Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Οι σκιές

Άννα ντε Νοαϊγ (Anna de Noailles) - Οι σκιές



Οι σκιές

Όταν πια θα 'μαι κουρασμένη
εδώ να ζω μόνη και ξένη
          χρόνους αβίωτους,
θα πάω να δω τη χώρα που 'ναι
οι ποιητές και καρτερούνε      
          με το βιβλίο τους.

Francois Villon, σκιά μου φίλη,
που ταπεινά καθώς οι γρύλοι
         ετραγουδούσες,
πόσο η ψυχή μου θα σ' επόνει,
όταν σ' απρόσμενε η αγχόνη
         κι έκλαιαν οι Μούσες!

Τάχα τρεκλίζοντας ακόμα,
Βερλαίν, κρατάς αυλό στο στόμα,
         δεύτερος Παν,
πάντα είσαι απλός και θείος εσύ,
μεθώντας με οίστρο με κρασί,
            pauvre Lélian;

Και τέτοιο αν είχες ριζικό,
που άλλο δεν είναι πιο φριχτό,
       Ερρίκε Χάινε,
ουτ' έτσι ωραίο σαν το δικό σου,
στα χέρια μου το μέτωπό σου
         γύρε και πράυνε.

Εμένα διάβηκε η ζωή
όλη ένα δάκρυ, απ' το πρωί
       έως την εσπέρα.
Κι άλλο πια τώρα δε μου μένει,
παρά, θεοί μου αγαπημένοι,
να 'ρθω εκεί πέρα.

μετάφραση: Κ.Γ. Καρυωτάκης

"Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης" Χριστόφορος Λιοντάκης, εκδόσεις Καστανιώτη





Πόλη 

Είδα την Πόλη ως ήμουνα παιδί, και τη θυμάμαι
σαν κάτι ονειρεμένο.
Θυμάμαι κάποιο μιναρέ γαλάζιο, κι' ένα βάζο
με σμύρνα γεμισμένο.

Θυμάμαι, στα Γλυκά-νερά, το λαγγεμένο βράδυ
το δίχως τελειωμό:
σα φίδι μού τριγύριζε με θέρμην από τότε
η Ποίηση το λαιμό.
. . . . . . . . . .

Και στοχαζόμουνα σαν τι, στο τρυφερό παλάτι,
ποια τάχα συντυχιά,
ποιο βεζυρόπουλο τρελό για πάντα θα μ' εκράτει
σε μια γλυκειά σκλαβιά!

Ό αιθέρας μοιάζει χλιαρός στη δύση, κ' είν' η γης
βαριά, το καλοκαίρι.
Στενάζει από την ηδονή και βράζει η έμορφιά
στ' Ανατολίτικα τα μέρη.

Πολύχρωμα συντέφια κι' ω! βραχιόλια από κοράλι,
παζάρια ευωδιασμένα,
σταφύλια από το Βόσπορο τριανταφυλλιά, που μοιάζουν
φτιασιδωμένα !

Άγρια κι' ολόθερμη ζωή, ξέγνοιαστη κι' ερωτιάρα,
κοιμάσαι όλη τη μέρα.
Κ' είναι, τη νύχτα, οι πόθοι σου σκυλιά, τα στόματά τους
φλογίζουν τον αγέρα.

Ω! τ' Αρναούτ-κιοϊ συκιές, πολύφωτε ουρανέ,
μονότονη γοητεία,
να βλέπεις πάντα μιαν ακτή, που σκλάβα της κρατάει εκεί
την Ευτυχία!

«Τα φώτα της Αγιά-Σοφιάς δάσος, και το λιβάνι
κρυμμένο περιβόλι,
στο λαγγεμένο της κορμί στηλώνεται, κι' αφήνει
να τη θαυμάζουν όλοι...»
. . . . . . . . . .

Ήμουν φτιαγμένη για να ζω πλάι στα νερά τ' αμαρτωλά
κι' από του ήλιου το χάδι,
τη χώρα αφιερώνοντας του μισοφεγγαριού
στην Άρτεμη, το βράδυ.

Ήμουν φτιαγμένη για να ζω κατ' από μια δαμασκηνιά
τρώγοντας κουκουνάρι.
Εκεί που ετοίμαζ' η Ξανθώ το χτυποκάρδι του Σενιέ,
όλη δροσιά και χάρη.

Ήμουν φτιαγμένη για να ζω στα βέλα τα μεταξωτά
και μέσ' τα κεχριμπάρια,
που δένουν και σκεπάζουνε τα μπράτσα τα λαχταριστά,
ανάλαφρα κι' ανάρια.
. . . . . . . . . .

Κανένας δε θε νά 'ξερε τον ξέφρενό μου πόνο
δε θα 'χα τραγουδήσει:
θα 'χα κρατήσει απάνω μου, σα μια πελώρια λύρα
του ήλιου τη χρυσοβρύση.
. . . . . . . . . .

Άννα Ντε Νοάιγ

Μετάφραση: Μυρτιώτισσα

Από την
 παγκόσμιο ανθολογία - τόμος Α'
Eκδ. Γεωργίου Παπαδημητρίου, 1953


 

Μια βραδιά στη Βερόνα

Βερόνα, τις πλατείες σου το βράδι ασημοβρέχει
με σμιλακιές και κυπαρίσσια, οι ρόδινοι ουρανοί
χαρακωτοί και δείχνεται σαν από μιναρέδες
πρασινοπένθιμο στεφάνι η χώρα να φορεί.

Στου παλατιού ξεθωριασμένα τα χρυσάφια κοίτα
πώς κυματίζει λαμπερή μια χλαίνα χνουδωτή!
Τα ερωτικά τα περιστέρια υπάκουα
ανατριχιάζουν εκεί πέρα από ηδονή.

Ανάμεσ' απ' τους τούβλινους τοίχους που καθρεφτίζει
στο ρέμμα του ο Αδίδης ρέει πλατύς, κοκκινωπός
ορμητικά, γοργά. Στην πόλη της Ιουλιέττας
του αιμάτου έχει το χρώμα ο ποταμός!

Τραγική γλύκα πολιτείας αιματοσπαραγμένης!
Δρόμοι, που ζουν τα περασμένα κάτου απ' το φτερό
του κοιμισμένου ανέμου! Να! Μιας μάσκας ο ίσκιος τρέχει
στων εραστών πολέμιων το χορό.

Τινάζομαι, το σπίτι σου ξανοίγω, Ιουλιέττα,
κατάμαυρο, για κλάυματα, κρύο κάρβουνο: είν' εκεί
που ο δροσερός κορυδαλός με το κελάδισμά του
σε τρόμαξεν. Ω εσύ,

πώς κάηκες, πώς φαγώθηκες, του μαρτυρίου νεράιδα!
Τι ωραίο του πόθου πύρινου που σ' άρπαξε το κύμα,
την ώρα που έξαφνα έκραξες:
— "Παραμάνα, ετοιμάστε μου το μνήμα!

Το μνήμα μου ετοιμάστε και το ξόδι μου,
βιολετί, μαύρο στρώστε μου το νυφικό κλινάρι,
ανίσως δεν τον αγκαλιάσω τον ομορφονιό,
που έλαμπε μέσ' στον κήπο σα φεγγάρι.»

Αγνάντια στην ηρωική, στη γοερή σου μάνητα,
στο βάσανο που σ' έκαιγε, στα σκούσματά σου εμπρός,
η δίψα είναι πηγή αναβρυστική
και η πείνα χορτασμός.

Σαν τον ανίκητο έρωτα που τον εξευγενίζουν
τα δάκρυα, άλλο τίποτα δε βρίσκεται εδώ κάτου,
το γνώριζες. Ο πόλεμος, η λοιμική, η φωτιά,
χλωμά είν' αντιφεγγίσματά σου.

— Πού είν' αδερφή μου, ο κόρφος σου κ' η αυγερινή σου όψη;
Νύχτα' σου φέρνω την καρδιά μου, βογγοαναστενάζει
το περιστέρι απάνω στη συκομουριά
σα να πεθαίνει από μαράζι...

Βαρύ παλάτι παραπέρα πορφυροβαμμένο,
κλειστά τα παραθύρια του τα πράσινα κρατεί
σε πλατιά αχνοτριανταφυλλιά. Χινόπωρο ένα βράδι
έγραφε την Παράδεισό του ο Ντάντες μέσα εκεί.

Με γλύκα θεία τα μάτια του γεμίζουν γύρω οι λόφοι
την ώρα που αποκαρωμένοι, σκεπτικοί, για ιδές!
το γλυκοχάραγο ουρανό της Ιταλίας οι άγγελοι
σγέρνουν απάνου από τις σμιλακιές.

Μα πιο πολύ μού είσαι ακριβό, του μεθυσιού εσύ σπίτι
κ' εσύ μπαλκόνι, απ' τ' αηδονιού τους γόους λαχταριστό!
Αυτού χαϊδολογούσες, Ιουλιέττα,
το Ρωμαίο στο λαιμό σου κρεμαστό!

Μα πιο πολύ μού είσαι ακριβό, του πυρετού μπαλκόνι
σκοταδερό, που η μεταξένια η σκάλα σου λαλούσε
στριφογυρνώντας και το ταίρι, σμίγοντας τα χείλη του
μ' ένα «πια σ' έχω» σε λυγμούς ξεσπούσε.

- Ευλογημένος ο έρωτας μέσα κι απάνου σε όλα
ιερό κι ας είναι τ' όνομά του, ακέρια πέρα ως πέρα
και η βασιλεία του! Τις δάφνες και τα ρόδα φέρνω
στων Καπουλέτων μοναχά τη θυγατέρα.

Άννα Ντε Νοάιγ

Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς

από την
 παγκόσμιο ανθολογία ποιήσεως, τόμος Α'
Εκδόσεις: Γεωργίου Παπαδημητρίου, 1953

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου