θ΄. Είδες σε ποιό άπειρο ύψος ύψωσε (ο Ιωάννης) το μάτι της διανοίας του; Το τρίτο είναι της φράσεώς του το στερέωσε στή διάνοιά μας σαν να ήταν κάποιος ουρανός. Ώστε ο νους, που μέχρι τώρα υφίσταται σαν κάποια ποικιλία του φωτός, επειδή και αυτός είναι πρώτος από όλες τις δυνάμεις της ψυχής, να μην μπορεί και αυτός να πάει πιο πέρα, ακόμη και αν αεροβατεί από μη αποδεκτή πολυπραγμωσύνη. Αλλά, κατά κάποιο τρόπο, ο νους αρκούμενος στις εφέσεις του, επιστρέφει προς εκείνα που έγιναν έπειτα ή που βρίσκονται προς ενέργεια, προς τα οποία και συγγενεύει, βλέποντας τά δημιουργήματα και δοξάζοντας τον αριστοτέχνη δημιουργό, δηλαδή τον ένα και άναρχο Τριαδικό Θεό, ό οποίος επιβλέπει όλα όσα υπάρχουν.
Ποιά είναι αυτά; Είναι τα Σεραφίμ, τα Χερουβίμ, οι Θρόνοι, οι Δυνάμεις, οι Εξoυσίες, οι Κυριότητες, οι Αρχές, οι Αρχάγγελοι, οι Άγγελοι. Είναι έπειτα αυτά που τα προσεγγίζουμε με τις αισθήσεις μας, δηλαδή τα αισθητά, ο ουρανός, ο ήλιος, η σελήνη, τα άστρα, ο αέρας, η γη, η θάλασσα, τα ζώα που ζουν στη γη, στα νερά , στον αέρα , τα φυτά, τα βοσκήματα και όλα γενικά τα έμψυχα και άψυχα. Γιατί όλα αυτά και όσα ακόμη υπάρχουν στους δύο κόσμους, τον υλικό και τον πνευματικό, και τα οποία δεν μπορούμε να τα ονομάσουμε, ο Ιωάννης τα εννόησε με τη φράση που διατύπωσε, ότι δηλαδή «όλα όσα υπάρχουν έγιναν με την προσταγή του Θεού, δηλαδή με τη συνεργασία του Υιού και Λόγου, και τίποτε από αυτά που υπάρχουν δεν έγινε χωρίς τη δύναμη και τη θέλησή του».
Και τι χρειάζεται να πούμε και άλλα, που είναι περιττα, όταν οι θεοφόροι συγγραφείς μας εξήγησαν κατά λέξη και με τρόπο θεολογικό και εμπνευσμένο, από τους οποίους και εμείς όπως τα κυνάρια παίρνουμε ψυχία λόγου; Τι θαυμαστή θεολογία είναι αυτή πού έφτασε σε όλους συντομότερα και από την αστραπή; «Μένω έκθαμβος μπροστά στην ακριβέστατη γνώση που έχεις για μένα», (όπως θα έλεγε και ο Δαβίδ).
Και στον Ιωάννη, ως θεόπνευστο, που το κήρυγμά του έφτασε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, που με τη θεολογική του σκέψη περπάτησε στην άβυσσο της σοφίας, ας λέγει ο καθένας τα λόγια του ψαλμου που αναφέραμε. Γιατί με την πληρότητα της φωνης του Θεού, που είχε ο Ιωάννης, καταργήθηκαν οι πύλες του άδη και ανέτειλε ο ήλιος της Ορθοδοξίας. Με τη θεoλογία του Ιωάννη μωράνθηκε η σοφία του άπιστου κόσμου και τα πέρατα του κόσμου γέμισαν με τη θεοσοφία του. Ρήτορες και σοφιστές κατατροπώθηκαν, γιατί επικράτησε η θεoλoγία του Ιωάννη. Και δεν ξέρω αν πρέπει να πω λόγια, που να είναι άξια του μεγαλείου της αποστολικής εξοχότητας, ή να στματήσω στους ιερούς επαίνους, με τους οποίους τα θεία στόματα τον επευφήμησαν.
ι΄ Tί ακόμη να πω; Ο Ιησούς, λοιπόν, όταν είδε τη μητέρα του και το μαθητή, που βρισκόταν κοντά στο Σταυρό και που τον αγαπούσε, λέγει στη μητέρα του: «Γυναίκα, να ποιός θα είναι γιός σου από εδώ και πέρα. Ύστερα είπε στο μαθητή: «Να ποιά θα είναι η μητέρα σου. Και από εκείνη την ώρα ο μαθητής εκείνος την παρέλαβε στο σπίτι του. Και σε άλλο σημείο πάλι λέγει (η Γραφή για τον Ιωάννη): «Ο οποίος (μαθητής) έπεσε κατά το δείπνο στο στήθος του Ιωάννη και είπε. Κύριε, ποιός είναι αυτός που πρόκειται να σε προδώσει; Αυτά, ως βασιλικά μνήστρα, τα έδωσε ο Κύριος στο Θεολόγο Ιωάννη δικαιωματικά, επειδή νομίζω ότι ο Ιησούς αγαπούσε τον Ιωάννη περισσότερο από τους άλλους Μαθητές Του. Και το πλάγιασμα του Ιωάννη στο στήθος του Χριστού είναι σχετικό με τη φράση του Κυρίου ότι ο Ιωάννης θα είναι υιός της Μητέρας του.
Φοβερά και τα τρία, το καθένα ανώτερο από τα άλλα, και καθένα μου προξενεί ίλιγγο, όταν σκέφτομαι ποιό είναι ανώτερο. Ο Ανδρέας ήταν ο πρώτος πού κλήθηκε από τον Ιησού, αλλά δεν ονομάστηκε τόσο αγαπητός από Αυτόν, όσο ο Ιωάννης. Ο Πέτρος ήταν πρωτόθρονος, αλλά ούτε αυτός ευτύχησε να ονομαστεί αγαπητός του Ιησού. Η θεία φύση είναι απαθής. Ο Χριστός, ως Θεός που είναι, σε όλους την ίδια ακτίνα αγάπης αφήνει. Εξάλλου, το ότι ο Πέτρος, όταν τον ρώτησε ο Κύριος, ομολόγησε ότι αγαπά τον Ιησού περισσότερο από τους άλλους, και το ότι την ομολoγία αυτή την επιβεβαίωσε και ο Χριστός με την τριπλή ερώτησn και απόκρισn, ήταν μία αγάπη της οποίας προίκα υπηρξε η ανάθεση σ΄ αυτόν από τον Κύριο της διαποιμάνσεως των πνευματικων προβάτων. Αυτό, ως ένα συμπέρασμα σuλλoγισμoύ, θα σήμαινε ότι ο Κύριος θα έπρεπε ίσως να ανταγαπά τον Πέτρο περισσότερο από όλους τους υπόλοιπους Αποστόλους, πράγμα που δεν συνέβη. Γι΄ αυτό εγώ νομίζω ότι η μεγαλύτερη αγάπη του Ιησού προς τον Ιωάννη όφείλεται στο προσόν της παρθενίας του Ιωάννη.
Πως συμβαίνει αυτό; Όπως δηλαδή η ακτίvα του φωτός πέφτει στον καθρέφτη ισομερώς, έτσι θα έπρεπε να γίνεται και με την αγάπη του Χριστού προς όλους τους Μαθητές του, επειδή όλοι είναι αγνοί και πνευματικά καθαροί, όπως λέγει ο Λόγoς του Θεού, δηλαδή η Αγία Γραφή. Όμως η αντανάκλαση της παρθενίας αποτυπώνεται στον καθρέφτη περισσότερο στον ένα παρά στους υπόλοιπους, που ήταν μεν εξίσου άξιοι, αλλά δεν είχαν το προσόν της παρθενίας. Αν και αυτό που λέγω είναι κάπως παράδοξο, αλλά αυτό το προσόν της παρθενίας κάνει τη διαφορά στο θέμα της αγάπης, ώστε να λαμπρύνει περισσότερο τον καθαρότερο μέτοχο στην αγάπη του Χριστού.
Και εάν το ότι ο Πέτρος αγαπά περισσότερο από όλους τον Ιησού, τον κάνει να προΐσταται στους υπόλοιπους Μαθητές, πρέπει να πώ ότι εκείνο που του δίνει το προβάδισμα εδώ δεν είναι ότι το σώμα του πλησίασε περισσότερο στο φως και έτσι φωτίστηκε περισσότερο, αλλά ότι έχει καθαρότερη τη φύση γι΄ αυτό το έργο πού ανέλαβε, αν και η προσέγγισή του προς τον Κύριο δεν είναι μεγαλύτερη από των άλλων. Και εάν η επιχειρηματολογία μου σου φαίνεται ασθενής, και αν δε σε πείθει ακόμη, εγώ που υποστήριξα την άποψη, θα την αποδείξω.
Το πλάγιασμα του Ιωάννη στο στήθος του Χριστού πηγάζει από εδώ, δηλαδή από την παρθενία του. Μεγάλη η παρθενία! Τα Χερουβίμ είναι όχημα που φέρει το Θεό, αλλά ο Ιωάννης χρησιμοποιεί σαν μαξιλάρι το στήθος του Κυρίου. Ο Mωυσής αν και ζήτησε να δει το πρόσωπο του Θεού, μόλις που τον είδε από πίσω. Και ό Ιωάννης από μόνος του και αυθόρμητα εναγκαλίζεται εμπρός τον Κύριο και πληροφορείται εκείνα, τα οποία ο κορυφαίος Πέτρος δεν τα κατόρθωσε, δίνοντας έτσι στόν εαυτό του τη δεύτερη θέση, μετά την προτίμηση του Ιωάννη. Αν εξετάσεις και τις δύο απόψεις, θα κατανοήσεις ποιό είναι το αξίωμα του Ιωάννη, που τον κάνει να υπερέχει. Από εδώ, νομίζω, παίρνει ό Ιωάννης τα θεία νάματα, σαν αυτά να πηγάζουν από κάποια πηγή ζωής, και από αυτά τα νάματα εκβάλλovται, σαν από έμψυχη κοιλιά, οι ποταμοί της θεολογίας.
Αλλά ας έρθουμε στο Σταυρό.
ια΄. «Αυτός», είπε, «θα είναι ο υιός σου. Έπειτα είπε στο Μαθητή, ιδού η μήτηρ σου». Θαυμάζω τη δωρεά, ακούοντας ότι υπηρέτης της Κυρίας Θεοτόκου αναγνωρίζεται υιός της, εξαιτίας της πνευματικής καθαρότητας του, και ότι προχειρίζεται φύλακας του θησαυροφυλακίου της ζωής. Ο πραγματικός Υιός της αειπαρθένου, ή οποία τον γέννησε απαθώς, απομακρύνεται από αυτήν εξαιτίας του πάθους του, δηλαδή της θυσίας του, ενώ ο μαθητής τη δέχεται στο σπίτι του για να την υπηρετήσει ως Μητέρα. Ο Παρθένος δέχεται την Παρθένο. Το κλiμα δέχεται αυτήν που γέννησε το αμπέλι. Ο στρατιώτης δέχεται τη βασίλισσα, ο θεολόγος τη Θεοτόκο, ο κατά χάρη αδελφός του Θεού δέχεται την κατά φύση μητέρα του Θεού.
Δες την αρμονία της κατάλληλης κλήσεως και επαίνεσε στον υπέρτατο βαθμό το γεγονός. Μήπως μόνο αυτό το γεγονός δεν μπορεί να σκεπάσει κάθε υπερβολή εγκωμίου που αποδίδεται στο Θεολόγο (Ιωάννη), χωρίς να χρειάζεται οποιοσδήποτε άλλος έπαινος; Εάν δε, μαζί με τήν υπεροχή που προαναφέραμε, και αυτά που τώρα θίγουμε τα επαινέσει κάποιος, κάποιος θα μπορέσει να παραβλέψει το ύψος του δυσθεώρητου; Ετσι λοιπόν υπερέχει από οποιαδήποτε εγκωμιαστική δύναμη και μόνο ο Θεός μπορεί να τον επαινέσει, καί, αν και είναι τολμηρό να το πω, ο Θεός είναι προθυμότερος να τον επαινέσει, αφού ο Θεός τον έχει κιόλας στεφανώσει με εγκώμια, ονομάζοντάς τον φως και βροντή και άλλα παρόμοια.
Αλλά, επειδή αυτά έτσι τα εκθέσαμε, και επειδή έφτασε στο τέλος η άφθαρτη ανθολογία, όσο ήταν δυνατόν σε μας τους φτωχούς στα λόγια να αποκομίσουμε «άνθη», ας τερματίσουμε το λόγο, ανταλλάσσοντας τα μικρά με τα μεγάλα. Να προσθέσουμε σε όσα είπαμε και εκείνο, ότι δηλαδή δεν είναι μικρή δόξα για τον Ιωάννη η τρομερή Αποκάλυψη, την οποίαν έγραψε, μυηθείς σ΄ αυτό το εγχείρημα από το Θεό, όταν εξορίστηκε στην Πάτμο από εκείνον που τότε ήταν ηγεμόνας. Και αυτό το χάρισμα, το να γράψει δηλαδή την Αποκάλυψη, ο Ιωάννης το έκανε έξαιτίας της πολλής αγάπης του για το Χριστό, χάρισμα πού οι άλλοι δεν το έλαβαν.
Λέγουν ακόμα, ότι αυτός, μετά τα ιερά εκείνα χρόνια και την ευαγγελική περγραφή για τα έσχατα του κόσμου, κάπου εκεί στο μέσον της ασιατικής γης, όπου εγκαθίδρυσε και το διδακτικό του «κάθισμα», απέθεσε και το άγιο σώμα του. Δέχτηκε ταφή τυπική, επειδή είναι κοινή σε όλους, μετέστη όμως κατά τρόπο υπερφυσικό, ώστε και με αυτό το ιδιαίτερο γεγονός να δοξάσει ο Θεός τον πολύ αγαπημένο του. Αλλά το σώμα αυτό το καθαρό και ευωδιαστό, που έφερε και τα στίγματα του Χριστού, με αυτό τον τροπο έφυγε. Η ψυχή του, που ήταν φωτεινότερη από τον ήλιο, έφυγε από τα παρόντα και μεταφερθηκε με αγγελική συνοδεία σε κείνο τον τόπο που του ταίριαζε, στον τόπο δηλαδή της πρωτοφανούς αγαλλιάσεως, την οποία δεν μπορεί κανείς να περιγράψει.
ιβ΄. Αλλά Ιωάννη, ευτυχέστατε και τρισευτυχέστατε και σε όλα μακαριώτατε, συ που είσαι ο μέγας ήλιος του Ευαγγελίου, η ασταμάτητη πηγή της Θεολογίας, η κορυφή των Αποστόλων και ίσος με τον Πέτρο, σύ κύταξέ μας με συμπάθεια από τον ουρανό για το κακό σημείο στο οποίο έφτασαν τα εκκλησιαστικά μας πράγματα. Θυσιαστήρια, στολισμένα με ιερές εικόνες αφανίστηκαν, αφαιρέθηκε ο στολισμός των Ναών μας. Η εικόνα του Χριστού έχει καθυβριστεί. Οι εικόνες γενικά εξαφανίστηκαν και από τις πόλεις και από τα χωριά και από τα σπίτια. Επιπλέον, εξαφανίστηκε και η εικόνα της Θεοτόκου και οιουδήποτε άλλου από τους θεοφόρους που είναι σαν Εσένα ή και μικρότερός Σου. Όλα είναι για να κλαίμε.
Πάρε τον Πέτρο, πάρε μαζί και τον Ιάκωβο, σε παρακαλούμε. Σεις οι τρείς, που είστε συνέχεια δίπλα στο θρόνο του Χριστού, που είναι μεταμορφωμένος, που κάνει πολλά θαύματα, που αγωνιά που προσεύχεται. Σεις που είστε πιο κοντά στο Χριστό από τους άλλους που βρίσκονται μαζί με σας στον ίδιο χωρο, σεις και τώρα. μαζί με τους άλλους εννέα σεβάσμιους Αποστόλους, κάμετε την Αγία Τριάδα ευμενή για μας, παρακαλέστε το Χριστό να επιτιμήσει την τρικυμισμένη θάλασσα, όπως άλλοτε την Τιβεριάδα, η οποία ξεσηκώθηκε στήν είρηνόδωρη γαλήνη, να επανέλθουν οι Εκκλησίες Του στην αρχαία και αρμόζουσα στην Ορθοδοξία ωραιότητα.
Και σε μένα, ο οποίος τόλμησε ν’ απευθυνθεί σε σένα, Μακάριε, γίνε σπλαχνικός, που ενώ χρεωστούσε, δεν σε επαίνεσε. Δέξου, λοιπόν, τους κτήτορες αυτού του περικαλλούς ναού, στου οποίου τα προαύλια και τα σώματα τους ασκητικά οι περισσότεροι έχουν αποθέσει, ώστε, όπως εδώ αξιώθηκαν να παρευρίσκονται συνέχεια στο Ναό, ν’ αξιωθούν τόσο, ώστε να παρευρίσκονται και στη φωτεινοτάτη ουράνια σκηνή και να σε θεωρούν μαζί με όλο το ποίμνιό τους κατ’ αντίστροφη αξία, όσο δηλαδή αντέχουν και αυτοί που βλέπουν τον ήλιο.
Όλα αυτά να γίνουν στο όνομα του Χριστού και Κυρίου μας, στον οποίο αρμόζει κάθε δόξα και τιμή και προσκύνηση, καθώς και στο όνομα του Πατέρα και του Αγίου Πνεύματος συγχρόνως, και τώρα και πάντα και στους ατελεύτητους αιώνες. Αμήν.
(Μετάφραση: Πρωτοπρ. Κ.Μ.Φούσκα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου