Αποσπάσματα από το βιβλίο του π. Βασιλείου Παπαδάκη "Το Σχίσμα του Ζηλωτικού Παλαιοημερολογιτισμού", Ι. Μονή Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας (Ρέθυμνο), 2008, Μέρος Α΄, Κεφ. Γ΄, ιστ΄-ιη΄.
Διατηρούμε την αρίθμηση των υποκεφαλαίων και των υποσημειώσεων, για διευκόλυνση του αναγνώστη.
ιστ΄. Το επιχείρημα περί των σχισμάτων του οσίου Θεοδώρου
του Στουδίτου
Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης (από εδώ) |
Ένα από τα σοβαρότερα επιχειρήματα των Γ.Ο.Χ., διά των οποίων
προσπαθούν να δικαιολογήσουν την απόσχισί τους από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, είναι
οι προσωρινές αποσχίσεις του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου και των μαθητών του από
τους αγίους πατριάρχας Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιο και Νικηφόρο. Συγκεκριμένα οι
Γ.Ο.Χ. υποστηρίζουν: «Πώς είναι δυνατόν να οφείλεται υπακοή εις μίαν τοιαύτην εγκληματικήν
πράξιν (τήν αλλαγή του ημερολογίου), όταν ο Άγιος Θεόδωρος διέκοψε πάσαν εκκλησιαστικήν
κοινωνίαν μετά του επισκόπου του (πατρ. Νικηφόρου), όταν εκείνος συνοδικά το 809
αθώωσε τον ιερέα, που ευλόγησε τον παράνομον γάμον του αυτοκράτορος;»281 «Διότι εάν ο Όσιος για έναν
παράνομον γάμον και μάλιστα βασιλικόν, διέκοψε κοινωνίαν μετά του επισκόπου του...
πολλώ μάλλον εδικαιούντο να μιμηθούν τον όσιον οι ζηλωταί στήν περίπτωσιν της ημερολογιακής
καινοτομίας». «Όπως αντέδρασεν στόν αντικανονικόν γάμον ο Όσιος αντέδρασαν και οι
Παλ/ται στην ημερολογιακήν καινοτομίαν»282.
Το ανωτέρω ζηλωτικό επιχείρημα δεν είναι ορθό. Ο όσιος
Θεόδωρος διέκοψε πράγματι δύο φορές την κοινωνία με τους εκκλησιαστικώς προϊσταμένους
του, τους αγίους Ταράσιο και Νικηφόρο, εξ αιτίας του παρανόμου γάμου του αυτοκράτορος,
όμως η πράξις του αυτή κατακρίθηκε από τους αγίους Πατέρας. Οι δύο πατριάρχαι δεν
εκήρυξαν αιρετικές διδασκαλίες, ούτως ώστε να δικαιολογήται η διακοπή τής
εκκλησιαστικής κοινωνίας μαζί τους· απλά ανέχθηκαν κατ᾿ οικονομία
τον ιερέα Ιωσήφ, ο οποίος ετέλεσε τον βασιλικό γάμο, με σκοπό να προστατεύσουν
την Εκκλησία από το αυτοκρατορικό μένος και την εκδίκησι.
Συνεπώς η αλήθεια δεν είναι, όπως την παρουσιάζουν οι
Γ.Ο.Χ., αλλά ακριβώς το αντίθετο: Όπως η πράξις (διακοπή της κοινωνίας) του αγίου
Θεοδώρου έχει κατακριθή και δεν θεωρείται πρότυπο από τους αγίους Πατέρας, έτσι
και η διακοπή της κοινωνίας των Γ.Ο.Χ. με όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες για μη δογματικούς
λόγους είναι παράνομη και καταδικαστέα. Είναι λυπηρό που οι Γ.Ο.Χ. μιμούνται
τον επικατάρατο Χάμ, ο οποίος δεν «συνεκάλυψε την γύμνωσι του πατρός
του» (Γένεσις θ΄, 22 – 23) Νώε καί, αντί να αποκρύβουν τις διαμάχες των αγίων
Πατέρων, τις φανερώνουν και μάλιστα τις διαφημίζουν.
Φυσικά οι αγώνες του οσίου Θεοδώρου και των μαθητών του έναντι
της Εικονομαχίας και ιδίως η άρνησίς του να κοινωνήση με τους Εικονομάχους κατά
το δεύτερο στάδιο της επικρατήσεως της αιρέσεως (813-842) είναι υποδειγματικοί,
και για τον λόγο αυτό ο Άγιος έχει μείνει στην Ιστορία ως ένας από τους μεγαλυτέρους
Ομολογητάς. Μόνο οι δύο ανωτέρω προσωρινές αποσχίσεις του δεν έχουν επαινεθή από
τους αγίους Πατέρας. Άς δούμε όμως αναλυτικότερα το ανωτέρω ζήτημα.
281 Θεοδωρήτου ιερομονάχου, Όταν οι φύλακες προδίδουν, εν
Περιοδικώ Εκκλησιαστική Παράδοσις, φύλλο 117, σελ. 22-23.
282 Θεοδωρήτου ιερομονάχου, Περιοδικό Ο Αγιορείτης, φύλλο
34, σελ. 2, 4.
Κατά το έτος 795, όπως προαναφέραμε, ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος
απεδίωξε την νόμιμη σύζυγό του και νυμφεύθηκε την αυλική Θεοδότη283. Ο άγιος Ταράσιος
Κωνσταντινουπόλεως δεν συμφώνησε με τον γάμο αυτό, για να μη παροργίση όμως τον
βασιλέα, ο οποίος απειλούσε «την αίρεσιν (της Εικονομαχίας) ανανεώσασθαι, και
τας σεπτάς και αγίας εικόνας πάλιν καθαιρήσειν»284, ανέχθηκε την τέλεσί του από τον ηγούμενο Ιωσήφ.
Τότε ο θείος και γέροντας του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου,
όσιος «Πλάτων ο του σακκουδίωνος ηγούμενος απέστησεν της κοινωνίας Ταρασίου του
πατριάρχου»285 μη
ανεχόμενος την κατ᾿ οικονομία αυτή πράξι του. Το σχίσμα των οσίων Πλάτωνος και Θεοδώρου
και των μαθητών τους έληξε έπειτα από δύο έτη, όταν ο Κωνσταντίνος έχασε τον θρόνο
του και ο άγιος Ταράσιος βρήκε την ευκαιρία να καθαιρέση τον Ιωσήφ286.
Εικ. & βίος του εδώ |
Η έριδα αναζωπυρώθηκε το 806, όταν ο νέος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
άγιος Νικηφόρος κάτω από τις πιέσεις του νέου αυτοκράτορος Νικηφόρου αναγκάσθηκε
να αποκαταστήση με συνοδική απόφασι τον Ιωσήφ. Προφανώς και ο άγιος Νικηφόρος
φοβήθηκε, «μή τι άλλον χείρον νεωτερίση ο παραπλήξ και την Εκκλησίαν βλάψη μειζόνως»287.
Οι Στουδίται όμως αντέδρασαν και πάλι. Αρχικά θεώρησαν ότι
«ουκ ήν ασφαλές αποστήναι των παρανομούντων τελείως, ή το φεύγειν μόνον την προφανή
κοινωνίαν αυτών, οικονομία δε πρεπούση αναφέρειν έως καιρού»288. Οι Στουδίται δηλαδή
μνημόνευαν μεν τον άγιο Νικηφόρο, απέφευγαν όμως την εκκλησιαστική κοινωνία
μαζί του, έως ότου ο «μοιχοζεύκτης» Ιωσήφ «υποσταλή της ιερουργίας»289.
Έπειτα από τρία έτη (809) η έριδα έλαβε πολύ σοβαρότερες
διαστάσεις, καθώς «ο βασιλεύς (Νικηφόρος) αφορμής δραξάμενος επισκόπους πολλούς
και ηγουμένους αθροίσας σύνοδον κατ᾿ αυτών (τών Στουδιτών) κροτηθήναι εκέλευσεν,
δι᾿ ης εξεβλήθησαν της μονής και της πόλεως»290. Καθώς μάλιστα διηγείται ο όσιος Θεόδωρος, η Σύνοδος του αγίου
Νικηφόρου εξεφώνησε «το πονηρόν δόγμα (υπέρ της “μοιχοζευξίας”) και ανάθεμα»291 κατά των Στουδιτών, οι οποίοι
είχαν αποσχισθή «της αγίας Εκκλησίας»292.
Μετά την Σύνοδο αυτή οι Στουδίται διέκοψαν πλέον και την μνημόνευσι
του αγίου Νικηφόρου προτρέποντας μάλιστα και τους άλλους ηγουμένους «τού μη κοινωνείν
τοις κακοδόξοις, μηδέ αναφέρειν τινά τών εν τη μοιχοσυνόδω ευρεθέντων, ή ομοφρονούντων
αυτή»293. Οι Στουδίται
αρνήθηκαν να δεχθούν την αποκατάστασι του Ιωσήφ ως μία πράξι σύμφωνη με τις «οικονομίες
των αγίων»294
και κατηγορούσαν τους υπευθύνους ως «μοιχειανούς» και αιτίους ανατροπής του ευαγγελίου.
Η λήξις του νέου σχίσματος επιτεύχθηκε τελικά μετά την άνοδο
του Μιχαήλ Ραγκαβέ στον βασιλικό θρόνο (811), ο οποίος διέταξε την ανανέωσι της
καθαιρέσεως του Ιωσήφ και επανέφερε τους Στουδίτας από τους τόπους της εξορίας
τους. Ο άγιος Θεόδωρος και οι μαθηταί του συμφιλιώθηκαν με τον άγιο Νικηφόρο
και αγωνίσθηκαν μαζί εναντίον των Εικονομάχων κατά την δεύτερη περίοδο της επικρατήσεως
τής αιρέσεως, η οποία άρχισε έπειτα από δύο έτη.
283 Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τόμος ε΄, σελ. 361.
284 Περί Ταρασίου και Νικηφόρου των εν αγίοις πατριαρχών,
P.G.99,1852D.
285 Οσίου Θεοφάνους, Χρονογραφία, έτος 6288, P.G.108, 948A.
286 Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Επιστολή λ΄, βιβλίο α΄,
P.G.99, 1008A.
287 Μιχαήλ μοναχού, Βίος και πολιτεία του οσίου... Θεοδώρου
του των Στουδίου ηγουμένου, P.G.99,156D.
288 Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Επιστολή λθ΄, βιβλίο α΄,
P.G.99, 1048D-1049A.
289 Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Επιστολή κη΄, βιβλίο α΄,
P.G.99, 1001C.
290 Οσίου Θεοφάνους, ένθ᾿ ανωτ. έτος 6301, P.G.108, 973B.
291 Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Επιστολή λθ΄, βιβλίο α΄,
P.G.99, 1048D.
292 Οσίου Θεοφάνους, ένθ᾿ ανωτ. έτος 6304, P.G.108, 992B.
293 Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Επιστολή λθ΄, βιβλίο α΄,
P.G.99, 1049A.
294 Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Επιστολή λε΄, βιβλίο α΄,
P.G.99, 1029C.
ιη΄. Η καταδίκη των σχισμάτων του οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου
Τά δύο ανωτέρω άνευ λόγων πίστεως σχίσματα των Στουδιτών κατακρίθηκαν
απερίφραστα από τους αγίους Πατέρας: «το προσκρούσαι τοίς αοιδίμοις πατριάρχαις
τον μέγαν Θεόδωρον εκ Θεού κεκινημένοις, και μικρόν ενδούσι της ακριβείας, διά
το μη γενέσθαι μείζονα βλάβην, και εαυτόν αποσχίσαι της Εκκλησίας ου μικρόν πτώμα
τοις Πατράσιν έδοξε· αλλ᾿ όμως πάλιν διωρθώσατο... Ει γάρ τό προσκρούσαι και τώ
τυχόντι ιερεί, άνευ δηλαδή αιρέσεως, μέγαν έχει τον κίνδυνον,
πηλίκον ην τό πρός τοιούτους αρχιερείς τούτο γενέσθαι, και αρχιερέων αρχιερείς,
μάλλον δέ και αποστόλους αυτούς»295.
Κατά τον ιερό Ιωσήφ Βρυέννιο, οι όσιοι Θεόδωρος και Πλάτων
«καίτοι δίκαια και κανονικά λέγοντες, κατεκρίθησαν ως προπετείς τινες»296. Συγκεκριμένα οι αποσχίσεις
του οσίου Θεοδώρου καταδικάσθηκαν:
α΄. Από τον άγιο Νικηφόρο Κωνσταντινουπόλεως και την Σύνοδό
του, η οποία αναθεμάτισε τους Στουδίτας και τους ομόφρονάς τους297.
Πρέπει να τονισθή ότι εκείνη την εποχή η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως
εκοσμείτο από μεγάλους Πατέρας, οι οποίοι -παρά το ότι αγωνίσθηκαν υποδειγματικά
κατά των Εικονομάχων- εν τούτοις δεν συμμετείχαν στά σχίσματα του οσίου
Θεοδώρου, και επομένως βρίσκονταν στο πλευρό του αγίου Νικηφόρου. Αναφέρουμε ενδεικτικά
τους αγίους Μιχαήλ Συννάδων, Θεοφύλακτο Νικομηδείας, Ευθύμιο Σάρδεων, και τους ηγουμένους
αγίους Θεοφάνη της Σιγγριανής, Μακάριο της Πελεκητής, Νικηφόρο και Νικήτα του Μηδικίου,
Ιωάννη των Καθαρών, Ιλαρίωνα των Δαλμάτων.
Όλοι οι ανωτέρω άγιοι Πατέρες αποκαλούνται υβριστικά από τους
Γ.Ο.Χ. «αιρετικοί»298, «μοιχειανοί»299 και «μοιχοκυρωταί»300, ενώ στην πραγματικότητα ουδέποτε υπήρξαν αιρετικοί. Ο π.
Θεοδώρητος μάλιστα και οι Ενιστάμενοι, όταν αναφέρωνται στις ανωτέρω έριδες,
τον μέν άγιο Θεόδωρο αποκαλούν «άγιο», τους δε αγίους Ταράσιο και Νικηφόρο αποκαλούν
απλά «Νικηφόρο» ή «πατριάρχη Νικηφόρο»301. Αποφεύγουν δηλαδή επιμελώς να αποκαλέσουν “αγίους” τους αντιπάλους
του οσίου Θεοδώρου για να μη αντιληφθούν οι αναγνώσται των κειμένων τους, οι οποίοι
πιθανώς δεν γνωρίζουν την ιστορική αλήθεια, ότι οι αντίπαλοι του οσίου Θεοδώρου
δεν ήταν αιρετικοί, αλλά Άγιοι -καί μάλιστα μεγάλοι φωστήρες της Εκκλησίας- και
έτσι αποκαλυφθή ο μύθος περί τής ανύπαρκτης αιρέσεως του «Μοιχειανισμού» και καταρρεύσει
το επιχείρημα υπέρ της διακοπής της εκκλησιαστικής κοινωνίας.
β΄. Από τον άγιο Μεθόδιο Κωνσταντινουπόλεως και την Σύνοδό του
μετά την αναστήλωσι της Ορθοδοξίας (843). Ο Άγιος, όπως προαναφέραμε,
καταδίκασε τις νέες αποσχίσεις των Στουδιτών της εποχής του -οι οποίοι τον κατηγορούσαν
ότι δεχόταν τους επισκόπους, που είχαν χειροτονηθή από τους Εικονομάχους- και συγχρόνως
τις πράξεις και τα «συγγράμματα του Θεοδώρου Στουδίτου σχετικώς προς το θέμα
των Μοιχειανών»302. Ο Άγιος θεωρούσε ότι, τα όσα έπραξε και έγραψε ο όσιος Θεόδωρος, «ου
τοσούτον κατά των πατριαρχών (ήσαν), όσον κατά της Εκκλησίας, εκείνοι γάρ ήσαν η
Εκκλησία οι και ταύτην στηρίξαντες»303. «Όθεν ορθότατα ποιών Μεθόδιος συνοδικώς εξήνεγκεν ανάθεμα
κατά των του Στουδίου μοναχών των από της Εκκλησίας εαυτούς αποσχισάντων, διότι
αντείχοντο των κατά Ταρασίου και Νικηφόρου κληθέντων τε και γραφέντων υπό Θεοδώρου»304.
Ο άγιος Μεθόδιος έλεγε στούς Στουδίτας ότι, εφόσον δεν υπάρχουν
λόγοι πίστεως, «ουκ έξεστι (τοίς μοναχοίς) εξετάζειν τα των ιερών, αλλ᾿ υποτάσσεσθαι
χρή, και ουχ υποτάσσειν ουδέ εξετάζειν αυτούς (τους αρχιερείς)»305. Την απόλυτη συμφωνία
του με τις ανωτέρω απόψεις εκφράζει και ο ιερός Δοσίθεος Ιεροσολύμων306.
γ΄. Από τον άγιο Φώτιο Κωνσταντινουπόλεως και την ΑΒ΄
Σύνοδό του. Οι Πατέρες της Συνόδου χαρακτήρισαν τα στουδιτικά σχίσματα του η΄
και θ΄ αιώνος, που διαρκούσαν έως τις ημέρες τους, ως «επιβουλήν του παμπονήρου»
και απαγόρευσαν διά των κανόνων ιγ΄-ιε΄ την «πρό συνοδικής διαγνώσεως»307 διακοπή της εκκλησιαστικής
κοινωνίας των κληρικών με τους επισκόπους τους, εφόσον δεν υπάρχουν λόγοι πίστεως.
Αξίζει να σημειωθή, ότι οι Γ.Ο.Χ. προκειμένου να δικαιολογήσουν
την απόσχισί τους από τις Ορθόδοξες Εκκλησίες επικαλούνται τις πράξεις τόσο του
οσίου Θεοδώρου όσο και του αγίου Φωτίου, οι οποίες όμως είναι τελείως αντίθετες
μεταξύ τους. Συγκεκριμένα όταν ομιλούν γιά το σχίσμα του 1924 λόγω της αλλαγής
του ημερολογίου, η οποία προφανώς δεν αποτελεί αίρεσι, τότε επικαλούνται τα άνευ
δογματικών λόγων σχίσματα του οσίου Θεοδώρου λόγω του βασιλικού γάμου. Όταν όμως
καταφέρωνται κατά του πολύ μεταγενεστέρου Οικουμενισμού, τότε επικαλούνται τον ιε΄
κανόνα της Συνόδου του αγίου Φωτίου, ο οποίος επιτρέπει (κατ᾿ αυτούς επιβάλλει)
την απόσχισι από τους επισκόπους, εφόσον αυτοί κηρύσσουν κάποια αίρεσι.
Άγιος Φώτιος ο Μέγας (από εδώ) |
Επίσης, όταν οι Γ.Ο.Χ. δημιουργούν εσωτερικά σχίσματα άνευ σοβαρών
(δογματικών) λόγων, επιθυμούν δηλαδή να αποκηρύξουν την εκκλησιαστική
(ζηλωτική) τους αρχή και να δημιουργήσουν μία νέα Εκκλησία Γ.Ο.Χ., τότε επικαλούνται
και φέρνουν ως υπόδειγμα τα σχίσματα του οσίου Θεοδώρου. Αντιθέτως, όταν επιθυμούν
να αποτρέψουν κάποιο εσωτερικό τους σχίσμα, τότε επικαλούνται την Σύνοδο του αγίου
Φωτίου, η οποία απαγορεύει τις αποσχίσεις για μη δογματικούς λόγους.
Οι ανωτέρω αντιφάσεις, στις οποίες υποπίπτουν οι Γ.Ο.Χ., είναι
τεράστιες και φανερώνουν το τραγικό αδιέξοδο της ζηλωτικής εκκλησιολογίας. Η επίκλησις
από μέρους των Γ.Ο.Χ. τόσο του οσίου Θεοδώρου όσο και του αγίου Φωτίου είναι
παράλογη, καθώς ο τελευταίος καταδίκασε με την Σύνοδό του τις άνευ λόγων πίστεως
αποσχίσεις του πρώτου.
Οι Γ.Ο.Χ. θα πρέπει να επιλέξουν, ποιόν από τους δύο Αγίους
θα επικαλούνται ως υπόδειγμα. Φυσικά οποιαδήποτε και αν είναι η επιλογή τους, η
απόσχισίς τους από την Εκκλησία κατά το 1924 δεν είναι δυνατόν να διαφύγη την καταδίκη.
Εάν οι Γ.Ο.Χ. επιλέξουν να επικαλούνται τον όσιο Θεόδωρο και τα άνευ λόγων
πίστεως σχίσματά του, τότε το σχίσμα τους θα είναι καταδικαστέο, όπως ακριβώς και
τα στουδιτικά. Εάν πάλι επιλέξουν να επικαλούνται τον ιε΄ κανόνα του αγίου
Φωτίου, που επιτρέπει την απόσχισι μόνο σε περίπτωσι αιρέσεως, τότε θα είναι
και πάλι άξιοι καταδίκης, καθώς το 1924 δεν κηρύχθηκε καμμία απολύτως αίρεσι.
***
Κατακριτέα τέλος θα πρέπει να θεωρηθή και η διαστροφή της ιστορικής
αληθείας περί των σχισμάτων του οσίου Θεοδώρου, που επιχειρούν ορισμένοι
προκειμένου να αποδείξουν, ότι ο Όσιος δεν έχει καμμία σχέσι με τους σημερινούς
Γ.Ο.Χ.308. Συγκεκριμένα
οι απόψεις ότι ο όσιος Θεόδωρος δεν είχε διακόψει την εκκλησιαστική
(μυστηριακή) κοινωνία309 ή το μνημόσυνο310 του αγίου Νικηφόρου, ότι «δεν καταδικάσθηκε ως σχισματικός
από καμμία έγκυρη σύνοδο της εποχής του» και δεν υποκίνησε κανένα σε απόσχισι από
την εκκλησιαστική του αρχή311, είναι τελείως αναληθείς και στηλιτεύονται δίκαια από τους
Γ.Ο.Χ.
Απαράδεκτη επίσης είναι και η άποψις «ότι η εκκλησιαστική παράδοση
δε θα τιμούσε σχισματικό, επί τόσους αιώνες, ως άγιο της αδιαίρετης Εκκλησίας»312, καθώς είναι γνωστό ότι αρκετοί
Άγιοι συνέπραξαν για ορισμένο χρονικό διάστημα ακόμη και με αιρετικούς, και αργότερα
μετανόησαν.
295 Περί Ταρασίου και Νικηφόρου των εν αγίοις πατριαρχών,
P.G.99,1853CD.
296 Τά παραλειπόμενα, τόμος γ΄, σελ. 363.
297 Οσίου Θεοδώρου του Στουδίτου, Επιστολή λδ΄, βιβλίο α΄,
P.G.99, 1024BC.
298 Περιοδικό Ορθόδοξος Ένστασις και Μαρτυρία, τεύχος 1,
2000, σελ. 22.
299 Περιοδικό Ορθόδοξος Ενημέρωσις, φύλλο 34, σελ. 141.
300 Περιοδικό Ορθόδοξος Ενημέρωσις, φύλλο 30, σελ. 125.
301 Περιοδικό Ο Αγιορείτης, ένθ᾿ ανωτ. Περιοδικό Ορθόδοξος
Ενημέρωσις, ένθ᾿ ανωτ.
302 Π. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τόμος ε΄, σελ. 377.
303 Epistola contra
Studitas, P.G.100, 1294B.
304 Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, σελ. 185.
305 Περί Ταρασίου και Νικηφόρου των εν αγίοις πατριαρχών,
P.G.99,1853CD.
306 Δωδεκάβιβλος, βιβλίο ζ΄, κεφ. Δ΄, § ε΄, σελ. 78-79.
307 ΙΓ΄Κανών, P.G.137, 1061B-1064A.
308 Β. Τσίγγου, Εκκλησιολογικές θέσεις του αγίου Θεοδώρου
του Στουδίτου, σημείωσις 2, σελ. 127.
309 Ένθ᾿ ανωτ. σελ. 90.
310 Ένθ᾿ ανωτ. σελ. 193.
311 Ένθ᾿ ανωτ. σελ. 91.
312 Ένθ᾿ ανωτ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου