Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Ο ΝΙΤΣΕ ΚΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ

[μουσικές αναφορές]
Ο ΝΙΤΣΕ ΚΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ
«Είναι η μουσική στη συνείδησή μας, ο χορός στο πνεύμα μας,
με τα οποία δεν θέλουν να εναρμονιστούν όλες οι πουριτανικές λιτανείες,
τα ηθικά κηρύγματα και η χρηστότητα..»
-Πέρα από το καλό και το κακό-
«Πόσα λίγα χρειαζόμαστε για την ευτυχία! Τον ήχο ενός αυλού… Χωρίς τη μουσική θα ταν η ζωή ένα λάθος» (Το λυκόφως των ειδώλων)
Ένας από τους σπουδαιότερους φιλοσόφους, ποιητές και στοχαστές του δέκατου ένατου αιώνα, ο Φρήντριχ Νίτσε γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1844 στο Röcken, κοντά στη Λειψία. Ο πατέρας του, Καρλ Λούντβιχ (1813-1849) ήταν λουθηρανός πάστορας, η μητέρα του, Φραντσίσκα Αϊλερ (1826-1897) ήταν κόρη πάστορα. Μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του (1850) που τα τελευταία του χρόνια υπέφερε από βαριά ψυχοπάθεια και τον χαμό του αδελφού του, η οικογένεια μετακόμισε στο Νάουμπουργκ, όπου συγκατοίκησαν με τη γιαγιά του, καθώς η μητέρα δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να συντηρήσει μόνη το σπίτι. Ο μετέπειτα μέγας φιλόσοφος μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον πουριτανών γυναικών, αποτελούμενο από τη μητέρα του, την αδελφή του Ελισάβετ, τη μητέρα του πατέρα του και τις δυο ανύπαντρες αδελφές του πατέρα του. Η διαβίωσή του σε ένα τέτοιο περιβάλλον και ο χαρακτήρας της αδελφής του ενδεχομένως να ήταν μία αιτία για την ανέκαθεν υποτιμητική του στάση απέναντι στο γυναικείο φύλο.
Ο Νίτσε πήρε θρησκευτική αγωγή σε ένα σχολείο μέχρι το 1854. Παράλληλα μελετούσε λατινικά και αρχαία ελληνικά, γλώσσες στις οποίες δεν εμφάνιζε ιδιαίτερη κλίση αρχικά. Το 1854 ξεκίνησε να φοιτά στο Dom Gymnasium, όπου αφού εξετάστηκε από το διευθυντή του γυμνασίου, μεταπήδησε στη δεύτερη τάξη. Ήδη από τα παιδικά του χρόνια, έγραφε ποιήματα και μικρά θεατρικά έργα, μέρος των οποίων τα συγκέντρωνε, ευτυχώς,  η αδελφή του. Αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του στο γράψιμο, επιδεικνύοντας πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, ενώ ήδη σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ταξινόμησε τα πάμπολλα ποιήματα του σε περιόδους. Στις 5 Οκτωβρίου του 1858 εισήχθη στο Πφόρτα (Pforta ή Schulpforta), ένα από τα πιο φημισμένα σχολεία κλασικών σπουδών της Γερμανίας, θέση που του προσφέρθηκε έπειτα από εξέταση του σχολικού επιθεωρητή στο Dom Gymnasium. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο Πφόρτα, είχε πολύ καλές επιδόσεις στα μαθήματα ενώ συνέχισε να γράφει ποιήματα στον προσωπικό του χρόνο, ασχολούμενος παράλληλα με τη μουσική, συμμετέχοντας στη σχολική χορωδία και γράφοντας δικές του μουσικές συνθέσεις, που αφιέρωσε στη μητέρα και την αδελφή του.
Αν και από νωρίς υπήρχε η γενικευμένη πεποίθηση πως επρόκειτο να γίνει κληρικός, ο Νίτσε σταδιακά άρχισε να αμφισβητεί το χριστιανισμό και το φθινόπωρο του 1862 είχε ήδη αποφασίσει να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική, στην οποία αναγνώριζε μεγαλύτερη δύναμη και ουμανιστική χρησιμότητα. Ο Νίτσε αναζήτησε καταφύγιο στη μουσική συνθέτοντας πολλά κομμάτια, επηρεασμένος εμφανώς από τον Ρόμπερτ Σούμαν, τον γερμανό μέγιστο ρομαντικό συνθέτη. Θαύμαζε όμως και τον αλκυόνειο και ευτυχή Μέντελσον, που με την ελαφράδα, την καθαρότητα της ψυχής και την οξυδέρκεια της μουσικής του, έδωσε ώθηση στη γερμανική μουσική.
Στο πιάνο ακουμπούσε ο Νίτσε τις ιδέες του πολύ πριν τους δώσει φιλοσοφικό περιεχόμενο, έβλεπε το πιάνο σαν διαπασών ανάπτυξης ιδεών. Ας σημειώσουμε ότι ο Νίτσε έγραψε απλή, «ερασιτεχνική» μουσική, σε μια εποχή που η μέση τάξη στη Γερμανία εκτιμούσε τη ρομαντική καλλιέργεια της πλούσιας αρμονίας στη σύνθεση ακόμα και του απλούστερου κομματιού. Ως συνθέτης λοιπόν ούτε επαναστάτης αλλά ούτε αντικομφορμιστής επεδίωξε ή κατάφερε να είναι. Αντίθετα ισχύει και εδώ αυτό που λέγεται για την «διάσταση» ανάμεσα στη φλογερή επαναστατική του φιλοσοφική διάβαση και την προσωπική, ήρεμη και σεμνή διαδρομή του…


Η Λου Σαλομέ, η μούσα του Ρίλκε (και όχι μόνον αυτού) περιγράφει τον Νίτσε να κάθεται στο πιάνο: είχε λεπτά ευλύγιστα δάχτυλα και έπαιζε άλλοτε ευαίσθητα και περιγραφικά και άλλοτε βίαια, σαν να ήθελε να κατακτήσει όλες τις διαστάσεις του ήχου. Στο πιάνο έβλεπες όλη την πνευματική και στοχαστική του εγρήγορση… (François Noudelmann, Le toucher des philosophes, Sartre, Nietzsche et Barthes au piano, Gallimard, 2008). Ο ίδιος ο Νίτσε έλεγε χαρακτηριστικά ότι στο πιάνο το βασικότερο είναι να αφήνεις τη συνοδεία να συνοδεύει και το τραγούδι να τραγουδάει. Είναι ίσως το πιο απλό και το πιο… επικοινωνιακό από όλα όσα έχει πει για τη μουσική!
 Το 1865 συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας υπό την εποπτεία του καθηγητή Ριτσλ, που είχε δεχθεί θέση εκεί. Ο Νίτσε σημείωσε μεγάλες προόδους υπό την εποπτεία του. Υπήρξε ο μόνος φοιτητής που δημοσίευσε ποτέ άρθρο στο περιοδικό του Ριτσλ όπου έγραφαν μόνον καταξιωμένοι μουσικολόγοι και στοχαστές.
 
    
...και λίγη επικαιρότητα: το βιβλίο (αριστερά) που περιγράφει τη σχέση με το πιάνο και τη μουσική τριών μεγάλων φιλοσόφων,
Sartre, Nietzsche et Barthes, παρουσιάζει ο συγγραφέας του στο πανεπιστήμιο του Τόκυο, στις 3 Ιουλίου 2009.
Σε ένα από τα πρώτα του κείμενα γράφει ο Νίτσε: Αυτό που μένει είναι η μουσική. Ποιος θα μπορούσε να απορρίψει έναν ήχο; Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι ο Μπαχ είναι περισσότερο ή λιγότερο «αληθινός» από τον Μότσαρτ ή τον Μπετόβεν; Δεν θα απευθυνθώ παρά σ' εκείνους που έχουν άμεση σχέση με τη μουσική. H μουσική δεν είναι μια τέχνη σαν τις άλλες, είναι η ανώτερη έκφραση της ζωής. Χωρίς τη μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος.
  1868
Το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου του 1868 ο Νίτσε συναντιέται για πρώτη φορά με το τότε μουσικό του είδωλο, τον Βάγκνερ. Μετά από πολύωρη συζήτηση ο Βάγκνερ του ζητά να κάνει συχνές επισκέψεις και ο Νίτσε ανταποκρίνεται. Το περιεχόμενο των συζητησεων είναι  φυσικά η μουσική και η φιλοσοφία. Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, ενώ ο Νίτσε διδάσκει την ελληνική γλώσσα, μελετά τα αρχαιοελληνικά κείμενα και δημοσιεύει μια σειρά από σχετικά δοκίμια που θα τον οδηγήσουν στο πρώτο του βιβλίο «Η γένεση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής». Ο θαυμασμός του στο έργο του Βάγκνερ και του Σοπενχάουερ είναι σαφής. Ο Βάγκνερ εκθείασε το έργο του Νίτσε. Άλλοι, πράγμα αναπόφευκτο, αποκάλεσαν το βιβλίο απόλυτη ανοησία. Όσο ζούσε στην Ελβετία, μέχρι το 1879, ο Νίτσε συνέχισε να επισκέπτεται συχνά τον Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ όπου τότε διέμενε. Επρόκειτο για μια παραγωγική φιλία.

η πρώτη σελίδα από ένα χριστουγεννιάτικο ορατόριο που σχεδίασε ο Νίτσε το 1860

Την περίοδο 1873-1876, ολοκλήρωσε μία σειρά τεσσάρων δοκιμίων που εκδόθηκαν αργότερα σε μία συλλογή με το γενικό τίτλο Ανεπίκαιροι Στοχασμοί.  Μεταξύ άλλων πραγματεύεται θέματα μουσικής προσεγγίζοντας τον Βάγκνερ (στο: ο Ρίχαρντ Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ). Για τον Νίτσε, ο Σοπενχάουερ και ο Βάγκνερ αποτελούσαν φωτεινά παραδείγματα για την ανάπτυξη ενός νέου πολιτισμικού κινήματος που συνέδεε τη μουσική, τη φιλοσοφία και την κλασική φιλολογία. Αργότερα, μετά την απογοητευτική παραγωγή του φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ το 1876, όπου παρουσιάστηκε το «Δαχτυλίδι», άρχισε να επέρχεται ρήξη στη σχέση του με τον Βάγκνερ. Ο Νίτσε θα υπερασπιστεί τώρα την περίπτωση Μπιζέ ο οποίος έφερε μια ακτίνα φωτός με το αεράκι της μεσογείου και που με τη ζωντανή αυθόρμητη μουσική του αναδεικνύει την παρακμιακή φάση της γερμανικής μουσικής. Θα επανεκτιμήσει και τον Σούμπερτ, που με την γενναιοδωρία της ψυχής του, αν και μικρότερος σε μέγεθος από τους άλλους συνθέτες, εγγυάται ότι για πολλούς αιώνες οι επόμενες συνθέτες θα έχουν να εμπνέονται από αυτόν και τις μουσικές εμπνεύσεις του.


Ο σωβινισμός και αντισημιτισμός του Βάγκνερ ενοχλούσαν ανέκαθεν τον φιλόσοφο αλλά η «χαριστική βολή» στην φιλία τους δόθηκε από τον «Πάρσιφαλ» που υμνούσε τον χριστιανισμό, τον οποίο ο Νίτσε είχε χαρακτηρίσει ως πλάνη. «Αγάπησα και θαύμασα τον Ρίχαρντ Βάγκνερ περισσότερο από οποιονδήποτε και αν δεν είχε στο τέλος το κακό γούστο -ή τη θλιβερή παρόρμηση- να προσθέσει στο πρόγραμμά του έναν, ανυπόφορο για μένα, τύπο «πνευμάτων», μαζί με τους μαθητές του, τους βαγκνερικούς, δεν θα είχα κανένα λόγο να τον αποχαιρετήσω ενόσω ζούσε ακόμα: αυτόν, τον πιο βαθυστόχαστο και τολμηρό, αλλά και τον πιο παρεξηγημένο από όλους αυτούς τους δυσνόητους της σήμερον, η γνωριμία με τον οποίο ωφέλησε τη γνώση μου περισσότερο από κάθε άλλη.Για να βάλω τα πράγματα στη θέση τους πάντως, δεν θα ήθελα να συγχέεται η υπόθεσή του με τη δική μου, χρειάστηκε μάλιστα και κάμποση αυθ-υπέρβαση πριν μάθω να διαχωρίζω με την κατάλληλη τομή τη «δική του» από τη «δική μου». Οτι ήρθα στα συγκαλά μου αναφορικά με το εξαιρετικό πρόβλημα του ηθοποιού - ένα πρόβλημα απόμακρο για μένα, περισσότερο ίσως από κάθε άλλο, για ένα λόγο που δυσκολεύομαι να εκφράσω· ότι ανακάλυψα και αναγνώρισα τον ηθοποιό στη ρίζα κάθε καλλιτέχνη, ως το ιδιαζόντως καλλιτεχνικό στοιχείο: για τούτο χρειάστηκα την επαφή μου με αυτό τον άνθρωπο -και μου φαίνεται ότι τόσο για τον ηθοποιό όσο και για τον καλλιτέχνη έχω την καλύτερη και επίσης τη χειρότερη άποψη από εκείνη των προγενέστερων φιλοσόφων. Η βελτίωση του θεάτρου δεν με απασχολεί ιδιαιτέρως, πόσο μάλλον η «εκκλησιαστικοποίησή» του· η αληθινή βαγκνερική μουσική δεν αποτελεί επαρκώς το στοιχείο μου -θα μπορούσα να είμαι ευτυχής και υγιής χωρίς αυτήν. Αυτό που με ξένιζε περισσότερο πάνω του ήταν η τευτονομανία και η ημι-εκκλησιολαγνεία των τελευταίων χρόνων του...».

Το 1878, κατά την τελευταία περίοδο της πανεπιστημιακής του σταδιοδρομίας, ο Νίτσε ολοκλήρωσε το βιβλίο με τίτλο Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο (Menschliches, Allzumenschliches), έργο που επισημοποιούσε τη ρήξη αυτή, σηματοδοτώντας συγχρόνως μία μεταστροφή και διαφοροποίηση των φιλοσοφικών του ιδεών. Ο τελευταίος χρόνος της διανοητικής διαύγειας του Νίτσε, το έτος 1888, υπήρξε περίοδος σε υπέρτατο βαθμό παραγωγική. Είναι η χρονιά που έγραψε και εξέδωσε το βιβλίο Η περίπτωση Βάγκνερ. Επίσης, έγραψε μία σύνοψη του φιλοσοφικού του συστήματος και τα έργα Το λυκόφως των ειδώλων, Ο Αντίχριστος, Νίτσε εναντίον Βάγκνερ και Ιδού ο Άνθρωπος, ένα διαλογισμό γύρω από τα έργα του και την προσωπική του αξία. Το Λυκόφως των ειδώλων κυκλοφόρησε το 1889. Ο Αντίχριστος και το βιβλίο Νίτσε εναντίον Βάγκνερ είδαν το φως το 1895.
Το επόμενο διάστημα, η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά, ξεκινώντας από επίπονες ημικρανίες που οφείλονταν σε βλάβη του αμφιβληστροειδούς και στα δύο μάτια. Το 1889 υπέστη σοβαρή διανοητική διαταραχή, στην οποία, ίσως, συνέβαλε η σύφιλη από την οποία προσβλήθηκε όταν ήταν νεαρός φοιτητής στη Βόννη, εποχή έκλυτου βίου –και έκτοτε έζησε ως τον θάνατό του (Βαϊμάρη, 1900) ως ψυχοπαθής. Παρ’ όλη την τραγική εξέλιξη, καθημερινά έπαιζε τουλάχιστον 2 ώρες πιάνο στο ίδρυμα που τον φιλοξενούσε και είχε αναλάβει την νοσηλεία του.Έχει ενδιαφέρον να αναφέρουμε και τη λεπτομέρεια ότι ο Νίτσε παρά τη δεινή οικονομική του κατάσταση, χρηματοδοτούσε μέχρι το τέλος μόνος του την εκτύπωση των βιβλίων του τα οποία ακολούθως αναγκαζόταν να τα χαρίζει καθώς ελάχιστοι ενδιαφέρονταν τότε να τα αγοράσουν...


Ο Νίτσε, όπως ο καθηγητής Θεοδόσης Πελεγρίνης ανέλυσε στη διάλεξή του στο Megaron plus τον Φεβρουάριο του 2009,  δεν υπήρξε στείρος μηδενιστής και αθεϊστής. Αντίθετα, άσκησε γόνιμη κριτική στη χριστιανική κοινωνία της εποχής του, καθώς και στις δεσπόζουσες ηθικές θεωρίες που, κατά τη γνώμη του, εγκλώβιζαν τη ζωτική ορμή που ωθεί τον άνθρωπο να εκφραστεί γνήσια και να βιώσει τη χαρά της ζωής. Επηρεασμένος από τους αρχαίους Έλληνες σοφιστές διέκρινε την Ηθική σε εκείνη του κυρίου και σε αυτήν του δούλου, ονειρεύτηκε τον Υπεράνθρωπο, διείδε στον πυρήνα της ανθρώπινης πράξης την βούληση για δύναμη, και έγινε πρόδρομος του υπαρξισμού και της μετα-νεωτερικότητας, αφού εισήγαγε τις έννοιες του εσωτερικού νοήματος και της προσωπικής ανάγνωσης ενός κειμένου. Με τον όρο «μηδενισμός» ο Νίτσε περιέγραψε τον υποβιβασμό των υψηλών αξιών. Πίστευε ότι η εποχή που ζούσε ήταν μία εποχή παθητικού μηδενισμού, δηλαδή μία εποχή η οποία δεν είχε αντιληφθεί ότι τα θεωρούμενα από τη θρησκεία και τη φιλοσοφία ως «απόλυτα» είχαν αποσυντεθεί με την εμφάνιση του θετικισμού του 19ου αιώνα. Με την κατάρρευση των μεταφυσικών και θεολογικών βάσεων και θεσφάτων της παραδοσιακής ηθικής, εκείνο που θα απέμενε ήταν μία διάχυτη «αίσθηση έλλειψης σκοπού και νοήματος». Η επικράτηση της επίγνωσης έλλειψης νοήματος σήμαινε τον θρίαμβο του μηδενισμού: «Ο Θεός πέθανε».
Ο Νίτσε κάποτε έγραψε ότι μερικοί άνθρωποι γεννιούνται μετά το θάνατό τους και αυτό ασφαλώς ισχύει στην περίπτωσή του. Η ιστορία της φιλοσοφίας, της θεολογίας και της ψυχολογίας του 20ου αιώνα δεν νοείται χωρίς αυτόν, αν και δεν ισχύει ασφαλώς το ίδιο για τη μουσική.
Αυτά τα ελάχιστα που αναφέραμε σκιαγραφούν εντελώς επιγραμματικά, περιληπτικά και γενικά τη ζωή και τη στενή, άμμεση σχέση του με την μουσική.
 δείτε και ακούστε:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου