Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Σκοτάδι..

Σκοτάδι..




Καθώς χανόταν όλο και πιο βαθιά στο πυκνό δάσος τα μάτια του άρχισαν να συνηθίζουν το σκοτάδι που καταβρόχθιζε τα πάντα ολόγυρά του. Τώρα μπορούσε να διακρίνει ευκολότερα το τοπίο που απλωνόταν τριγύρω του. Οι σκιές είχαν γίνει πιο ευδιάκριτες κι όλα έμοιαζαν να φωτίζονται από το φως του ολόγιομου φεγγαριού που είχε σηκωθεί πιο ψηλά, κουρασμένο να κρύβεται πια. Πελώρια δέντρα με γυμνά κλαδιά και χοντρούς κορμούς κάλυπταν από άκρη σε άκρη το μονοπάτι. Αγκαθωτοί θάμνοι φώλιαζαν στις αιωνόβιες ρίζες τους και ψηλά κοφτερά βράχια ξεπετάγονταν από εδώ κι από εκεί κάνοντας το τοπίο να μοιάζει άγριο και απόκοσμο.  
Σήκωσε τα μάτια του προς την πανσέληνο. Τα γυμνά κλαριά των δέντρων έμοιαζαν με χέρια που ζητούσαν απεγνωσμένα να την αγγίξουν λες και θα τους χάριζε τη  λύτρωση. Ήταν η δέκατη πανσέληνο του χρόνου. Η  πανσέληνος «του Αίματος» όπως την  έλεγαν στην πατρίδα του. Μια τέτοια πανσέληνο είχε γεννηθεί κι αυτός πριν από εικοσιτέσσερα χρόνια.  Ίσως τελικά από εκείνη την πρώτη μέρα της ζωής του να είχε γραφτεί η μοίρα του. Μια μοίρα που ήταν βουτηγμένη στο αίμα, στον τρόμο και το θάνατο. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Όλα ακολουθούν τον δρόμο που ορίζουν οι Μοίρες της ζωής. Μάλλον γι’αυτό είχε γεννηθεί με το κόκκινο φεγγάρι. Φαίνεται πως ήταν το ριζικό του να πλημμυρίσει πολλές φορές τα χέρια του με αίμα.
Θυμήθηκε τη μητέρα του που τον κρατούσε στην αγκαλιά της, μια αγκαλιά που μοσχοβολούσε  νυχτολούλουδο, να του λέει πως όποιο αγόρι γεννηθεί το μήνα με την πανσέληνο «των πεσμένων φύλλων» -έτσι την αποκαλούσε εκείνη- του έμελλε να γίνει σπουδαίος και τρανός πολεμιστής. Πως τα κατορθώματά του θα έκαναν το γύρω του κόσμου και θα γίνονταν θρύλοι για τις επόμενες γενιές.  Μα τότε ξέχασε να του πει πως για να γίνεις πολεμιστής πρέπει να νιώσεις τη φρίκη του πολέμου, πρέπει να λερώσεις τα χέρια σου άπειρες φορές με αίμα, να βγάλεις κάθε ίχνος λύπησης και συναισθήματος από μέσα σου κι απλώς να σκοτώνεις, να σκοτώνεις, να σκοτώνεις…
Ένας αγροίκος είναι ο πολεμιστής.
Θάνατος. Παντού θάνατος.
Αυτή είναι στα αλήθεια η ζωή του πολεμιστή. Του τρομερού πολεμιστή. Να σκοτώνει μέχρι να έρθει η ώρα που κάποιος άλλος -επίσης τρανός πολεμιστής- θα σκοτώσει τον ίδιο. Ποιος ξέρει πότε θα ερχόταν η δική του ύστατη ώρα; Ποιος ξέρει άραγε να πει πώς είναι να νιώθεις στο δικό σου σώμα να μπήγεται γεμάτο μίσος το κοφτερό σπαθί του εχθρού και να σε αποτελειώνει; Τι κι αν το είχε κάνει αμέτρητες φορές σε τόσους άλλους πολεμιστές; Τι κι αν με το σπαθί του είχε αφαιρέσει τη ζωή τόσων και τόσων αντιπάλων; Άγνωστη παρέμενε η απάντηση…
Τα πρόσωπα του αδερφού και του αγαπημένου του φίλου πέρασαν και πάλι από μπροστά του. Τα είδε βουτηγμένα στο αίμα με μια έκφραση πόνου, τρόμου και απόγνωσης την ώρα που χάνονταν. Τι κι αν ήταν κοντά τους, δίπλα τους; Δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα. Μες τον αλαλαγμό της μάχης όλα γίνονται αστραπιαία. Κι όταν ξανά σηκώσεις το κεφάλι ίσως να είναι και η τελευταία φορά που θα αντικρίσεις το φως…
Από τα μάτια του άρχισαν να τρέχουν δάκρυα. Μέσα στην παγωνιά της νύχτας τα ένιωθε καυτά να ζεσταίνουν τα μάγουλά του. Είναι όμορφο να κλαις. Να βγάζεις από μέσα σου τον πόνο. Μα γιατί δεν το έκανε ποτέ παλιότερα;
«Μα γιατί είσαι τρανός πολεμιστής!» ψιθύρισε σιωπηλά στον εαυτό του με έναν τόνο γεμάτο ειρωνεία.
Ούτε που κατάλαβε πότε ξημέρωσε, πότε νύχτωσε και πάλι. Τρεις μέρες ταξίδευε χωρίς να σταματήσει λεπτό, χωρίς να φάει τίποτα. Μόνο με λίγο νερό κατάβρεχε τα χείλη του που και που κι αυτό για να μπορέσει να φτάσει στο σπίτι του.
Με το νέο ξημέρωμα άρχισε να διακρίνει στο βάθος το χωριό του. Ένα σύννεφο άσπρου καπνού πλανιόταν από πάνω του κι αμέσως ένιωσε να συνέρχεται, να ξυπνάει από τον λήθαργο που είχε βυθιστεί τις τελευταίες τρεις μέρες. Χτύπησε με δύναμη τα πλαϊνά του αλόγου του κι εκείνο παρά το μεγάλο ταξίδι βρήκε τη δύναμη να αρχίσει ένα ξέφρενο  ποδοβολητό. Σε λίγα λεπτά είχε ήδη μπει στο χωριό του.
Καταστροφή. Παντού γύρω του καταστροφή.
Ο άντρας κατέβηκε σαστισμένος από το άλογο, παραπατώντας στην καμένη γη που κειτόταν στα πόδια του. Γεμάτος απορία κοίταξε το τρομερό θέαμα που απλωνόταν τριγύρω του, χωρίς να μπορεί να πιστέψει το μέγεθος της συμφοράς που είχε πλήξει το χωριό του.  Το μαύρο τοπίο που αντίκριζε μπροστά του, δε θύμιζε σε τίποτα τον ολοζώντανο τόπο που είχε αποχωριστεί μόλις λίγους μήνες νωρίτερα. Τα πάντα γύρω του έμοιαζαν με σκηνικό από τον χειρότερο εφιάλτη. Μέσα στον απόλυτο όλεθρο άρχισε να αναζητά κάποιο σημείο ζωής, μα όλα φαίνονταν να έχουν νεκρώσει. Το βλέμμα του ταξίδεψε εκεί που κάποτε στέκονταν τα σπίτια των συγχωριανών του, μα τώρα δεν είχαν απομείνει παρά μαύρα καρβουνιασμένα ερείπια, έτοιμα να σωριαστούν στο χώμα. Τα νεκρά σώματα των συγχωριανών του σωριάζονταν από δω και από κει σαν ψεύτικες κούκλες που κάποιο παιδί τις είχε παρατήσει κουρασμένο ύστερα από το πολύωρο  παιχνίδι του. 
Έμεινε καρφωμένος στη θέση του, ανίκανος να κάνει την παραμικρή κίνηση.
Τι να  είχε συμβεί εδώ πέρα; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου