Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΝΓΚΟ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ.

«Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι»: Ο ερωτισμός ως τραυματική εμπειρία
«Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι»: Ο ερωτισμός ως τραυματική εμπειρία

Τερζής Κ.
Ημερομηνία δημοσίευσης: 15/08/2010
Στις αρχές της δεκαετίας του '70 η καριέρα του Μάρλον Μπράντο, του σημαντικότερου ηθοποιού του εικοστού αιώνα, βρισκόταν κοντά στο ναδίρ. Ήταν τότε που η συνάντησή του, σχεδόν ταυτόχρονα, με δύο σπουδαίους σκηνοθέτες, θα τον ξαναφέρει στο παγκόσμιο προσκήνιο: Ο νεαρός Φράνσις Φορντ Κόπολα στις ΗΠΑ αναζητούσε πρωταγωνιστή για τον φιλόδοξο «Νονό» του, και ένας μάλλον άγνωστος στο διεθνές κοινό Ιταλός σκηνοθέτης ονόματι Μπερνάρντο Μπερτολούτσι αποτόλμησε να πλησιάσει τον Μπράντο προτείνοντάς του έναν ριψοκίνδυνο ρόλο για την επόμενη ταινία του: Στις 14 Οκτωβρίου του 1972, η ταινία του Μπερτολούτσι, «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι" (Ultimo tango a Parigi) πρωτοπαρουσιάζεται στο Φεστιβάλ της Νέας Υόρκης.
Ασυνήθιστη επιλογή: ο τυπικά Ευρωπαίος Μπερτολούτσι θεώρησε μάλλον ότι ο «Νέος Κόσμος» θα δείξει μεγαλύτερη κατανόηση στο τόλμημά του, και όντως απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, με την ηγερία της αμερικανικής κινηματογραφικής κριτικής Pauline Kael να γράφει έναν πραγματικό ύμνο στο περιοδικό «New Yorker», μιλώντας για «ιστορική στιγμή» για τον παγκόσμιο κινηματογράφο: «Πρέπει να είναι η πιο δυναμικά ερωτική ταινία που έγινε ποτέ, κι ίσως αποδειχθεί η πιο απελευθερωτική ταινία του κινηματογράφου».
Δεν νομίζω ότι ο χρόνος δικαίωσε αυτές τις εκτιμήσεις, αλλά οι παλαιότεροι θυμούνται ακόμη τον σάλο που προκάλεσε η ταινία εκείνη την εποχή (στην Ελλάδα της χούντας προβλήθηκε μια αγρίως λογοκριμένη βερσιόν και κάποιοι είχαν ταξιδέψει στο εξωτερικό μόνο και μόνο για να δουν την «αυθεντική» κόπια). Πράγματι, η ταινία, που ξεκίνησε την εμπορική καριέρα της από το Παρίσι, θα σαρώσει τα ταμεία σε όλο τον κόσμο, δημιουργώντας ένα απίστευτο σκάνδαλο λόγω των τολμηρών ερωτικών σκηνών, που είναι το περιτύλιγμα ενός σπαραχτικού πυρήνα υπαρξιακού αδιεξόδου. «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» αφηγείται την οριακή, «στην κόψη του ξυραφιού», σχέση ενός 45άρη Αμερικανού με μια νεαρή Γαλλίδα, μέσα από μια διαδρομή αυτοκαταστροφής -σχόλιο για τη σκοτεινή πλευρά του ερωτισμού, που αγγίζει και ξεπερνά τα όρια του σαδομαζοχισμού και της συντριπτικής εξουθένωσης...
Όταν ο Μάρλον Μπράντο ρωτήθηκε, σε μια συνέντευξή του το 1979 στο περιοδικό «Playboy», ποιο κατά τη γνώμη του ήταν το «θέμα» στο «Τελευταίο τανγκό», απάντησε με το γνωστό ύφος του, που δεν επέτρεπε δεύτερη κουβέντα: «Η ψυχανάλυση του Μπερτολούτσι». Βέβαια, ο Μπερτολούτσι είχε φροντίσει προκαταβολικά να επιβεβαιώσει την άποψη του Μπράντο, καθώς είχε συμπεριλάβει το όνομα του ψυχαναλυτή του στους τίτλους του τέλους! Για ποιο λόγο; «Επειδή με έσπρωξε να πάω παραπέρα... Βρήκα έναν τρόπο να μιλήσω για τις εμμονές μου χωρίς να κοκκινίζω. Και συνειδητοποίησα ότι υπάρχει μια έντονα ρομαντική πτυχή σε αυτή την ιστορία, που κρυβόταν πίσω από τις πιο προκλητικές στιγμές της ταινίας. Το πιο ρομαντικό είναι ότι ένας άντρας και μια γυναίκα προσπαθούν να επικοινωνήσουν, χωρίς συγκεκριμένη ταυτότητα, χωρίς διεύθυνση, απλώς μέσω των κορμιών τους».
Η εποχή εκείνη ωστόσο δεν ήταν εντελώς «έτοιμη» για να δεχθεί την ταινία. Ξεσηκώθηκε ένας ορυμαγδός καταγγελιών, κατασχέσεων, απαγορεύσεων και ο ίδιος ο Μπερτολούτσι θα χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα για πέντε χρόνια! Αλλά σίγουρα ήταν η εποχή της αναζήτησης του «Άλλου». Ο τριαντάχρονος τότε Μπερνάντο Μπερτολούτσι ήταν μάλλον ένα βήμα μπροστά από την εποχή του. Είχε περάσει ήδη από την επιρροή του Παζολίνι στη «γκονταρική» αναζήτηση στα τέλη της δεκαετίας του '60 και δεν σταμάτησε ούτε εκεί. Και φυσικά το πολιτικό πρόταγμα ήταν κυρίαρχο. Πολλά χρόνια αργότερα θα σχολιάσει με πικρία: «Πιστεύαμε ότι θα καταφέρναμε να βάλουμε τέλος στη ζούγκλα των κοινωνικών ανισοτήτων και στην αυταρχικότητα. Κι όταν η περίοδος αυτή τελείωσε το '78 με τον θάνατο του Άλντο Μόρο, για μένα τέλειωσε και το όνειρο».
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι», που η ιστορία του διαδραματίζεται τυπικά σε δυο-τρεις μέρες, όμως ο θεατής έχει την αίσθηση της βασανιστικής διάρκειας του χρόνου... «Τα χρώματα σε αυτή την ταινία», γράφει η Pauline Kael στο περίφημο άρθρο της στο «New Yorker», «θυμίζουν τις τελευταίες ώρες του απογεύματος: πορτοκαλί, μπεζ, καφετί και ρόδινο -το ρόδινο της σάρκας που έχει αποστραγγιστεί από το αίμα, το ρόδινο του πτώματος. Είναι τόσο απαλά διαμορφωμένα από τον Βιτόριο Στοράρο, ώστε ρομαντισμός και αποσύνθεση γίνονται ένα. Η λυρική υπερβολή της μουσικής του Γκάτο Μπαρμπιέρι επιτείνει αυτή την εντύπωση. Εξω από το διαμέρισμα, τα γκρίζα κτίρια και ο θόρυβος είναι σαφώς το σύγχρονο Παρίσι, κι ωστόσο η πόλη μοιάζει βουβή...».
Κανείς από τους πρωταγωνιστές δεν βγήκε αλώβητος από την εμπειρία της ταινίας, που αποδείχθηκε εξαιρετικά τραυματική. Η άγνωστη τότε Μαρία Σνάιντερ που έπαιζε δίπλα στον διάσημο Μπράντο, θα πει αργότερα πως υπέφερε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και αισθανόταν ότι τη "χειρίζονται" ο συμπρωταγωνιστής της μαζί με τον σκηνοθέτη. Δεν ξαναγύρισε άλλη ερωτική σκηνή σε ταινία από τότε. Η απρόσωπη σεξουαλική σχέση σ' ένα άδειο παριζιάνικο διαμέρισμα, με τον ήρωα να θρηνεί τον θάνατο της γυναίκας του, ήταν το «όχημα» για τον Μάρλον Μπράντο προκειμένου να μιλήσει για την αβάσταχτη μοναξιά και την ερήμωση της ψυχής, καθώς πολλοί από τους μονολόγους του, ιδιαίτερα εκεί όπου μιλά για την εγκατάλειψή του στα παιδικά του χρόνια, στηρίζονται σε προσωπικές του εμπειρίες και βγήκαν μέσα από αυτοσχεδιασμό. «Όταν τέλειωσε, αποφάσισα ότι ποτέ ξανά δεν θα κατέστρεφα τον εαυτό μου συναισθηματικά για να φτιάξω μια ταινία», θα πει ο Μπράντο στην αυτοβιογραφία του. Και όντως, στα επόμενα χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής του θα δουλεύει μόνο με μεγάλη αμοιβή για μικρούς ρόλους, χωρίς να ενδιαφέρεται ουσιαστικά για τις ταινίες που γυρίζει...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου