Στις
μέρες μας επικρατεί μεγάλη αναστάτωση σε όλο τον κόσμο, και καθημερινά
είμαστε μάρτυρες άτεγκτων πολιτικών, οικονομικών, πολεμικών κι άλλων
αποφάσεων, που λαμβάνονται από διάφορα κέντρα εξουσίας, οι οποίες
οδηγούν εκατομμύρια ανθρώπους στην προσφυγιά, στη μετανάστευση, στη
φτώχεια, στην ανεργία και πολλούς στην απελπισία, όπως προφήτεψε προ
πολλών ετών κι ένας σύγχρονος Γέροντας της Κύπρου.
Όλο
αυτό το ανασφαλές κι αγωνιώδες κλίμα, όχι μόνο το εισπράττουμε, αλλά
και το βλέπουμε ζωγραφισμένο στα πρόσωπα πολλών συμπατριωτών μας, οι
οποίοι αδυνατούν να αντεπεξέλθουν κάτω από τις σημερινές πολύ δύσκολες
οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, που έχουν διαμορφωθεί στο νησί
μας.
Είναι
ολοφάνερο πια, ότι καλούμαστε να ζήσουμε περισσότερο λιτά, περισσότερο
μετρημένα και προσγειωμένα και με σωστότερη ιεράρχηση των προτεραιοτήτων
μας. Ηθελημένα η αθέλητα, επενδύσαμε πάρα πολύ στον εύκολο τρόπο ζωής
που είχαμε μέχρι πρόσφατα, χωρίς να σκεφτόμαστε ότι όλα αυτά μια μέρα
μπορεί να καταρρεύσουν, κι από πλούσιοι να γίνουμε φτωχοί και να
πεινάσουμε, όπως το ακούμε να ψάλλεται στην εκκλησία σε ήχο βαρύ στον
Εσπερινό, τον στίχο δηλ. από τον 33ο Ψαλμό
του βασιλέα Δαβίδ: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε
εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού». Δηλαδή,
δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο στην ιστορία του κόσμου οι πλούσιοι να
φτωχαίνουν· και η Εκκλησία, που δεν είναι εκτός πραγματικότητας, μας
λέει: «Ενώ οι πλούσιοι φτωχαίνουν και πεινούν, αυτοί που έχουν έγνοια
και πρώτο τους μέλημα ν’ αναζητούν τον Κύριο, τον Θεό της ζωής και του
θανάτου, δεν θα ελαττωθούν κανενός αγαθού. Τίποτα, δηλαδή, δεν θα τους
λείψει.»
Οι
μεν πρώτοι, που ο νους τους προσκολλάται στη σύγχρονη ειδωλολατρία του
χρήματος και την ψεύτικη χαρά που προσφέρει, πέφτουν και δεν έχουν να
πιαστούν από πουθενά. Ενώ οι δεύτεροι, που έχουν έγνοια τον Κύριο,
πλουτίζουν. Διότι ο Θεός προνοεί γι’ αυτούς, προτού οι ίδιοι σκεφτούν.
Κι αυτό ισχύει πάντοτε! Και πολλές φορές μέσα στη ζωή μας είμαστε
μάρτυρες της πρόνοιας του Θεού, που μας κρατά με τα λίγα, τα ελάχιστα.
Όταν ο άνθρωπος εγκλωβιστεί στη λογική του σύγχρονου τρόπου ζωής, για
συνεχή μέριμνα και φροντίδα μόνο, με στόχο την ικανοποίηση της
ματαιοδοξίας και της καλοπέρασής του, δεν συνειδητοποιεί εύκολα, ότι
όλη αυτή η δραστηριότητα τον απομακρύνει από τα ουσιώδη της ζωής και τον
μετατρέπει σε μανιώδη καταναλωτή του τώρα, σπρώχνοντάς τον σ’ ένα
ανεξέλεγκτο κυνήγι επιθυμιών κι απολαύσεων, που κορεσμό δεν έχουν. Αυτή η
στάση ζωής συνιστά ηθική κατάπτωση του σύγχρονου ανθρώπου, επειδή μέσω
της γίνεται δούλος των επιθυμιών του, και δυσκολεύεται πάρα πολύ να
εφαρμόσει στη ζωή του τις κύριες εντολές του Ευαγγελίου, τις εντολές
της διπλής αγάπης, του Θεού και του πλησίον: «Αγαπήσεις Κυριον τον Θεόν
σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της
ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως
σεαυτόν.»
Είναι
σημαντικό να δημιουργήσουμε, σε συνεργασία με τον Χριστό, ένα νου, που
να εξετάζει συνεχώς την ποιότητα των αισθημάτων, των επιθυμιών και των
λογισμών μας. Να έχουμε στο μυαλό μας αυτό, που λέει μία προσευχή
της Εκκλησίας μας στο Απόδειπνο: «Και δώρησαι ημίν, ο Θεός, γρήγορον
νουν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσαν…».
Ένα
από τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας είναι, ότι ο άνθρωπος έχασε
την εκκλησιαστική αγωγή της καλλιέργειας του νου, ούτως ώστε να μάθει
πρώτα και κύρια να μετανοεί καθημερινά. Ν’ αρχίσει να ελέγχει τις
επιθυμίες και τις σκέψεις του, τους λογισμούς και τα πάθη του. Γιατί,
στο μέτρο που ταπεινώνει τον νου του ο άνθρωπος, του δωρίζεται και το
χάρισμα να εξετάζει τον εαυτό του και ν’ αξιολογεί τη σχέση του με τον
Θεό και τον συνάνθρωπό του, με τρόπο πνευματικό και ταπεινό, χωρίς
ταπεινολογίες, αυταρέσκεια κι εγωισμό.
Ο Γέροντας Πορφύριος
έλεγε: «Μπορεί κάποιος να μιλάει για τις αμαρτίες του και να είναι
υπερήφανος, κι άλλος να μιλάει για τις αρετές του και να είναι ταπεινός.
Να είμαστε ταπεινοί, αλλά να μην ταπεινολογούμε. Η ταπεινολογία είναι
παγίδα του διαβόλου, που φέρνει την απελπισία και την αδράνεια, ενώ η
αληθινή ταπείνωση φέρνει την ελπίδα και την εργασία των εντολών του
Χριστού.»1 Κι ο μακαριστός Γέροντας Ευμένιος, με τη σειρά του, έλεγε:
«Να βλέπουμε τα προτερήματα των άλλων ανθρώπων και να βλέπουμε τα
ελαττώματα τα δικά μας. Όταν ο άνθρωπος νιώθει τα αμαρτήματά του, είναι
πιο καλά· όταν νομίζει ότι έχει αρετές, δεν είναι καλά.»2
Αυτό,
που λένε αυτοί οι σύγχρονοι άγιοι Γέροντες, πρέπει να το προσέξουμε
πολύ, επειδή όλοι μας, κληρικοί και λαϊκοί, κινδυνεύουμε από την
ταπεινολογία, η οποία μας παρασέρνει και μας κάνει πολλές φορές να
νομίζουμε ότι εμάς δεν μας αφορούν οι αμαρτίες, που βλέπουμε πάνω σε
άλλους ανθρώπους, διότι τις έχουμε τάχα ξεπεράσει η ελέγξει! Έχει μεγάλη
σημασία η αυτοκριτική, να κρίνουμε τον εαυτό μας, κι όχι τους άλλους.
Για να το επιτύχουμε, θα πρέπει να ζητάμε ειλικρινά από τον Θεό να μας
δώσει απλότητα, ταπείνωση και μετάνοια, αλλά και συντριβή για τα λάθη
μας. Διότι μόνο αν υπάρχει πόνος για μια αμαρτία που κάνουμε, σιγά σιγά
θα έρθει η ώρα που ο Θεός θα μας δώσει τη δύναμη να τη διαχειριστούμε,
να την ελαττώσουμε και να τη σταματήσουμε. Εάν δεν υπάρχει πόνος, θα
πέφτουμε όλο και πιο χαμηλά, μέχρις ότου έλθουμε σε συναίσθηση. Κι αυτός
είναι ένας τρόπος ελέους του Θεού, ίσως και πούμε το ήμαρτον, γιατί
χωρίς μετάνοια, δεν υπάρχει αγιασμός. Δεν μετανοούμε για να γίνουμε
καλύτεροι η ηθικότεροι άνθρωποι, αυτό είναι ευσεβισμός. Μετανοούμε γιατί
ανήκουμε στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, που είναι άγιο.
«Η αληθινή μετάνοια», έλεγε ο Γέρoντας Πορφύριος,
«θα φέρει τον αγιασμό. Δεν υπάρχει ανώτερο πράγμα απ' αυτό, που λέγεται
μετάνοια και εξομολόγηση. Αυτό το Μυστήριο είναι η προσφορά της αγάπης
του Θεού στον άνθρωπο. Η αγάπη του Θεού θα κάνει το παν. Μπορεί να
μεταχειριστεί κάτι –μια ασθένεια η κάτι άλλο, εξαρτάται-για να φέρει τον
άνθρωπο σε μετάνοια. Απλά και απαλά εμείς θα κάνουμε μία κίνηση προς
τον Θεό, κι από ᾽κει και πέρα έρχεται η χάρις. Δεν μπορούμε να
μετανοήσουμε, αν ο Κύριος δεν μας δώσει μετάνοια. Και αυτό ισχύει για τα
πάντα. Δηλαδή ισχύει το Γραφικό, αυτό, που λέγει ο Χριστός μας στο
Ευαγγέλιο: ‘‘Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν’’. Αν δεν υπάρχουν
προϋποθέσεις, για να εγκύψει μέσα μας ο Χριστός, μετάνοια δεν έρχεται.
Οι προϋποθέσεις είναι η ταπείνωση, η αγάπη, η προσευχή, ο κόπος για τον
Χριστό και τον πλησίον. Αν δεν είναι το συναίσθημα αγνό, αν δεν υπάρχει
απλότητα, αν η ψυχή έχει ιδιοτέλεια, δεν έρχεται η θεία Χάρις.
Συμβαίνει τότε να πηγαίνουμε να εξομολογούμαστε, αλλά να μην
αισθανόμαστε ανακούφιση. Η μετάνοια η αληθινή θα φέρει τον αγιασμό. Η
μετάνοια μας αγιάζει.»3
Το μεγαλύτερο θαύμα είναι η μετάνοια.
Η μετάνοια είναι εντολή του Προδρόμου αρχικά, και, προπάντων, του
Κυρίου. Η παρακίνηση σε μετάνοια αποτελεί το πρώτο κήρυγμα του Χριστού
μας. Ο Κύριός μας, και μαζί ο τίμιος Πρόδρομος, μας λένε δύο χιλιάδες
χρόνια τώρα: «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών». Η
«Βασιλεία των Ουρανών», που έφτασε, είναι η λυτρωτική παρουσία του
Θεανθρώπου στη γη, και που βιώνεται κατεξοχήν στη Θεία Λειτουργία, την
«ευλογημένη βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Προσωπικά, παρακαλώ τον μεγάλο δάσκαλο της μετανοίας: «Βαπτιστά του
Χριστού, δίδαξόν με την μετάνοιαν εν Πνεύματι Αγίω.»
Άρα,
θα πρέπει να νοιαζόμαστε, για το πότε θα αρχίσει η συντριβή της ψυχής
μας, η επίγνωση κι ο πόνος, ούτως ώστε το Άγιο Πνεύμα να άρχίσει να
φωτίζει τις σκοτεινές σπηλιές της καρδίας μας. Η μετάνοια αφορά όλους,
κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας. Η
Εκκλησία δεν χωρίζει τους ανθρώπους σε τάξεις και ιδιότητες, αλλά
μαθαίνει σε όλους να μετανοούν με τον ίδιο τρόπο, που η ζωντανή
εκκλησιαστική εμπειρία φανερώνει μέχρι τις μέρες μας.
Προσέξτε όμως, τι λένε οι άγιοί μας: Ο άνθρωπος μόνο μέσα στην Εκκλησία, δια των Μυστηρίων της, μπορεί να μάθει να μετανοεί. Η
Εκκλησία σιγά σιγά μαθαίνει τον πιστό να είναι σε εγρήγορση, να
συγχωρεί, και στα ύστερα του βίου του μαθαίνει και την αγάπη. Να μην
λέμε μεγάλα λόγια, όπως λ.χ. νομίζαμε στα παιδικά μας χρόνια, ότι η
αγάπη είναι μια καρδούλα. Όχι, η αγάπη είναι πολλή υπομονή, είναι πολλή
προσευχή, είναι πολλή εγρήγορση. Η αγάπη είναι πολλή μετάνοια για τα
προσωπικά μας λάθη κι ανοχή για τα λάθη του διπλανού μας, του πλησίον
μου, όπως λέει το Ευαγγέλιο. Κι όλα αυτά έρχονται να μας τα διδάξουν οι
ιερές Ακολουθίες και, πάνω απ’ όλα, η Θεία Λειτουργία.
Επομένως,
θα πρέπει να μας προβληματίζει, τι είδους μετάνοια έχουμε. Πως
καλλιεργούμε τον νου μας; Πόσο εκκλησιαστικοί άνθρωποι είμαστε; Πόσο
συγχωρούμε; Πως κοινωνούμε; Πως επικοινωνούμε με τον Θεό, τους ανθρώπους
και τον εαυτό μας;
Όταν
ο άνθρωπος βάζει αυτά τα ερωτήματα, κι αγωνίζεται να έχει μία
ενσυνείδητη πνευματική ζωή εν μετανοία, τότε ο νους του αρχίζει να
καθαρίζει. Κι όταν καθαρίσει ο νους, καθαρίζει και η καρδία, που είναι ο
θρόνος του νου, κατά τους Πατέρες. Και τότε φωτίζεται ο άνθρωπος από το
Άγιο Πνεύμα. Ύστερα, σιγά σιγά αγιάζεται. Έτσι φωτίσθηκαν, έτσι
αγιάσθηκαν τόσοι και τόσοι άνθρωποι!
Καμμιά φορά νομίζουμε, ότι η αγιότητα είναι κάτι πολύ μακρινό, που δεν μας αφορά, που δεν κατορθώνεται στην εποχή μας. Αλλά και σήμερα, ανάμεσά μας, υπάρχουν άγιοι άνθρωποι, με φως, με καθαρότητα, με προσευχή δυνατή.
Είναι αυτοί, που κρατούν την Κύπρο, αυτοί, που κρατούν τον κόσμο! Είναι
αυτοί, που θα μας ελευθερώσουν. Ούτε πολιτικοί, ούτε οικονομολόγοι! Ας
μην επενδύουμε πολλά στις ανθρώπινές μας δυνάμεις, αλλά σ’ Αυτόν, που
είναι ο αιώνιος Πατέρας της κτίσης όλης. Στον Πατέρα των Φώτων, στον
Τριαδικό Θεό μας, να επενδύουμε, να αποθέτουμε όλες τις ελπίδες μας. Να
λέμε στην αρχή και στο τέλος της προσευχής μας: «Δόξα σοι ο Θεός, δόξα
σοι ο Θεός, δόξα σοι ο Θεός. Τριας Αγία, δόξα σοι. Η ελπίς μου ο Πατήρ,
καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον· Τριας Αγία, δόξα
σοι!»
Έχω
γνωρίσει στο νησί μας ευρύτερα, αλλά και στη μητροπολιτική περιφέρειά
μας ειδικώτερα, κληρικούς και λαϊκούς, που χρόνια τώρα μετανοούν αληθινά
και προσεύχονται. Έγγαμοι άνθρωποι με παιδιά, κι άλλοι με
εγγόνια, οι οποίοι έχουν μεγάλη μετάνοια, ταπείνωση κι απλότητα, που
πορεύονται έτσι ένα δρομολόγιο προς την αγιότητα με δορυφόρο! Άνθρωποι
αφανείς, που καθημερινά σηκώνονται προτού ξημερώσει και προσεύχονται.
Κι όταν ρώτησα μερικούς, ποιό τυπικό, ποιά τάξη προσευχής έχουν, όλοι
μου απάντησαν ότι, αφού πουν τις διατεταγμένες προσευχές της Εκκλησίας,
κάνουν λίγο κομποσχοίνι, και μετά ανοίγουν την καρδιά τους κι αρχίζουν
να μιλούν στον Θεό σε πρώτο πρόσωπο. Προσεύχονται για την οικογένειά
τους, τους συγγενείς τους, τους γείτονες τους, για όσους αντιμετωπίζουν
διάφορα προβλήματα, για τους ασθενείς, το αφεντικό τους, τους
συγχωριανούς τους, τους άνθρώπους που δυσκολεύονται οι ίδιοι να ανεχτούν
και να αγαπήσουν! Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό, να προσεύχεσαι για
τους άλλους.
Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε μάθει ν’ αναλύουμε ο,τι μας συμβαίνει
και να αιτιολογούμε τα λάθη μας, λέγοντας φταίει ο ένας η ο άλλος,
φταίει ο αδελφός μου, ο Πνευματικός μου, ο Γέροντάς μου, ο πατέρας και η
μητέρα μου που ήταν δύσκολοι άνθρωποι, ο άντρας μου, η γυναίκα μου κι
αρχίζουμε τους γογγυσμούς, τις δικαιολογίες, τις γκρίνιες, τα
μικροπαράπονα, τις ζήλειες, τις συγκρίσεις και μπερδεύουμε τόσο πολύ την
ψυχή μας, για να καταφύγουμε τελικά στην αυτοδικαίωση, την κοιτίδα της
αμετανοησίας.
Υπάρχουν όμως και άνθρωποι, που, όχι μόνο καλλιεργούν την αυτομεμψία,
το να κατηγορούν δηλ. τον εαυτό τους και μόνο, αλλά και που με αγάπη
δικαιολογούν τα σφάλματα και τις αδυναμίες των άλλων.
Οι άνθρωποι αυτοί μετανοούν πραγματικά, γιατί κατάφεραν να εντοπίσουν
αυτό, που κατά βάθος τους ενοχλεί, το κυριώτερο πάθος τους, και να το
κάνουν καθημερινή προσευχή.
Κατάφεραν να έχουν προσωπική σχέση με τον Θεό και να μιλούν μαζί Του,
όπως μιλούν μ’ ένα φίλο τους. Καθαρά και συγκεκριμένα, χωρίς
γενικότητες, αοριστολογίες και πολύπλοκες σκέψεις. Κάτι, που όλοι μας,
κληρικοί και λαϊκοί, πρέπει να κάνουμε. Δηλαδή, να μιλάμε
καθημερινά στον Θεό, κι όχι όταν βρεθούμε σε αδιέξοδο, όταν έχουμε
ανάγκη από υγεία η χρήματα, κι άμα γίνει και κανένα θαύμα, τότε να
θεωρούμε τους εαυτούς μας δίκαιους και να το λέμε σε όλους. Αυτό δεν
είναι μετάνοια, γιατί ο άνθρωπος που αρχίζει να γεύεται τη μετάνοια,
νιώθει ότι είναι ένα τίποτα και δεν επιδιώκει τίποτα άλλο, παρά μόνο τη
συγχώρεση και το έλεος του Θεού!
Είναι
πολύ σημαντικό, να ζητάμε από τον Θεό μετάνοια, ταπείνωση κι απλότητα.
Κι όταν μας δωρηθεί η μετάνοια, καλό είναι να βρούμε έναν έμπειρο
πνευματικά ιερέα η και λαϊκό, που ζει τη μετάνοια, για να βοηθηθούμε από
αυτόν. Ίσως να ακούγεται τολμηρό, αλλά είναι μια μεγάλη αλήθεια
μέσα στη ζωή της Εκκλησίας: Άλλο ο Εξομολόγος, κι άλλο ο Πνευματικός! Ο
Εξομολόγος είναι ο ιερέας, που εξομολογεί, κι έχουμε πολλούς
Εξομολόγους, αλλά λίγους Πνευματικούς. Το ιδανικότερο θα ήτανε, ο
Εξομολόγος να είναι και Πνευματικός, να έχει δηλαδή τη δωρεά της
μετάνοιας από τον άγιο Θεό μας, για να μπορεί να καθοδηγεί σωστά τον
άνθρωπο, που μετανοεί. Επομένως, όλοι μας, θα πρέπει να έχουμε αυτή την
καλή αγωνία και τη διάθεση, να παρακαλούμε το Άγιο Πνεύμα, λέγοντάς Του:
«Βασιλεύ Ουράνιε, στείλε μου έναν άνθρωπο, να με καθοδηγήσει, να μου
γνωρίσει τη μετάνοια, να του καταθέσω την απειρία μου, την αναπηρία
μου…».
Αλλά,
κι εμείς, οι Εξομολόγοι, θα πρέπει να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στη
μετάνοια και να θυμόμαστε αυτό, που ο Κύριος είπε μόλις εμφανίστηκε
ενώπιον των αποστόλων μετά την Ανάστασή Του, χορηγώντας σ᾽αυτούς την
εξουσία να συγχωρούν τις αμαρτίες των άλλων: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον. Αν
τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφιένται αυτοίς, αν τινων κρατήτε,
κεκράτηνται» (Ιωάν.20, 22). Δηλαδή, όποιων ανθρώπων συγχωρήσετε τις
αμαρτίες, θα είναι συγχωρεμένες. Εκείνων, όμως, που δεν θα συγχωρήσετε
τις αμαρτίες, διότι διακρίνατε να μην έχουν ειλικρινή μετάνοια, θα
μείνουν ασυγχώρητες κι άλυτες.
Είναι
πολύ σημαντικό οι Εξομολόγοι να ζητάνε από τον Θεό να τους βοηθήσει να
διακρίνουν, αν ο άνθρωπος, που βρίσκεται ενώπιόν τους, έχει μετάνοια.
Γιατί, διαφορετικά, δεν καθοδηγούμε σωστά τους ανθρώπους, με το να
διαβάζουμε σε όλους αδιάκριτα τη συγχωρητική ευχή. Δεν τους οδηγούμε σε
επίγνωση μετανοίας και πραγματικής συνειδητοποίησης της αμαρτίας τους.
Πρέπει να καταλάβουμε, ότι έχουμε μεγάλη ευθύνη απέναντι στους
άνθρώπους, που έρχονται σ᾽εμάς για να τους βοηθήσουμε να μετανοήσουν.
Χρειάζεται να έχουμε προσωπική μετάνοια, κι όταν εξομολογούμε, να λέμε
του Χριστού μας, «φώτισέ με, τι να πω σ᾽αυτό τον άνθρωπο».
Αναμφίβολα,
η οικονομική κρίση θα δημιουργήσει μεγάλους πειρασμούς, όχι μόνο στους
λαϊκούς, αλλά και σ᾽εμάς τους επισκόπους και τους κληρικούς.
Επαφίεται στον καθένα μας, να αξιοποιήσει αυτή την κρίση, και να
εντείνει τον πνευματικό του αγώνα, με μετάνοια και προσευχή. Γιατί στην
ουσία, κάθε γεγονός, που δημιουργεί στον άνθρωπο αγωνία και ανασφάλεια
για το μέλλον του, τον φέρνει αντιμέτωπο με την πίστη του. Όσο
μεγαλύτερο είναι το βίωμα της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας, άλλο
τόσο είναι ελλειμματική η πίστη του. Αν νιώσουμε μέσα μας ολιγοπιστία,
έλλειψη εμπιστοσύνης στον Θεό, αυτό είναι μια μεγάλη ευκαιρία να την
αρπάξουμε και να την καταθέσουμε ως μετάνοια, ζητώντας από τον Κύριο
καθημερινά, να ενδυναμώσει την πίστη μας προς Αυτόν. Κάθε εμπόδιο, που
συναντάμε στη ζωή, είναι μια ευκαιρία για δοκιμασία της πίστης και της
πνευματικής ανδρείας μας. Οι δοκιμασίες μας δίνουν την ευκαιρία, να
αποβάλουμε την ντροπή από πάνω μας, και με γενναιότητα να σταθούμε
απέναντι στο πάθος που μας ταλαιπωρεί, ψάχνοντας με ειλικρίνεια, ποιές
πνευματικές ελλείψεις έχουμε κάθε φορά, που στη ζωή μας έρχεται μια
δυσκολία.
Τώρα ο Θεός θέλει να βρούμε το πνευματικό ανάστημα, που θα μας βοηθήσει να σταθούμε απέναντι σ᾽αυτή την επιβαλλόμενη φτώχεια. Ειδικώτερα εμείς οι ιερείς, θα πρέπει να δώσουμε αυτό το πνεύμα της ζώσας πίστης και εν μετανοία ελπίδας στους ανθρώπους,
γιατί ο κόσμος νιώθει ότι όλοι τον έχουν διαψεύσει, κι από εμάς δεν
ζητά μόνο τρόφιμα και συσσίτια, αλλά, κυρίως, ένα λόγο βαθύτερο, λόγο
μετανοίας, πίστης κι ελπίδας. Να προσέξουμε μην καταντήσει η
Εκκλησία Γραφείο Ευημερίας, παρέχοντας στον κόσμο μόνο υλικά αγαθά. Το
κυριώτερο, που έχουμε να δώσουμε στον άνθρωπο, είναι η Θεία Λειτουργία,
και το να μάθει να μετανοεί, τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και σε
συλλογικό και εθνικό. Γιατί, η προσωπική μετάνοια ωφελεί την εθνική
μετάνοια και η εθνική εμπνέει την προσωπική. Και για το σύνολο των
Ορθοδόξων έρχονται μεγάλες μέρες δοκιμασίας, αλλά και δόξας και
μετάδοσης της Ορθοδόξου πίστεώς μας στην Οικουμένη.
1.
Κωνσταντίνου Γιαννιτσιώτη, Κοντά στον Γέροντα Πορφύριο, εκδ. Ιερού
Γυναικείου Ησυχαστηρίου «Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Αθήναι 1995.
2.
Από ηχητικό ντοκουμέντο πνευματικής ίδιοκτησίας του καθηγητή Μιχαήλ
Χατζηγεωργίου, ο οποίος συνομιλεί με τον Γέροντα Ευμένιο τη δεκαετία του
1980.
3. Γέροντος Πορφυρίου Kαυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, εκδ. Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής, Χανιά 2003.
*Το κείμενο είναι δημοσιευμένο στο Εορτολογίο του 2014, της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου/ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου