Το
είδος του Βίου Βασιλείου (στο εξής ΒΒ) αναμφίβολα αποτελεί ένα
διφορούμενο ζήτημα για την βυζαντινή λογοτεχνία. Πολλοί ερευνητές
εξέφρασαν διαφορετικές απόψεις ως προς το ειδολογικό ζήτημα. ’λλοι
υποστήριξαν ότι πρόκειται για εγκώμιο, άλλοι για βιογραφία και άλλοι για
ιστοριογραφικό έργο. Η επιχειρηματολογία του Jenkins, περί των
εγκωμιαστικών στοιχείων του ΒΒ, κινήθηκε προς τη σωστή κατεύθυνση, με
αποτέλεσμα το άρθρο του να αποτελέσει αφετηρία συζητήσεων για τους
μετέπειτα ερευνητές. Η σπουδαιότητα του άρθρου έγκειται ακριβώς στο
γεγονός ότι πλέον κανείς δεν αμφισβητεί τα εγκωμιαστικά στοιχεία του ΒΒ,
αλλά η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από το είδος του έργου και ποιες
πηγές είχε ο συγγραφέας στο δεξί του χέρι. Παρόλα αυτά, κατά τη γνώμη
μας, αν και αποτελεί ένα κλασικό άρθρο για τον ΒΒ εν τούτοις
περιορίστηκε μόνο στην περιγραφή των εγκωμιαστικών στοιχείων μη
επισημαίνοντας και τις υπόλοιπες λειτουργίες του.
Προτού όμως προβούμε στην ένταξη του ΒΒ
είτε στο είδος του εγκωμίου είτε της βιογραφίας κρίνουμε σκόπιμο να
δούμε πως ορίζονται επ' ακριβώς τα δύο αυτά λογοτεχνικά είδη 1.
Ως βιογραφία χαρακτηρίζεται η ενδιάμεση μορφή ανάμεσα στο εγκώμιο και
στην ιστοριογραφία. Το είδος αυτό αναπτύχθηκε κατά την αρχαιότητα και
άνθισε ιδιαιτέρως την περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Βασική
επιδίωξή της είναι η προβολή του χαρακτήρα του ήρωα, του ήθους και των
πράξεών του. Όλα αυτά παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά. Το υλικό
δύναται να παρουσιαστεί ποικιλοτρόπως με ανέκδοτα, αποφθέγματα, κατάλογο
έργων κ.α. Κεντρικά πρόσωπα της ύστερης Ρωμαϊκής βιογραφίας ήσαν
αυτοκράτορες, όπως η Ιστορία του Αυγούστου, φιλόσοφοι, όπως ο Διογένης ο
Λαέρτιος και ρήτορες, όπως οι Βίοι των σοφιστών. Από αυτό το είδος της
βιογραφίας προέκυψε η αγιολογία με την παραγωγή έργων όπως ο Βίος του Μέγα Αντωνίου
από τον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος με τη σειρά του αποτέλεσε το πρότυπο
για την συγγραφή των μεταγενέστερων βίων αγίων. Η βιογραφία της ύστερης
ρωμαϊκής περιόδου εδραζόταν στην παρουσίαση του βίου του ήρωα ως
συνεχούς ακμής από την ημέρα που γεννήθηκε μέχρι και την ημέρα του
θανάτου. Οι βυζαντινές κοσμικές βιογραφίες δεν παράγονταν σε μεγάλο
αριθμό. Επίσης, η οριοθέτηση του είδους τόσο από την αγιολογία όσο και
από την ιστοριογραφία δημιουργεί κάποιες ασάφειες. Για παράδειγμα ο ΒΒ,
αν και προσγράφεται σαν βιογραφία συμπεριλαμβάνεται στη μεγάλη ιστορική
συλλογή της Συνέχειας Θεοφάνους (στο εξής ΣΘ). Το ίδιο παρατηρούμε ότι συμβαίνει και με την Αλεξιάδα
η οποία χαρακτηρίζεται ως ιστορικό έργο. Και στο έργο της ’ννας
Κομνηνής βλέπουμε την ιστορική αφήγηση να περιστρέφεται γύρω από τον
αυτοκράτορα πατέρα της. Με δεδομένο όμως ότι η συγγραφή και αυτής της
ιστορίας εκπορεύεται από την αυτοκρατορική οικογένεια δεν μπορεί να
χαρακτηρισθεί ως αντικειμενική. Ομοίως και η ’ννα βλέπουμε να έχει ως
πρότυπό της τον Πολύβιο αλλά και τον Θουκυδίδη.
Εγκώμιο ή πανηγυρικό λόγο ονομάζουμε
έναν επαινετικό λόγο. Ο Μένανδρος στο εγχειρίδιο ρητορικής ορίζει ως
εγκώμιο το έργο εκείνο το οποίο επαινεί ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Κατά
τον Μένανδρο, το εγκώμιο περιορίζεται απλά στον έπαινο κάποιου ατόμου,
όπως του αυτοκράτορα, του πατριάρχη κ.α. Τα εγκώμια προσφωνούνταν σε
κάποια συγκεκριμένη περίσταση, όπως στον γάμο (επιθαλάμια), στις κηδείες
(επιτάφιοι λόγοι) κ.α. Εγκωμιαστικά στοιχεία, φυσικά, εντοπίζονται και
σε ιστορικά έργα. Από την άλλη το εγκώμιο μπορεί να περιλαμβάνει και
υβριστικό περιεχόμενο για κάποιο άτομο. Τέλος, οι πανηγυρικοί λόγοι
αποκτούν μεγάλη διάδοση από τον 11 ο αιώνα.
Όπως είδαμε ο Jenkins χαρακτηρίζει τον
ΒΒ ως εγκώμιο. Κατά την άποψή μας, σωστά ο ερευνητής επεσήμανε τα
εγκωμιαστικά στοιχεία του ΒΒ για τα οποία κανένας μας δεν αμφιβάλει.
Παρόλα αυτά αν και τα εγκωμιαστικά στοιχεία υφίστανται, αυτά από μόνα
τους δεν επαρκούν για να χαρακτηρίσουν το έργο του λόγιου αυτοκράτορα ως
εγκώμιο. Όπως προαναφέραμε, ένας λόγος δύναται να χαρακτηρισθεί ως
εγκώμιο όταν εκφωνείται σε κάποια συγκεκριμένη περίσταση. Φυσικά το
μελετώμενο έργο δεν εκπληρώνει την παραπάνω προϋπόθεση. Ο ΒΒ δεν
προσφωνήθηκε ποτέ, αλλά αντιθέτως αποτέλεσε τμήμα του ιστορικού έργου
της ΣΘ. Επομένως αυτομάτως αναιρείται κάθε προσπάθεια για ένταξη σε αυτό
το λογοτεχνικό είδος.
Ο Μένανδρος για τον βασιλικό λόγο
ορίζει: «μετὰ τὴν πατρίδα καὶ μετὰ τὸ γένος τρίτον κεφάλαιον τὸ περὶ τῆς
γενέσεως, ὡς ἔφαμεν, < καὶ > εἴ τι σύμβολον γέγονε περὶ τὸν τόκον
ἢ κατὰ γῆν ἢ κατὰ οὐρανὸν ἢ κατὰ θάλασσαν <καὶ> ἀντεξέτασον τοῖς
περὶ τὸν Ῥωμύλον καὶ Κῦρον καὶ τοιούτοις τισί» 2,
αλλά και « μετὰ τὴν γέννησιν ἐρεῖς τι καὶ περὶ φύσεως, οἷον ὅτι
εξέλαμψεν ἐξ ὠδίνων εὐειδὴς τῷ κάλλει καταλάμπων τὸ φαινόμενον ἀστέρι
καλλίστῳ τῶν κατ' οὐρανῶν ἐφάμιλλος» 3.
Σε αυτό το σημείο θα διαφωνήσουμε με την Codeso η οποία ατυχώς
επισημαίνει ότι στον ΒΒ δεν διαβάζουμε απολύτως τίποτα για τη γέννηση
και την φύση του ιδρυτή της Μακεδονικής δυναστείας 4.
Στην συνέχεια των Μενάνδριων συμβουλών διαβάζουμε: «ἐξῆς δὲ κεφάλαιόν
ἐστιν ἡ ανατροφὴ, εἰ ἐν βασιλείοις ἀνετράφη, εἰ αλουργίδες τὰ σπάργανα,
εἰ ἐκ πρώτης βλάστης ἐν βασιλικοῖς ἀνετράφη κόλποις· ἢ οὐχ οὕτως μέν,
ἀνελήφθη δὲ εἰς βασιλείαν νέος ὢν ὑπὸ τινος μοίρας εὐτυχοῦς» 5.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι στον ΒΒ η ανατροφή δεν επεξεργάζεται μετά το
θέμα της γέννησης, αλλά αρκετά μετά την παρέκβαση του ψόγου του Μιχαήλ
Γ΄.
Σε άλλο σημείο ο Μένανδρος αναφέρει για
τον βασιλικό λόγο: «ἐπιτηδεύματα ἤθους ἔμφασιν περιέχει, οἶον ὅτι
δίκαιος ἐγένετο ἢ σώφρων ἐν τῇ νεότητι, καθάπερ καὶ Ἰσοκράτης ἐποίησεν
ἐν τῷ Εὐαγόρα, ἐν οἷς καὶ μικρὸν προελθὼν εἶπεν, ἀνδρὶ δὲ γενομένῳ ταῦτά
τε πάντα συνηυξήθη καὶ ἄλλα προσεγένετο» 6.
Βλέπουμε ότι οι αρετές του Βασιλείου Α΄, που περιγράφονται στον ΒΒ, δεν
ταυτίζονται με αυτές του Μενάνδρου. Το επιχείρημα λοιπόν ότι ο
Μένανδρος αποτελεί το πρότυπο συγγραφής του ΒΒ εξασθενεί με δεδομένες
τις προαναφερθείσες αποκλείσεις από αυτόν.
Οι διαφοροποιήσεις από το εγκώμιο
συνεχίζονται τόσο στον πρόλογο όσο και στον επίλογο. Ορθά επισημαίνει η
Van Hoof ότι ο πρόλογος διαφέρει αισθητά από τον αντίστοιχο πρόλογο των
εγκωμίων. Ο λόγιος αυτοκράτορας στον πρόλογο του ΒΒ μιλά για τον εαυτό
του. Ακόμα και η σύνδεση του ΒΒ με τον Επιτάφιο Λόγο (στο εξής ΕΛ) του
Λέοντα ΣΤ΄, όπως απέδειξε ο Αγαπητός, πρέπει να θεωρηθεί λανθασμένη
εφόσον στον πρόλογο του ΕΛ ο Λέων ομιλεί για τον πατέρα του. Επιπλέον,
το εγκώμιο πρέπει να περιλαμβάνει σύγκριση, «Μετὰ τὴν σύγκρισιν οἱ
ἐπίλογοι. Ἐν τούτοις ἐρεῖς τὰς εὐετηρίας, τὰς εὐδαιμονίας τῶν πόλεων.
Ἐπὶ τούτοις εὐχὴν ἐρεῖς αἰτῶν παρὰ θεοῦ εἰς μήκιστον χρόνον προελθεῖν
τὴν βασιλείαν, διαδοθῆναι εἰς παῖδας, παραδοθῆναι τῷ γένει» 7.
Ο ΒΒ δεν περιλαμβάνει τίποτα από τα προαναφερθέντα, ενώ δεν διαβάζουμε
ούτε και την καταληκτήρια προσευχή που αναφέρει ο Μένανδρος. Αντιθέτως,
όπως και στον πρόλογο, μιλά ο Κωνσταντίνος για τα επιτεύγματά του. Η
διαφοροποίηση εντοπίζεται και στον επίλογο. Ο γιος του Λέοντα ΣΤ΄ Σοφού
μπορεί στον επίλογο του ΒΒ να δίνει μια εγκωμιαστική περίληψη της ζωής
του Βασιλείου όμως διαφοροποιείται και πάλι μιλώντας για τον εαυτό του.
Αξίζει σχολιασμού και η έκταση που καταλαμβάνει ο ΒΒ στο ιστορικό έργο
της ΣΘ. Σωστά η V. Hoof επισημαίνει ότι ο ΒΒ υπερβαίνει σε μεγάλο βαθμό
την έκταση ενός κλασικού δείγματος εγκωμίου.
Η Codeso αναφέρεται σε κάποια αγιολογικά στοιχεία του ΒΒ 8.
Στα αγιολογικού περιεχομένου έργα η παρουσία του θεϊκού στοιχείου
φαίνεται να κυριαρχεί σε κάθε κίνηση του ήρωα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα
αποτελεί ο Βίος Κωνσταντίνου γραμμένος από τον Ευσέβιο
Καισαρείας. Ο Jenkins δεν εντοπίζει όλα αυτά τα στοιχεία χαρακτηρίζοντας
απλά τον ΒΒ ως εγκώμιο. Αντιθέτως, κατά τη γνώμη μας, ο ΒΒ θα μπορούσε
να χαρακτηρισθεί ως κοσμική βιογραφία, η οποία σαφώς χρησιμοποιεί τα
εγκωμιαστικά στοιχεία της αγιολογίας.
Όπως είδαμε στον ορισμό της βιογραφίας,
ως βίος χαρακτηρίζεται το έργο εκείνο όπου η ατομική ζωή ενός κεντρικού
ήρωα αποτελεί το κύριο θέμα της αφήγησης. Ο τίτλος χαρακτηρίζει το έργο
ως βιογραφία εφόσον πραγματεύεται την ζωή, τις πράξεις και τις
ενέργειες ενός μόνο ήρωα. Η κριτική της V. Hoof 9
στον Jenkins αφορά και την διαφορά ανάμεσα στον Πλούταρχο και στον
Κωνσταντίνο. Ο Πορφυρογέννητος παρουσιάζει μόνο την θετική πλευρά του
παππού του, ενώ ο Πλούταρχος περιγράφει τον ηγεμόνα με τις αρετές και τα
ελαττώματα του. Το έργο του λόγιου αυτοκράτορα αν και δύναται να
χαρακτηρισθεί ως βιογραφία σίγουρα δεν είναι μία βιογραφία η οποία
υπακούει στα πρότυπα του Πλουτάρχου. Σίγουρα δεν χαρακτηρίζεται και ως
εγκώμιο όπως αυτό του Πολύβιου. Θα συμφωνήσουμε με τον Lemerle 10 ότι ο ΒΒ αποτελεί μία υποδειγματική βιογραφία, όπως ο εγγονός του επέλεξε να είναι. Σωστά ο Καρπόζηλος 11
υποστηρίζει ότι ο ΒΒ στηρίζεται στις βιογραφίες πριν από αυτόν. Οι
προηγούμενοι του ΒΒ βίοι δομούνται γύρω από τον κεντρικό άξονα ενός
βιογραφικού σχήματος με χρονολογική εξιστόρηση των γεγονότων. Επομένως,
κατά την γνώμη μας, πρέπει να ομιλούμε για έναν ΒΒ γραμμένο με την μορφή
βιογραφικού εγκωμίου και με σαφή πολιτική στόχευση.
Ο ΒΒ ταυτοχρόνως είναι και μια ιστορική
αφήγηση στην οποία πραγματοποιείται ο απολογισμός της ζωής και της
βασιλείας του ιδρυτή της Μακεδονικής δυναστείας. Ο ΒΒ δεν μπορεί να
χαρακτηρισθεί ως εγκώμιο, διότι ο κύριος σκοπός του έργου είναι η
αφήγηση και η εξιστόρηση της συμπεριφοράς και του ήθους ενός προσώπου.
Μιλάμε λοιπόν για βιογραφία. Η δεύτερη λειτουργία που φέρει το κείμενο
είναι αυτή της ιστορίας. Όλες οι πράξεις του Βασιλείου Α΄ λογίζονται ως
μέρος της παγκόσμιας ιστορίας που επιθυμούσε ο Πορφυρογέννητος να
γράψει.
Εύστοχα η V. Hoof 12
τονίζει ότι ο Κωνσταντίνος δεν γινόταν να είχε στο μυαλό του τον
Μένανδρο. Αυτό αποδεικνύεται και από την άσκηση σκληρής κριτικής στον
Μιχαήλ Γ΄ στην παρέκβαση του ψόγου. Ο ΒΒ δεν περιλαμβάνει μία απλή
σύγκριση, όπως συμβαίνει στον Ισοκρατικό Ευαγόρα αλλά έναν ολόκληρο
ψόγο. Η λειτουργία του ψόγου είναι απλή. Ο Κωνσταντίνος δεν επιθυμούσε
να κατηγορήσει τον Μιχαήλ Γ΄ αλλά να δικαιολογήσει την πράξη δολοφονίας
του Μιχαήλ Γ΄ από τον παππού του. Εν κατακλείδι δεν πρέπει να μιλάμε για
εγκώμιο, εφόσον ο ΒΒ δεν είναι ένα ρητορικό εγκώμιο όπως ο Ευαγόρας του
Ισοκράτη. Ο ΒΒ χαρακτηρίζεται ως μία εγκωμιαστική βιογραφία με
καταφανείς τις κλασικές επιρροές. Τόσο η κοσμική όσο και η θρησκευτική
βιογραφία παρέμειναν στενά συνδεδεμένες με το εγκώμιο και επομένως με
τον τρόπο αυτό εξηγούνται τα εγκωμιαστικά στοιχεία.
Όπως αναφέρει ο Μαρκόπουλος
η ιδέα σύνδεσης του Βασιλείου Α΄ με τους Αρσακίδες, από τη μεριά του
πατέρα του, συναντάται πρώτη φορά στον ΕΛ του Λέοντα ΣΤ΄, ενώ η σύνδεση
του Βασιλείου Α΄ με τον Μ. Κωνσταντίνο, από την μεριά της μητέρας του,
γίνεται στον ΒΒ. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι επιχειρείται η εξ αίματος
σύνδεση του Βασιλείου με τον Μ. Κωνσταντίνο πρώτη φορά στον ΒΒ. Όπως
υποστηρίζει και η Αρβελέρ 14,
όλα αυτά πρέπει να ενταχθούν στο πλαίσιο της Κωνσταντίνειας αντίληψης
της ιστορίας η οποία κυριαρχούσε στα χρόνια του Πορφυρογέννητου.
Συνεχίζοντας το παραπάνω επιχείρημα, ο Paul Alexander 15
υποστηρίζει ότι η αυτοκρατορική ιδεολογία, όπως αυτή διατυπώνεται στον
ΒΒ, έχει τις ρίζες της στον 4 ο αιώνα και τον Μ. Κωνσταντίνο. Δεν πρέπει
να λησμονούμε ακόμα ότι η προπαγάνδα αποτελούσε χαρακτηριστικό της
Μακεδονικής δυναστείας. Όπως αναφέρει ορθά ο Μαρκόπουλος 16
τόσο η λογοτεχνία όσο και η τέχνη χρησιμοποιείτο για προπαγανδιστικούς
λόγους. Ήδη στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο του 869 ο Βασίλειος Α΄ αποκαλείτο
« Νέος Κωνσταντίνος » και η Ευδοκία « Νέα Ελένη ». Η
προπαγάνδα διαπιστώνεται και στην εικονογραφία. Συγκεκριμένα στο
χειρόγραφο Parisinus. gr. 510 βλέπουμε τον Βασίλειο Α΄ να περιβάλλεται
από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ και να εντάσσεται στην παράδοση του Μ.
Κωνσταντίνου.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Βασίλειος Α΄
προβάλλεται από τον εγγονό του ως κάτι καινούργιο. Σε όλες τις εκφάνσεις
της αυτοκρατορικής ζωής ο Βασίλειος επιφέρει την ανανέωση, από τις
νίκες εναντίων των εχθρών του μέχρι τον εκχριστιανισμό των αλλοφύλων και
την οικοδομική δραστηριότητα. Όπως ο Μέγας Κωνσταντίνος παρουσιάζεται
ως το καινούργιο που επιφέρει την σωτηρία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας,
έτσι και ο Βασίλειος προβάλλεται ως ο νέος Κωνσταντίνος.
Ο Πορφυρογέννητος, λοιπόν, γνωρίζοντας
το παραπάνω σκεπτικό, όπως αυτό αποτυπώνεται στα κείμενα του 4 ου
αιώνος, και κυρίως στο έργο του Ευσεβίου Καισαρείας Εἰς τὸν βίον Κωνσταντίνου,
(στο εξής ΒΚ) το εφάρμοσε άριστα στον ΒΒ. Για παράδειγμα στο 6 ο βιβλίο
της ΣΘ αναγνωρίζουμε δύο Κωνσταντίνους. Στην θέση του παλαιού
διακρίνουμε τον Λακαπηνό ως κεντρικό άξονα του παρελθόντος και τον
Πορφυρογέννητο ως δεύτερο νέο Κωνσταντίνο του μέλλοντος. 17 Μία σύγκριση μεταξύ του ΒΒ και του ΒΚ θα καταδείξει τις ομοιότητές τους.
Ο ΒΚ, όπως αναφέρει η Cameron 18,
αποτελεί σημαντική πηγή για την ζωή του Μ. Κωνσταντίνου. ’λλες πηγές οι
οποίες μας παραδίδουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τον Μ. Κωνσταντίνο
και την εποχή του είναι το ιστορικό έργο του Ζώσιμου 19, η Origo Constantini 20και η φυλλάδα De mortibus persecutorum 21.
Η περιγραφή του Ωριγένη χαρακτηρίζεται γενικά ως ουδέτερη, αν και
περιλαμβάνει κάποια χριστιανικά στοιχεία, ενώ αυτή του Ζώσιμου ως
παγανιστική. Ο Μ. Κωνσταντίνος αποτελεί το κύριο θέμα για πέντε
πανηγυρικούς λόγους της περιόδου 307- 321, οι οποίοι περιλαμβάνονται
στην συλλογή Panegyrici Latini 22.
Αν και γνωρίζουμε ότι υπήρχε η Ιστορία του Πραξαγόρα σήμερα δυστυχώς
καμία παγανιστική ιστορία δεν μας έχει σωθεί. Η ιστορία σχετικά με την
ζωή του ιδρυτή της Μακεδονικής δυναστείας μπορεί να ελεγχθεί κάλλιστα
από την αντιμακεδονική γραμματεία και συγκεκριμένα από το χρονικό του
Συμεών Λογοθέτη 13.
Το έργο του Ευσεβίου χωρίζεται σε 4 βιβλία τα οποία αφορούν όλα το
πρόσωπο του Κωνσταντίνου Α΄, ενώ το έργο του λόγιου αυτοκράτορα
εντάσσεται στην ΣΘ στην οποία κάθε βιβλίο πραγματεύεται την ζωή ενός και
μόνο αυτοκράτορα.
Η στρατιωτική δραστηριότητα του Μ.
Κωνσταντίνου παρουσιάζει διαφορές από αυτήν του Βασιλείου Α΄. Από την
μια η περιγραφή των στρατιωτικών επιχειρήσεων του Κωνσταντίνου εναντίον
του Μαξεντίου και του Λικίνιου τείνει περισσότερο σε μία ρητορική
δικαιολόγηση για τον τρόπο με τον οποίο ανήλθε ο Κωνσταντίνος στον
θρόνο, γραμμένη από την χριστιανική πλευρά και με σαφή πολιτική
στόχευση, ενώ στον ΒΒ, αφενός δεν υπάρχει η ανάγκη αυτή, αφετέρου ο
όγκος της αφήγησης είναι πιο περιορισμένος.
Παρά τις προαναφερθείσες διαφορές
εντοπίζουμε περισσότερες ομοιότητες. Ήδη από τον τίτλο και των δύο έργων
δημιουργούνται ασάφειες, ενώ και τα δύο έργα περιλαμβάνουν πολλά
βιογραφικά στοιχεία των δύο ηγεμόνων. Μία λεπτομερέστατη εξέταση της
λογοτεχνικής αξίας του ΒΚ θα καταδείξει τις ομοιότητές του με τον ΒΒ.
Και στα δύο έργα προκύπτει το ερώτημα
του λογοτεχνικού είδους. Είναι εγκώμιο, βιογραφία ή ιστορία; Πολλοί
ερευνητές αναζήτησαν τα πρότυπα του Ευσεβίου είτε στις βιογραφίες των
μεγάλων μορφών της αρχαιότητας όπως τον Κύρο και τον Μ. Αλέξανδρο-
είτε στην ιστορία των Εβραίων, όπως τον Μωυσή 24. Μία τέτοια ενδιαφέρουσα σύνδεση πραγματοποιεί ο Μαρκόπουλος 25, ο οποίος συσχετίζει τον Βασίλειο Α΄ με τον Δαβίδ λόγω της ταπεινής καταγωγής και των δύο.
O Pasquali 26
υποστήριξε ότι ο ΒΚ μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εγκώμιο, το οποίο
συνετέθη μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου το 337, αλλά στην συνέχεια
άλλαξε γνώμη υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ένα απολογητικό έργο με
πολιτική στόχευση λόγω των δυναστικών φόνων, την εξορία του Αθανασίου
και την μετέπειτα ανάκλησή του από την εξορία λίγο μετά τον θάνατο του
Μ. Κωνσταντίνου. Ο ΒΚ, κατά την Cameron, είναι ένα απολογητικό έργο με
περισσότερους αποκλειστικούς σκοπούς 27.
Ο Ευσέβιος, υποστηρίζει, πρέπει να είχε μπροστά του ως πηγές βιβλικά
χωρία, νομικά κείμενα, λογοτεχνικά έργα και άλλα προηγούμενα δικά του
έργα.
Κατά την γνώμη μας, ο ΒΚ, όπως και ο ΒΒ, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως εγκώμια. Σωστά κατά την άποψή μας η Anna Wilson 28
υποστηρίζει ότι ο ΒΚ δεν είναι μία αμιγώς συντεταγμένη βιογραφία, αλλά
ένα σύνθετο έργο το οποίο συνδυάζει τα βιογραφικά στοιχεία με αυτά της
πανηγυρικής γραφής του εγκωμίου. Για αυτό τον λόγο εξάλλου στην
χειρόγραφη παράδοση ο ΒΚ προσγράφεται ως « Εἰς τὸν βίον Κωνσταντίνου ».
Τόσο ο ΒΚ όσο και ο ΒΒ δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως αμιγώς
βιογραφικά έργα εφόσον η ζωή των δύο αυτοκρατόρων περιγράφεται με ποιο
πανηγυρικό τρόπο. Σίγουρα πάντως και στα δύο έργα οι συγγραφείς έχουν
σαφή απολογητική και πολιτική στόχευση.
Το ζήτημα της γνησιότητας συγγραφής από τον Ευσέβιο του ΒΚ 29
ή από κάποιο άλλο χέρι συναντάται και στον ΒΒ. Όπως στον ΒΚ, ομοίως και
στον ΒΒ - όπου ερωτήματα εγείρονται αν το κείμενο προήλθε από την
γραφίδα του Πορφυρογέννητου-, οι ερευνητές αμφιβάλλουν αν ο Ευσέβιος
ήταν αυτός που έγραψε τον ΒΚ. Αρχικά η γνησιότητα του ΒΚ αμφισβητήθηκε
από τον Gregoire 30,
o οποίος ισχυρίστηκε ότι ο ΒΚ αποτελεί κείμενο που διασκευάστηκε
αργότερα από τον Ευσέβιο επιλέγοντας συγκεκριμένα αποσπάσματα από τα
υπόλοιπα έργα του. Παρόλα αυτά σήμερα πλέον λίγοι ερευνητές αμφισβητούν
ότι ο ΒΚ γράφτηκε από τον Ευσέβιο. Ο Barnes 31,
όπως και οι ερευνητές K. Aland, J. Moreau, A. Vogt, H. Dorries, δεν
αμφισβητεί την γνησιότητα του έργου, αλλά βλέπει τον Ευσέβιο να
εργάζεται ως αυτόν που συγκέντρωνε επίσημα έγγραφα. Η πανηγυρική γραφή
που διαβάζουμε στον ΒΚ υποστηρίζει ότι προέρχεται από τον « Τριακονταετηρικὸ λόγο εἰς τὸν Κωνσταντίνο ».
Ο Τριακονταετηρικός λόγος είναι ουσιαστικά ένα εγκώμιο του Ευσεβίου, ο
οποίος εκφωνήθηκε στον ναό του Παναγίου Τάφου στα Ιεροσόλυμα το 335.
Ομοίως και ο Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος διέθετε κείμενο σε
πανηγυρική γραφή για τον παππού του, τον ΕΛ του πατέρα του 32.
Εκτός από αυτά τα εξωκειμενικά
προβλήματα, τα οποία δεν μπορούν να αποδείξουν κάτι, απλά ως ενδείξεις
λειτουργούν, τα σημαντικότερα εντοπίζονται στην δομή και το περιεχόμενο
του ΒΚ. Τόσο στον ΒΒ, όσο και στον ΒΚ, παρατηρούνται πολλές αυτοαναφορές
από τους συγγραφείς. Εύλογα θα υπέθετε κανείς ότι η εισαγωγή του
Πορφυρογέννητου είχε ως πρότυπο τις αυτοαναφορές του Ευσεβίου. Η Al.
Camero n 33 εντοπίζει τις πηγές των αυτοαναφορών του Ευσεβίου τόσο στην Εκκλησιαστική Ιστορία όσο και στον « Τριακονταετήριο λόγο εἰς τὸν βίον Κωνσταντίνου ».
Κεντρικό θέμα και στις δύο αφηγήσεις
διαδραματίζει η θεϊκή προέλευση των δύο ηγεμόνων. Βασικό, επίσης,
στοιχείο στο έργο του Ευσεβίου αποτελεί η αναπαραγωγή μιας εκδοχής κατά
την οποία δικαιολογούνται όλες οι πράξεις του M. Κωνσταντίνου εναντίον
του συναυτοκράτορά του Λικίνιου. Ο Ευσέβιος υπερασπίζεται τον ιδρυτή της
Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τις κατηγορίες διάλυσης της
συμμαχίας Κωνσταντίνου Λικίνιου, περιβάλλοντας την αφήγησή του με
ιδεολογικούς και θρησκευτικούς όρους, σε τέτοιο βαθμό ώστε παρασυρμένος
από τον πανηγυρικό λόγο και την ρητορική έξαρση φθάνει σε σύγκριση του
Κωνσταντίνου με τον Μωυσή 34.
Όπως ο Μωυσής οδήγησε τον αγαπημένο λαό του Θεού έξω από την τυραννίδα
του Φαραώ, ομοίως και ο Μ. Κωνσταντίνος εξυμνείται, διότι οδήγησε τους
χριστιανούς έξω από την τυραννίδα των διώξεων. Παραλλαγμένο το ίδιο
μοτίβο, αντλημένο κατά τη γνώμη μας από τον ΒΚ, εφαρμόζεται άριστα στον
ΒΒ. Ο Πορφυρογέννητος προβάλει τον παππού του ως τον απελευθερωτή της
αυτοκρατορίας, αυτή την φορά από την τυραννία ενός ανίκανου αυτοκράτορα,
του Μιχαήλ Γ΄. Ακριβώς αυτόν τον ρόλο διαδραματίζει και η παρέκβαση του
ψόγου. Ο Πορφυρογέννητος δεν θέλει με τον ψόγο να κατηγορήσει τον
Μιχαήλ αλλά να δικαιολογήσει τις πράξεις του παππού του.
Στο τρίτο βιβλίο του Ευσεβίου (ΙΙΙ. 33)
δίνεται έμφαση στην οικοδομική δραστηριότητα του Μ. Κωνσταντίνου με την
ανέγερση ναών, όπως του Παναγίου Τάφου, της Μεγάλης Εκκλησίας αλλά και
της ίδιας της Κωνσταντινούπολης. Ίδιες αναφορές εντοπίζουμε και στον ΒΒ.
Ο Βασίλειος Α΄ προβαίνει σε πλήθος οικοδομικών δραστηριοτήτων, όπως
στην συντήρηση ναών (§78-80), στην ανέγερση της νέας εκκλησίας του
προφήτου Ηλιού και του παρεκκλησίου του Αγίου Κλήμεντος στο παλάτι, (§
85-87) αλλά και στην κατασκευή του Καινούργιου. Όλα αυτά εντάσσονται
στην προσπάθεια προβολής της ιδέας ότι η Κωνσταντινούπολη είναι πλέον η
Νέα Ιερουσαλήμ και ο Βασίλειος ο Νέος Δαβίδ. Αυτό ακριβώς επιθυμεί ο
Πορφυρογέννητος να πετύχει, την επιβολή της ιδέας ότι ο Βασίλειος Α΄
ανανέωσε την Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Κοινά σημεία εντοπίζουμε και στα
εκκλησιαστικά δρώμενα. Εκτός από το γεγονός ότι ο Μ. Κωνσταντίνος
προβάλλεται ως ο ανακαινιστής της θρησκείας, ο οποίος θέτει τέρμα στην
ειδωλολατρική πίστη, είναι αυτός που συγκαλεί την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (
325 μ. Χ) και θέτει τα θεμέλια του Χριστιανισμού. Ο Ευσέβιος προβάλλει
την ευσέβεια του Μ. Κωνσταντίνου τόσο μέσω αυτών των αυτοκρατορικών
αποφάσεών του όσο και με το βάπτισμά του στα τελευταία χρόνια της ζωής
του. Ο Μ. Κωνσταντίνος ευεργετεί με κάθε τρόπο τον χριστιανισμό, είτε
θεσπίζοντας την αργία των Κυριακών, είτε απαγορεύοντας την ανέγερση
ειδωλολατρικών ναών, είτε και με την απαγόρευση θυσιών στα είδωλα.
Η ευσέβεια του Μ. Κωνσταντίνου
φανερώνεται ακόμα και στις εκστρατείες. Στις εκστρατείες του
Κωνσταντίνου ο σταυρός προπορευόταν του στρατού, σύμβολο με το οποίο
φανερώνεται η παρουσία του Θεού ο οποίος καθοδηγεί το στράτευμα. Όπως ο
σταυρός, τον οποίο βρήκε η Αγία Ελένη, οδηγείται στην Βασιλεύουσα,
ομοίως και τώρα ο Πορφυρογέννητος ταυτίζεται με την μεταφορά του Αγίου
Μανδηλίου από την Έδεσσα στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Μ. Κωνσταντίνος αναμείχθηκε στις εκκλησιαστικές έριδες, στις Οικουμενικές Συνόδους 35
ενδιαφερόμενος και για τους Αγίους Τόπους, όπου και επιδεικνύει
εξαίρετη οικοδομική δραστηριότητα. Κάτι αντίστοιχο διαβάζουμε και στον
ΒΒ, όπου η ευσέβεια και η υπακοή στον θείο νόμο προβάλλονται μέσα από
την ανέγερση ναών και την επίλυση ποικίλων εκκλησιαστικών προβλημάτων,
όπως των αιρέσεων. Ο Βασίλειος Α΄ ως νέος πλέον Κωνσταντίνος καταπολεμά
μία νέα αίρεση αυτή των Παυλικιανών και ορθοτομεί με την σειρά του τον
λόγο της αλήθειας του Θεού. ’ξιο αναφοράς σημείο αποτελεί το γεγονός
ότι, τόσο ο Κωνσταντίνος όσο και ο Βασίλειος, έπαυσαν από τον
πατριαρχικό θρόνο τον Αθανάσιο και τον Φώτιο αντίστοιχα.
Ο Αθανάσιος, ο οποίος πήρε και την ονομασία Μέγας, υπήρξε πατριάρχης Αλεξανδρείας κατά τα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου 36.
Υπηρετώντας σε διάφορες θέσεις του πατριαρχείου - αναγνώστης, διάκονος,
αρχιδιάκονος, βοηθός του πατριάρχη Αλεξάνδρου- ανήλθε σε ηλικία 33 ετών
στον πατριαρχικό θρόνο το 328, κατόπιν επιθυμίας του πρώην πατριάρχη
Αλεξάνδρου. Ακλόνητος στις αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής συνόδου
αγωνίστηκε για την επικράτηση της ορθοδοξίας στην δύσκολη επισκοπική
έδρα της Αιγύπτου αρνούμενος να δεχθεί στους κόλπους της εκκλησίας τους
Αρειανιστές, παρά την ασκούμενη πίεση από τον Μ. Κωνσταντίνο. Ο
Κωνσταντίνος βλέποντας την επιρροή του Αρείου και τον κίνδυνο
διασάλευσης της ειρήνης στην αυτοκρατορία, ζητούσε επιμόνως από τον
Αθανάσιο να δεχθεί στους κόλπους της εκκλησίας τον ’ρειο. Η σθεναρή
άρνηση του Αθανασίου είχε σαν αποτέλεσμα την μακροχρόνια εξορία του από
τον θρόνο του πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Και στην περίπτωση του ΒΒ ένα
εκκλησιαστικό ζήτημα θα πυροδοτήσει την σύγκρουση Βασιλείου Α΄- Φωτίου. Η
άρνηση του πάπα Ρώμης Νικολάου να αναγνωρίσει τον Φώτιο, για λόγους
πολιτικής σκοπιμότητας, (και συγκεκριμένα για την απόδοση δικαιοδοσίας
στην Ρώμη των επισκοπών του Ιλλυρικού) δημιουργεί τις πρώτες προστριβές
ανάμεσα στις δύο εκκλησίες, με αποκορύφωμα την Σύνοδο του 863 στην Ρώμη,
όπου ο Φώτιος καθαιρέθηκε από τον Νικόλαο. Το 867, οπότε ο Βασίλειος Α΄
αναλαμβάνει τον αυτοκρατορικό θρόνο, σε μία προσπάθεια να εξευμενίσει
τον πατριάρχη Ρώμης εκδιώκει τον Φώτιο επαναφέροντας στον Πατριαρχικό
θρόνο τον Ιγνάτιο. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο ΒΚ λειτουργεί και στα
εκκλησιαστικά δρώμενα ως το τέλειο μοντέλο το οποίο θα μπορούσε να
ακολουθήσει ο Πορφυρογέννητος.
Οι κοσμικές βιογραφίες ως πηγές για τον
ΒΚ παραπέμπουν σε αυτά που εντοπίζει και επισημαίνει ο Jenkins για τον
ΒΒ. Στον ΒΚ ο Ευσέβιος φαίνεται να είναι εξοικειωμένος με τους κοσμικούς
ιστορικούς οι οποίοι είχαν γράψει για τους κακούς αυτοκράτορες της
Ρώμης, όπως τον Νέρωνα. Οι Cameron Hall εντοπίζουν έξι είδη πηγών του
ΒΚ, την εκκλησιαστική ιστορία του Ευσεβίου, τα αυτοκρατορικά έγγραφα,
τους κοσμικούς ιστορικούς- όπως τον Δίων Κάσσιο, τον Αππιανό, τον
Λακτάντιο και την ιστορία του Πραξαγόρα, την Παλαιά και Καινή Διαθήκη,
από όπου προέρχονται οι προφητείες και οι συμβολισμοί, τους Έλληνες
συγγραφείς-όπως την Κύρου Παιδεία του Ξενοφώντος και τις θρυλικές
ιστορίες επινοημένες από τον ίδιο τον Ευσέβιο. Τα χωρία τόσο από την
Παλαιά όσο και την Καινή διαθήκη χρησιμοποιούνται κυρίως για να
προβληθεί η σύγκριση Κωνσταντίνου - Μωυσή. Πάνω σε αυτό το δίπολο, κατά
την γνώμη μας, στηρίχθηκε ο Πορφυρογέννητος για να δώσει την αντιθετική,
όμως, σύγκριση Βασιλείου Α΄ Μιχαήλ Γ΄. Ο Βασίλειος Α΄, ως νέος πλέον
Κωνσταντίνος, οδηγεί τον λαό έξω από την τυραννίδα του Μιχαήλ Γ΄. Η θεία
πρόνοια φανερώνεται στον ΒΚ μέσω προφητειών και ονείρων. Το ίδιο
ακριβώς διαβάζουμε και στον ΒΒ, όπου το μελλοντικό μεγαλείο του
Βασιλείου Α΄ προμηνύεται τόσο με το περιστατικό του αετού, ο οποίος
έκανε σκιά στον Βασίλειο, όσο και με τα όνειρα που είδε η μητέρα του
Βασιλείου, υποχωρώντας και επιτρέποντας στον Βασίλειο Α΄ να ταξιδέψει
στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και στο όνειρο που είδε ο ηγούμενος της
μονής του Αγίου Διομήδους, στον οποίο εμφανίστηκε ο μάρτυρας
φανερώνοντας το επικείμενο μεγαλείο του Βασιλείου.
Στον ΒΚ, και συγκεκριμένα στο 1 ο βιβλίο, η Cameron 37
εντοπίζει αναφορές από τα κλασικά έργα της αρχαιότητας, οι οποίες
φανερώνουν ότι ο Ευσέβιος είχε στο μυαλό του την Κύρου Παιδεία. Η
επιρροή της προηγούμενης λογοτεχνικής παράδοσης φαίνεται στον ΒΚ μέσω
των παραδειγμάτων του Κύρου και του Αλεξάνδρου. Συγκεκριμένα η Cameron
αναφέρει ένα χωρίο: «είναι ευλογία να μην έχεις προβλήματα» το οποίο
υποστηρίζει ότι πιθανόν να προέρχεται από τον Επίκουρο. Επίσης, η
Cameron 38
επισημαίνει ότι στο ίδιο βιβλίο στα κεφάλαια 7 και 8 διαβάζουμε ότι ο
Κωνσταντίνος ξεπέρασε τους μεγάλους κατακτητές Κύρο και Αλέξανδρο, όχι
μόνο στο πεδίο των μαχών αλλά και στην θεία εύνοια, ακόμα και στον
θάνατο. Αναμφίβολα η σύγκριση με τον Κύρο για τέτοιου είδους υφής
κείμενα ήταν κοινός ρητορικός τόπος για κάθε ιδανικό ηγεμόνα. Επίσης, ο
Ευσέβιος φαίνεται να χρησιμοποιεί τους κοσμικούς ιστορικούς οι οποίοι
είχαν γράψει για τον κακό Νέρωνα. Κατά τη γνώμη μας, ο Πορφυρογέννητος
δεν χρειαζόταν να είχε μπροστά του το ξενοφώντειο έργο εφόσον ο ΒΚ
ενσωμάτωνε ιδανικά αυτά τα πρότυπα. Τόσο οι επιρροές του κλασικού
εγκωμίου, όπως ο Ισοκρατικός Ευαγόρας, όσο και αυτές της Κύρου Παιδείας
κάλλιστα θα μπορούσαν να ερμηνευθούν από το γεγονός ότι ο
Πορφυρογέννητος είχε στο δεξί του χέρι το έργο του Ευσεβίου.
Στο 4 ο βιβλίο ( IV 68) εξετάζεται το
ζήτημα των διαδόχων στον αυτοκρατορικό θρόνο, λόγω των θεμάτων που θα
προκύψουν εξαιτίας του θανάτου του αυτοκράτορα. Και οι δύο ηγεμόνες
βρίσκονται στην κλίνη τους και ορίζουν τα παιδιά τους ως διαδόχους. Αν
και η πραγματικότητα για τον Βασίλειο Α΄ δεν είναι αυτή που περιγράφεται
στον ΒΒ, ο ιδρυτής της Μακεδονικής δυναστείας ορίζει τον γιο του Λέοντα
ΣΤ΄ Σοφό ως αυτοκράτορα και πεθαίνει ήρεμος και μακριά από πολεμικές
αψιμαχίες. Και στα δύο έργα οι συγγραφείς παροτρύνουν τους διαδόχους να
συνεχίσουν το έργο του Κωνσταντίνου και του Βασιλείου αντίστοιχα.
Το ζήτημα του λογοτεχνικού είδους του ΒΚ χαρακτηρίζεται ως περίπλοκο. Ο ΒΚ, κατά τους Cameron - Hall 39,
αποτελεί ένα λογοτεχνικό υβρίδιο αν και δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένο
ότι ο ΒΚ συνδυάζει δύο ξεχωριστές μορφές, αυτές του αυτοκρατορικού
εγκωμίου και της ιστορικής αφήγησης 40.
Για τον λόγο αυτό οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο ΒΚ λειτούργησε ως
κάτοπτρο ηγεμόνος με σκοπό να προβάλλει στους διαδόχους του Κωνσταντίνου
το πρότυπο του ηγεμόνα που έπρεπε να ακολουθήσουν. Σε κάθε περίπτωση
πάντως ο Ευσέβιος πρέπει να χαρακτηριστεί ως ένας καινοτόμος συγγραφέας.
Κατά την γνώμη μας, ο Ευσέβιος μπορούσε άριστα να συνδυάσει τους
κόσμους της αρχαιότητας και του χριστιανισμού εφαρμόζοντας ένα νέο
λογοτεχνικό ύφος και μία κλασικίζουσα γλώσσα η οποία θα αγκάλιαζε τόσο
την κοσμική όσο και την θρησκευτική διάσταση του Κωνσταντίνου Α΄ 41.
Ήδη από τις αρχές του 4 ου αιώνος οι
βίοι, τόσο των χριστιανών όσο και των εθνικών, χρησιμοποιούνταν για
προπαγανδιστικούς σκοπούς φέροντας ιδεολογικά μηνύματα. Ο Ευσέβιος είχε
ως πρότυπά του τους βίους του Πυθαγόρα και του Πλωτίνου από τον
Πορφύριο. Ο ΒΚ αναπαριστά μια πολιτική σκέψη, σε αντίθεση με τους
κλασικούς ασκητικούς βίους, όπως του Βίου Αντωνίου που
γράφονταν για τους αγίους. Σίγουρα ο ΒΚ περιλαμβάνει χαρακτηριστικά τις
αγιολογίας, εφόσον αναπαριστά τον Μ. Κωνσταντίνο ως θείο άνδρα.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι τα αγιολογικά χαρακτηριστικά που επισημαίνει η
Codeso στον ΒΒ μπορούν να ερμηνευθούν μέσα από το έργο του Ευσεβίου.
Ο ΒΒ και ο ΒΚ μοιράζονται κοινά
χαρακτηριστικά από τον βασιλικό λόγο, όπως την σύγκριση με τους
προηγούμενος ηγεμόνες, Λίκινο (Ι 12-13) και Μιχαήλ Γ΄, το γένος, την
γέννηση, την οικογένεια (Ι 19-20) και τις πράξεις πολέμου (Ι 41-42).
Πανηγυρικά στοιχεία διανθισμένα με προσωπικά ανέκδοτα βρίσκουμε και στα
δύο έργα, όπως το θέμα της φιλανθρωπίας, της ευσέβειας και τις σχέσεις
με τους ξένους λαούς. Τόσο ο ΒΒ όσο και ο ΒΚ, αν και γενικά ακολουθούν
τις συμβουλές του Μενάνδρου, άλλοτε αναμειγνύουν πανηγυρικά, αφηγηματικά
και ιστορικά στοιχεία όπως ακριβώς συμβαίνει αργότερα και στους βίους
Αγίων.
Τα δύο εξεταζόμενα έργα φέρουν σαφές
ιδεολογικό μήνυμα. Και οι δύο ηγεμόνες παρουσιάζονται οξυδερκείς και
εκλεκτοί υπηρέτες του Θεού. Ακόμα και η αναλογία Μωυσή - Κωνσταντίνου
φέρει έντονα τα αγιολογικά στοιχεία, ενώ έχει προσεκτικά τοποθετηθεί στο
κείμενο. Ο Κωνσταντίνος περνά την νεότητα του στην αυλή του τυράννου,
από όπου ξεκινά για να φθάσει στο ανώτατο αξίωμα του αυτοκράτορα,
οδηγώντας πλέον τον λαό του στην ελευθερία. Ακριβώς το ίδιο παρατηρούμε
να συμβαίνει και με τον Βασίλειο. Ο παππούς του Πορφυρογέννητου
αναδύθηκε από την αυλή του τυράννου όπως προβάλλεται στον ψόγο -
Μιχαήλ Γ΄. Όπως ο ιδρυτής της Κωνσταντινούπολης έτσι και ο Βασίλειος Α΄
κατατροπώνουν το σκότος της τυραννίας και λυτρώνουν τον λαό τους.
Κατά την γνώμη μας, ο ΒΒ όπως και ο ΒΚ
αναπλάθουν την ιστορία. Θα διαφωνήσουμε με τον Jenkins ότι τα πρότυπα
του Κωνσταντίνου ήταν ο Πολύβιος και ο Ισοκρατικός Ευαγόρας. Ο
Πορφυρογέννητος, κατά την άποψή μας, δεν θα έβρισκε καλύτερο πρότυπο από
τον ΒΚ. Τα εγκωμιαστικά στοιχεία που επισημαίνει ο Jenkins χωρίς
αμφισβήτηση υπάρχουν και σωστά τα επεσήμανε.
Τόσο ο ΒΒ όσο και ο ΒΚ φέρουν ιστορικό
βάρος, αλλά κυρίως πρέπει να αντιμετωπίζονται ως βιογραφίες με πολλά
εγκωμιαστικά στοιχεία. Για τον λόγο αυτό τόσο ο ΒΚ όσο και ο ΒΒ
περιγράφονται καλύτερα με τον όρο εγκωμιαστική βιογραφία .
Πολλά στοιχεία διαστρεβλώνουν και ξαναγράφουν την ιστορική
πραγματικότητα πάντα υπέρ του ήρωα, με αποτέλεσμα να χάνεται η
αντικειμενικότητα. Η παράληψη του ρόλου του Κρίσπου στην εκστρατεία
εναντίον του Λικίνιου, καθώς και η απόκρυψη του πραγματικού ρόλου του
Βασιλείου Α΄ στην δολοφονία του Μιχαήλ Γ΄ επιβεβαιώνουν το ανωτέρω. Για
τον πραγματικό ρόλο του Κρίσπου μαθαίνουμε από την Εκκλησιαστική Ιστορία
του Ευσεβίου, ενώ για τον πραγματικό ρόλο του Βασιλείου Α΄ στην αισχρή
πράξη της δολοφονίας του Μιχαήλ Γ΄ από τον Συμεών Λογοθέτη. Τα δύο έργα
σκοπεύουν στην ανάπλαση του βίου των δύο ηγεμόνων με σαφή πανηγυρικό
τρόπο. Επομένως, αν και αποτελούν μέρος της ιστορικής διήγησης εν
τούτοις με κανέναν τρόπο δεν αποτελούν μία νηφάλια ιστορική διήγηση.
Κατά την γνώμη μας, η ιστορική αξία του ΒΒ δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Εύστοχα, κατά την γνώμη μας, ο Lemerle 42
υποστηρίζει ότι ο ΒΒ αποτελεί συνέχεια των τεσσάρων πρώτων βιβλίων της
ΣΘ αποτελώντας μέρος της φιλομακεδονικής ιστορικής διηγήσεως. Ακόμα και η
συνήθεια των βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων να αρχίζουν την
διήγησή τους από το σημείο που τελείωσε το έργο του ο προηγούμενός τους
συγγραφέας ανάγεται στην εποχή της πρώιμης βυζαντινής ιστοριογραφίας 43. Ήδη από τον τίτλο « Ἱστορικὴ
διήγησις τοῦ βίου καὶ τῶν πράξεων Βασιλείου τοῦ ἀοιδίμου βασιλέως, ἥν
Κωνσταντίνος βασιλεὺς ἐν θεῷ Ρωμαίων, ὁ τούτου ὑίωνος, φιλοπόνως ἀπὸ
διαφόρων ἀθροίσας διηγημάτων τῷ γραφόντι προσανέθετο » 44
καθίσταται φανερή η πρόθεση του Πορφυρογέννητου να γράψει ένα νέο
ιστορικό έργο. Αλλά και ο Hunger υποστηρίζει το παραπάνω επιχείρημα
αμφισβητώντας τον Alexander, ο οποίος εκφράζει την αντίθεσή του περί της
ένταξης του ΒΒ στην ιστορική γραμματεία. 45
Συγκεκριμένα ο ερευνητής υποστηρίζει ότι δεν χρειάζεται κάποια απόδειξη
ότι τα διαποτισμένα με την ρητορική τέχνη ιστορικά έργα, όπως οι
βιογραφίες - ήδη από την αρχαιότητα- και τα εγκώμια δεν λειτουργούν ως
ιστορική πηγή. Ο Αγαπητός επισημαίνει ότι στο προοίμιο ο Πορφυρογέννητος
καθιστά σαφές ότι επιθυμεί τη συγγραφή μιας καθολικής ρωμαϊκής
ιστορίας. Με δεδομένη δε και την ύπαρξη αντιμακεδονικής ιστοριογραφικής
γραφής θεωρούμε εύλογο ο εγγονός του Βασιλείου Α΄ να επιθυμεί την
συγγραφή μίας νέας ιστορίας με πανηγυρικό ύφος αυτή την φορά, μέσω της
οποίας θα καταξιώνεται ο ιδρυτής της δυναστείας στα μάτια των ανθρώπων.
Τέλος ορθότατα ο Καρπόζηλος 46
αναφέρει ότι η παρουσίαση των τεσσάρων βασιλειών σε ξεχωριστά βιβλία με
κεντρικό άξονα την βιογραφία αποτελεί μία καινοτομία της ιστοριογραφίας
της περιόδου.
Η τάση για χρονολογική ακρίβεια, αλλά
και η θεματική και γεωγραφική άρθρωση του ΒΒ καταδεικνύει την ιστορική
στόχευση του έργου. Επίσης η αιτιότητα των περιγραφόμενων γεγονότων, την
οποία ανέλυσε η Ηοο f, σε συνδυασμό με τα ανωτέρω δεν αφήνουν καμία
αμφιβολία περί της ιστορικότητας του ΒΒ. Η φράση, επίσης, του συγγραφέα
ότι δεν θα πιστώσει στον Βασίλειο Α΄ κατορθώματα τα οποία είναι
φανταστικά επιβεβαιώνουν το ανωτέρω. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο
Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος δημιουργεί μία νέα ιστορία με
εξευγενισμένα μοτίβα και ήρωες. Τέλος, η Ηοοf συμφωνεί με το επιχείρημα
του Jenkins ότι στην ιστορική έρευνα δεν υπάρχει λόγος για ειλικρίνεια.
Εκτός των προαναφερθέντων αυτό το οποίο πρέπει να εξετάσουμε είναι ο τρόπος με τον οποίο γράφεται η ιστοριογραφία τον 10ο αιώνα. Όπως επισημαίνει ο Μαρκόπουλος 47
τα ιστοριογραφικά έργα στα μέσα του 10ου αιώνα, όπως η ΣΘ και ο
Γενέσιος εγκαταλείπουν την παλαιά παράδοση της συνεχούς ιστορικής
αφήγησης και στρέφονται στην βιογραφία. Με τον τρόπο αυτό εξυπηρετείται η
αυτοκρατορική προπαγάνδα μέσω της οποίας αναδεικνύεται ο Βασίλειος Α΄
και δικαιολογούνται όλες οι πράξεις του.
Συνοψίζοντας, το άρθρο του Jenkins
αποτέλεσε τομή στην συζήτηση σχετικά με το είδος του ΒΒ, με αποτέλεσμα
πολλοί ερευνητές να ενστερνιστούν τα επιχειρήματά του, ενώ άλλοι να
διαφοροποιηθούν ως προς το ειδολογικό θέμα, χωρίς όμως να αμφισβητήσουν
ποτέ τα εγκωμιαστικά στοιχεία. Ενστερνιζόμενοι και στηριζόμενοι στα
επιχειρήματά του θεωρούμε ότι ο ΒΒ αποτελεί ένα έργο στο οποίο τα
εγκωμιαστικά στοιχεία είναι κατάδηλα. Όμως, ο ερευνητής δεν κατόρθωσε να
επισημάνει ότι ο ΒΒ στηρίζεται στην βιογραφία η οποία εντάσσεται μέσα
στην ιστορική γραφή της Μακεδονικής δυναστείας. Πρέπει δηλαδή να μιλάμε
για μία εγκωμιαστική βιογραφία η οποία ενταγμένη στην ιστορική
διήγηση της ΣΘ εξυπηρετεί την αυτοκρατορική προπαγάνδα, με σκοπό να
δικαιολογηθούν οι παράνομες πράξεις του ιδρυτή της Μακεδονικής
δυναστείας και ο τρόπος με τον οποίο ανήλθε στο ύψιστο αξίωμα. Μέσα σε
αυτό το πλαίσιο, κατά την γνώμη μας, ο συγγραφέας του ΒΒ δεν θα μπορούσε
να βρει καλύτερο πρότυπο από τον βίο Κωνσταντίνου του Ευσεβίου.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Για τον ορισμό των δύο αυτών ειδών βλ: Kazhdan, The Oxford dictionary of Byzantium, Oxford 1991,
σσ 289 και 700.
2 βλ. D. A. Russell- N.G. Wilson, Menander Rhetor, Οξφόρδη 1981 σσ. 80
3 βλ. ο. π. σημ. 2.
4 βλ. Codeso P. V., In search of Byzantine narrative canon: The Vita Basilli as an uncanonical work.
Byzantine and Modern Greek Studies, vol. 39 no 2, 2015, 173- 190.
5 βλ. ο. π. σημ. 2. σσ. 82
6 βλ. ο. π. σημ. 4
7 βλ. ο. π. σημ 2. σσ. 92
Byzantine and Modern Greek Studies, vol. 39 no 2, 2015, σσ 181.
9 βλ. Hoof L.Van. Among Christian emperors The Vita Basilii by Constantine VII Porphyrogenitus, The Journal of Eastern Christian Studies, vol. 54, σσ 170.
10 βλ. Lemerle P., Ο
πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σημειώσεις καὶ παρατηρήσεις γιὰ τὴν
ἐκπαίδευση καὶ τὴν παιδεία στὸ Βυζάντιο ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ὣς τὸν 10 ο αἰώνα, ( μτφρ. Μαρία Νυσταζοπούλου- Πελεκίδου), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1981. σσ 248.
11 βλ. Καρπόζηλος Α., Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, τ. Β΄, Αθήνα 2002. σσ 332.
12 βλ. ο. π. σημ. 9. σσ 175.
13 βλ. Markopoulos A. «Constantine the Great in Macedonian historiography: models and approaches» στο
P. Magdalino. New Constantines, the rhythm of imperial renewalin in Byzantium 4 th 13 th centuries,
Variorum 1994, σσ. 159- 170.
14 βλ. ο. π. σημ 12. σσ. 160
15 βλ. ο. π. σημ 12. σσ. 161.
16 βλ. ο. π. σημ.13
17 βλ. ο. π. σημ 12. σσ. 169.
18 βλ. Cameron Α v.- Hall.S., Eusebius - Life of Constantine, Oxford 1999, σσ 46.
19 βλ. F. Paschoud, Zosime, Historie Nouvell, I- IV (Les Belles Lettres), Paris 1971- 1989. R.T Ridley,
Zosimus New History. A Translation with Commentary, Byzantina Australensia 2, Camberra 1982.
20 βλ. I. Konig, Origo Constantini. Anonymus Valesianus, i, Text und Kommentar Trieter historische
Forschungen, 11 Trier 1987. T.D Barnes, Jerome and Origo Constantini imperatoris, Phoinix 43
(1989) 158- 161.
21 βλ. J. Moreau, Lactance, De la mort des persecuteurs. I: Introduction, texte critique et traduction. II:
Commetaire (Sources Chretiennes, 39), Paris 1954. S. Brandt G. Laubmann, Caeli Firmiani Lactanti
qui inscriptus est de mortibus persecutorum liber (Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum latinorum, 27.2),
Vindobonae 1897.
22 βλ. C.E.V. Nixon- Barbara Saylor Rodgers, In Praise of Later Roman Emperors. The Panegyrici Latini.
Introduction, Translation and Commentary, Berkeley- Los Angeles 1994.
23 βλ. Symeonis Magistri ey Logothetae Chronicon, {CFHB} Volumen XLIV/1Walter de Gruyter Berolini
et Novi Eboraci MMVI
24 βλ. Ευσέβιος Βίος Μεγάλου Κωνσταντίνου (πρόλογος- εισαγωγή- σχόλια Βασίλης Κατσαρός, μτφρ Γ.
Ράπτης) εκδ. Ζήτρος, Αθήνα 2011. σσ 40.
25 βλ. Markopoulos A. «Constantine the Great in Macedonian historiography: models and approaches» στο
P. Magdalino. New Constantines, the rhythm of imperial renewalin in Byzantium 4 th 13 th centuries,
Variorum 1994, σσ. 158.
26 βλ. G. Pasquali. Die Composition der Vita Constantini des Eusebius, Hermes 46, (1910) 369-386.
27 βλ. Cameron Αv.- Hall.S., Eusebius - Life of Constantine, Oxford 1999, σσ 12.
28βλ. Ευσέβιος Βίος Μεγάλου Κωνσταντίνου (πρόλογος- εισαγωγή- σχόλια Βασίλης Κατσαρός, μτφρ Γ.
Ράπτης ) εκδ. Ζήτρος, Αθήνα 2011. σσ 40
29Συνοπτική έκθεση των σχετικών ερευνών βλ. L. Tartaglia. Eusebio di Cesarea, Sulla di Constantino,
εισαγωγή, μετάφραση και σχόλια, Koinonia 8, Napoli 1984, σσ. 13- 14.
30βλ. ο. π. σημ. 28. σσ 31.
31 βλ.T. D. Barnes, «The two Drafts of Eusebius' Vita Constantini» στο T. D. Barnes, From Eusebius to
Augustine ( Aldershot, 1994).
32 βλ. ο.π. σημ. 28. σσ 28.
33 βλ. Cameron Α v.- Hall. S., Eusebius - Life of Constantine, Oxford 1999, σσ 15.
34 βλ.ο.π. σημ 32. σσ 30.
35 βλ. Av. Cameron- Hall. S, Eusebius - Life of Constantine, Oxford 1999, ΙΙ 61-62, ΙΙΙ 4-15, Ι V 59, 63-
66
36 βλ. Μουτσούλας Η. Ἡ ἀρειανικὴ ἔρις καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, τ. α΄. ἔκδοσις γ΄, Ἀθῆναι 1998 σσ 13-14,
αλλά και το Athanasius and Constantius. Theology and Politics in the Constantine Empire . Harvard
University press. Cambridge 1993. σσ 19.
37 βλ. Av. Cameron- Hall. S, Eusebius - Life of Constantine, Oxford 1999. σσ 22
38 βλ. ο. π. σημ.37. σσ 28
39 βλ. ο.π. σημ 37. σσ 40
40 βλ. ο.π. σημ.37. σσ 46
41 βλ. ο.π. σημ. 28. σσ 45.
42 βλ. P. Lemerle, Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σημειώσεις καὶ παρατηρήσεις γιὰ τὴν ἐκπαίδευση καὶ
τὴν παιδεία στὸ Βυζάντιο ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ὣς τὸν 10 ο αἰώνα, μτφ (Μαρία Νυσταζοπούλου- Πελεκίδου), ΜΙΕΤ,
Αθήνα 1981, σελ 249
43 Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της περιόδου αποτελεί ο Ευνάπιος, ο οποίος στα δεκατέσσερα
βιβλία των Ιστορικών Υπομνημάτων συνεχίζει την ιστορία του Δέξιππου το χρονικό διάστημα από το
270-404. Από το σημείο που σταματά ο Ευνάπιος αρχίζουν το έργο τους ο Ολυμπιόδωρος και ο Πρίσκος
των οποίων τα έργα μας σώζονται αποσπασματικά. (βλ. Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, τόμος Β΄, σελ 61)
44 βλ. [Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος] Βίος Βασιλείου. Ἡ βιογραφία τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου Α΄
τοῦ Μακεδόνος ἀπὸ τὸν ἐστεμμένο ἐγγονὸ του, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 2010.
45 βλ. Hunger H., Die hochsprachliche profane Literatur der Byzantiner, Munchen 1978, ( ελλ. μτφρ. τ. Β΄.
Τ.Γ. Κόλιας- Κ. Συνέλλη- Γ. Χ. Μακρής-Ι. Βάσσης, Βυζαντινή λογοτεχνία, Αθήνα 2000-2001). σσ 145-
146
46 βλ. Καρπόζηλος Α. Βυζαντινοί Ιστορικοί και χρονογράφοι, τόμος Β΄, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 2009. σσ
342.
47 βλ. Markopoulos. Α. From narrative historiography to historical biography. New trends in Byzantine
historical writing in the 10 th 11 th centuries. Byzantinische Zeitschrift 102 (2010) σσ 705.
Βιβλιογραφία
Βοηθήματα:
Albrecht Von. A., I στορία της Ρωμαϊκής λογοτεχνίας, τόμος Α΄, Β΄ έκδοση Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2009.
Cameron Αv.- Hall S., Eusebius - Life of Constantine, Oxford 1999.
Hunger H., Die hochsprachliche profane Literatur der Byzantiner, Munchen 1978, ( ελλ. μτφρ. τ. Β΄. Τ.Γ. Κόλιας- Κ. Συνέλλη- Γ. Χ. Μακρής-Ι. Βάσσης, Βυζαντινή λογοτεχνία), Αθήνα 2000-2001.
Καρπόζηλος Α., Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, τ. Β΄, Αθήνα 2002.
Kazhdan Α., A history of Byzantine Literature (850- 1000), Athens 2006.
του ιδίου, The Oxford dictionary of Byzantium, Oxford 1991.
[ Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου ] Βίος Βασιλείου, Ἡ βιογραφία τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου Α΄ τοῦ Μακεδόνος ἀπό τὸν ἐστεμμένο ἐγγονό του, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 2010.
Lemerle P., Ο πρώτος Βυζαντινός
Ουμανισμός, σημειώσεις καὶ παρατηρήσεις γιὰ τὴν ἐκπαίδευση καὶ τὴν
παιδεία στὸ Βυζάντιο ἀπὸ τὶς ἀρχὲς ὣς τὸν 10 ο αἰώνα, μτφ ( Μαρία
Νυσταζοπούλου - Πελεκίδου ), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1981.
Λουγγής Τ.Κ., Η ιδεολογία της Βυζαντινής Ιστοριογραφίας, Αθήνα 1993.
Markopoulos A. «Constantine the Great in Macedonian historiography: models and approaches» στο Magdalino.P. New Constantines, the rhythm of imperial renewalin in Byzantium 4 th 13 th centuries, (159-170), Aldershot 1994.
Russell D. A.- Wilson N.G., Menander Rhetor, Οξφόρδη 1981.
Treadgold W., The Middle Byzantine Historians, New York, 2013.
Φειδάς. Β., Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α΄, τρίτη έκδοση, Αθήναι 2002.
Αγαπητός Π., Η εικόνα του αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ στη φιλομακεδονική γραμματεία (867- 959), Ελληνικά 40, 1989, 306- 322.
Alexander P., Secular Biography at Byzantium, Speculum 15, 1940, 194- 209
Αναγνωστάκης H., Οὐκ εἴσιν ἐμὰ τὰ γράμματα. Ἱστορία καὶ ἱστορίες στὸν Πορφυρογέννητο. Σύμμεικτα 13, 1999, 97- 139.
Codeso P. V., In search of Byzantine narrative canon: The Vita Basilli as an uncanonical work. Byzantine and Modern Greek Studies, vol. 39 no 2, 2015, 173- 190.
Hollerich Michael J.Myth and History in Eusebius' s De vita Constantini : Vit. Const. 1,12 in its contemporary setting. The Harvard Theological review, vol 82, No. 4 (Oct., 1989) 421- 445.
Hoof L.Van. Among Christian emperors The Vita Basilii by Constantine VII Porphyrogenitus, The Journal of Eastern Christian Studies, vol. 54, σελ 163-183
Jenkins R. J. H., The classical Background of the Scriptores Post Theophanem, DOP 8, 1954, 13- 30
Ljubarskij J.N.New trends in the study of Byzantine Historiography, DOP 47, 1993, σελ 131-138.
Markopoulos. A. Κύρου Παιδεία και Βίος Βασιλείου, Σύμμεικτα 15, 2002, 91-108.
του ιδίου, From narrative
historiography to historical biography. New trends in Byzantine
historical writing in the 10 th 11 th centuries, Byzantinische Zeitschrift 102 (2010) 697- 716.
Sevcenko, Re- reading Constantine Porphyrogenitus στο J. Shepard- S Franklin, Byzantine Diplomacy, Aldershot 1992, 167- 195.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου