Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Οι άγριοι ασφόδελοι της Έμμας Λα Γκαρντ

Οι άγριοι ασφόδελοι της Έμμας Λα Γκαρντ


Εδώ και μερικό καιρό, από τις μέρες που ήμουν στη Γλασκώβη, έχω φυλαγμένο ανάμεσα στα χαρτιά μου ένα απόκομμα εφημερίδας, μια σύντομη είδηση, με έκταση μόλις μίας δίστηλης παραγράφου. Ο Ρομπέρτο της ταινίας Η αγελάδα που έπεσε από τον ουρανό θα την έβαζε σίγουρα στη συλλογή του  με τις παράξενες ιστορίες της ζωής. Εγώ δεν κάνω τέτοια συλλογή από αξιοπερίεργες ιστορίες, αλλά προς στιγμήν σκέφτηκα να αρχίσω.
Μια γυναίκα από το Γκλόστερσαϊρ, η Έμμα (όπως η Μποβαρί) Λα Γκαρντ (όπως η Κριστίν, αλλά με δύο λέξεις), καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών και εννέα μηνών, κατηγορούμενη για μια απίστευτη σκευωρία με όργανο και θύμα τον γιο της. Η Λα Γκαρντ πλαστογράφησε ιατρικά πιστοποιητικά που εμφάνιζαν τον γιο της να πάσχει από μια κακοήθη αιματολογική νόσο. Επί τρία ολόκληρα χρόνια κι ενώ το παιδί ήταν στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, το ανάγκαζε να πηγαίνει στο σχολείο πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι, με αποτέλεσμα να γίνεται αντικείμενο πειραγμάτων από τους συμμαθητές του. Κάποια στιγμή του ξύρισε το κεφάλι και τα φρύδια, για να φαίνεται ότι είχε κάνει χημειοθεραπεία. Με την εξωφρενική αυτή απάτη, η Λα Γκαρντ απέσπασε ως επίδομα περίπου 85.000 λίρες στερλίνες. Πήρε τα παιδιά της και πήγε στη Φλόριντα, όπου συνέχισε να κυκλοφορεί τον μικρό με καροτσάκι για της δίνουν προτεραιότητα στις ουρές. Ο πατέρας του παιδιού, με τον οποίο η Λα Γκαρντ προφανώς ήταν σε διάσταση, υποψιάστηκε ότι κάτι συνέβαινε και συμβουλεύτηκε τον οικογενειακό του γιατρό. Έτσι αποκαλύφθηκε η απάτη και η σατανική Λα Γκαρντ οδηγήθηκε στο δικαστήριο.
Διαβάζοντας αυτή την απίστευτη ιστορία, σκέφτηκα αμέσως «να κάτι που γράφεται». Θα μπορούσε να γίνει διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα, θεατρικό ή ταινία. Τη βασάνιζα στο μυαλό μου σχεδόν ένα μήνα. Να την αφήσω να εκτυλίσσεται στην Αγγλία, να τη φέρω στην Ελλάδα για να είναι πιο γνώριμο το περιβάλλον. Έψαξα στο διαδίκτυο για το Γκλόστερσαϊρ, την πόλη της Λα Γκαρντ. Είναι μια πόλη με 850.000 περίπου κατοίκους στο νοτιοδυτικό κομμάτι της Αγγλίας και αρχικά περιλάμβανε στην επικράτειά της και το Μπρίστολ. Έχει πολυάριθμα σχολεία και πανεπιστήμιο. Το 2007, υπέστη σοβαρές καταστροφές από μια μεγάλη πλημμύρα. Αντιπροσωπευτικό λουλούδι της περιοχής είναι ο άγριος ασφόδελος. Κάθε χρόνο, την τελευταία Δευτέρα του Μάη, διοργανώνεται στην πόλη μια γιορτή τυριού (Spring Banks Holiday). Συγκεκριμένα, η γιορτή γίνεται στον λόφο Κούπερ. Ένα κεφάλι τοπικού τυριού αφήνεται να κατρακυλήσει από την κορυφή του λόφου και οι συμμετέχοντες το κυνηγούν. Νικητής είναι αυτός που θα το φτάσει πρώτος.
Σκεφτόμουν την ψυχοπαθολογία αυτής  της γυναίκας. Προσπαθούσα να την περιγράψω με λέξεις, να επινοήσω γεγονότα που να ντύνουν τη ροή ενός διηγήματος. Είπα να κοιτάξω τι περιέχει το συρτάρι της, όπως κάνουν στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής. Ξυράφια, πούδρα, ψεύτικες σφραγίδες, το Merck Manual σε παλιά έκδοση, ένα μικρό μπουκαλάκι με άρωμα wild daffodil. Τη φαντάστηκα να παίρνει μέρος στη Spring Banks Holiday, σπρώχνοντας το καροτσάκι του γιού της από το λόφο και στο τέλος κατσαδιάζοντάς τον που δεν κατάφερε να πιάσει το τυρί.
Δεν κατάφερα να σκαρώσω τίποτα καλό μέχρι σήμερα. Όλες οι εκδοχές που μου ήρθαν στο μυαλό, μου φαίνονταν τραβηγμένες. Ο αναγνώστης θα τράβαγε τα μαλλιά του, θα απορούσε με την αρρωστημένη φαντασία μου. Θυμήθηκα ένα σχόλιο στο ιστολόγιο, ότι βασανίζω τους χαρακτήρες μου. Αποφάσισα, λοιπόν, να μη βασανίσω το μικρό αγόρι περισσότερο απ’ όσο έχει ήδη υποφέρει. Αφήνω την ιστορία ωμή, όπως εμφανίστηκε στα ψιλά των εφημερίδων. Σίγουρα οι προεκτάσεις που θα έρθουν στο μυαλό σας, δεν θα είναι λιγότερο απίστευτες από τις δικές μου.

Αν...


Το ότι έπρεπε να συνοδεύσω την Έλλη ήταν  μια καλή πρόφαση για να δω το «Αν…» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Σε διαφορετική περίπτωση μάλλον θα έπρεπε να το κάνω  ινκόγκνιτο. Εξάλλου ποιος σοβαρός σινεφίλ θεατής θα πήγαινε μόνος του να δει την ταινία του σκηνοθέτη των τηλεοπτικών σειρών με τις νεανικές παρέες που βολοδέρνουν από  τον Casa di Patsi καναπέ στην Άβαξ πολυθρόνα και τούμπαλιν, αλλάζοντας ερωτικούς συντρόφους σε μίνιμαλ διακοσμημένα καθιστικά και κουζίνες με κεντρικό απορροφητήρα, κατά προτίμηση στην Κηφισιά, την Πλάκα ή σε κάποιο νησί… Ευτυχώς, τα παιδιά, εκτός από τεκμήριο, κάποιοες φορές αποτελούν και άλλοθι για κάθε υποφώσκουσα, σχεδόν ηδονοβλεπτική, διάθεση ελαφρότητας των ενηλίκων.
Η ταινία μπήκε με το Anitras dance από τη σουίτα Peer Gynt του Edvard Grieg και με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, ερωτευμένο φορτηγατζή, να προκαλεί θανατηφόρο ατύχημα οδηγώντας με μεγάλη ταχύτητα μέσα στα στενά της Πλάκας. Στο σημείο αυτό ο χρόνος μηδενίζεται και η υπόθεση αρχίζει. Η ταινία παρακολουθεί τη ζωή του Δημήτρη, ενός νεαρού εργένη που μένει στην Πλάκα. Μάλλον παρακολουθεί τα ενδεχόμενα της ζωής του Δημήτρη και τις διαφορετικές ζωές που προκύπτουν από την επιλογή άλλοτε άλλου ενδεχομένου. Ο Δημήτρης βγάζει ή δεν βγάζει βόλτα τη Μοναξιά του (τον σκύλο του). Τα δύο ενδεχόμενα οδηγούν σε δύο διαφορετικές αλληλουχίες γεγονότων με τα ίδια πρόσωπα να οδηγούνται σε πορείες παράλληλες ή συγκλίνουσες, ζώντας τη μία και μοναδική τους ζωή σε επάλληλες σπονδυλωτές ιστορίες. Συνεκτικό ρόλο στις επάλληλες ιστορίες έχει το τηλεοπτικό ζευγάρι Γιώργου Κωνσταντίνου-Μάρως Κοντού, που λες και έχουν ξεπηδήσει από την ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα Η γυνή να φοβήται τον άνδρα (προβάλλεται στην τηλεόραση, σε κάποιο αρχικό πλάνο της ταινίας) στη σύγχρονη πραγματικότητα και προσπαθούν να ερμηνεύσουν με τη σοφία της ηλικίας τα άλυτα ζητήματα της καρδιάς.
Ομολογώ ανερυθρίαστα ότι βρήκα άκρως ευρηματική την σκηνοθεσία του Παπακαλιάτη. Νευρώδης, ατμοσφαιρική, με τα γνωστά κοντινά πλάνα που φθάνουν στα όρια ναρκισσισμού, αλλά δεν παύουν να είναι άρτια τραβηγμένα. Ακόμα και το σενάριο δείχνει να είναι λίγο πιο κατασταλαγμένο από τα παλαιότερα. Έχει μεγαλώσει και ο ίδιος , έχουν αλλάξει και οι καιροί, κάτι έχει νιώσει στο πετσί του, κάτι πάει να βγάλει και στην ταινία του. Περνάνε από τα πλάνα της ταινίας, έστω και επιδερμικά, τα κλειστά μαγαζιά του κέντρου, οι γεμάτοι γκράφιτι τοίχοι, οι Πακιστανοί με τα σιδερικά, τα ενεχυροδανειστήρια. Η μουσική επένδυση της ταινίας, αν και προβλέψιμη, είναι ελκυστική και η φωτογραφία, όπως πάντα, εξαιρετική. Ιδιαίτερα χαριτωμένος είναι ο τρόπος που αλλάζουν οι εποχές στην αρχή της ταινίας, όταν το ζευγάρι ζει ακόμα το ερωτικό του πάθος.  Σαν να περπατάνε μέσα στις εποχές, ανέμελοι, αδιάφοροι για τη ζέστη ή το κρύο.
Υπάρχουν βέβαια αδύναμα σημεία. Η τάση του Δημήτρη-και στις δύο εκδοχές του-να κάθεται κατάχαμα κάθε φορά που είναι στενοχωρημένος, καταντάει κλισέ προβλέψιμο, σχεδόν κωμικό. Η Θέμις Μπαζάκα υφίσταται καρδιακή ανακοπή σαν να παθαίνει λόξυγγα: ενώ κουβεντιάζει  κανονικά, γυρίζει το κεφάλι της και πεθαίνει. Οι γιατροί προσπαθούν να την επαναφέρουν μόνο με ηλεκτρική ανάταξη (χωρίς θωρακικές συμπιέσεις) μετρώντας ένα-δύο-τρία εν χορώ, σαν μικρή ορχήστρα που ετοιμάζεται να εκτελέσει βαλς του Στράους. Επιπλέον, είναι απίθανο να μπορεί να αναπτύξει ένα φορτηγό μεγάλη ταχύτητα στα στενά της Πλάκας.
Ο Παπακαλιάτης δεν είναι καλός ηθοποιός. Ούτε πολύ όμορφος. Καταφέρνει όμως να γράψει τον εαυτό του στον κινηματογραφικό χρόνο με τρόπο ελκυστικό. Συνολικά μου άρεσε η ταινία, δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ. Είχε κάτι από την κατηγορία εκείνη των ταινιών με άρωμα, μελωδία και γεύση στις σωστές αναλογίες (μου θύμισε αμυδρά την Αμελί). Δεν είναι η ταινία-ορόσημο για τον ελληνικό κινηματογράφο, όμως βλέπεται ευχάριστα και αξιοποιεί άρτια το σύνολο σχεδόν της διάρκειάς της. Μια λεπτομέρεια-σύμπτωση: δύο φορές μέσα στην ταινία ακούγεται η φωνή του Χρόνη Μίσσιου να διατυπώνει σκέψεις για τη ζωή και την ύπαρξη, σαν ένα απροσδόκητο μνημόσυνο του συγγραφέα που χάθηκε λίγες ημέρες πριν την επίσημη πρώτη προβολή της ταινίας στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου