦ Μωϋσῆ, Ἁγιορείτου, καί τοῦ Ἰωάννου Κορναράκη, Καθηγητοῦ


Μιά ἰσχυρή πρόκληση
Ζοῦμε δυστυχῶς σ' ἕναν κόσμο μ' ἕνα ἐπαναστατημένο θέλημα, ὁ ὁποῖος σήμερα παρά ποτέ, δέν εἶναι "ἐπίγειος οὐρανός, ἀφιλόνικος, ἀπολέμητος, ἀστασίαστος, ἄφθονος, εἰρηνικός, ἀζήμιος καί ἀναμάρτητος". Αὐτό μᾶς βοηθᾶ νά κατανοήσωμε συνειδητά καί βαθειά τήν σπουδαιότητα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Ἡ ὕπαρξή μας μέσα σ' ἕναν κόσμο συγκεχυμένο καί ἀντιφατικό στίς ἀναζητήσεις του, καταπιεστικό καί ἐξουθενωτικό στίς καθημερινές καταστάσεις πού δημιουργεῖ, ἀκολουθεῖ μοιραίως τήν ὁδό τῆς κακῆς ἀλλοιώσεως. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος πού βιώνει ἀνεξέλεγκτα καί ἀνεύθυνα τίς καθημερινές ἐμπειρίες τῆς ζωῆς, ἀποξενώνεται συνεχῶς ὄχι μόνο ἀπό τόν Θεό, ἀλλά καί ἀπό τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Γι' αὐτό τόν λόγο ἡ σωτηρία του ἐξαρτᾶται ἀπό τήν δυνατότητα τήν ὁποία μπορεῖς νά ἀποκτήσεις νά ἀντιλαμβάνεται κάθε στιγμή τήν ποιότητα τῆς ζωῆς πού ζῆ καί ἐκφράζει. Χρειάζεται, λοιπόν, ἰσχυρές προκλήσεις γιά νά ἀφυπισθῆ καί νά ἀναζητήση τήν ἀληθινή ὁδό τῆς ζωῆς.
Μία τέτοια ἰσχυρή πρόκληση-νυγμός γιά τήν θρησκευόμενη συνείδηση, εἶναι ἡ κατανυκτική εὐχή τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου:
"Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου,
πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καί
ἀργολογίας μή μοι δῷς,
πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς
καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ,
ναί Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν
τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου".
Ἡ ἁγιοπνευματική αὐτή εὐχή ἀφυπνίζει τό ἀνθρώπινο πνεῦμα καί μᾶς προτρέπει νά ἀνέλθουμε στίς βαθμίδες τῆς καταξιώσεως τῆς ἀνθρωπιᾶς μας καί τῆς πνευματικῆς ποιότητος τῆς ζωῆς μας.
Ὁ ὅσιος Ἐφραίμ παρ' ὅτι ἔζησε πρίν 1.600 χρόνια ἐπικοινωνεῖ ἄριστα μέ τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, γιατί ὁ λόγος του εἶναι θεόπνευστος. Εἶναι ὁ διδάσκαλος ἐκεῖνος, πού μέ ὅλη του τή δύναμη μᾶς προσκαλεῖ καί προκαλεῖ νά εἰσέλθουμε στά βαθύτερα τῆς ψυχῆς μας πρός ἀνεύρεση τῶν δυνάμεων πού μᾶς δώρισε ὁ Θεός γιά ἕναν εἰλικρινή διάλογο μαζί Του, ὥστε νά πραγματοποιήσουμε τόν ἑαυτό μας.
Ἄς κάνουμε τόν σταυρό μας καί ἄς προχωρήσουμε στήν προσωπική συνάντηση μέ τήν εὐχή τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ καθένας μας μυστικά καί ἀθόρυβα θά πάρει ὅ,τι ζητᾶ καί δέν μπορεῖ τόσο ὥριμα, καθολικά καί ὁλοκληρωμένα νά τό βρῆ πουθενά ἀλλοῦ. 
Περί ἀργίας
Ὁ μέγας ὅσιος γνωρίζει καλά γιατί θέτει στό πρῶτο σκαλοπάτι τῶν παθῶν τήν ἀργία. Ἡ ἀργία εἶναι ἕνα βαρύ νέφος πού σκεπάζει τήν ψυχή καί δέν τήν ἀφήνει νά ἀνασάνει. Σκοτίζει τόν νοῦ καί δέν τοῦ ἐπιτρέπει νά δῆ τά πράγματα καθαρά. Ὁ ἀργός εἶναι συνεχῶς εὐάλωτος ἀπό τήν ἀπόγνωση. Διά τοῦτο ἡ ἀργία εἶναι τρομερός ἐπίβουλος τῆς ζωῆς μας.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τήν θεωροῦν μητέρα ἄφθονων κακῶν. Ὁ Μ. Βασίλειος χαρακτηριστικά τήν παρουσιάζει ὡς αἰτία κάθε κακουργίας καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὡς πηγή πάσης ἁμαρτίας. Καί τά ἄλλα πάθη στά ὁποῖα παρασυρόμεθα εἶναι περιπλοκαί τῆς ἀργίας, γιατί αὐτή μέ τήν διάβρωση τῆς προσοχῆς πού προκαλεῖ, ἀνοίγει τήν εἴσοδο στά συγγενῆ καί συναφῆ πάθη τά ὁποῖα μᾶς αἰχμαλωτίζουν.
Ἡ ἀργία εἶναι τό εὔφορο ἔδαφος γιά νά ἀναπτυχθοῦν τά ἀγκάθια τῶν ρυπαρῶν λογισμῶν, τῶν ἀτόπων πράξεων καί πονηρῶν ἐνθυμήσεων. Στήν κατάσταση αὐτή ὁ ἄνθρωπος χάνει τήν σοβαρότητά του, τήν ἀξιοπρέπειά του καί τήν εὐγένειά του. Πλήττει, νευριάζει, ἄγχεται, μελαγχολεῖ ἤ ὁδηγεῖται στήν περιπλάνηση, τήν πολυλογία, τήν εὐτραπελία καί τήν εἰρωνεία.
Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, γράφει ὁ ἀρχιεπίσκοπος Χερσῶνος Ἰννοκέντιος, ἀναφωνεῖ: "Μή δώσεις Κύριε, οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς μου, οἱ τόσο λίγες καί σύντομες, νά κυλήσουν στήν ματαιότητα τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος καί στήν ἀπραξία. Μή μέ ἀφήσεις νά θάψω τά τάλαντα, πού μοῦ ἐνεπιστεύθης, στή γῆ τῆς λήθης καί τῆς ὀκνηρίας".

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ: ΔΥΟ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΕΠΟΧΕΣ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου


Τα ιστορικά πλαίσια
Η εορτή του αγ. Γρηγορίου Παλαμά, την B' Κυριακή των Νηστειών, ο οποίος έζησε σε κρίσιμη ιστορική περίοδο (1296-1359), δίνει αφορμή να σκεφθούμε ότι η διδασκαλία του είναι αρκετά επίκαιρη, αφού ο 14ος αιώνας έχει πολλές ομοιότητες με την εποχή μας. Φυσικά η διδασκαλία του δεν είναι δική του εφεύρεση, αφού την ταραχώδη εκείνη εποχή εξέφρασε τη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Τα ιστορικά πλαίσια
Ακριβώς εκείνη την εποχή εμφανίστηκαν τρείς φοβεροί εχθροί, οι οποίοι εποφθαλμιούσαν τα εδάφη της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας, επεδίωκαν δε και την αλλοίωση της πολιτιστικής της ζωής.
Ο πρώτος κίνδυνος προερχόταν από τον σχολαστικισμό της Δύσεως, που συνδεόταν αναπόσπαστα με τον ηθικισμό, όπως εκφραζόταν από τον φιλόσοφο Βαρλαάμ. Προσπάθησαν μερικοί να παρουσιάσουν τον Βαρλαάμ ωσάν έναν ελληνίζοντα Πατέρα της Εκκλησίας ή ακόμη υπέρμαχο του νομιναλισμού, όπως τον εξέφραζε ο Γουίλιαμ Όκκαμ. Όπως απέδειξε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ο Βαρλαάμ ήταν Πλατωνιστής φιλόσοφος και βρισκόταν σε αντίθεση με την όλη Ορθόδοξη Παράδοση. Πράγματι, η θεολογία του ήταν ιδεαλιστική και δυιστική, αφού ξεχώριζε την ψυχή από το σώμα, υποτιμούσε το δεύτερο και εκινείτο στα πλαίσια της κλασικής μεταφυσικής.
Ο δεύτερος κίνδυνος προερχόταν από τους Οθωμανούς. Τα τέλη του 13ου αιώνος μια ορδή των Σελτζούκων Τούρκων, που ονομάζοταν Ghuzz, απέκτησε ως αρχηγό κάποιον Οσμάν (Οθμάν), οποοίος υπήρξε ο ιδρυτής της δυναστείας των Οθωμανών, στους οποίους έδωσε το όνομά του και άρχισε να καταλαμβάνει τις επαρχίες της Μικράς Ασίας. Κατά την εποχή του αγ. Γρηγορίου Παλαμά και συγκεκριμένα το 1354 μ.Χ., για πρώτη φορά οι Οθωμανοί εισήλθαν στη Θράκη, καταλαμβάνοντας την Καλλίπολη. Τότε συλλαμβάνεται και ο ίδιος και και παρέμεινε περίπου ένα χρόνο αιχμάλωτος. Κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας του έκανε διάλογο τόσο με τον Ισμαήλ, εγγονό του Ορχάν, στην Προύσσα, όσο και με τους Χιόνας, μια συγκρητιστική ομάδα, που παρουσιάσθηκαν ως οι θεολόγοι των Τούρκων. Επίσης έκανε διάλογο και με έναν Τασιμάνη, υπεύθυνο για την ταφή των νεκρών. Οι διάλογοι αυτοί είναι αρκετά ενδιαφέροντες.
Ο τρίτος κίνδυνος προερχόταν από τους Σλάβους και συγκεκριμένα από τον Στέφανο Δουσάν, ο οποίος είχε καταλάβει ολόκληρη τη Μακεδονία, εκτός από τη Θεσσαλονίκη, καθώς επίσης την Ήπειρο, Θεσσαλία και μέρος της Στερεάς Ελλάδος. Μάλιστα το Πάσχα του 1346 στην πρωτεύουσα του τα Σκόπια, συνεκάλεσε μεγάλη Σύνοδο, η οποία εξέλεξε Πατριάρχη των Σέρβων και ανεκύρηξε τον Στέφανο Βασιλέα Σέρβων και Ρωμαίων. Βέβαια για να είμαστε ακριβείς, θα λέγαμε ότι ο Στέφανος Δουσάν τότε επεδίωκε την κατάληψη του θρόνου της Κωνσταντινούπολης, για να είναι διάδοχος των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων. Επρόκειτο για στάση μέσα στους κόλπους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η ύπαρξη των τριών αυτών παραγόντων συνοδευόταν και από παράλληλα πολιτιστικά και θρησκευτικά ρεύματα. Κυρίως επικρατούσε ένας ηθικισμός αποξενωμένος από τα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, μια ευδαιμονία και ένας ανατολικός μυστικισμός. Αν προσθέσει κανείς και την αναβίωση της αιρέσεως Μασσαλιανών, τους οποίους συνάντησε ο άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς στο Παπίκιο όρος, που συνδέονται με τους Βογομίλους, τότε αντιλαμβάνεται τα προβλήματα της εποχής εκείνης.
© HydroGraphiX. "ΠΕΛΑΓΙΑ".

Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ ΣΤΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ Β. Τατάκης



Γιά νά κατανοήσουμε ἀσφαλέστερα καί πιστότερα τή θέση πού τηρεῖ ὁ Βασίλειος γενικά στή θεολογική του σκέψη, πρέπει νά σταματήσουμε μέ προσοχή στή μέθοδο πού ἀκολουθεῖ. Δυό εἶναι τά κύρια σκέλη της: ἡ λογική ἐπιχειρηματολογία, ἡ φιλοσοφική γενικά διερεύνηση ἀπό τή μιά· ἡ παράδοση, γραπτή καί προφορική, ἀπό τήν ἄλλη. Τά δύο αὐτά σκέλη βρίσκονται σέ ἱεραρχία:τή δεύτερη θέση κατεχει ἡ λογική ἐπιχειρηματολογία. Τίποτα τό πρωτότυπο ὡς πρός αὐτά: εἶναι ἡ τυπική στάση ὅλων τῶν Πατέρων, τῶν μυστῶν τῆς ἀποκαλύψεως. Στήν ἱεραρχία αὐτή στηρίζονται οἱ ἄκροι ὀρθολογιστές καί βιαστικά συμπεραίνουν ὅτι ἡ σκέψη τῶν Πατέρων, ἀφοῦ δέν εἶναι αὐτόνομη, εἶναι ἔξω ἀπό τά πλαίσια τῆς φιλοσοφίας. Πόσο βιαστικό συμπέρασμα, πού δέν λαβαίνει ὑπ' ὄψη του πόση πνευματική ἐνέργεια, πόση ψυχική προετοιμασία προϋποθέτει ἡ ἀποδοχή, ἡ κατάφαση τοῦ δόγματος. Πιστεύουν τάχα ὅτι ὁ φιλόσοφος, ἄς ποῦμε ὁ Πλάτων μόνο μέ τά λογικά ἐπιχειρήματα ὁδεύει πρός ἤ οἰκοδομεῖ τήν θεωρία τῶν ἰδεῶν: Δέν ὑπάρχει πάντα στό βάθος ὅποιας θέσης ἕνα μέρος μικρό ἤ μεγάλο ἀπό πίστη: Ὥστε ἀπ' αὐτή τήν ἄποψη δέν εἶναι ἴσως μεγάλη ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα στούς θεωρητικούς τοῦ χριστιανισνμοῦ καί τούς φιλοσόφους. Εἶναι λοιπόν, θά ἔλεγε κανείς, ἡ θρησκεία -ὁ χριστιανισμός ἐδῶ -φιλοσοφία; Ὄχι βέβαια. Τοῦτο στάθηκε στό βάθος τό κύριο ἀγώνισμα καί ἡ μεγάλη δόξα τῶν ἑλλήνων Πατέρων. Ὅτι σέ μιά περιοχή τόσο ποτισμένη ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφική παράδοση, κατέδειξαν πώς ἡ θρησκεία εἶναι εὐρύτερη ἀπό τήν φιλοσοφία, περιλαβαίνει καί ἐκφράζει τόν ἄνθρωπο, τήν ψυχή του στήν ὁλότητά της, ὄχι μόνο στή διάνοια. Γιά τοῦτο καί ἡ πίστη πού θεμελιώνουν δέν εἶναι ἔργο μόνο τῆς διάνοιας: τήν ξεπερνᾶ, ἀγκαλιάζει τόν ἄνθρωπο στήν ὁλότητά του, καί φυσικά καί τόν κόσμο του, τό σύμπαν.
Ἀλλά ἄς γυρίσουμε στόν Βασίλειο. Ἄς δοῦμε πρῶτα τόν διανοητή. Κάθε ἔργο του δίνει πλούσιες ἀφορμές ἀναδρομῆς στήν ἑλληνική φιλοσοφία. Τό δοκίμιο ὅμως τοῦτο παρέχει ἴσως ἀφθονώτερες. Ἐδῶ, σέ κάθε βῆμα, εἴτε οἱ ὅροι πού χρησιμοποιοῦνται, εἴτε οἱ σκέψεις πού διατυπώνονται, ἡ μεθοδική πορεία ἤ τό περιεχόμενο ὅλα μᾶς δείχνουν πόσο πολύτιμα στάθηκαν τά χρόνια τῶν σπουδῶν στήν Ἀθήνα γιά τήν πνευματική συγκρότηση τοῦ Βασιλείου. Τό δοκίμιο δίνει πραγματικά τό μέτρο τῆς ἀναστροφῆς τοῦ Βασιλείου μέ τήν ἑλληνική φιλοσοφία, μέ τόν Πλάτωνα κυρίως, τόν Ἀριστοτέλη, τούς στωικούς, καί προπάντων τόν Πλωτίνο. Δέν ἀποτελεῖ ὅμως τό δοκίμιο μόνο τό μέτρο τῆς ἀναστροφῆς του μέ τήν ἑλληνική φιλοσοφία· μᾶς δίνει κάτι πολύ σπουδαιότερο, τήν εὐκαιρία νά σταθμίσουμε πῶς ἐντασσει τή φιλοσοφία αὐτή ὁ Βασίλειος μέ τρόπο δημιουργικό στή χριστιανική σκέψη καί πῶς μέ τή βοήθειά της πλουτίζει καί βαθαίνει τά μεταφυσικά της προβλήματα. Θά προτιμήσω νά δείξω αὐτά τά πράγματα σταματώντας σέ λίγα οὐσιώδη ὅμως σημεῖα. Μερικά χωρία τοῦ δοκιμίου θά μᾶς βοηθήσουν σ' αὐτό.

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ (ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ) Σπυρίδωνος Τσιτσίγκου, Δρ. Θεολογίας ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Ι. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ (ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ) Σπυρίδωνος Τσιτσίγκου, Δρ. Θεολογίας


Ὁ μεγαλύτερος ἴσως Πατήρ τῆς Ἀνατολῆς, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναφέρεται στό μυστήριο τοῦ Χρίσματος μέ μιά ἰατρική διάθεση, τήν ὁποία, βέβαια, ἀργότερα θά ἀκολουθήσουν καί ὅλοι οἱ ἄλλοι Πατέρες, ὅπως, γιά παράδειγμα, ὁ Ν. Καβάσιλας.
Μέχρι πρόσφατα (1972) οἱ εἰδικοί (Ἱστορικοί, Πατρολόγοι καί Λειτουργιολόγοι), στηριζόμενοι κυρίως στίς ἐργασίες τῶν R. H. Connolly, G. W. H. Lampe καί S. Brock, πίστευαν, ἄν καί ὄχι ἀπόλυτα, ὅτι μεταβαπτισμική τελετή (Χρῖσμα μέ ἤ ἄνευ μύρου) στή Συρία δέν ὑπῆρχε μέχρι τό τέλος τοῦ 4ου ἤ ἀρχές τοῦ 5ου αἰώνα. Ὁ ἀείμνηστος καθηγητής Π. Τρεμπέλας ἔγραφε σχετικά: «οὐδέν περί Χρίσματος διά μύρου λέγει (ἐνν. ὁ ἱ. Χρυσόστομος)».
Τό 1978 ὁ G. Winkler εἰσηγεῖται τήν ἄποψη ὅτι ναί μέν κατ' ἀρχάς στή Συρία ὑπῆρχε ἡ προβαπτισμική χρίση μόνο στήν κεφαλή (ὡς ἐκ τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος τοῦ Κυρίου σημαντικότατου μέρους τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος), μετέπειτα ὅμως γενικεύθηκε στό ὅλο σῶμα γιά θεραπευτικούς (καθαρτικούς) λόγους, ἐνῶ σταδιακά καθιερώθηκε (ἀπό ἱεροσολυμητική πρακτική) καί μεταβαπτισμική ἀνάλογη χρίση.
Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ ἱ. Χρυσόστομος δέ φαίνεται νά ὁμιλεῖ σαφῶς γιά τό μυστήριο τοῦ Χρίσματος μέ (ὑλικό) μύρο. Ἀκόμα καί στό μεταδοτικό τῆς Θ. Χάρης ἔλαιο τοῦ Δαβίδ ἤ στή σχετική εὐαγγελική περικοπή περί τῆς χρίσεως τοῦ Χριστοῦ μέ τό πολύτιμο μύρο ἀπό τή μετανοήσασα πόρνη στό σπίτι Σίμωνα τοῦ λεπροῦ στή Βηθανία, πού ἀναφέρεται ὁ ἱ. Πατήρ, δέν κάνει λόγο γιά κανένα ἐκκλησιαστικό μυστήριο Χρίσματος, τό ὁποῖο, φυσικά, ἄν ὑπῆρχε, θά ἦταν (κηρυκτική/ποιμαντική) εὐκαιρία νά τό χρησιμοποιοῦσε, ἀλλά τό συσχετίζει εἴτε μέ τήν παλαιοδιαθηκική χρίση μέ λάδι ἀντικειμένων (π.χ. λίθων), ζώων καί ἀνθρώπων πρός καθαγιασμό ἤ θυσία, εἴτε μέ τόν «ἀρραβῶνα τοῦ πνεύματος» τῆς καινοδιαθηκικῆς προφητείας.
Τό ἔθιμο τῆς χρίσης στό συριακό χῶρο χρονολογεῖται προχριστιανικά ἤδη ἀπό τό 16ο π.Χ. αἰώνα. Στό μεταξύ, ἡ μέ μύρο χρίση ἦταν γνωστή καί στούς Ἑβραίους. Οἱ στῦλοι ἐκ τῶν Ἀποστόλων, Πέτρος καί Ἰωάννης, ἄσκησαν τήν πράξη τοῦ Χρίσματος μέ ἐπίθεση τῶν χειρῶν στούς πρώτους Χριστιανούς τῆς Σαμάρειας. Ὁμοίως, ὁ «πρῶτος μετά τόν Ἕνα», Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, Παῦλος, βάπτισε καί ἔχρισε μέ Ἅγιο Πνεῦμα Χριστιανούς τῆς Ἐφέσου.
Ἔτσι, ἔστω καί implicitly, τό Χρῖσμα θά πρέπει νά ἦταν γνωστό στόν ἱ. Χρυσόστομο, ἀλλά ἴσως ἀκόμα σέ περιορισμένη κλίμακα. Ὡστόσο, ὁ ἱ. Πατήρ κ α ί χρησιμοποιεῖ λεκτικά τόν ὅρο ἄλειμμα, ἀλλά κ α ί συχνά ὁμιλεῖ περί διαφοροποιήσεως τῶν Χαρισμάτων, ὅπως ἐπίσης καί περί δύο χρίσεων, μιᾶς μερικῆς (στό μέτωπο μέ μύρο) καί μιᾶς ὁλόσωμης μέ ἔλαιον. Ἐξάλλου, ὁ Θεῖος ἱεράρχης ὁμιλεῖ γιά σφράγγισμα «ἐπί τοῦ μετώπου παρά τοῦ πρεσβυτέρου χειρός». Ἐσφαλμένα, λοιπόν, καί μᾶλλον βεβιασμένα ὁ C. Ruch ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Χρυσόστομος οὐδέποτε συνδέει τό ἔλαιο μέ τήν Ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἐφόσον ἀκόμα καί ἡ (προβαπτισμική) χρίση ἐπί τῆς κεφαλῆς προέρχεται ἀπό τή θεολογία τοῦ βαπτίσματος, τό ὁποῖο γίνεται δυνάμει καί σέ τύπο τοῦ (διά τοῦ θανάτου καί τῆς Ἀναστάσεως) λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου (Ἰω. 3, 5-10, Ρωμ. 6, 4-6).

Ενοφυλία το ιδεώδες των Γνωστικών


Παναγιώτη Χρήστου, Κληρονομία
τομ. 5. τευχ. 1, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 1-16
1. Εισαγωγή.
Εις κείμενον των αρχών του γ' αιώνος, θεωρούμενον κατά το μάλλον ή ήττον ορθόδοξον, το Μαρτύριον της Περπετούας, απαντά μία παράδοξος δήλωσις. Η ηρωΐς, περιγρά- φουσα τό δράμα περί της ανόδου της εις τον Παράδεισον δια μιας θαυμάσιας κλίμακος, λέγει εις κάποιον σημείον «καί ἐξεδύθην καί ἐγενόμην ἄρρην» (1) . Αυτό το οποίον δηλώνεται εδώ υπό της Περπετούας είναι εφαρμογή μιας προϋποθέσεως δια την είσοδον εις την βασιλείαν των ουρανών. Ενώ υπάρχουν άφθονοι μαρτυρίαι περί της προϋποθέσεως ταύτης εις αιρετικάς πηγάς, προς έκπληξιν ημών την πρώτην βεβαίαν μαρτυρίαν ευρίσκο- μεν πάλιν εις κείμενον θεωρούμενον κατά το μάλλον ή ήττον ορθόδοξον, την Β' Επιστολήν Κλημέντος, γραφείσαν ολίγας δεκαετίας προ του Μαρτυρίου της Περπετούας. Ο Κύριος, απαντών εις ερώτησιν μη κατονομαζομένου προσώπου, βεβαιώνει ότι η βασιλεία θα έλθη «ὅταν ἔσται τά δύο ἐν καί τό ἔξω ὡς τό ἔσω, καί τό ἄρρεν μετά τῆς θηλείας, οὔτε ἄρρεν οὔτε θῆλυ» (2). Δεν θα απασχόληση ημάς εδώ η ορθόδοξος ερμηνεία την οποίαν προσπαθεί να δώση ο συγγραφεύς εις το λόγιον τούτο, το Γνωστικής, ως θα ίδομεν περαιτέρω, προελεύσεως.
Και τα δύο κείμενα εκφράζουν την πεποίθησιν ότι η εις δύο φύλα διάσπασις του ανθρωπίνου γένους είναι κατάστασις αφύσικος και προσωρινή, της οποίας επιβάλλεται η υπέρβασις προς κατάληξιν εις την ενοφυλίαν ή αφυλίαν. Είναι μία άντίληψις, η οποία έκτοτε έπαιξε κάποιον ρόλον εις την ζωήν της Χριστιανικής Εκκλησίας ως απλούν υπόστρωμα ώρισμένων εκ των θεσμών αυτής.
Εκεί όπου η άντίληψις αυτή καθώρισεν εις μεγάλην έκτασιν τον τρόπον σκέψεως και βίου είναι ο Γνωστικισμός, εις τον οποίον τόσον η θεότης όσον και η ανθρωπότης κατά την αρχέγονον μορφήν των παρουσιάζονται ως αρρενοθήλεις, ενώ έπειτα υπεισέρχεται εις αμφοτέρας η διάσπασις, και τέλος η ενοφυλία καθίσταται τό έπιζητούμενον ιδεώδες.
 
2. Αρχέγονος αψνλία και διάσπασις.
Ανευρίσκομεν το στοιχείον τούτο εις τον θεογονικόν μύθον, τον οποίον θα κατανοήσωμεν καλώς μόνον εάν τον εξετάσωμεν εν όψει των προτύπων αυτού. Γενικώς εις τα συστήματα των Γνωστικών δύο θεότητες προεδρεύουν των θείων και των εγκόσμιων, μία άρρην και μία θήλεια· η πρώτη περικλείει το ουράνιον στοιχείον, η δευτέρα το γήινον είναι ο Ουρανός και η Γη της παλαιάς ελληνικής θρησκείας. Η θήλεια θεότης των Γνωστικών παρά πάσαν μεταμόρφωσίν της φέρει βασικώς τα χαρακτηριστικά της παλαιάς θεάς της γονιμότητος και της ζωής, της κυριαρχούσης εις τον χώρον της Ανατολικής Μεσογείου. Παρά ταύτα η δυάς αύτη δεν είναι πρωταρχική.
Αιώνας ενωρίτερον συναντώμεν τοιαύτην δυάδα θεοτήτων εις τους Πυθαγορείους, άρρενος και θηλείας (3) , υπεράνω των οποίων κείται μία ενιαία αρχή. Οι Πυθαγόρειοι ανεζήτησαν την ενότητα του σύμπαντος εις την μορφήν, ενώ άλλοι φιλόσοφοι της προσωκρατικής εποχής την ανεζήτουν εις την ύλην. Περιγραφήν των απόψεων των δίδει ο Αριστοτέλης. «Φανερῶς γάρ λέγουσιν ὡς τοῦ ἑνός συσταθέντος εἴτ' ἐξ ἐπιπέδων εἴτ' ἐκ χροιᾶς εἴτ' ἐκ σπέρματος εἴτ' ἐξ ὧν ἀποροῦσιν εἰπεῖν εὐθύς τό ἔγγιστα τοῦ ἀπείρου εἴλκετο καί ἐπεφαίνετο ὑπό τοῦ πέρατος» (4). Η εξ ενιαίας αρχής προέλευσις του σύμπαντος προσδίδει εις αυτό αρμονίαν, την οποίαν εκφράζουν οι αριθμοί, ως σύμβολα της ουσίας. Ο αριθμός εν, η μονάς, συμβολίζει την πρώτην ούσίαν, τον νουν, την δύναμιν είναι λοιπόν άρρην. Ο αριθμός δύο συμβολίζει την αρχήν της πολλαπλότητας, είναι λοιπόν θήλυς (5). Το εν είναι ο λόγος ενότητος, το δύο είναι ο λόγος της διαιρετότητος· μετά ταύτα ακολουθεί η ύλη, η οποία δεν μετέχει των ιδεών, αλλ' είναι εικών αυτών, ως εδίδασκον οι Νεοπυθαγόρειοι (6). Κατά την διάπλασιν ταύτην από της μονάδος εις τήν πολλαπλότητα υπεισέρχεται φυσικώς η αντίθεσις·
«πέρας ἄπειρον
περιττόν ἄρτιον
ἕν πλῆθος
δεξιόν ἀριστερόν,
ἄρρεν θῆλυ» (7).