Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

H IA ΄ Κατήχησις προς Φωτιζομένους του Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων


Νικολάου Κ. Δρατσέλλα, Υπομνηματισμός των περί Ιησού
Χριστού κατηχήσεων προς φωτιζομένους (Ι΄ - ΙΕ΄ )
του Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Αθήνα 2001, σελ. 22-33.
 
Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, κατά τον πατρολόγον Johannes Quasten, «εις την ενδεκάτην Κατήχησιν διδάσκει καθαρώς την Θεότητα του Χριστού, και αποκρούει το αρειανικό «επιχείρημα ότι " ἦν ποτέ ὅτε οὐκ ἦν " και ότι ήτο ο Υιός του Θεού «ἐξ υἱοθεσίας "» (1).
Ο Κύριλλος θα αρχίση την παρούσαν Κατήχησιν εν συναρτήσει προς την προηγουμένην. Αφού είπη ότι, κατά τα ανωτέρω, τα οποία είχεν ήδη εκφωνήσει, όλοι οι χριστιανοί ελπίζουν εις τον Ιησούν Χριστόν, θα σπεύση να αντιδιαστείλη το Πρόσωπον Αυτού από τους ανθρώπους, οι οποίοι ωνομάσθησαν χριστοί. Εκείνοι ωρίσθησαν ως «χριστοί τυπικοί» (2), ως προτυπούντες τον Χριστόν δια της χρίσεως αυτών δι ' ελαίου, δηλαδή οι Αρχιερείς των Εβραίων, όπως ο Ααρών και λοιποί, ενώ ο Χριστός είναι ο αληθώς κεχρισμένος, χωρίς να έχη λάβει εξ ανθρώπων και προοδευτικώς την αρχιερατικήν εξουσίαν, αλλά έχων αυτήν ανέκαθεν και δη και προαιωνίως από τον Θεόν Πατέρα. Δια τούτο η Πατερική Παράδοσις, η οποία εκτίθεται εις το Ιεροσολυμιτικόν Σύμβολον, το οποίον αναπτύσσει ενταύθα ο άγιος Πατήρ, προσθέτει ότι «πιστεύομεν εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν Μονογενή» (3), προκειμένου να διασφαλισθή η Πίστις εις τον Χριστόν, ως εις Θεόν και να μη θεωρήται ούτος ψιλός χριστός, δηλαδή φυσικός άνθρωπος άνευ Θεότητος.
Αφ' ετέρου, προσθέτει ο άγιος, ακούοντες την λέξιν «Υιός», δεν πρέπει να θεωρήσωμεν Αυτόν ως «θετόν, ἀλλά φυσικόν Υἱόν, Υἱόν μονογενή, ἀδελφόν ἕτερον οὔκ ἔχοντα» (4). Ο Χριστός ονομάζεται Μονογενής, επειδή δεν έχει αδελφόν εις το αξίωμα της Θεότητος και εις την Γέννησιν εκ του Θεού Πατρός. Ημείς οι πιστοί ονομάζομεν Αυτόν Υιόν του Θεού, χωρίς τούτο να προέρχεται από ημάς, αλλά επειδή ο Θεός Πατήρ έχει ονομάσει τον Χριστόν Υιόν. Μία προσηγορία δε, η οποία αποδίδεται υπό των πατέρων εις τα τέκνα, έχει εντός αυτής το αληθές.
Ο Ιησούς Χριστός ενηνθρώπησεν εις δεδομένον χρόνον και τόπον, αλλά, όπως παρατηρεί ο άγιος Πατήρ, «ὑπό τῶν πολλῶν ἠγνοεῖτο» (5). Όπως σημειώνει ο Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης Ζηζιούλας, «το πρόσωπο του Ιησού Χριστού δημιούργησε στους συγχρόνους του και άφησε στους μεταγενέστερους το ερώτημα της ταυτότητος του: «ποιος είναι;»....Τα Ευαγγέλια θέτουν το ερώτημα αυτό στα χείλη του ίδιου του Ιησού, όταν τον παρουσιάζουν να ερωτά τους μαθητές του: " τίνα μέ λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι ;". Το ίδιο ερώτημα είναι η πηγή της Χριστολογίας, και η απάντηση του η γέννηση του Χριστιανισμού - της Εκκλησίας και της θεολογίας της» (6). Κατά τον άγιον Κύριλλον Ιεροσολύμων, το ερώτημα του Ιησού περί της ταυτότητος Αυτού «τίνα μέ λέγουσιν εἶναι τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου ;» (7) δεν προήρχετο εκ κενοδοξίας εκ μέρους του Ιησού, αλλά επειδή η μετ ' Αυτού αναστροφή των μαθητών είχε σωτηριολογικάς προεκτάσεις. Δηλαδή, οι μετ ' Αυτού αναστραφέντες, επειδή συνωμίλουν με τον Υιόν του Θεού, δεν έπρεπε να Τον καταφρονήσουν θεωρούντες Αυτόν ως φυσικόν άνθρωπον, εστερημένον Θεότητος. Κατά συνέπειαν, όταν αμφέβαλλον οι Απόστολοι περί της Μεσσιανικής ιδιότητος του Ιησού, απάντησιν εις το ερώτημα έδωσεν ο Απόστολος Πέτρος: «σύ εἶ ὁ Χριστός· οὐχ ἁπλῶς, ἀλλ ' ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (8). Η αναγνώρισις του Ιησού ως Υιού του Θεού υπό του Πέτρου δεν ωφείλετο εις ανθρωπίνην ανακάλυψιν, αλλά εις Θείαν Αποκάλυψιν. Δια τούτο η απάντησις του Ιησού εις τον Πέτρον είναι ενδεικτική της του Θεού Πατρός Αποκαλύψεως εις αυτόν: «μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σάρξ καί αἶμα οὐκ ἀπεκάλυψε σοι, ἀλλ ' ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (9). Αναφερόμενος εις το ανωτέρω χωρίον γράφει ο καθηγητής κ. Χ. Σωτηρόπουλος : «Το εδάφιον τούτο δεικνύει την συνεργίαν των δύο παραγόντων, του θείου και του ανθρωπίνου» του ανθρωπίνου, ο οποίος επιθυμεί να γνωρίση τον Θεόν, και του θείου, ο οποίος αποκαλύπτεται εις τον άνθρωπον " (Γεωργίου Μαντζαρίδου, Μέθεξις Θεού, σελ. 12)» (10). Η κατακλείς του αγίου Κυρίλλου είναι βασικής σημασίας δια την Ορθόδοξον Γνωσιολογίαν : Όστις έχει γνώσιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μετέχει της Θείας Μακαριότητος. Όστις αρνείται Αυτόν ως Υιόν του Θεού, καταντά εις την δυστυχίαν.

Μετά ταύτα ο άγιος Κύριλλος θα αναφερθή εις την Υιότητα του Χριστού. Ακούοντες τον όρον «Υιός» οι πιστοί δεν πρέπει να εννοήσουν καταχρηστικήν (θετήν ) Υιότητα, αλλά «Υἱόν ἀληθῶς, Υἱόν φυσικόν, ἄναρχον οὐκ ἐκ δουλείας εἰς προκοπήν υἱοθεσίας ἀνελθόντα, ἀλλά Υἱόν ἀεί γεννηθέντα ἀπεριεργάστῳ καί ἀκαταλήπτῳ τῇ γεννήσει» (11). Δηλαδή η γέννησις είναι φυσική και δεν προχωρεί προοδευτικώς εκ δουλείας εις υιοθεσίαν, αλλά παραμένει η αυτή αϊδίως και ακαταλήπτως. Ωσαύτως, ο όρος «πρωτότοκος» δεν πρέπει να θεωρηθή ανθρωποπαθώς. Διότι οι πρωτότοκοι των ανθρώπων έχουν και άλλους αδελφούς. Προς τούτο θα παραπέμψη ο άγιος εις πλείστα όσα παραδείγματα εκ της Βίβλου. Ο Ισραηλιτικός λαός ήτο πρωτότοκος, καθώς και ο Ρουβήν, αλλ ' εξέπεσε της Χάριτος. Διότι, όπως ο Ρουβήν ανέβη επί την κοίτην του πατρός αυτού, τοιουτοτρόπως και ο Ισραήλ εξέβαλεν εκ του αμπελώνος, κατά την γνωστήν παραβολήν τον Υιόν του Θεού Πατρός, τον Οποίον και εσταύρωσε. Και προς άλλους λέγει η Γραφή: «Υἱοί ἐστε Κυρίου τοῦ Θεού ὑμῶν»(12), αλλαχού δε «Ἐγώ εἶπα, θεοί ἐστε καί υἱοί Ὑψίστου πάντες» (13). Όλοι αυτοί, λέγει ο άγιος, έλαβον Υιοθεσίαν, την οποίαν προηγουμένως δεν είχον. Αντιθέτως, «οὗτος δέ οὐκ ἄλλο τί ὤν, ἄλλο τί ἐγεννήθη» (14). Ο Υιός του Θεού εγεννήθη προαιωνίως «ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καί αἰώνων τυγχάνων» (15) και αϊδίως εκ της ουσίας του Θεού Πατρός. Όπως παρατηρεί ο Johannes Quasten «εδώ η Αρειανική θέσις επιτυχώς αναιρείται και η διδασκαλία του Κυρίλλου συμφωνεί πλήρως προς την πίστιν της Νικαίας» (16).
Εάν ακουσθή υπό των πιστών το «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαβίδ, υἱοῦ Ἀβραάμ» (17), πρέπει να νοηθή η Δαβιδική καταγωγή του Ιησού και, κατά συνέπειαν, η ανθρωπινή φύσις του Κυρίου. Ούτος έχει δύο πατέρας. Ένα τον Δαβίδ και ένα τον Θεόν Πατέρα. Η Δαβιδική καταγωγή του Ιησού, εξυπονοούσα την ανθρωπίνην φύσιν Αυτού, έχει χρονικήν αρχήν και δύναται να ψηλαφηθή και γενεαλογηθή. Αντιθέτως, η Γέννησις εκ του Θεού Πατρός είναι προαιώνιος, άχρονος και αγενεαλόγητος. Ο άγιος Πατήρ θα αναφερθή εις το χωρίον τοΰ Ιωάννου «Πνεύμα ο Θεός» (18), δια να υποστήριξη ότι ο Θεός Πατήρ, ο οποίος είναι Πνεύμα, εγέννησε πνευματικώς. Ωσαύτως, εις την Βιβλικήν έκφρασιν «Κύριος εἶπε πρός μέ, Υἱός μου εἶ σύ, ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε» (19), η λέξις «σήμερον» είναι ενδεικτική του αχρόνου τοΰ Θεού.
Ο άγιος Κύριλλος καλεί τους πιστούς να επιδείξουν πίστιν εις τον Ιησούν Χριστόν τον Υιόν του Θεού του Ζώντος και δη και ως εις υιόν Μονογενή. Προς τον σκοπόν αυτόν θα παράθεση δι ' επίρρωσιν των θέσεων αυτού Βιβλικά χωρία, ως τα: «οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ ' ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (20), «ὁ πιστεύων εἰς τόν Υἱόν οὐ κρίνεται» (21), «ἀλλά μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν» (22), καθώς και άλλα. Δι ' όλων αυτών εξαίρεται η πίστις εις την Υίότητα του Μονογενούς Θεού Λόγου.
Ο άγιος Κύριλλος τονίζει την φυσικήν, και όχι θετήν, Γέννησιν του Υιού του Θεού. Εκείνος, ο οποίος αγαπά τον Γεννήσαντα Θεόν Πατέρα, αγαπά συνακολούθως και τον Γεγεννημένον εξ Αυτού Υιόν, ενώ, όστις αθετεί τον Γεγεννημένον Υιόν, αναφέρει την ύβριν εις τον Πατέρα, ο Οποιος εγέννησε τον Υιόν. Ενταύθα, ο άγιος Πατήρ καθιστά σαφή την έννοιαν της Γεννήσεως. Δεν αναφέρεται αύτη εις σωματικήν τίνα με τροπήν ή μερισμόν, ούτε πρέπει να νοηθή ως φθαρτή, δια να μη υποπέσωμεν εις ασέβειαν. Κατά το Ιωάννειον χωρίον «Πνεῦμα ὁ Θεός» (23), η Γέννησις του Θεού Υιού είναι πνευματική. Τα σώματα γεννούν σώματα και υφίσταται ανάγκη δια τους γεννήτορας σωμάτων να γεννούν εν χρόνω. Χρόνος όμως ανά μέσον του Πατρός και της Γεννήσεως του Υιού δεν υφίσταται. Και, ό,τι γεννάται κατά φυσικόν τρόπον, γεννάται ατελώς, ο Υιός του Θεού όμως εγεννήθη τέλειος. Διότι, ό,τι υπάρχει τώρα Γεγεννημένον, τούτο υπήρχεν εξ αρχής Γεγεννημένον. Οι άνθρωποι γεννώνται και μεταβαίνουν προοδευτικώς εκ της αμαθείας εις την ανάπτυξιν του λογικού, και τούτο δεικνύει το ατελές της ανθρωπινής γεννήσεως. Αντιθέτως, εις τον Υιόν του Θεού δεν υφίσταται ατέλεια κατά την Γέννησιν και προοδευτική αύξησις εν χρονω, διότι ούτω θα εδηλούτο ασθένεια τις του Θεού Πατρός. Διότι, εάν ο χρόνος υπεισήρχετο μεταξύ Πατρός και της Γεννήσεως του Υιού, «τοῦτο ἐξ ἀρχῆς ὁ γεννήτωρ οὔκ ἐχαρίσατο» (24), δηλαδή θα εσήμαινεν ότι δεν έδωσεν εξ αρχής εις τον Υιόν την τελειότητα ο Πατήρ.
Κατά συνέπειαν, η Γέννησις του Θεού Υιού εκ του Πατρός δεν πρέπει να νοηθή ανθρωπίνως. Ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, όμως δεν εγέννησεν αυτό, το οποίον εκείνος ήθελεν, αλλά, αυτό το οποίον του εχάρισεν ο Θεός. Ενώ η εκ του Θεού Πατρός Γέννησις του Θεού Υιού δεν συνεπάγεται άγνοιαν ή σκέψιν του Πατρός. Το να υποθέσωμεν ότι Ούτος ηγνόει το Γεννώμενον είναι μεγίστη ασέβεια. Ωσαύτως, ασέβειαν αποτελεί το να υποθέσωμεν ότι ο Πατήρ εγέννησε κατόπιν σκέψεως εν χρόνω. Διότι Ούτος δεν ήτο αρχικώς άπαις, βραδύτερον δε απέκτησεν Υιόν, αλλά πάντοτε είχεν Υιόν, αφού Τον εγέννησεν όχι ανθρωποπαθώς, αλλά όπως Εκείνος γνωρίζει, δηλαδή ο γεννήσας Αυτόν εγέννησε προαιωνίως Θεόν αληθινόν.
Εν συνεχεία, ο Κύριλλος διακρίνει μεταξύ της κατά φύσιν Γεννήσεως του Θεού Υιού εκ του Πατρός και της κατά χάριν γεννήσεως των ανθρώπων. Κατά τον ’γιον Πατέρα, ο Θεός Πατήρ εγέννησε τον Υιόν απολύτως όμοιον προς Αυτόν. Η Γέννησις αύτη δεν έχει τι το κοινόν προς την πνευματικήν γέννησιν των μαθητών υπό των διδασκάλων, ως την υπό του Παύλου αναφερομένην «ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα» (25). Εν τη περιπτώσει ταύτη, εκείνος, ο οποίος δεν είναι κατά φύσιν υιός, γίνεται υιός από μαθητείας, ενώ ο Υιός του Θεού είναι φυσικός και αληθής Υιός. Ωσαύτως, η Γέννησις του Υιού εκ του Πατρός δεν έχει σχέσιν προς την γέννησιν «ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος» (26) των Φωτιζόμενων, δηλαδή της πνευματικής κατά χάριν γεννήσεως και υιοθεσίας, διότι κατά την Βάπτισιν Αυτού, Σεσαρκωμένου πλέον, ηκούσθη η φωνή του Θεού Πατρός «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ὦ εὐδόκησα» (27) και όχι «οὖτος νῦν γέγονεν Υἱός μου» (28), το οποίον σημαίνει ότι και προ της ενεργείας του Βαπτίσματος ήτο αληθής Υιός.
Εις την επομένην παράγραφον, ο Κύριλλος ασκεί μίαν φιλοσοφίαν της γλώσσης λίαν ενδιαφέρουσαν. Λέγει, ειδικώτερον, ότι ο Θεός Πατήρ εγέννησε τον Υιόν, όχι όπως ο ανθρώπινος νους γεννά τον προφορικόν λόγον. Ο ανθρώπινος νους ευρίσκεται ενυπόστατος εντός ημών, ο δε ενδιάθετος λόγος, δηλαδή ο εντός του ανθρώπου ευρισκόμενος, καταστάς προφορικός και διαχυθείς εις τον αέρα εκμηδενίζεται. Οι χριστιανοί όμως γνωρίζουν ότι ο Χριστός δεν είναι λόγος προφορικός, αλλά Λόγος ενυπόστατος, χωρίς να λαληθή υπό ανθρωπίνων χειλέων και διαχυθή, αλλά εγεννήθη αϊδίως, ανεκφράστως και εν υποστάσει. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων θα παράθεση Βιβλικά χωρία προς επεξήγησιν των ανωτέρω. Ο Λόγος γνωρίζει την θέλησιν του Πατρός και δημιουργεί τα πάντα εις αρμονικήν ταύτισιν προς Εκείνον («Ἐν ἀρχῇ γάρ ἦν ὁ Λόγος, καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν, καί Θεός ἦν ὁ Λόγος») (29). Επίσης είναι Λόγος όχι προφορικός, διότι εκείνος δεν καταβαίνει, ούτε αναβαίνει, αλλά «Λόγος ὁ καταβάς καί ἀναβάς» (30). Επί πλέον είναι Λόγος έχων εξουσίαν επί πάντων των όντων και βασιλεύων επ' αυτών («πάντα γάρ τῷ Υἱῷ παραδέδωκεν ὁ Πατήρ») (31).
Ο άγιος Πατήρ θα αναφερθή εις το Ακατάληπτον της Γεννήσεως του Υιού και θα εκφράση ούτως όλην την αποφατικήν Θεολογίαν αυτού. Ο Πατήρ εγέννησε τον Υιόν, αλλά όχι ανθρωπίνως, «ἀλλ ' ὡς οἶδεν αὐτός μόνος» (32). Η υφ' ημών γνώσις περί της Γεννήσεως του Υιού δεν αφορά εις τον τρόπον πραγματοποιήσεως αυτής, αλλά εις την συνειδητοποίησιν αυτής αρνητικώς («οὐ γάρ τό, πῶς ἐγέννησεν, εἰπεῖν ἐπαγγελλόμεθα, ἀλλά τό, οὐχ οὔτως, διαβεβαιούμεθα») (33). ’γνοιαν του τρόπου της Γεννήσεως του Υιού δεν έχουν μόνον οι άνθρωποι, αλλά γενικώς όλαι αι κτισταί υπάρξεις. Η γη αγνοεί την Γέννησιν του Υιού, διότι δεν δύναται να διηγηθή την Γέννησιν του Πλάστου αυτής. Ο ήλιος επίσης την αγνοεί, διότι δημιουργηθείς την τετάρτην ημέραν της Δημιουργίας και μη γνωρίζων τα κτίσματα των τριών πρώτων ήμερων, πολύ περισσότερον δεν δύναται να γνωρίζη τον Ποιητήν. Τον Θεόν δεν αγνοούν μόνον οι ουρανοί και τα υπεράνω αυτών ύδατα, αλλά και πάσα αγγελική φύσις. Εάν ανέβαινε τις εις τον πρώτον ουρανόν και ηρώτα τους αγγέλους πώς ο Θεός Πατήρ εγέννησε τον Υιόν, θα απήντων ότι δύναται ούτος να ερωτήση τους υψηλότερον ευρισκομένους. Εάν αναβή εις δεύτερον και τρίτον ουρανόν θα συμβή το αυτό. Και εάν κατορθώση να φθάση τα αγγελικά τάγματα των Θρόνων και Κυριοτήτων, Αρχών και Εξουσιών, θα διαπίστωση το αυτό.
Εν συνεχεία ο άγιος Πατήρ θα αναφέρη ότι είναι αξία απορίας η πολυπραγμοσύνη όσων εκπίπτουν εις την ασέβειαν. Αγνοούντες τους Θρόνους και τας Κυριότητας, αι οποίαι είναι δημιουργήματα Θεού, επιχειρούν να πολυπραγμονούν περί του Δημιουργού. Ο άγιος Κύριλλος καλεί αυτούς να απαντήσουν εις το ερώτημα τι είναι Αρχή, τι Εξουσία, τι Δύναμις, τι ’γγελος, και τότε δύνανται να πολυπραγμονούν περί της φύσεως του Θεού. «Πάντα γάρ δι ' αὐτοῦ ἐγένετο» (34). Μόνον το Πνεύμα το ’γιον, το Οποίον ελάλησε δια της Βίβλου, γνωρίζει τα βάθη του Θεού. Αλλά ούτε Τούτο έγραψεν εις την Βίβλον περί της Γεννήσεως του Υιού εκ του Πατρός. Κατά συνέπειαν, οι πιστοί οφείλουν να μη πολυπραγμονούν, δι ' όσα ούτε το ’γιον Πνεύμα έγραψεν εις την Γραφήν. Εκείνος, ο οποίος αγνοεί τα γεγραμμένα εν τη Βίβλω, δεν πρέπει να πολυπραγμονή περί των αγράφων. Εις την Βίβλον υπάρχουν πολλά ζητήματα. Εφ ' όσον δεν κατανοούμεν το γεγραμμένον, δεν πρέπει να πολυπραγμονούμεν περί του μη γεγραμμένου. Μας αρκεί δε να γνωρίζωμεν ότι ο Θεός εγέννησεν ένα Υιόν μόνον.
Ο άγιος Κύριλλος θα προτρέψη τον κάθε πιστόν να μη εντραπή να ομολογήση την άγνοιαν αυτού, εφ ' όσον αγνοεί ομού μετά των αγγέλων. Μόνον εκείνος, ο Οποιος εγέννησε γνωρίζει τον Γεννηθέντα και ο Γεγεννημένος γνωρίζει τον Γεννήσαντα. Διότι, όπως μόνον το πνεύμα του ανθρώπου γνωρίζει τα του ανθρώπου, ούτω μόνον το πνεύμα του Θεού γνωρίζει τα του Θεού. Όπως ο Πατήρ έχει ζωήν εν Εαυτώ, ούτως έδωκε ζωήν εις τον Υιόν. Ούτε ο Γεννήσας έχει ζημιωθή τι, ούτε λείπει τι εις τον Γεννηθέντα. Ο Γεννήσας δεν μετεβλήθη εις Υιόν, ούτε ο Γεννηθείς έγινε Πατήρ. Από Ένα μόνον Πατέρα προέρχεται Εις Μονογενής Υιός, χωρίς να υπάρχουν δύο αγέννητοι, ούτε δύο Μονογενείς Υιοί. Ένας είναι Αγέννητος Πατήρ, και ένας Υιός Γεννητός όχι εν χρόνω, αλλά προαιωνίως, χωρίς να έχη λάβει την αύξησιν εκ προόδου, αλλά Γεννηθείς όπως είναι τώρα.
Εν συνεχεία, ο άγιος Κύριλλος θα αναφερθή εις το άρθρον του Συμβόλου «Εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν Μονογενῆ, τόν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα Θεόν ἀληθινόν» (35). Θα αναφερθή εις το αΐδιον της Γεννήσεως του Υιού, προσθέτων ότι οι άνθρωποι λαλούν εν χρόνω, ενώ η Γέννησις του Υιού είναι άχρονος. Ο Υιός δεν έγεννήθη «ἐκ τοῦ μή ὄντος» (36), αλλά ο Πατήρ, ο Οποίος είναι αΐδιος, εγέννησεν αϊδίως και ανεκφράστως Υιόν.
Δια να επιρρώση την Θεότητα του Ιησού, ο άγιος Πατήρ θα προσκόμιση Βιβλικά χωρία, ως τα «ἐπί τῆς γῆς ὤφθη, καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (37), το οποίον είναι δηλωτικόν της Ενανθρωπήσεως του Υιού, και «ὁ θρόνος σου, ὁ Θεός, εἰς τόν αἰώνα τοῦ αἰῶνος» (38).
Η έκφρασις «Ἐγώ καί ὁ Πατήρ ἕν ἐσμεν» (39) είναι ενδεικτική της ενδοτριαδικής σχέσεως, προκειμένου να μη θεωρήσωμεν συναλοιφήν υιοπατορίας. Εν είναι ο Πατήρ και ο Υιός κατά το αξίωμα της Θεότητος, διότι Θεός εγέννησε Θεόν, και εν κατά την βασιλείαν, διότι δεν βασιλεύει ο Πατήρ εις άλλα και ο Υιός εις άλλα δημιουργήματα. Ωσαύτως, ο Πατήρ και ο Υιός είναι εν, διότι μία είναι η κοινή υπ' Αυτών δημιουργία.
Κατά συνέπειαν, ο Υιός είναι Θεός αληθινός έχων εν Εαυτώ τον Πατέρα, χωρίς να μεταβληθή εις Πατέρα. Ο Πατήρ δεν ενηνθρώπησεν, αλλά ο Υιός. ’ρα, είναι εσφαλμένα και το «ὴν ποτέ, ὅτε οὐκ ἦν ὁ Υἱός» (40) και μία υποτιθεμένη αντίληψις περί υιοπατορίας. Δεν πρέπει, ένεκα αποδόσεως τιμής εις τον Υιόν, να θεωρήται Ούτος Πατήρ, ούτε, ένεκα αποδόσεως τιμής εις τον Πατέρα, να θεωρήται ο Υιός ως δημιούργημα. Αλλά πρέπει να προσκυνήται Εις Πατήρ δι ' ενός Υιού, και να καταγγέλληται Εις Υιός προ των αιώνων εν δεξιά του Πατρός.
Η Βίβλος διδάσκει ότι «ὁ έωρακώς τόν Υἱόν, ἑώρακε τόν Πατέρα» (41). Τούτο ισχύει, διότι ο Υιός είναι εικών του Γεννήσαντος. Ο άγιος Κύριλλος προσκομίζει τους χαρακτηρισμούς, «ζωή ἐκ ζωῆς» (42), «φῶς ἐκ φωτός, δύναμις ἐκ δυνάμεως, Θεός ἐκ Θεοῦ» (43), δια να δείξη ότι εις τον Υιόν οι χαρακτήρες της Θεότητος είναι απαράλλακτοι. Ο Υιός δεν πρέπει να θεωρήται αλλότριος του Πατρός, ούτε ο Πατήρ άλλοτε Πατήρ και άλλοτε Υιός. Αλλ ' ο Πατήρ, αφού εγέννησε τον Υιόν, έμεινε Πατήρ. Εγέννησε Σοφίαν, αλλά δεν έγινεν ο ίδιος άσοφος. Εγέννησε Θεόν, χωρίς να στερηθή κατά τι της Θεότητος.
Δια να μη θεωρηθή ότι ο Πατήρ είναι κατά τον αυτόν τρόπον Πατήρ και του Υιού και των κτισμάτων, διαστέλλει η Γραφή το αναβαίνω προς τον «Πατέρα μου» (44), από το «πατέρα ὑμῶν» (45). Ο άγιος Κύριλλος καλεί τους πιστούς να αρκούνται εις το ότι ο Θεός Πατήρ έχει Υιόν. Ούτοι δεν πρέπει να πολυπραγμονούν, περί του τρόπου Γεννήσεως.
Αρκεί να αναφερθή ότι ο Θεός Πατήρ έχει ένα Υιόν. Ο Υιός δεν έλαβε αρχήν κατά την Γέννησιν εν Βηθλεέμ. Δεν έχει χρονικήν αρχήν υπάρξεως, αλλά ως άχρονος αρχή νοείται ο Πατήρ. Και προς επίρρωσιν της αιωνιότητος του Υιού, θα φέρη τα χωρία «πρίν Ἀβραάμ γενέσθαι, ἐγώ εἰμι» (46) και «δόξασόν με σύ Πάτερ παρά σεαυτῷ, τῇ δόξῃ εἶχον, πρό τοῦ τόν κόσμον εἶναι, παρά σοι» (47).
Ο άγιος Κύριλλος θα σπεύση να καταδικάση όλας τας κοσμολογικάς αντιλήψεις της εποχής του, αι οποίαι είχον παρεισφρύσει εις τον χώρον της Χριστολογίας και ήσαν αίρετικαί. Όλα έδημιουργήθησαν δια του Υιού είτε Θρόνοι, είτε Κυριότητες, είτε ’ρχαί, είτε Έξουσίαι. Όλα έγένοντο δι ' Αυτού, και όλα υπόκεινται εις την εξουσίαν Αυτού. Κάθε διδασκαλία, η οποία δέχεται πολλούς δημιουργούς, ή βλασφημεί τον Υιόν, ή θεωρεί ότι Χριστός είναι ο ήλιος, ή θεωρεί τον κόσμον ως δημιούργημα αγγέλων, είναι αιρετική. Ο Χριστός βασιλεύει επί των δημιουργημάτων Αυτού, χωρίς να έχη αρπάσει ξένα τοιαύτα, αλλά βασιλεύων επί των ιδικών Του δημιουργημάτων.
Ουδέν ορατόν είναι ακριβές υπόδειγμα της Θείας και αοράτου δυνάμεως. Ο άγιος εν τούτοις θα φέρη το παράδειγμα του Βασιλέως. Όπως, δηλαδή, ένας βασιλεύς, ο οποίος θέλει να δημιουργήση πόλιν, αναθέτει εις τον υιόν αυτού την κατασκευήν αυτής, επειδή ούτος είναι συμβασιλεύς, ούτως, επειδή ο Πατήρ ηθέλησε να δημιουργήση τον κόσμον, εδημιούργησεν ο Υιός τα πάντα δια του νεύματος (θελήματος) του Πατρός. Ώστε το μεν νεύμα διατηρεί την αυθεντικήν εξουσίαν του Πατρός, ο δε Υιός έχει εξουσίαν επί των δημιουργημάτων Αυτού. Κατά συνέπειαν, ο Πατήρ δεν αποξενούται της εξουσίας επί των ιδικών Του δημιουργημάτων, ενώ ο Υιός βασιλεύει επί των υπ' Αυτού δημιουργηθέντων. Οι άγγελοι δεν εδημιούργησαν τον κόσμον, αλλά ο Υιός.
Ο Χριστός εδημιούργησε τα πάντα, ακόμη και τους Αγγέλους, Αρχαγγέλους, Κυριότητας, Θρόνους. Τούτο δεν έγινεν, επειδή ησθάνετο αδυναμίαν ο Πατήρ δια την δημιουργίαν του κόσμου, αλλά επειδή ήθελε να βασιλεύη ο Υιός, παρέχων εις Αυτόν το δημιουργικόν σχέδιον. Μία σωρεία Βιβλικών χωρίων θα επίρρωση την ανωτέρω αλήθειαν.
Ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού ο Μονογενής και ποιητής του κόσμου. Είναι Δημιουργός όχι μόνον των ορατών πραγμάτων, άλλα και των αοράτων. Τα πάντα εκτίσθησαν δι ' Αυτού. Η ΙΑ' Κατήχησις λήγει με Ύμνον προς τον εν Τριάδι Θεόν.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ
1. Joahannes Quasten, Patrology νο l. III, Spectrum Publishers, σελ. 369.
2. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 127, στ. 32.
3. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 127, στ. 36-37.
4. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 127, στ. 38- σελ. 128, στ. 1.
5. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 128, στ. 8.
6. Πρβλ. Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός· η συνάντηση των δύο κόσμων», άρθρον εν «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών, Αθήναι 1976, τομ. Στ', σελ. 525-526.
7. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 128, στ. 9-10. (Πρβλ. Ματθ. 16,13).
8. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 128, στ. 20-21. (Πρβλ. Ματθ. 16,16).
9. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 128, στ. 23-25. (Ματθ. 16,17).
10. Χαραλάμπους Γ. Σωτηροπούλου, Θέματα Θεολογίας του ΙΔ' αιώνος, Αθήναι 1990, σελ. 35 (υποσ. 52).
II. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 128, στ. 29-31.
12. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 128, στ. 37-38. (Δευτ. 14,1).
13. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 128, στ. 38-39. (Ψαλμ. 81,6).
14. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 129, στ. 1-2.
15. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 129, στ. 2-3.
16. Johannes Quasten, ε. α., σελ. 370.
17. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 129, στ. 8-9, (Ματθ. 1,1).
18. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 129, στ. 17 (Ίω. 4,24).
19. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 129, στ. 19-20 (Ψαλμ. 2,7).
20. Ιω. 3, 16. Πρβλ. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 129 στ. 24-26.
21. Πρβλ. Ιω. 3, 18. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 129, στ. 27.
22. Ιω. 5, 24. ΒΕΠΕΣ τ. 39 σελ. 129, στ. 27-28.
23. Ιω. 4, 24. ΒΕΠΕΣ τ. 39 σελ. 129, στ. 39.
24. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 130, στ. 10-11.
25. Α' Κορ. 4, 15. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 130, στ. 24-25.
26. Ιω. 3, 5. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 130, στ. 32.
27. Ματθ. 3, 17. Πρβλ. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 130, στ. 34.
28. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 130, στ. 34-35.
29. Πρβλ. Ιω. 1, 1. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 131, στ. 2-3.
30. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 131, στ. 5 (Πρβλ. Εφεσ. 4, 10).
31. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 131, στ. 8-9 (Πρβλ. Ματθ. 11, 27. Ίω. 13, 3).
32. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 131, στ. 11.
33. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 131, στ. 11-13.
34. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 132, στ. 1 (Πρβλ. Ιω. 1,3).
35. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 132, στ. 30-32.
36. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 132, στ. 36-37.
37. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 133, στ. 7-8 (Πρβλ. Βαρούχ 3,38).
38. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 133, στ. 10-11 (Ψαλμ. 44,7, Έβρ. 1,8).
39. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 133, στ. 24 (Ιω. 10,30).
40. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 133, στ. 39-134, στ. 1.
41. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 134, στ. 9 (Πρβλ. Ιω. 14,9).
42. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 134, στ. 10.
43. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 134, στ. 11.
44. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 134, στ. 32 (Ιω. 20,17).
45. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 134, στ. 32 (Ιω. 20,17).
46. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 135, στ. 20 (Ιω. 8,58).
47. ΒΕΠΕΣ τ. 39, σελ. 135, στ. 21-22 (Ιω. 17,5).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου