Στη διάρκεια του 18ου αιώνα, ενός αιώνα σημαντικού για τη συγκρότηση
εθνικής συνείδησης του νεότερου ελληνισμού, αρχίζει να διαγράφεται μια
οικονομική και πνευματική αναγέννηση, η οποία θα κορυφωθεί λίγα χρόνια
πριν από την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Στη διάρκεια αυτού
του αιώνα μπήκαν, το δίχως άλλο, οι στέρεες βάσεις προκειμένου ο
ελληνισμός να αποκτήσει ταυτότητα και εθνική συνείδηση. Για τη βασική
αυτή εθνική υπόθεση κινητοποιήθηκαν μια σειρά προσωπικοτήτων, που
κατάφεραν να μετατρέψουν το προσωπικό τους όραμα σε ένα ολοκληρωμένο
εθνικό όραμα. Μια μεγάλη και σημαίνουσα προσωπικότητα της εποχής με
σημαντικό έργο, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αναγέννηση του έθνους,
είναι ο Κοσμάς ο Αιτωλός, γνωστότερος ως Πατροκοσμάς. Επρόκειτο για έναν
Έλληνα μοναχό της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Σπουδές
Ο Κοσμάς ο Εσωχωρίτης γεννήθηκε, σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, το 1714 στο χωριό Μεγάλο Δέντρο της Αιτωλίας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Κώνστας και διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα σε σχολεία της περιοχής των Αγράφων. Η παιδεία του συμπληρώθηκε με τη μαθητεία του δίπλα στον ιεροδιδάσκαλο Ανανία Δερβισάνο στη Λομποτινά Ναυπακτίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1730 μαθήτευσε στο «Ελληνομουσείο» των Βραγγιανών, όπου διεύρυνε τους ορίζοντες της παιδείας του. Περίπου στα μέσα του 18ου αιώνα ο Κώνστας, όπως ήταν ακόμα το όνομά του, εγκαταλείπει τα πάτρια εδάφη προκειμένου να φοιτήσει στην περίφημη Αθωνιάδα Ακαδημία του Αγίου Όρους. Εκεί έκανε σπουδές ανωτέρου επιπέδου στη Θεολογία και τη Φιλοσοφία.
Από τις σπουδές στη δράση
Γύρω στο 1759 φεύγει από το Άγιο Όρος και με εντολή του Πατριάρχη Σεραφείμ ξεκινά τις περιοδείες του στη Δυτική και Βόρεια Ελλάδα και την Ήπειρο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον αυξανόμενο τότε εξισλαμισμό των χριστιανών. Από εδώ και πέρα η συμβολή του έργου του θα αποδειχτεί μοναδική, μιας και ο Πατροκοσμάς, που δεν είχε δεύτερο χιτώνα, τάχτηκε στον αγώνα της πίστης εκείνης που αποτελούσε αδιάψευστο τεκμήριο ελληνικότητας μαζί με τη γλώσσα. Βασικό του μέλημα ήταν το να παρακινεί με θέρμη τους υπόδουλους ορθοδόξους χριστιανούς να ιδρύσουν σχολεία που θα διδάσκουν την πίστη που έχει για γλώσσα της την ελληνική.
Ταυτόχρονα με τη σημασία της ελληνικής γλώσσας ο Πατροκοσμάς δεν παραλείπει να αναφέρεται στο «ποθούμενο» – που δεν ήταν άλλο από την απελευθέρωση του γένους. Για να τον κατανοήσουμε πλήρως, πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο Κοσμάς θεωρούσε ταυτόσημο τον χριστιανισμό με τον ελληνισμό – σαν μια αδιαίρετη οντότητα. Για εκείνον, η θρησκευτική συνείδηση του λαού, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, ταυτιζόταν με τη συνείδηση της νεοελληνικής εθνότητας. Ο Κοσμάς πίστευε ακράδαντα στον ιστορικό ρόλο του απλού λαού, για αυτό και πάσχιζε αδιάλειπτα για την εκπαίδευσή του, διαισθανόμενος ότι η αφύπνιση της εθνικής συνειδήσεως θα σημάνει και την αναγέννηση της νεοελληνικής εθνότητας μέσα από μια πολιτική πλέον αποκατάσταση.
«Η σπουδή της ελληνικής γλώσσας και η ισχυροποίηση των ασθενών εθνολογικώς και γλωσσικώς διαμερισμάτων της εθνότητας, ιδίως των βορειότερων, υπήρξε ένας από τους κυριότερους σκοπούς του. Κατέκρινε όσους μιλούσαν βλάχικα και αρβανίτικα και σύσταινε παντού την ελληνική γλώσσα, σαν γλώσσα επίσημη της Εκκλησίας και των ιδιωτικών σχέσεων. Η ελληνοποίηση των δίγλωσσων ομοεθνών μας ή εκείνων πούχαν χάσει την εθνική γλώσσα τους, ήταν για τον Κοσμά το πάθος του». Φάνης Μιχαλόπουλος, Κοσμάς Αιτωλός, Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Η επιμονή του για την ελληνική γλώσσα υπήρξε καθοριστική προκειμένου να συνειδητοποιήσουν οι υπόδουλοι ελληνικοί πληθυσμοί το ιστορικό βάρος της καταγωγής τους και έτσι να καλλιεργηθεί ουσιαστικά η ιδέα της εθνικής παλιγγενεσίας.
«Να σπουδάζετε τα παιδία σας να μαθαίνουν ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είναι στην ελληνικήν και το Γένος μας είναι ελληνικόν. Και αν δεν σπουδάσης ελληνικά, αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβεις εκείνα που ομολογεί η Εκκλησία μας. Καλλίτερα να έχεις ελληνικόν σχολείον εις την χώραν σου παρά να έχης βρύσες και ποτάμια».
Ο Κοσμάς και η ελληνική αρχαιότητα
Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι όταν ο Κοσμάς προπαγάνδιζε την αναγκαιότητα της γνώσης της ελληνικής γλώσσας κυρίως στους δίγλωσσους Ρωμιούς, δεν είχε στο μυαλό του την ανασύσταση της αρχαίας ελληνικής, ούτε καν αυτή τη σχολαστική των εκκλησιαστικών κειμένων και γραφών, και φυσικά ούτε λόγος γινόταν για την κάποιας μορφής αρχαΐζουσα.
Ο Κοσμάς θεωρούσε ως εθνική γλώσσα την καθομιλουμένη, αυτή ακριβώς την οποία χρησιμοποιούσε ο λαός στην καθημερινότητά του. Είναι ιδιαίτερης σημασίας το γεγονός ότι ο Κοσμάς δεν ήταν από εκείνους που θεωρούσαν ότι οι σύγχρονοί του Έλληνες κατάγονταν από τους αρχαίους ενδόξους προγόνους. Ο ελληνισμός του ταυτιζόταν αποκλειστικά με τον χριστιανισμό. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, γιατί στη διάρκεια των σπουδών του στον Άθω ο κατοπινός ένθερμος ιεροκήρυκας ήρθε σε επαφή με την αρχαία ελληνική γλώσσα και φιλολογία. Ωστόσο, προφανώς από την προσωπική εμπειρία που είχε αποκτήσει από τις περιοδείες του και τη γνώση του για την πρωτόγονη κατάσταση που επικρατούσε σε Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία και Στερεά, πείσθηκε ότι ουδείς δεσμός μπορεί να συνδέει αυτούς τους πληθυσμούς με τους αρχαίους Έλληνες. Υπό αυτή την έννοια, ο Κοσμάς είχε διαμορφώσει μια συγκεκριμένη συνείδηση του νεότερου ελληνισμού, τον οποίο δεν συνέδεε συνειδητά με την ειδωλολατρική αρχαιότητα – κυρίως για λόγους θρησκευτικού φανατισμού και προκαταλήψεως. Έτσι, ταύτιζε την αρχαιότητα με την απιστία και την ασέβεια, προφανώς λανθασμένα, προκειμένου να υπηρετήσει τις δογματικές αρχές της πίστης.
Ωστόσο, όλα αυτά δεν έχουν προφανώς την ιδεολογική βαρύτητα που μπορεί να τους αποδώσουμε σήμερα. Πρέπει να θεωρηθεί σαν ένας δάσκαλος του γένους, ο οποίος είχε πολύ ξεκάθαρη αντίληψη της πραγματικότητας της εποχής του και το έργο του και οι διδαχές του συνέβαλαν στην απόκτηση μιας στοιχειώδους εθνικής συνειδήσεως, τέτοιας ώστε η συμβολή του για την προετοιμασία της ελληνικής επαναστάσεως που θα ακολουθούσε να αποβεί αδιαμφισβήτητα σημαντικότατη. Θα έλεγε κανείς ότι η σημασία του έργου του υποτιμήθηκε από την κατοπινή ιστοριογραφία, λόγω των θρησκευτικών του αγκυλώσεων.
Ωστόσο, το ζήτημα δεν είναι απλό, μια και ο Κοσμάς βίωνε την πρωτοφανή αμάθεια και ακραία καθυστέρηση των ελληνικών πληθυσμών, η οποία δεν του άφηνε κανένα περιθώριο για ονειροπολήματα ή λεπτότερες σκέψεις. Έχοντας διαμορφώσει μια σταθερή αντίληψη της ιστορικής πραγματικότητας που ζούσε, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μόνο η χριστιανική πίστη ήταν σε θέση να αποτελέσει την κινητήριο δύναμη για την αναγέννηση του έθνους και όχι η αρχαιοελληνική γραμματεία, που αποτελούσε άγνωστη χώρα για τους Έλληνες εκείνης της περιόδου. Ο Κοσμάς θεώρησε σημαντικό αυτό που καταλάβαιναν κι όχι αυτό που δεν καταλάβαιναν και κυρίως δεν είχαν τη δυνατότητα να κατανοήσουν οι άνθρωποι του απλού λαού. Έτσι, μέσα στο μυαλό και την ψυχή του ο ελληνισμός ταυτίστηκε με τον χριστιανισμό.
Το τέλος του
Κατά τη διάρκεια της δράσης του λέγεται ότι ο Κοσμάς ίδρυσε διακόσια πενήντα σχολεία μέσα σε δεκαέξι χρόνια. Στη διάρκεια των Ορλοφικών, οι Τούρκοι τον θεώρησαν ως πράκτορα των Ρώσων, πράγμα που είχε ως συνέπεια τη σύλληψή του και εκτέλεσή του το Σάββατο 24 Αυγούστου του 1779. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, στην καταδίκη του συνέβαλαν και κάποιοι Ηπειρώτες Εβραίοι, οι οποίοι βλάπτονταν οικονομικά από τη μεταφορά της διενέργειας του παζαριού από την Κυριακή στο Σάββατο που πέτυχε ο Κοσμάς μέσω των κηρυγμάτων του. Ωστόσο, ο Κοσμάς είχε πέσει και στη δυσμένεια των πλουσίων, των κοτζαμπάσηδων και των Ενετών (για την καχυποψία των Ενετών απέναντί του σώζονται μέχρι σήμερα αναφορές κατασκόπου τους για το πρόσωπό του στα ενετικά αρχεία).
Ο Πατήρ Κοσμάς ο Αιτωλός ανακηρύχθηκε επίσημα Άγιος από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 20 Απριλίου 1961 και η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου.
Σπουδές
Ο Κοσμάς ο Εσωχωρίτης γεννήθηκε, σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, το 1714 στο χωριό Μεγάλο Δέντρο της Αιτωλίας. Το κοσμικό του όνομα ήταν Κώνστας και διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα σε σχολεία της περιοχής των Αγράφων. Η παιδεία του συμπληρώθηκε με τη μαθητεία του δίπλα στον ιεροδιδάσκαλο Ανανία Δερβισάνο στη Λομποτινά Ναυπακτίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1730 μαθήτευσε στο «Ελληνομουσείο» των Βραγγιανών, όπου διεύρυνε τους ορίζοντες της παιδείας του. Περίπου στα μέσα του 18ου αιώνα ο Κώνστας, όπως ήταν ακόμα το όνομά του, εγκαταλείπει τα πάτρια εδάφη προκειμένου να φοιτήσει στην περίφημη Αθωνιάδα Ακαδημία του Αγίου Όρους. Εκεί έκανε σπουδές ανωτέρου επιπέδου στη Θεολογία και τη Φιλοσοφία.
Από τις σπουδές στη δράση
Γύρω στο 1759 φεύγει από το Άγιο Όρος και με εντολή του Πατριάρχη Σεραφείμ ξεκινά τις περιοδείες του στη Δυτική και Βόρεια Ελλάδα και την Ήπειρο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον αυξανόμενο τότε εξισλαμισμό των χριστιανών. Από εδώ και πέρα η συμβολή του έργου του θα αποδειχτεί μοναδική, μιας και ο Πατροκοσμάς, που δεν είχε δεύτερο χιτώνα, τάχτηκε στον αγώνα της πίστης εκείνης που αποτελούσε αδιάψευστο τεκμήριο ελληνικότητας μαζί με τη γλώσσα. Βασικό του μέλημα ήταν το να παρακινεί με θέρμη τους υπόδουλους ορθοδόξους χριστιανούς να ιδρύσουν σχολεία που θα διδάσκουν την πίστη που έχει για γλώσσα της την ελληνική.
Ταυτόχρονα με τη σημασία της ελληνικής γλώσσας ο Πατροκοσμάς δεν παραλείπει να αναφέρεται στο «ποθούμενο» – που δεν ήταν άλλο από την απελευθέρωση του γένους. Για να τον κατανοήσουμε πλήρως, πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο Κοσμάς θεωρούσε ταυτόσημο τον χριστιανισμό με τον ελληνισμό – σαν μια αδιαίρετη οντότητα. Για εκείνον, η θρησκευτική συνείδηση του λαού, σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, ταυτιζόταν με τη συνείδηση της νεοελληνικής εθνότητας. Ο Κοσμάς πίστευε ακράδαντα στον ιστορικό ρόλο του απλού λαού, για αυτό και πάσχιζε αδιάλειπτα για την εκπαίδευσή του, διαισθανόμενος ότι η αφύπνιση της εθνικής συνειδήσεως θα σημάνει και την αναγέννηση της νεοελληνικής εθνότητας μέσα από μια πολιτική πλέον αποκατάσταση.
«Η σπουδή της ελληνικής γλώσσας και η ισχυροποίηση των ασθενών εθνολογικώς και γλωσσικώς διαμερισμάτων της εθνότητας, ιδίως των βορειότερων, υπήρξε ένας από τους κυριότερους σκοπούς του. Κατέκρινε όσους μιλούσαν βλάχικα και αρβανίτικα και σύσταινε παντού την ελληνική γλώσσα, σαν γλώσσα επίσημη της Εκκλησίας και των ιδιωτικών σχέσεων. Η ελληνοποίηση των δίγλωσσων ομοεθνών μας ή εκείνων πούχαν χάσει την εθνική γλώσσα τους, ήταν για τον Κοσμά το πάθος του». Φάνης Μιχαλόπουλος, Κοσμάς Αιτωλός, Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Η επιμονή του για την ελληνική γλώσσα υπήρξε καθοριστική προκειμένου να συνειδητοποιήσουν οι υπόδουλοι ελληνικοί πληθυσμοί το ιστορικό βάρος της καταγωγής τους και έτσι να καλλιεργηθεί ουσιαστικά η ιδέα της εθνικής παλιγγενεσίας.
«Να σπουδάζετε τα παιδία σας να μαθαίνουν ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είναι στην ελληνικήν και το Γένος μας είναι ελληνικόν. Και αν δεν σπουδάσης ελληνικά, αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβεις εκείνα που ομολογεί η Εκκλησία μας. Καλλίτερα να έχεις ελληνικόν σχολείον εις την χώραν σου παρά να έχης βρύσες και ποτάμια».
Ο Κοσμάς και η ελληνική αρχαιότητα
Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι όταν ο Κοσμάς προπαγάνδιζε την αναγκαιότητα της γνώσης της ελληνικής γλώσσας κυρίως στους δίγλωσσους Ρωμιούς, δεν είχε στο μυαλό του την ανασύσταση της αρχαίας ελληνικής, ούτε καν αυτή τη σχολαστική των εκκλησιαστικών κειμένων και γραφών, και φυσικά ούτε λόγος γινόταν για την κάποιας μορφής αρχαΐζουσα.
Ο Κοσμάς θεωρούσε ως εθνική γλώσσα την καθομιλουμένη, αυτή ακριβώς την οποία χρησιμοποιούσε ο λαός στην καθημερινότητά του. Είναι ιδιαίτερης σημασίας το γεγονός ότι ο Κοσμάς δεν ήταν από εκείνους που θεωρούσαν ότι οι σύγχρονοί του Έλληνες κατάγονταν από τους αρχαίους ενδόξους προγόνους. Ο ελληνισμός του ταυτιζόταν αποκλειστικά με τον χριστιανισμό. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, γιατί στη διάρκεια των σπουδών του στον Άθω ο κατοπινός ένθερμος ιεροκήρυκας ήρθε σε επαφή με την αρχαία ελληνική γλώσσα και φιλολογία. Ωστόσο, προφανώς από την προσωπική εμπειρία που είχε αποκτήσει από τις περιοδείες του και τη γνώση του για την πρωτόγονη κατάσταση που επικρατούσε σε Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία και Στερεά, πείσθηκε ότι ουδείς δεσμός μπορεί να συνδέει αυτούς τους πληθυσμούς με τους αρχαίους Έλληνες. Υπό αυτή την έννοια, ο Κοσμάς είχε διαμορφώσει μια συγκεκριμένη συνείδηση του νεότερου ελληνισμού, τον οποίο δεν συνέδεε συνειδητά με την ειδωλολατρική αρχαιότητα – κυρίως για λόγους θρησκευτικού φανατισμού και προκαταλήψεως. Έτσι, ταύτιζε την αρχαιότητα με την απιστία και την ασέβεια, προφανώς λανθασμένα, προκειμένου να υπηρετήσει τις δογματικές αρχές της πίστης.
Ωστόσο, όλα αυτά δεν έχουν προφανώς την ιδεολογική βαρύτητα που μπορεί να τους αποδώσουμε σήμερα. Πρέπει να θεωρηθεί σαν ένας δάσκαλος του γένους, ο οποίος είχε πολύ ξεκάθαρη αντίληψη της πραγματικότητας της εποχής του και το έργο του και οι διδαχές του συνέβαλαν στην απόκτηση μιας στοιχειώδους εθνικής συνειδήσεως, τέτοιας ώστε η συμβολή του για την προετοιμασία της ελληνικής επαναστάσεως που θα ακολουθούσε να αποβεί αδιαμφισβήτητα σημαντικότατη. Θα έλεγε κανείς ότι η σημασία του έργου του υποτιμήθηκε από την κατοπινή ιστοριογραφία, λόγω των θρησκευτικών του αγκυλώσεων.
Ωστόσο, το ζήτημα δεν είναι απλό, μια και ο Κοσμάς βίωνε την πρωτοφανή αμάθεια και ακραία καθυστέρηση των ελληνικών πληθυσμών, η οποία δεν του άφηνε κανένα περιθώριο για ονειροπολήματα ή λεπτότερες σκέψεις. Έχοντας διαμορφώσει μια σταθερή αντίληψη της ιστορικής πραγματικότητας που ζούσε, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μόνο η χριστιανική πίστη ήταν σε θέση να αποτελέσει την κινητήριο δύναμη για την αναγέννηση του έθνους και όχι η αρχαιοελληνική γραμματεία, που αποτελούσε άγνωστη χώρα για τους Έλληνες εκείνης της περιόδου. Ο Κοσμάς θεώρησε σημαντικό αυτό που καταλάβαιναν κι όχι αυτό που δεν καταλάβαιναν και κυρίως δεν είχαν τη δυνατότητα να κατανοήσουν οι άνθρωποι του απλού λαού. Έτσι, μέσα στο μυαλό και την ψυχή του ο ελληνισμός ταυτίστηκε με τον χριστιανισμό.
Το τέλος του
Κατά τη διάρκεια της δράσης του λέγεται ότι ο Κοσμάς ίδρυσε διακόσια πενήντα σχολεία μέσα σε δεκαέξι χρόνια. Στη διάρκεια των Ορλοφικών, οι Τούρκοι τον θεώρησαν ως πράκτορα των Ρώσων, πράγμα που είχε ως συνέπεια τη σύλληψή του και εκτέλεσή του το Σάββατο 24 Αυγούστου του 1779. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, στην καταδίκη του συνέβαλαν και κάποιοι Ηπειρώτες Εβραίοι, οι οποίοι βλάπτονταν οικονομικά από τη μεταφορά της διενέργειας του παζαριού από την Κυριακή στο Σάββατο που πέτυχε ο Κοσμάς μέσω των κηρυγμάτων του. Ωστόσο, ο Κοσμάς είχε πέσει και στη δυσμένεια των πλουσίων, των κοτζαμπάσηδων και των Ενετών (για την καχυποψία των Ενετών απέναντί του σώζονται μέχρι σήμερα αναφορές κατασκόπου τους για το πρόσωπό του στα ενετικά αρχεία).
Ο Πατήρ Κοσμάς ο Αιτωλός ανακηρύχθηκε επίσημα Άγιος από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 20 Απριλίου 1961 και η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου