Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

ΠΟΡΦΥΡΟ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΑΥΡΟ

ΠΟΡΦΥΡΟ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΑΥΡΟ


Ανέβαινε τα στριφογυριστά σκαλιά λαχανιασμένος. Τα βήματα του βαριά. Τα μακριά, μαύρα μαλλιά του, μπλεγμένα, ματωμένα, ακουμπούσαν πάνω στην μαύρη κάπα του και την λέρωναν. Με κάθε σκαλοπάτι οι μακριές τούφες ταλαντώνονταν σαν χορευτές, αθόρυβες. Η μαύρη πανοπλία του, έστελνε στους τοίχους σιδερένιες, ρυθμικές αντηχήσεις. Το τέμπο του τέλους.
Στα χέρια του οι δύο λεπίδες. Οι δύο σύντροφοι του που θυσιάστηκαν για να γίνουν σπαθιά, ώστε αυτός να φτάσει στην κορυφή του πύργου, να κλείσει τον κύκλο. Οι δύο φίλοι που έπεσαν και έγιναν όπλα. Αλλά αυτό είναι μία διαφορετική ιστορία. Δεν μπορούσαν τώρα να απασχολούν το μυαλό του γεγονότα του παρελθόντος. Έπρεπε να συγκεντρωθεί στο τώρα. Να συνεχίσει να ανεβαίνει, μέχρι εκεί που η Σκιά κρατούσε την Αμάνθια.
Η μάχη που έδωσε για να φτάσει στον πύργο ήταν σκληρή, λυσσαλέα. Η Σκιά με διάφορες μορφές, προσπάθησε να του κόψει τον δρόμο. Πολέμησε με όλη του την ψυχή, σαν φως, χωρίς να υπάρχει ελπίδα. Όμως βγήκε νικητής. Και πληγωμένος. Αίμα στο πρόσωπο του- το ένα γαλάζιο του μάτι, τυφλωμένο πια. Αίμα στους καρπούς του που έσταζε πάνω στις λεπίδες και απο εκεί, στα σκαλοπάτια. Αίμα πάνω στην μαύρη πανοπλία. Πορφυρό πάνω σε μαύρο. Τέλεια αντίθεση. Αρμονική. Πρέπουσα.
Κάθε βήμα τον έφερνε όλο και πιό κοντά στην κορυφή. Το λαχάνιασμα του ηρέμησε, όχι όμως και η καρδιά του. Χωρίς να το επιλέξει, οι αναμνήσεις τον κατέκλυσαν ξανά.

Άνοιξη δίπλα σ' έναν όμορφο ποταμό. Η κάπα του απλωμένη στο μαλακό έδαφος, στη σκιά ενός αρχαίου δέντρου. Η Αμάνθια στην αγκαλιά του, γυμνή. Το αγαλμάτινο σώμα της αφύσικο, τέλειο. Ιδρωμένο. Το στόμα της στο στήθος του- ανάσες ύπνου στο στέρνο του. Μέσα από το όνειρο της του ψιθύρισε: "Θα είσαι εδώ; Με εμένα;"
"Αιώνια" της απάντησε.

Το ένα σκαλοπάτι μετά το άλλο. Τα πόδια του να καίνε. Η καρδιά του να καίει. Το Σκοτάδι την είχε αρπάξει μέσα από την υπεροψία που αυτός επέτρεψε στον εαυτό του, όταν έγινε βασιλιάς. Τώρα, βασίλειο και φίλοι χαμένα, ήταν απλά ένας άνθρωπος που ανέβαινε μία στριφογυριστή σκάλα. Για πάντα.

"Γιατί δεν μου μιλάς;"
"Σου μιλάω"
"Δεν με κοιτάς καν"
"Είμαι βασιλιάς. Έχω πολλά στο μυαλό μου"
"Είμαι η βασίλισσα σου. Έχω πολλά στην καρδιά μου"

Αμέτρητα σκαλοπάτια. Ατελείωτη άνοδος. Μία μαύρη ανέλιξη. Πορφυρό σε μαύρο. Κάποιος κάποτε του είπε ότι όλοι θα έχουν μία δεύτερη ευκαιρία πριν πεθάνουν. Ότι οι άνθρωποι είναι οι πράξεις τους. Τα σπαθιά στα χέρια του, η ύστατη απόδειξη για αυτό. Η υπέρτατη, ανιδιοτελής θυσία δύο ανθρώπων ώστε αυτός να-
Σταμάτησε.
Από κάπου κοντά-ίσως μετά την επόμενη στροφή της σκάλας- ερχόταν φως. Μία κόκκινη μαρμαρυγή, απόκοσμη. Έσφιξε τα σπαθιά στα χέρια του. Έκανε ένα βήμα

και πέρασε μπροστά από το κρεβάτι τους. Προχώρησε μέχρι το παράθυρο και έσπρωξε στο πλάϊ την τεράστια, βελούδινη κουρτίνα. Έξω σιγή. Ηρεμία. Πανσέληνος του χειμώνα. Τυλιγμένος σε τομάρια ζώων, άφησε το βλέμμα του να χαθεί στην νύχτα. Κάπου μέσα απ' το σκοτάδι πίσω του, εκείνη του μίλησε.
"Γιατί είσαι τόσο μόνος σου, αγαπημένε;"
Θύμωσε. Γύρισε απότομα και την αναζήτησε με το γαλάζιο βλέμμα του. Τα μάτια του, δύο κυανοί, νεκρικοί ήλιοι, την βρήκαν να τον κοιτάζει λυπημένη. Λυγμοί την έπνιξαν και βύθισε το πρόσωπο της στο μαξιλάρι. Οργή. Η οργή που γεννιέται σαν άμυνα στην αλήθεια. Έφυγε από το δωμάτιο. Ήταν η τελευταία φορά που είδε την Αμάνθια.
Μετά ήρθε το Σκοτάδι και βύθισε τα πάντα στην Απόγνωση. Τον προκάλεσε. Εκείνος, τυφλωμένος, τα έχασε όλα. Όλους. Και τώρα ζούσε τον ευλογημένο και πολυπόθητο επίλογο.

Πέρασε το κατώφλι. Η ανάβαση, μία μύηση στον θάνατο. Και τώρα έτοιμος, γεμάτος, ταπεινός. Κοίταξε μπροστά. Πέθανε χίλιους θανάτους αλλά δεν το έδειξε.
Μία τεράστια αίθουσα, ψηλή σαν κάστρο, σαν καθεδρικός ναός. Κεριά αναμμένα, πέτρινο πάτωμα, τοιχογραφίες φρίκης παντού. Μυρωδιές από ανίερα θυμιάματα. Αποτρόπαιοι ψίθυροι γέμισαν τα αυτιά του. Ευθεία μπροστά, ένα τεράστιο μαύρο αβγό, σπασμένο. Από μέσα ξεπρόβαλλε ένας πελώριος μαύρος δράκος. Τα κόκκινα μάτια του, καρφωμένα στον πολεμιστή. Πορφυρό σε μαύρο. Αρμονικό. Πλοκάμια καπνού ξετυλίγονταν απο τα ρουθούνια του πλάσματος προς την οροφή. Στο πάτωμα μπροστά στο κτήνος, το διαμελισμένο σώμα της Αμάνθιας. Αγαπημένα μέλη, στήθη, χέρια, πόδια, σκορπισμένα άτακτα, βίαια. Μέσα σε λίμνες αίματος πάνω στην μαύρη πέτρα της αίθουσας. Πορφυρό σε μαύρο.

Ψυχή σκισμένη αλλά επιτέλους σε εγρήγορση. Έσφιξε κι' άλλο τα σπαθιά. Το Κτήνος βρυχήθηκε ηδονικά. Ο πολεμιστής όρμησε.

Ο πολεμιστής όρμησε.

Και αυτό αρκεί για τελειώσει ή να αρχίσει μία ιστορία.

Ο πολεμιστής όρμησε.
Αρμονικό. Τέλειο.

Σαν πορφυρό πάνω σε μαύρο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου