Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Ἡ μεταπατερικότητα τοῦ Χρ. Γιανναρᾶ Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θεοδώρου Ζήση


 

ΓΕΝΕΣΙΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΙΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΟΜΑΧΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΟΤΗΤOΣ
 
(7ον)
 
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θεοδώρου Ζήση
 
Διαφορετική εἶναι ἡ ἀντιπατερική μεταπατερικότητα τοῦ καθηγητοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ, γιατί δέν ἐμπλέκεται πολύ στά οἰκουμενιστικά δρώμενα, ὅπως σχεδόν στό σύνολό τους οἱ ἄλλοι μεταπατερικοί, μολονότι σέ παλαιά δημοσιεύματά του υἱοθετεῖ τίς ἀθηναγόρειες θέσεις ἐναντίον τῆς ἀντιρρητικῆς θεολογίας τῶν Πατέρων καί ὁμιλεῖ γιά «τή ματαιοπονία τῶν ἀσχολουμένων μέ τήν ἔρευνα τοῦ Filioque» 43 , ἐπαινεθείς μάλιστα γιά τίς προοδευτικές του θέσεις ὑπό τῶν Οὐνιτῶν..
Ὁ βαρύς φιλοσοφικός ἐξοπλισμός του καί ἡ στοχαστική του διάθεση δέν τόν ἄφησαν νά θέσει ἐν ταπεινώσει τά ἀναμφισβήτητα χαρίσματά του στήν προβολή καί ἑρμηνεία τῆς διά τῶν αἰώνων ἐκφαινομένης συμφωνίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀκολουθήσει τούς Ἁγίους Πατέρες, ὅπως πολλοί ἐξ αὐτῶν φιλόσοφοι, πανεπιστήμονες, στοχαστές ἔπραξαν μέ τούς πρό αὐτῶν Ἁγίους Πατέρες.
Ὑπενθυμίζουμε ἁπλῶς τό παράδειγμα τοῦ σπάνια φιλοσοφική συγκρότηση διαθέτοντος Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, ὁ ὁποῖος ἐν ταπεινώσει μᾶς λέγει ὅτι ἀπό ὅσα γράφει τίποτε δέν εἶναι ἰδικό του, ἀλλά ἀνθολόγηση τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων. Γι’ αὐτό καί θεωρεῖται ὡς ὁ ἐκφραστής τῆς πρό αὐτοῦ Πατερικῆς Παραδόσεως, γι’ αὐτό καί ἡ Δογματική του, τό ἔργο του δηλαδή «Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», εἶναι καί θά παραμείνει ἡ αὐθεντικώτερη καί γνησιώτερη καί ἀκριβέστερη πηγή τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως. Δυστυχῶς ὁ καθηγητής Γιανναρᾶς ὑπερέβη τούς Πατέρες, δέν ἀκολουθεῖ τούς Πατέρες· διατυπώνει διδασκαλίες ἀντιπατερικές καί ἠθικά ἐπικίνδυνες, ὅπως ἡ διδασκαλία του γιά τόν ἀνθρώπινο ἔρωτα ὡς ὁδό θεογνωσίας, γιά τήν ὁποία ἐλέγχθηκε μέ δυνατή καί ἀκαταμάχητη ἐπιχειρηματολογία ἀπό τόν ἀείμνηστο Γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη, μέ σειρά δημοσιευμάτων, στά ὁποῖα αὐτή ἡ διδασκαλία χαρακτηρίζεται ὡς ἐπανεμφάνιση τῆς αἱρέσεως τοῦ Νικολαϊτισμοῦ, ὡς Νεονικολαϊτισμός. Ὁ π. Θεόκλητος μάλιστα εὑρίσκει ὄχι ἁπλῆ ὑπέρβαση, ἀγνόηση τῶν Πατέρων, ἀλλά πολεμική καί ὕβρεις ἐναντίον τους.
Γράφει: «Καί ἐπειδή μέν διαθέτει “μιά κάποια ἀνεπτυγμέ- νην σκέψι καί κρίσι”, δέν διαθέτει δέ ἐπαρκῆ πνευματικήν πεῖραν, καί μή ὑποψιαζόμενος τήν ἀνεπάρκειάν του, ἔχει ἀθεοφόβως στρατεύσει κατά τῆς ἠθικῆς καί πνευματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας δι’ ἄρθρων κατηγορῶν αὐτῆς… μανιχαϊσμόν! Μέ τήν ἰδέαν αὐτήν ἔχει ὑποστῇ ψύχωσιν, ἔγινε στόχος του, τήν χρησιμοποιεῖ εἰς τάς ἀναπλαστικάς του προσπαθείας καί πανταχοῦ τῆς Πατερικῆς πνευματικῆς διδασκαλίας διακρίνει ἐπιδράσεις μανιχαϊκάς. Εἰς ἕνα δέ τολμηρότατον βιβλίον του, πού ἐξέδωκε τελευταίως… αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά μνημονεύση “τήν διαστροφήν τῆς χριστιανικῆς ψυχῆς ἀπό μανιχαϊκάς ἐπιδράσεις”! Τί νά εἴπωμεν; Ἡ Ἐκκλησία δέν προσέχει αὐτά τά αἱρετικά φρονήματα τοῦ ἀνιδέου αὐτοῦ θεολόγου; Δέν ὑπάρχει ἕνα γραφεῖον τύπου… νά παρακολουθῇ τάς κατά τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικῆς διδασκαλίας ἐκτοξευομένας ὕβρεις ὑπό θεωρουμένων ὀρθοδόξων θεολόγων» 44.
Καί σέ ἄλλο σημεῖο ἀπευθυνόμενος ὁ π. Θεόκλητος πρός τόν καθηγητή Γιανναρᾶ γράφει: «Μέ μιά ἀντιεπιστημονική ἐλαφρότητα καί δημοσιογραφική ρηχότητα θίγεις τά βασικότερα θέματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀδιαφορώντας γιά τίς ἀποκλίσεις σου σέ διάφορες αἱρέσεις. Ἀρχίζεις τήν θεολογική σου καριέρα μέ πόλεμο κατά τῶν ἱερῶν Κανόνων -τόν ὁποῖον καί συνεχίζεις ἐμμέσως- καί ἀπό οἶστρον οἰήσεως δέν ὀκνεῖς νά ἀποδώσῃς σαρκική συσσώρευση στούς Ἁγίους Πατέρες, χωρίς αὐτό νά σέ ἐμβάλλη σέ ἀνησυχία γιά τήν ἀπύθμενη ἐκτροπή σου. Καί ἤδη συνεχίζεις ἤ νά τούς διαστρέφεις ἤ νά τούς ἀγνοῆς ἤ νά τούς σπιλώνης»45.
Συνέχισε πράγματι ὁ καθηγητής Γιανναρᾶς νά σπιλώνει καί νά συκοφαντεῖ τούς Ἁγίους Πατέρες μέ συγκεκριμένο τώρα στόχο τόν ἐπιφανέστερο καί πολυγραφώτερο τῶν Ἁγίων Κολλυβάδων Πατέρων τόν Ἅγιο Νικόδημο Ἁγιορείτη, τόν ὁποῖο κατηγορεῖ ὅτι μέ τά συγγράμματά του δημιούργησε μιά «νοοτροπία πού θέλει νά ἐνσπείρει σέ μιά παραδοσιακή χριστιανι- κή κοινωνία τόν μανιχαϊκό διαχωρισμό “καθαρῶν” καί “ἀκαθάρτων” ἀνθρώπων» καί ὅτι δῆθεν εἶναι «διάσπαρτη στά ἔργα τοῦ Νικοδήμου ἡ ἐμμονή στήν ἀνσέλμεια καί θωμιστική διδασκαλία “περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας Δικαιοσύνης διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ”» καί ὅτι στό «Ἐξομολογητάριον» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου «κυριαρχεῖ τό δικανικό, τελείως δυτικό πνεῦμα»46.
Θεμελιώδη καί ἐπιτυχῆ κριτική τῆς ἀτεκμηρίωτης, ἄδικης καί βλάσφημης πολεμικῆς τοῦ Γιανναρᾶ ἐναντίον ἑνός μεγάλου Πατρός καί Διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας ἐξεπόνησε ὁ π. Βασίλειος Βολουδάκης στό ἐξαίρετο ἔργο του «Ὀρθοδοξία καί Χρ. Γιανναρᾶς», ὅπου στό τέλος δημοσιεύεται καί κείμενον τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους μέ τίτλο: «Ἀναίρεσις τῶν πεπλανημένων θέσεων τοῦ κ. Χρήστου Γιανναρᾶ περί τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου».
Ἡ μεταπατερικότητα λοιπόν τοῦ καθηγητοῦ Γιανναρᾶ προσλαμβάνει βαρύτερο χαρακτήρα τῆς τῶν ἀναφερθέντων ἄλλων μεταπατερικῶν Οἰκουμενιστῶν, διότι καταλήγει σέ ἐμφανῆ ἀντιπατερικότητα μέ ὑβριστική, ἄδικη καί ἀθεμελίωτη πολεμική ἐναντίον συνόλου τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως καί ἐξαιρέτως τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἀλλά καί σέ παρότρυνση τῶν νέων σέ ἠθική χαλαρότητα. Ὅπως ἐπισημαίνει τό κείμενο τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους «ὁ κ. Γιανναρᾶς προωθεῖ τούς ἀναγνώστας του καί μάλιστα τούς νέους νά γίνουν κριταί τῶν Ἁγίων καί νά μένουν μέν εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἱκανοποιοῦντες ὅμως τά πάθη των, χωρίς νά παιδαγωγοῦνται εἰς τήν ἀπόκτησιν τῆς ἀληθοῦς μετανοίας, ταπεινοφροσύνης, ἁγνότητος καί ὑπακοῆς, ἄνευ τῶν ὁποίων εἶναι ἀνέφικτος ἡ ἀληθής ἐν Χριστῷ ἐλευθερία»47.
Μνημονεύουμε ἀκόμη ὡς καρπούς αὐτῆς τῆς ἀντιπατερικῆς μεταπατερικότητας τά ἀπαράδεκτα κείμενα πού συνυπέγραψαν στούς Θεολογικούς Διαλόγους οἱ ἐκπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τά ὁποῖα ἀνατρέπουν τήν Πατερική, τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση.
Στόν διάλογο μέ τούς Παπικούς τό κείμενο πού ὑπογράφτηκε στό Balamand τοῦ Λιβάνου (1993), ἐκτός τοῦ ὅτι γιά πρώτη φορά ἀθωώνει τήν Οὐνία, προσφέρει συγχρόνως ἐκκλησιαστική πληρότητα καί γνησιότητα στήν αἱρετική Ρώμη. Ἐξισώνονται ἡ Ὀρθόδοξη καί ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί θεωροῦνται ἀμφότερες κάτοχοι τῆς γνησίας ἀποστολικῆς πίστεως, τῆς μυστηριακῆς Χάριτος καί τῆς ἀποστολικης διαδοχῆς. Γιά πρώτη φορά “ὀρθόδοξοι” θεολόγοι, ἀθετώντας τήν σταθερή καί ἁγία Παράδοση τῶν Πατέρων ἀρνοῦνται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, διότι οἱ διατυπώσεις τοῦ κειμένου σημαίνουν ὅτι αὐτή συναποτελεῖ μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας τήν Μίαν Ἐκκλησίαν καί εἶναι ἀπό κοινοῦ συνυπεύθυνες γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἡ διδασκαλία τῶν μεγάλων ἁγίων καί Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί τοῦ ὅτι οἱ Λατῖνοι εἶναι σχισματικοί καί αἱρετικοί συγχρόνως ἀχρηστεύθηκε καί ἐγκαταλείφθηκε. Εἶναι φοβερά προδοτική τῆς Πίστεως ἡ διατύπωση τοῦ κειμένου τοῦ Balamand: «Ἑκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός εἰς τήν Ἐκκλησίαν του -ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχή εἰς τά αὐτά μυστήρια, κυρίως εἰς τήν μίαν ἱερωσύνην, τήν τελοῦσαν τήν μίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολική διαδοχή τῶν ἐπισκόπων- δέν δύναται νά θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστική ἰδιοκτησία μιᾶς τῶν ἡμετέρων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι σαφές ὅτι ἐντός τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισμός. Διά τοῦτον ἀκριβῶς τόν λόγον ἡ Καθολική Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουν ἑαυτάς ἀμοιβαίως ὡς ἀδελφάς ἐκκλησίας, ἀπό κοινοῦ ὑπευθύνους διά τήν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρός τήν θείαν οἰκονομίαν, ἰδιαίτερα ὡς πρός τήν ἑνότητα» (παράγρ. 13 καί 14)48.
Στό ἴδιο ἀκριβῶς μῆκος κύματος κινεῖται καί τό κείμενο τῆς Θ´ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» στό Πόρτο ᾽Αλέγκρε τῆς Βραζιλίας τόν Φεβρουάριο τοῦ 2006. Τό αἱρετικό αὐτό κείμενο, τό ὁποῖο ὑπέγραψαν ἐκπρόσωποι τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δυστυχῶς, χωρίς νά κληθοῦν συνοδικά σέ ἀπολογία ἀπορρίπτει βασικότατα ὀρθόδοξα ἐκκλησιολογικά δόγματα. Διακηρύσσει τήν φοβερή ἐκκλησιολογική αἵρεση ὅτι τό σύνολο τῶν μελῶν τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» ἀπαρτίζουν τήν Καθολική Ἐκκλησία. «Κάθε Ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολική Ἐκκλησία καί ὄχι ἁπλῶς ἕνα μέρος της.
Κάθε ἐκκλησία εἶναι ἡ καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ἡ ὁλότητά της. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν καθολικότητά της, ὅταν εἶναι σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες» (παράγρ. 86). «Χωρισμένοι ἀπ’ ἀλλήλων εἴμαστε πτωχευμένοι» (παράγρ. 7) 49.
Ποιά σύνοδος θά καλέσει σέ ἀπολογία τούς ἐκπροσώπους πού ὑπέγραψαν τό αἱρετικό αὐτό κείμενο, ὅταν ὁ οἰκουμενικός πατριάρχης θριαμβολογεῖ ὑπέρ τοῦ κειμένου καί ἐκτιμᾶ ὅτι μέ τό κείμενο αὐτό «ἀπηλλάγημεν τῶν ἀγγυλώσεων τοῦ παρελθόντος»;
Ἐνωρίτερα, ἐναντίον μάλιστα τῆς σαφοῦς διδασκαλίας τῆς Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι ὑπέγραψαν δύο Κοινές Δηλώσεις μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους Μονοφυσίτες (1989 και 1990) στίς ὁποῖες ἀναγνωρίζουν ὅτι ἔχουμε κοινή πίστη!!!…μέ τούς αἱρετικούς Μονοφυσίτες, οἱ ὁποῖοι σέ καμμία φάση τοῦ Διαλόγου δέν δέχθηκαν νά ἀναγνωρίσουν τήν Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενική Σύνοδο (451) καί νά ἀριθμήσουν σέ δύο τίς φύσεις τοῦ Χριστοῦ μετά τήν ἕνωση.
Λέγει ἡ Β΄ «Κοινή Δήλωσις» τῆς «Μικτῆς Ἐπιτροπῆς Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου καί Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» πού συνετάχθη στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1990: «Ὑπό τό φῶς τῆς ἡμετέρας Κοινῆς Δηλώσεως ἐπί τῆς Χριστολογίας ὡς καί ἐπί τῶν ἀνωτέρων κοινῶν θέσεων, κατενοήσαμεν σαφῶς ὅτι ἀμφότεραι αἱ οἰκογένειαι διετήρησαν πάντοτε πιστῶς τήν αὐτήν αὐθεντικήν Ὀρθόδοξον Χριστολογικήν πίστιν καί τήν ἀδιάκοπον συνέχειαν τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως, καίτοι ἐχρησιμοποίησαν χριστολογικούς ὅρους κατά διάφορον τρόπον. Ἡ κοινή αὕτη πίστις καί συνεχής πιστότης πρός τήν ἀποστολικήν παράδοσιν δέον ὅπως καταστῆ ἡ βάσις τῆς ἡμετέρας ἑνότητος καί κοινωνίας» (παραγρ. 9) 50.
Ὑποσημειώσεις:
43. Βλ. Μοναχοῦ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ, Περί θείου καί ἀνθρωπίνου ἔρωτος. Α΄. Ὁ Νεονικολαϊτισμός τοῦ Χρ. Γιανναρᾶ, Ἐκδ. Σπηλιώτη, Ἀθῆναι 2003, σελ.27.
44. Αὐτόθι, σελ. 28-29.
45. Αὐτόθι, σελ. 77.
46. Πρεσβυτέρου ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΒΟΛΟΥΔΑΚΗ, ᾽Ορθοδοξία καίΧρ. Γιανναρᾶς, Ἀθήνα 1993, ἐκδ. «Ὑπακοή», σελ. 37. 53-54.
47. Αὐτόθι, σελ. 268.
48. Περισσότερα βλ. εἰς Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ,Οὐνία. Ἡ καταδίκη καί ἡ ἀθώωση(στό Freising καίστό Balamand), Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 156 ἑ.
49. Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν, «Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφώτεροι», Ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στή Μεγίστη Λαύρα, Ἔκδοση τῆς Συνάξεως Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν «Φώτης Κόντογλου», Τρίκαλα, Χριστούγεννα 2011, σελ. 72ἑ. καί Θεοδρομία 13 (2011) 629.
50. Βλ. ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΠΟΖΟΒΙΤΗ, Τά αἰώνια σύνορα τῆς Ὀρθοδοξίας καί οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1994, σελ. 109. Τήν καλύτερη κριτική παρουσίαση τῶν γενομένων καί συμφωνηθέντων στόν διάλογο μέ τούς Μονοφυσίτες ὀφειλουμε στόν θεολόγο δρ. Θεολογίας καί τ. Ἐπιθεωρητή Μέσης Ἐκπαιδεύσεως στήν Κύπρο ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ὁ ὁποῖος μετεῖχε τοῦ διαλόγου ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου καί μᾶς ἐχάρισε ἀντικειμενική ἱστορικοδογματική εἰκόνα στήν μονογραφία του: Ὁ Θεολογικός Διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων. Εἶναι ἡ συμφωνία ἐπίτοῦ χριστολογικοῦ δόγματος θεολογικῶς ἀδιάβλητη καί πατερικῶς ἔγκυρη;, Λευκωσία 2000.
πηγή: Ορθόδοξος Τύπος, 8/6/2012
http://thriskeftika.blogspot.gr/2012/06/7.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου