Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

κλόουν την Τετάρτη, την Κυριακή νεκρός ΔΙΑΦΑΝΑ ΚΡΙΝΑ

κλόουν την Τετάρτη, την Κυριακή νεκρός









Οι έρημες πόλεις, τα φώτα που σβήνουν
σαν γέροι που κλείσαν τα μάτια και πίνουν
και συ να γερνάς μες της λήθης το ψέμα
κουφάρι απόγνωσης στου ήλιου το γέρμα.
Κλόουν την Τετάρτη, την Κυριακή νεκρός.
Τα μάτια της λάμπουν σαν έναστρη νύχτα
τα χέρια της σκάβουν τον τύμβο της ήττας
και συ να ζητάς, να βρεις ένα τέρμα
σαν χάδι χαμένο, στης θλίψης το δέρμα.
Κλόουν την Τετάρτη, την Κυριακή νεκρός
στης λύπης το κατάρτι, σε σταύρωσε ο θεός
δίχως νερό κι αγάπη σ’ άφησε εδώ
σα νόθο γιο της λάσπης που κοιτάει τον ουρανό.
Έγινε η απώλεια συνήθειά μας
Γλύφω το οξύ απ’ τις ρωγμές των χειλιών σου και προσπαθώ να σου απαλύνω τον πόνο
τα χρόνια που περάσανε μ’ αφήσανε μόνο να ψάχνω την πνοή μου στο νεκρό εαυτό σου.
Ζητάω βοήθεια από ανήμπορα χέρια που ριγούν στην αγάπη και στον τρόμο
πήρες λάθος τον δικό μου δρόμο και ψάχνεις το φως μου σε σβησμένα αστέρια.
Η απουσία σου μ’ εξουθενώνει και δεν μπορώ να συνηθίσω
νοιώθω να προχωράω μπροστά μα πάντα φθάνω πίσω κι αυτή η αλήθεια με σκοτώνει.
Σβήνω τα ίχνη απ’ τα ψέματα μας παραπατάω στη σιωπή
έγινε η απώλεια συνήθειά μας κι ο έρωτας μια άρρωστη κραυγή.
Απέραντη θλιμμένη Ανταρκτική
Εκεί που οι μεθυσμένοι ψιθυρίζουν
τραγούδια της αγάπης του χαμού
εκεί που οι νεκροί στριφογυρίζουν
στον ύπνο τους και κλαίνε που και που.
Εκεί που η αγάπη έχει τελειώσει
και σιγοσβήνουν των χαμένων οι λυγμοί
εκεί που το κορμί σου έχουν στοιχειώσει
τουρίστες της ζωής σου θλιβεροί.
Μέσα στα μπαρ που αυτοκτονούνε οι θαμώνες
μέσα στην πιο καλή μας μουσική
στους σκοτεινούς της νιότης μας χειμώνες
μέσα στα έγκατα της γης.
Παντού θα με ζητάς και θα με ψάχνεις
μα εγώ θα κρύβομαι βουβός για πάντα εκεί
εκεί μέσα στα μάτια σου που αστράφτει
μια απέραντη θλιμμένη Ανταρκτική.
Justelene
Μέσα σε χρόνια δανεικά, απρόσμενα και ξένα
μες στα ποτάμια τα θολά που ζω σα μαύρη σμέρνα
μες στην ανάσα του Βοριά, σε σύμπαντα ηττημένα
Θα σιγοκαίνε σα φωτιά η αγάπη και η λησμονιά.
Θα ‘χουν τα μάτια μου σκουριά, θα ζω χωρίς εσένα
θα με χλευάζουν τα παιδιά, θα πιω απ’ τη μαύρη στέρνα
μες των μηρών σου τη δροσιά πως ξαποστέναν τρυφερά
τα χέρια μου, δυο ελάφια κουρασμένα.
Κι εγώ που δε μπορώ πια να ξεχάσω τ’ όνομά της
να τριγυρνάω εδώ κι εκεί ψάχνοντας τ’ άρωμά της,
στον κήπο της Γεθσημανής να ξαγρυπνώ δίχως φωνή
σαν λυπημένο φάντασμα στον τάφο της αγάπης
Όλα αυτά που δεν θα δω
Κάποιος έτρεχε στο πλήθος
κάποιος άλλος όχι εγώ
εγώ τάϊζα τους λύκους
και κοιμόμουν στο βουνό
Κάποιος μου ‘κλεψε τα χρόνια
και μου πήρε τη ψυχή
εγώ άκουγα τ’ αηδόνια
κι έπινα γλυκό κρασί.
Κάποιος ζούσε τη ζωή μου
μες το σπίτι μου είχε μπει
τον κοιτούσα απ’ το φεγγίτη
που ‘στρωνε να κοιμηθεί.
Κάποιος έκλεγε με τύψεις
για όσα πρόδωσα εγώ
για όλα αυτά που ‘χα αγαπήσει
για όλα αυτά που δε θα δω
Κάποιος φεύγει μ’ ένα πλοίο
κάποιος που δεν είμαι ‘γω
στη προβλήτα μες το κρύο
λυπημένα τον κοιτώ.
Το βλέμμα που σακάτεψε τη μοίρα μου
Είχες το βλέμμα που σακάτεψε τη μοίρα μου
και μια σιωπή που τη στοιχειώναν μυστικά
ένα κατώφλι που περίμενες το τίποτα
και μια γάτα που τη λέγαν Σύλβια Πλαθ
Είχες μια χούφτα σκόνη αστέρια στην παλάμη σου
έτσι όπως γύριζες στον ύπνο σου γλυκά
μια κουρασμένη αγάπη, κρύα, λεία στην αγκάλη σου
κι ένα θάνατο αργό στα γιασεμιά
Κι εγώ που δεν σε γνώριζα μα πάντα σ’ αγαπούσα
κι εγώ που σε φοβόμουνα και στη σκιά σου ζούσα
είχα ένα ψέμα για να ζω και εκτοξευμένος στο κενό
δε μπόρεσα να θυμηθώ γιατί πονούσα
Τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου
Η ανάσα σου ήτανε η πρώτη μου πατρίδα
κι η μυρωδιά σου ήταν ο πρώτος μου εθισμός.
Πάει καιρός που έχω φύγει από τη Θήβα
και περιφέρομαι σακάτης και τυφλός.
Καθαγιασμένος στα νερά της λησμονιάς σου
εξουθενομένος από τα έργα και τις μέρες σου
θητεύω δίπλα σε αγάπες ξοφλημένες
γιατί τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου
Παραχωρώ τ’ άθλιο κορμί μου τις πληγές μου
να εξασκηθούν οι μανιακοί και οι αρχάριοι.
Θέ μου, πώς ξεραθήκαν έτσι οι πληγές μου
που ξεδιψούσαν ναυαγοί και λεγεωνάριοι.
Και θα πληρώνω σαν αντίτιμο στο χρόνο
τη μοναξιά για όλα τα χάδια που ζητούσα
για την αγάπη που με βύθισε στον πόνο
κι έτσι σακάτεψα εσένα που αγαπούσα
Άραγε θα θυμάται κάποιος τ’ όνομά μας
της ζωής μας τα εξαίσια φεγγάρια
τα πάθη μας, τις λύπες, τα δεινά μας.
Άραγε υπήρξαμε ποτέ; Στα όνειρά μας!
Κάτι σαράβαλες καρδιές
Σε μένα έρχεσαι μη ξέροντας γιατί
στο φως κουρνιάζεις και βουρκώνεις δίχως λόγο
και γυροφέρνεις τους εφιάλτες σου βουβή
με την καρδιά σου να χτυπάει απ’ το φόβο.
Σε μένα έρχεσαι μη ξέροντας γιατί
κι αναστενάζεις καθώς λάμπει ο Αποσπερίτης
ένας λυγμός είναι αγάπη μου η ζωή
κάποιου που κλαίει στα βουνά της Αφροδίτης.
Σε μένα έρχεσαι μη ξέροντας γιατί
κάτι απ’ την κόλαση σού ανήκει της ζωής μου
κάτι απ’ τα βράδια που πεθαίναμε μαζί
και σκότωνα κορυδαλλούς
να μην ακούω τη φωνή μου
Ήταν τα χρόνια μας πληγές
σε κουρασμένες φτέρνες
φωνές που αντήχησαν νεκρές
μέσα σε άδειες στέρνες
δίχως να τους αποκριθεί
η ηχώ έστω μιας απάτης
κάτι σαράβαλες καρδιές
στο τσίρκο της αγάπης
Είναι που όλα ήρθαν αργά
Λυπάμαι που δεν έγινα μια θάλασσα για σένα
Να με κοιτάς νοσταλγικά με τα μαλλιά βρεγμένα
Λυπάμαι που δεν έγινα Σαχάρα να ουρλιάζεις
Κάτω από τ’ άστρα από χαρά να κλαις, ν’ ανατριχιάζεις
Λυπάμαι που δεν έγινα βράχος να ξαποστάσεις
Βότσαλο αψηλάφητο να σκύψεις να το πιάσεις.
Είναι που όλα ήρθαν αργά και πώς να συνηθίσω
Την άπειρή σου ομορφιά, τον τρυφερό σου ίσκιο
Είναι που όλα ήρθαν αργά και πώς να συνηθίσω
Την άπειρή σου ομορφιά μαράθηκα πριν ζήσω.
Πολλούς θανάτους έζησα μα σαν κι αυτόν για σένα
Πολλούς θανάτους έζησα μα σαν κι αυτόν κανένα.
Η αγάπη είναι ένας σκύλος από την κόλαση
Πάνω μου γέρνει ένας σακάτης ουρανός
ριγούν τ’ αστέρια, πέφτουν στο αδιάβροχό μου
είναι συνήθεια που έχω από μικρός
ν’ αγαπάω ό,τι με σπρώχνει στο χαμό μου
Υφαίνω σάβανα με ήλιους παιδικούς
αναρωτιέμαι αν θα βρω κάποιο σου χνάρι
μαθαίνω νέα σου από δαίμονες τρελούς,
απ’ αστροναύτες που σε είδαν στο φεγγάρι
Κάνω παρέα με λεπρούς που θέλουν χάδια
μ’ άγια ρεμάλια και μυαλά σακατεμένα
κατατρεγμένους που αγκαλιάζουνε σκοτάδια
μήπως ακούσω και μου πουν κάτι για σένα
Και έτσι βυθίζομαι στην άβυσσο μ’ απόγνωση
αφού μακριά σου έτσι κι αλλιώς είμαι χαμένος
η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση
και εγώ έχω φτάσει εκεί και την προσμένω.
Η φράση “Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση”
είναι τίτλος ποιητικής συλλογής του Charles Bukowski

Τα γλυκά απελπισμένα σου αντίο
Παραδομένος σε μια μοίρα σκοτεινή
έτσι αφημένος σ’ ένα απόκοσμο παζάρι
να υποφέρω από μια δύναμη κρυφή
με τα κουρέλια μου να ντύνω το φεγγάρι
Γελώντας λούζομαι σε βιβλικές βροχές
κι αν σκοτεινιάζω αγάπη μου μην με φοβάσαι
γιατί ευωδιάζουν αγριοκέρασα οι σιωπές
που με τυλίγουν σαν ομίχλη όταν κοιμάσαι
Την ερημιά μου την στοιχειώνουνε φωνές
πονάει η μνήμη μου και σκούζει σαν θηρίο
και έτσι για πάντα θα γεμίζω μ’ ενοχές
για τα γλυκά απελπισμένα σου αντίο
Και εγώ που πάντα ήθελα μέσα σου να ζήσω
σφαδάζω κάτω από έναν ξένο αστερισμό
ήρθα εδώ για να υποφέρω, ν’ αγαπήσω
και να χαθώ.
Σ’ ένα όνειρο από χιόνι
Από σκοτάδι σε σκοτάδι τριγυρνάς
μ’ ένα θανάσιμο τρικύμισμα στα μάτια
μυρίζεις ίσκιους από έρημα δωμάτια
τοπία θλίψης τα αγόρια που αγαπάς
Σαλεύεις πίσω από πέπλα σκοτεινά
προφίλ θανάτου σ’ ένα όνειρο από χιόνι
εκεί που βρίσκεσαι κανένας δε μιλά
μόνο φαντάσματα που κλαίνε μες στη σκόνη
Και σε θυμήθηκα στο χείλος της αβύσσου
έτσι όπως φύσηξε γλυκά εκεί ο μπάτης
ακόμα σέρνομαι ικέτης και σακάτης
προσκυνητής στους άγιους τόπους της σιωπής σου
Το κρύο στοιχειωμένο τώρα φέρνει
κουρέλια της ζωής σου την ελπίδα
σαν άθλια μοίρα που ακατάπαυστα υφαίνει
την πιο πικρή σου αλήθεια που δεν είδα
Κάποια νύχτα θα ‘ ρθεις με της νιότης τα δώρα
μ’ ένα βλέμμα σου μόνο θα γείρεις κοντά μου
θα ‘ναι η αγάπη παιδί που το τρόμαξε η μπόρα
και ορμάει να κρυφτεί στη ζεστή αγκαλιά μου.
Μνήμες του Νερού
Ζω στον κολπίσκο με τους λίγους επισκέπτες
στο λιμανάκι μου όταν ο άνεμος φυσάει
βρίσκουν απάγκιο σπάνιων κοραλλιών συλλέκτες
ταξιδευτές που η ζωή δεν τους χωράει
Σ’ αυτή την έρημη ακτή κοιμάται η Πασιφάη
Μες στα ναυάγια του βυθού, η αγάπη μου η πικρή
που το κλειδί της μοίρας μου στα χέρια της κρατάει
καμιά χαρά δεν κάνει ότι ο πόνος στην ψυχή
Κάποια βραδιά την έφερε εδώ το κύμα
νεκροί αστερίες λαμπύριζαν στα μαλλιά της
“Η ομορφιά” κάποιος ψιθύρισε “είναι μνήμα
που αφήνουν δώρα οι ξεχασμένοι της αγάπης”
Αφού στο φως λουζόμουν κάποτε μαζί της
τώρα που της ζωής το σούρουπο πλησιάζει
σε μια σπηλιά που να θυμίζει το κορμί της
θ’ αποσυρθώ και θ’ αγαπήσω το σκοτάδι
Τελευταίο Ποτό με το Διάβολο
Σου στέλνω αυτό το γράμμα βγαλμένο
Απ΄ τα πιο σκοτεινά υλικά του θανάτου της ψυχής μου.
Το σώμα μου , ένα κογχύλι που κάποτε μέσα του πλάγιαζες
Αργεί τώρα , κάτω από βρώμικα σεντόνια
Αποζητώντας τα μέλη του στ΄ απομεινάρια μιας θυσίας.
Οι μέρες εδώ κυλούν σαν μικρά πεπρωμένα του τίποτα
Που κατεργάζονται την εκμηδένιση μου
Θρυμματίζουν όλα μου τα άστρα
Και μ’ αποδίδουν ξανά στο κενό διάστημα
Στα ερωτηματικά και τους τρόμους
Στα γράφω όλα αυτά , αυτή τη νύχτα
Καθώς πίνω το τελευταίο μου ποτό με το Διάβολο
Και φυσάει μια αργόσυρτη βροχή
Φορτωμένη μ΄ αναμνήσεις κι αποχαιρετισμούς
Και την ανία της ζωής χωρίς εσένα
Τώρα ξέρεις γιατί δεν απαντώ
Ξέρεις το τίμημα που πληρώνω
(Επιλογή-Επιμέλεια Σπύρος Αραβανής)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου