Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

Ορθοδοξία και Δικαιώματα του Ανθρώπου του Αντώνη Μανιτάκη, Καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

 
 
 
Το ερώτημα που θα ήθελα να θέσω στην κρίση σας με τη σημερινή εισήγησή μου είναι κατά πόσο η Ορθόδοξη Θεολογία και Εκκλησία είναι εξοικειωμένες με την θεωρία και πρακτική των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η έρευνά μου, λόγω ειδικότητας, περιορίστηκε σε δευτερογενείς πηγές, δεν ήταν συστηματική και αρκέστηκε στην πρόσφατη ελληνόγλωσση σχετική βιβλιογραφία. Οι θέσεις μου είναι για το λόγο αυτό προσωρινές και ανολοκλήρωτες. Συμβουλεύτηκα κυρίως την εξαιρετική μελέτη του Αρχιεπισκόπου Τιράνων κ. Αναστασίου, "Ορθοδοξία και Δικαιώματα του Ανθρώπου", τα δοκίμια του Χρήστου Γιανναρά "Η απανθρωπία του δικαιώματος", τη μελέτη του Σάββα Αγουρίδη, "Τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στο δυτικό κόσμο", και την παλαιότερη θεολογική μελέτη του Βασ. Στογιάννου "Ελευθερία" (Η περί Ελευθερίας διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου και των πνευματικών ρευμάτων της εποχής του). Συμβουλεύτηκα παράλληλα και ορισμένα γραπτά του Στέλιου Ράμφου.
Η συγκομιδή, περιορισμένη, δεν μου επέτρεψε να σχηματίσω μια σαφή εικόνα για την ορθόδοξη αντίληψη περί δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Διέγνωσα μια απαξία ή μια υποτίμηση, που συνδυάζεται όμως με μια εντυπωσιακή παρανόηση της σημασίας τους, στο έργο και στην σκέψη του Γιανναρά. Αν εκλάβει κανείς την σκέψη του, ως αντιπροσωπευτική της ορθόδοξης αντίληψης περί δικαιωμάτων, τότε δικαιώνεται η άποψη ορισμένων (π.χ. Ράμφου) ότι η Ορθοδοξία, μετά την πτώση του Βυζαντίου δεν γνώρισε τη δική της "Αναγέννηση" και αγνόησε την αναδιάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων και γενικά των κοινωνιών, που επήλθε με την τεχνολογική επανάσταση και την επικράτηση της ιδέας του "ατόμου" και της "αυτονομίας" του ως θεμελιώδους αξίας της κοινωνικής συμβίωσης. Η υπεράσπιση από τον κ. Γιανναρά ενός ιδιότυπου, παρωχημένου, διανοητικά ανεπεξέργαστου, ιστορικά ανύπαρκτου και πολιτικά ανεδαφικού "ορθόδοξου κοινοτισμού", δημιουργεί την εντύπωση ότι η Ορθοδοξία αντιμάχεται την αυτονομία του ατόμου, ότι ευνοεί τις "κοινοτικές" μορφές οργάνωσης της κοινωνίας και την διαπλοκή θρησκείας και πολιτικής. Οι συνέπειες μιας τέτοιας ολοκληρωτικής και οπισθοδρομικής πολιτικά ουτοπίας είναι πιστεύω εμφανείς. Η Ορθοδοξία εμφανίζεται όχι μόνο να αγνοεί οικουμενικής σημασίας πολιτισμικές κατακτήσεις ή να περιφρονεί πολιτικές και κοινωνικές αξίες οικουμενικής αποδοχής αλλά και να υπερασπίζεται ένα πρότυπο οργάνωσης της κοινωνίας που μετατρέπει την ορθόδοξη θρησκεία σε πολιτικό και κοινωνικό βίωμα "καθολικό και ολοκληρωτικό", που δεν διακρίνει τον πολίτη από τον πιστό, την θρησκεία από την πολιτική, που δεν κατανόησε την σημασία της ανεξιθρησκείας, την ελευθερία της συνείδησης και ιδίως της θρησκευτικής και τελικά δεν είναι έτοιμη να συμβιώσει ως θρησκευτική κοινότητα σε μια ανοικτή πολυπολιτισμική κοινωνία.
Σε εντελώς αντίθετα συμπεράσματα για την Ορθοδοξία και τη σχέση της με τα δικαιώματα του ανθρώπου καταλήγει κανείς, αν διαβάσει τη μελέτη του Αρχιεπισκόπου κ. Αναστασίου. Εκεί η "εσωτερική" ελευθερία διακρίνεται από την εξωτερική και αληθινά ελεύθερος ονομάζεται αυτός που αγαπά: 'το πλήρωμα της ελευθερίας είναι η αγάπη'. Ο χριστιανισμός ενδιαφέρεται πρωταρχικά για την ηθική έννοια της ελευθερίας, για την ελευθερία ως "καθολική ελευθερία του ανθρώπου, όχι ως λογική ιδέα άλλά ως ηθικό αίτημα". Στο πυρήνα της χριστιανικής θεολογικής σκέψης και ιδιαίτερα των ελλήνων Πατέρων βρίσκεται η αντίληψη περί προσώπου, ως έννοια και βίωμα. "Το Γεν. 5:7 (κατ΄ εικόνα και καθ΄ομοίωσιν) σύμφωνα με την ορθόδοξη ερμηνεία αναφέρεται στον άνθρωπο ως πρόσωπο και όχι ως άτομο."
Η αντίληψη αυτή συμβιβάζεται και δεν συγκρούεται πάντως με την 'καλούμενη δυτική αντίληψη περί δικαιωμάτων καθώς και με τα διδάγματα του διαφωτισμού, περί διαχωρισμού πολιτικής και θρησκείας και διάκρισης, πιστού και πολίτη. Η ορθόδοξη αντίληψη περί ελευθερίας προϋποθέτει την "συνειδησιακή" αυτονομία του ανθρώπου και δεν αντιφάσκει ούτε με την ελευθερία της συνείδησης και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθένα ούτε με την διακηρυγμένη νομικά ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης.
Αλλά και γενικότερα, αν παρατηρήσει κανείς και σκεφθεί, διαχρονικά και συνολικά, πάνω στις ατομικές και συλλογικές πρακτικές της ελληνικής κοινωνίας, από τότε που συγκροτήθηκε η ίδια σε εθνικό κράτος και σκεφθεί τον τρόπο πολιτικής οργάνωσης και δύο αιώνων πρακτικής σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων θα πρέπει να καταλήξει αβίαστα στα ακόλουθα συμπέρασμα: η μεν Ορθόδοξη Εκκλησία ως θεσμός, δεν εμπόδισε την ελληνική κοινωνία ούτε τον ορθόδοξο πιστό να συμπεριφέρεται ως δημοκρατικός πολίτης, που απολαμβάνει και σέβεται τα δικαιώματα του ανθρώπου, αλλά και η ορθόδοξη εκκλησία ως "κοινότητα πιστών", βίωνε και βιώνει ταυτόχρονα με τρόπο θα έλεγα αρμονικά τόσο την πίστη του και την αγάπη τους στον πλησίον και στον Θεό, όσο και την νομική και πολιτική δυνατότητα που έχει να αυτό-προσδιορίζεται ατομικά και συλλογικά και να διεκδικεί και απολαμβάνει τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και μέλους του κοινωνικού συνόλου.
Τα περί αντιθέσεως της "δυτικής" ιδέας των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ορθόδοξη πίστη, αποτελούν ιδεολογήματα και πάντως δεν επαληθεύονται από την πολιτική και κοινωνική πράξη. Εκλαμβάνεται η μη ενασχόληση της ορθόδοξης θεολογικής σκέψης με την ιδέα των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως αδιαφορία ή περιφρόνησή τους. Ενώ πρόκειται για στάση που απορρέει από τον διαχωρισμό των τομέων του Καίσαρος από τον Θεό και από αναγνώριση της ιδιαίτερης δικαιοδοσίας της πολιτικής.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει, πράγματι, υστέρηση της Ορθόδοξης εκκλησίας στον τομέα αυτό και ότι ο ελληνο-ορθόθοξος λόγος δυσκολεύεται να εξοικειωθεί με τις πολιτικές και πολιτισμικές αξίες της ελευθερίας της συνείδησης και του ατομικού και συλλογικού αυτό-προσδιορισμού σε μια πολιτικά οργανωμένη κοινωνία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου