Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ & ΚΑΖΑΤΖΑΚΗΣ.

Ορθοδοξία και Πουριτανισμός στο έργο του Παπαδιαμάντη και του Καζαντζάκη (Β')
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου















3. “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται” και η “εξοχική λαμπρή”
Ύστερα από όσα ανέφερα προηγουμένως θα προχωρήσω να εντοπίσω τα δύο κεντρικά σημεία της διαφοράς μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Πουριτανισμού στούς δύο αυτούς συγγραφείς, δηλαδή στον Καζαντζάκη και τον Παπαδιαμάντη, και μάλιστα στα δύο συγκεκριμένα έργα τους “ο Χριστός ξανασταυρώνεται” και “η εξοχική λαμπρή”. Θά μπορούσα να επεκτείνω το θέμα σε άλλα σημαντικά κείμενά τους, αλλά χάριν οικονομίας χρόνου θα περιορισθώ σε αυτά.
Κατ’ αρχάς ο τίτλος των δύο διηγημάτων προσδιορίζει την διαφορά.
Ο Καζαντζάκης αρχίζει το έργο του με αναφορά στην αναπαράσταση της σταυρώσεως του Χριστού και συνεχίζει να περιγράφη τον σταυρό που σήκωνε ο λαός της συγκεκριμένης εκείνης εποχής που πεινούσε, σε σχέση με την άρχουσα τάξη της εποχής τους. Ο σταυρός είναι το κεντρικό σημείο της διδασκαλίας του και τον βλέπει χωρίς την ανάσταση. Αυτό το βλέπουμε και στο βιβλίο του “ο φτωχούλης του Θεού”, όπου παρουσιάζεται ο άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, εκφραστής του δυτικού Χριστιανισμού, να ανέρχεται στον υψηλότερο βαθμό της πνευματικής ζωής όταν “ο φτερωτός Σταυρωμένος” τον άγγιξε σάν μιά αστραπή. Ο Φραγκίσκος φώναζε: “Ακόμα! Ακόμα! Θέλω ακόμα! Κι η θεία φωνή από πάνω του: Μή ζητάς παραπέρα’ εδώ σταματάει ο ανήφορος του ανθρώπου, στην Σταύρωση”. Καί όταν ο Φραγκίσκος κραύγαζε απελπισμένα: “Θέλω παραπέρα, την Ανάσταση”, η φωνή του Χριστού του αποκρινόταν: “Αγαπημένε Φραγκίσκο, άνοιξε τα μάτια, κοίταξε: Σταύρωση κι Ανάσταση είναι ένα”. Καί όταν έφυγε ο φτερωτός σταυρωμένος Χριστός, τότε έτρεχε το αίμα από τα πόδια και τα χέρια του Φραγκίσκου, “και στο πλευρό του έτρεχε μιά ανοικτή φαρδιά πληγή, θαρρείς καμωμένη από λόγχη”.
Αντίθετα ο Παπαδιαμάντης στο διήγημά του “εξοχική λαμπρή” περιγράφει την ορθόδοξη ατμόσφαιρα της εορτής της Αναστάσεως, που έγινε κατά τρόπον παραδοσιακό, στα Καλύβια. Έψαλαν τον Κανόνα στην Εκκλησία και ύστερα “ήναψαν τάς λαμπάδας κ’ εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν’ ακούσωσι την Ανάστασιν. Γλυκείαν και κατανυκτικήν Ανάστασιν εν μέσω των ανθούντων δένδρων, <των> υπό ελαφράς αύρας σειομένων ευωδών θάμνων, και των λευκών ανθέων της αγραμπελιάς”. Οι χωρικοί κοινώνησαν και στην συνέχεια “περί την μεσημβρίαν, μετά την Β' Ανάστασιν, οι χωρικοί το έστρωσαν υπό τάς πλατάνους παρά την δροσεράν πηγήν”. Έφαγαν και ήπιαν. “Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το Χριστός ανέστη, ύστερον τα θύραθεν. Ο μπαρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το Χριστός ανέστη, το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο”. Ο μπαρμπα-Κίτσος έψαλε το Χριστός ανέστη, αλλά παρά την ιδιορρυθμία της ψαλμωδίας “ουδείς ποτε έψαλεν ιερόν άσμα μετά πλείονος χριστιανικού αισθήματος και ενθουσιασμού”. Καί “περί την δείλην είχεν αρχίσει ο χορός, χορός κλέφτικος”.
Δηλαδή, ενώ ο Καζαντζάκης περιγράφει μιά πνευματική ζωή γεμάτη αγωνία και σταύρωση, πληγές και αίματα, όπως φαίνεται και σε άλλα κείμενά του, ήτοι στην ασκητική του, εν τούτοις ο Παπαδιαμάντης επιμένει στην Ανάσταση του Χριστού, που την πανηγυρίζει ολόκληρη η φύση, αλλά και το χαίρονται οι άνθρωποι με ιλαρότητα, φυσικότητα και πολύ ομορφιά.
Στά κείμενα αυτών των δύο μεγάλων λογοτεχνών μας παρουσιάζεται και το δεύτερο σημείο που ανέφερα πιό πάνω. Συγκεκριμένα ο Καζαντζάκης χωρίζει τούς ανθρώπους σε καλούς και κακούς, με βάση την πουριτανική ηθική, που στηρίζεται στον απόλυτο προορισμό και τον ευσεβιστικό ανθρωπισμό, ενώ ο Παπαδιαμάντης αγκαλιάζει όλους τούς ανθρώπους με στοργή και αγάπη. Δέν αμνηστεύει τα ελαττώματά τους, αλλά τα βλέπει μέσα σε όλη την προοπτική της προσωπικότητός τους, καθώς επίσης τα αφήνει στην Πρόνοια, το έλεος και την κρίση του Χριστού. Δέν αποσπά ανθρωποκεντρικά και αυτάρεσκα την κρίση από τον Χριστό.
Επίσης, και στα δύο αυτά κείμενα παρουσιάζονται και ερμηνεύονται διάφορες ενέργειες δύο ζευγών Ιερέων. Στόν Καζαντζάκη περιγράφεται ο παπα-Φώτης και ο παπα-Γρηγόρης, στον δέ Παπαδιαμάντη ο παπα-Κυριακός και ο παπα-Θοδωρής. Ο Καζαντζάκης είναι απόλυτος και τούς ερμηνεύει μέσα στο σχήμα ο καλός και ο κακός. Ο Παπαδιαμάντης δεν θέτει τέτοιες διαχωριστικές γραμμές, βλέπει τα ελαττώματα, αλλά τελικά τονίζει την μετάνοια και το ορθόδοξο ήθος.
Στόν Καζαντζάκη ο παπα-Γρηγόρης χαρακτηρίζεται “φαταούλας”, “τραγογένης”, “θεομπαίχτης”, “ψεύτης”, είναι παπάς “με την γεμάτη κοιλιά... με τα διπλά προγούλια”. Γράφει έντονα απαξιωτικά και καταδικαστικά για τον παπα-Γρηγόρη. Τό ίδιο πνεύμα παρατηρείται και στούς άλλους χωριανούς, όπως τον γερο-Πατριαρχέα, τον Χατζη-Νικολή, τον γερο-Λαδά, την Κατερίνα, την χήρα κλπ. Αντίθετα ο παπα-Φώτης, για τον Καζαντζάκη, ήταν ο καλός παπάς, που δεν έχει κανένα ψεγάδι επάνω του και αγωνίζεται για το ποίμνιό του, που πεινούσε. “Μπροστάρης πήγαινε ένας παπάς ηλιομαυρισμένος, αδύναμος, με μεγάλα μαύρα μάτια που πετούσαν φωτιές κάτω από τ’ άγρια φρύδια, με αριά γκρίζα γένια σφηνωτά. Έσφιγγε στην αγκαλιά του ένα βαρύ Ευαγγέλιο ασημοδεμένο και φορούσε το πετραχήλι του”. Είναι σαφής η διαλεκτική αντίθεση μεταξύ καθαρών και μή καθαρών ιερέων. Πρόκειται για έναν καθαρό πουριτανισμό και ευσεβισμό.
Στόν Παπαδιαμάντη όμως δεν παρατηρούνται τέτοιες διαλεκτικές αντιθέσεις. Όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί και όλοι έχουν στοιχεία και σημεία βδελυκτά ενώπιον του Θεού και αναζητούν το έλεος του Θεού. Αυτό φαίνεται στην “εξοχική λαμπρή”, στις αντιδράσεις μεταξύ του παπα-Κυριακού και του παπα-Θοδωρή, ιδιαιτέρως στον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε ο παπα-Κυριακός στην εσφαλμένη είδηση του υιού του Ζάχου. Κάνοντας ο παπα-Κυριακός την Ανάσταση στα Καλύβια, έμαθε από τον γυιό του ότι ο παπα-Θοδωρής του έκλεβε τις λειτουργιές, που λειτουργούσε στον κεντρικό Ναό, ενώ, όπως αποδείχθηκε αργότερα, δεν έκανε κάτι τέτοιο. Αναστατώνεται ο παπα-Κυριακός, ο οποίος, γνήσιος εκπρόσωπος του ελληνικού Κλήρου, “πλήν μικρού ελευθεριασμού, ήτο κατά πάντα άμεπτος”. Ο παπα-Κυριακός φαινόταν ως πλεονέκτης, γιατί ήθελε να μεγαλώση τα παιδιά του, λίγο δύσπιστος αλλά “ανοικτόκαρδος”. Μέ την πληροφορία που του μετέφερε ο υιός του αγανάκτησε, δεν συγκρατήθηκε, αμάρτησε, έφυγε από την Εκκλησία, για να πάη εκείνη την ώρα να συλλάβη επ’ αυτοφόρω τον συνεφημέριό του, αλλά στον δρόμο, στον νερόμυλο, αισθάνθηκε την πτώση του και “ποιήσας το σημείον του σταυρού -ήμαρτον, Κύριε, είπεν, ήμαρτον, μή με συνερισθής”. Καί στην συνέχεια: “ησθάνθη δάκρυ βρέχον την παρειάν του. –Ώ, Κύριε, είπεν ολοψύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Σύ παρεδόθης διά τάς αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα”. Επέστρεψε και έτσι τελείωσε την θεία Λειτουργία, όμως “αυτός δεν εκοινώνησε, επιφυλαττόμενος να το είπη εις τον πνευματικόν, και πρόθυμος να δεχθή τον κανόνα”.
Στόν Παπαδιαμάντη δεν παρατηρεί κανείς ούτε ίχνος πουριτανισμού και ευσεβισμού, δεν χωρίζει τούς Κληρικούς σε καλούς και κακούς, δεν κρίνει τον παπα-Κυριακό, αλλά και αυτήν την πτώση του την αντιμετωπίζει με συμπάθεια και την εντάσσει στο κλίμα της μετανοίας. Ο Παπαδιαμάντης εκφράζει την άποψη ότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και όλοι έχουμε ανάγκη του ελέους και της ευσπλαχνίας του Θεού. Μόνον ο Θεός είναι καθαρός και με την απόλυτη σημασία της λέξεως άγιος. “Είς μόνος άγιος, είς μόνος Κύριος, Ιησούς Χριστός”. Αυτό το βλέπουμε σε πολλά κείμενά του, ιδίως στο “Έρωτας στα χιόνια” και “Χωρίς στεφάνι”.

Ο Παπαδιαμάντης και ο Καζαντζάκης είναι δύο μεγάλοι λογοτέχνες, οι οποίοι εκφράζουν και διατυπώνουν στα κείμενά τους εκφράσεις της κοινωνίας μας. Όμως διαφορετική είναι η προοπτική μέσα από την οποία παρατηρούν την κοινωνία μας, και βεβαίως εκφράζουν δύο ερμηνευτικές παραδόσεις. Αυτό φαίνεται σε όλο το έργο τους. Ο Καζαντζάκης έχει επηρεασθή από την θρησκευτικότητα που παρατηρείται στην Δύση, είτε με την μορφή του Παπισμού, είτε με την μορφή του Προτεσταντισμού, ενώ ο Παπαδιαμάντης έχει επηρεασθή από τις παραδόσεις του λαού, τούς φιλοκαλικούς Πατέρες και το Άγιον Όρος, το πνεύμα και την ζωή της Ρωμηοσύνης.
Προσωπικά με ικανοποιεί αφάνταστα ο Παπαδιαμάντης, γιατί βλέπει τον κόσμο με φιλανθρωπία, αρχοντική αγάπη, τρυφερότητα και ευαισθησία, η οποία προέρχεται από την ορθόδοξη αυτομεμψία και νομίζω ότι αν έβαζαν τον Παπαδιαμάντη να κρίνη τον Καζαντζάκη, θα τον άφηνε στο έλεος του Θεού. Αυτό δείχνει την πνευματική αρχοντιά του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη.-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου