Ήρωας και Προδότης
«Λέω ότι ο
Ρότζερ Κέισμεντ
Έκανε ότι
έπρεπε να κάνει.
Στην αγχόνη
πέθανε, αυτό,
Είναι σ’όλους
μας πολύ γνωστό» W.B.Yeats
Το πρώτο
βιβλίο που έγραψε ο σπουδαίος Mario Vargas Llosa (Περού,1936), μετά την
(πολυαναμενόμενη) βράβευση του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (2010), είναι μια
μυθιστορηματική βιογραφία (ή ίσως πιο σωστά, ένα ιστορικό μυθιστόρημα), με
τίτλο, «ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΚΕΛΤΗ» («El sueno de Celta»), (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ.
Μ.Μπονάτσου, σελ.460), που βασίζεται στον «βίο και πολιτεία» μιας «larger than life» προσωπικότητας, αυτής του Ιρλανδού Roger Casement (1864-1916), «ήρωα» και «προδότη» της
Βρετανικής Αυτοκρατορίας, έναν αντιφατικό άνθρωπο που βίωσε την ύψιστη τιμή για
έναν βρετανό πολίτη, να αναγορευθεί «Ιππότης του Στέμματος», και τον μεγαλύτερο
εξευτελισμό, να απαγχονισθεί λίγα χρόνια αργότερα ως «Προδότης του Έθνους».
Ο Λιόσα έχει
γράψει μερικά από τα καλύτερα (και επιβλητικότερα) μυθιστορήματά του,
βασιζόμενος σε πρόσωπα της ιστορίας που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Από τον
Τρουχίγιο («Η γιορτή του Τράγου») και τον ψευδοπροφήτη Κονσελέϊρο («Ο πόλεμοςτης συντέλειας του κόσμου») έως τον Γκογκέν και την Φλόρα Τριστάν («Ο παράδεισοςστην άλλη γωνία»), έτσι λοιπόν και το πλέον πρόσφατό του έργο ακολουθεί την
ίδια πορεία, μιλώντας για μια αμφιλεγόμενη (θρυλική βεβαίως πλέον)
προσωπικότητα να αναλύσει μια ολόκληρη εποχή.
Το βιβλίο που
ξεκινάει με τον Κέισμεντ στην φυλακή του Πέτονβιλ καταδικασμένο στην θανατική
ποινή, να περιμένει την (ουσιαστικά μάταιη) εξέλιξη της αίτησης χάριτος που
είχε υποβάλλει ο δικηγόρος του, κάνοντας μια ανασκόπηση της ζωής του και των
γεγονότων που τον έφεραν σ’αυτή τη κατάσταση, χωρίζεται ουσιαστικά σε τρία
μέρη. Την εμπειρία της Αφρικής, το ταξίδι στην Λατινική Αμερική και την οδυνηρή
περιπέτεια της Ιρλανδικής εξέγερσης, της φυλάκισης του Κέισμεντ και τον
απαγχονισμό του.
Γεννημένος στην Ιρλανδία
και γρήγορα ορφανός από τον προτεστάντη πατέρα του (που είχε υπηρετήσει το
στέμμα σε διάφορες περιπτώσεις) και την καθολική μητέρα του, βρίσκεται να
παρατάει το σχολείο μικρός και να δουλεύει ως βοηθός λογιστή σε μια ναυτιλιακή
εταιρία στο Λίβερπουλ της Αγγλίας κοντά στους θείους του. Παρατάει τη δουλειά
του και στα 20 του χρόνια πηγαίνει να δουλέψει στο Κονγκό ως μέλος της
αποστολής του ήδη διάσημου εξερευνητή και πρωτοπόρου Χ.Μ.Στάνλεϋ νομίζοντας ότι
θα συμβάλλει στην «ανάπτυξη», την άνοδο του βιοτικού του επιπέδου και τον
(αγνό) εκπολιτισμό των ιθαγενών μέσω του εμπορίου.
Γρήγορα όμως προσγειώνεται
ανώμαλα στην πραγματικότητα και βλέπει το στυγνό και βίαιο πρόσωπο της
αποικιοκρατίας. Έργα καμωμένα με τις θυσίες των ντόπιων, δρόμοι και πόλεις
χτισμένες με αίμα και δάκρυα, ο νεαρός Κέισμεντ βλέπει το αληθινό πρόσωπο του
Στάνλεϋ και το δήθεν ανθρωπιστικό όραμα του Λεοπόλδου Β, βασιλιά του Βελγίου να
θρυμματίζονται μπροστά του. Κάπου εκεί γνωρίζει και συνδέεται φιλικά με τον
(μετέπειτα μεγάλο συγγραφέα) Τζ.Κόνραντ ο οποίος δούλευε ως Πολωνός ναυτικός
στην περιοχή. Ο Κέισμεντ του «ανοίγει τα μάτια» σε σημείο να του δηλώσει τότε ο
δεύτερος: «Εσείς, με ξεπαρθενέψατε, Κέισμεντ. Ως προς τον Λεοπόλδο Β, ως προς
το Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό. Ίσως και ως προς τη ζωή.» Δεκατρία χρόνια μετά
σε κάποια συνάντησή τους, ο Κόνραντ (διάσημος ήδη και ζώντας στην Αγγλία),
συζητούν για την «Καρδιά του Σκότους», που έχει συγκλονίσει τον Κέισμεντ επειδή
είναι η πιο ζωντανή αναπαράσταση της φρίκης που βίωσαν στο Κονγκό. Ο Κόνραντ
τότε του λέει: «Το όνομά σας θα έπρεπε να εμφανίζεται μαζί με το δικό μου στους
συγγραφείς του βιβλίου, Κέισμεντ…Δεν θα μπορούσα ποτέ να το γράψω χωρίς τη
βοήθειά σας.»
Το 1903, ο Κέισμεντ κλείνει
μια εικοσαετία στην Αφρικάνικη ήπειρο και είναι Πρόξενος της Μ.Βρετανίας στο
Κονγκό. Λίγο πριν φύγει για την πατρίδα του, εγκαταλείποντας τη θέση,
πραγματοποιεί ένα (από χρόνια προγραμματισμένο) μεγάλο ταξίδι που κρατάει 3
μήνες και κάτι στην ενδοχώρα και διαπιστώνει την ερήμωση της ηπαίθρου, την
εξαφάνιση ολόκληρων χωριών από τον θάνατο των κατοίκων τους από τα εγκλήματα
των μισθοφόρων που υπηρετούσαν τον Βέλγο βασιλιά, από τις αρρώστιες που
μάστιζαν τους ιθαγενείς που οι περισσότεροι ήταν ακρωτηριασμένοι από τις
τιμωρίες που τους είχαν επιβάλλει.
Η έκθεση που υποβάλλει προς
το Υπουργείο Εξωτερικών είναι συγκλονιστική και επηρεάζει την Βρετανική ηγεσία,
ενώ η δημοσίευσή της στον τύπο της εποχής κάνει τον Κέισμεντ ένα πρόσωπο
σεβαστό και αναγνωρίσιμο πλέον από όλους. Η κυβέρνηση αποφασίζει να τον κάνει
«Ιππότη» αλλά ο Κέισμεντ έχει ξαναβρεί μετά από ένα ταξίδι στην Ιρλανδία τις
ρίζες του, γοητεύεται από τους θρύλους, τα τραγούδια, την αρχαία γλώσσα και (εν
κρυπτώ) υποστηρίζει πλέον το Σιν Φέιν στον αγώνα του για την ανεξαρτησία της
χώρας απέναντι στα βρετανικά δεσμά.
Από το 1906 έως το 1910
βρίσκεται στην Βραζιλία ως Πρόξενος, θέση που δεν του αρέσει καθόλου αφού
βαριέται και μόνο η σκέψη της Ιρλανδίας είναι στο μυαλό του. Τον έχει καταλάβει
ένα επικολυρικό συναίσθημα που εκδηλώνεται μέσω κάποιων (μετριότατων) ποιημάτων
που γράφει, ανάμεσά τους, ένα που έχει ως τίτλο, «Το όνειρο του Κέλτη» και
διάφορα πολιτικά φυλλάδια με ψευδώνυμο. Τότε του αναθέτουν, να γίνει μέλος μιας
επιτροπής που θα εξετάσει τις συνθήκες διαβίωσης των ιθαγενών στο Πουτουμάγιο
του Περού, τόπο εξώρυξης καουτσούκ. Έχουν γίνει καταγγελίες για δολοφονίες και
βασανισμούς των ντόπιων εργατών από την εταιρεία που εκμεταλλεύεται το
καουτσούκ, την Εταιρεία Περουβιανού Αμαζονίου, η οποία είναι ουσιαστικά μια
αγγλική εταιρεία, με μεγαλομέτοχο έναν Περουβιανό, τον Χούλιο Αράνα αλλά με
βρετανικό διοικητικό συμβούλιο που απαρτίζεται από προσωπικότητες της αγγλικής
πολιτικής σκηνής.
Αυτό που αντικρύζει ο
Κέισμεντ στις φυτείες καουτσούκ που επισκέπτεται, είναι χειρότερο ακόμα και από
το Κονγκό, υπερβαίνοντας κάθε φαντασία σε ωμότητα και αγριάδα. Εν ψυχρώ
δολοφονίες, βασανισμοί και ακρωτηριασμοί που θυμίζουν μεσαίωνα, ενώ ολόκληρες
φυλές Ινδιάνων του Αμαζονίου εξολοθρεύονται και γίνονται θυσία στο κέρδος. Ο
Κέισμεντ βρίσκεται στα πρόθυρα της τρέλλας, ο ψυχισμός του έχει πάθει σοκ με
αυτά που βλέπει και αυτά που του καταγγέλονται. Τα πορίσματα της επιτροπής
είναι καταπέλτης και συντελούν στην κατάρρευση της εταιρείας και σε διώξεις
κατά των υπευθύνων.
Ο Κέισμεντ αποθεώνεται αλλά
δεν είναι πλέον ο ίδιος άνθρωπος. Η υγεία του έχει καταστραφεί από τους
συνεχείς πυρετούς της ελονοσίας, σωματικά δείχνει πολύ μεγαλύτερος, και ψυχικά
είναι διαλυμένος. Δεν μισεί πλέον τίποτα άλλο όσο την Βρετανική Αυτοκρατορία
που κάποτε λάτρευε και θέλει να αφιερώσει τη ζωή του στην Ιρλανδική ανεξαρτησία
με κάθε μέσο και κάθε σκοπό – εξάλλου μ’αυτά που είδε στο Πουτουμάγιο, ένα
πράγμα πιστεύει: «Οι Ιρλανδοί είναι οι Ινδιάνοι της Ευρώπης».
Ο Κέισμεντ με την επιστροφή
του στην Ευρώπη και αφού ξεμπλέκει για τα καλά με την υπηρεσία του παίρνοντας
σύνταξη λόγω της κατεστραμμένης υγείας του, ασχολείται πλέον μόνο με το
Ιρλανδικό ζήτημα. Προσεταιρίζεται την πιο ανατρεπτική πλευρά του Σιν Φέιν και
φροντίζει για την χρηματοδότηση του αγώνα πηγαίνοντας στις ΗΠΑ και αξιοποιώντας
την φήμη του. Τότε ξεσπάει ο Α Παγκόσμιος πόλεμος και ο Κέισμεντ παίρνει το
μεγάλο ρίσκο (και μια τραγική όπως αποδείχθηκε απόφαση), πείθοντας τους ηγέτες
του κινήματος, ότι πρέπει να ζητήσουν βοήθεια από τους Γερμανούς τασσόμενοι στο
πλευρό τους εναντίον των Βρετανών. Ο Κέισμεντ εγκαθίσταται στο Βερολίνο
προσπαθώντας να βρει όπλα να στείλει στο Δουβλίνο και να στρατολογήσει
εθελοντές.
Η Βρετανική αντικατασκοπεία
ήδη παρακολουθεί στενά τις κινήσεις του, ενώ ακόμα και οι σύντροφοί του είναι
διστακτικοί απέναντι σε κάποιον που λίγα χρόνια πριν υπηρετούσε με συνέπεια το
Στέμμα. Με τα πολλά, η Γερμανική κυβέρνηση του δίνει ένα πλοίο με χιλιάδες όπλα
το οποίο μαζί με τους εθελοντές θα φτάσει στις ακτές της Ιρλανδίας για να
βοηθήσει στην προγραμματισμένη εξέγερση του Απριλίου του 1916. Το υποβρύχιο που
συνοδεύει το φορτηγό τον αφήνει στις ακτές αλλά το πλοίο εντοπίζεται από τους
Βρετανούς και βυθίζει το φορτίο του. Ο Κέισμεντ συλλαμβάνεται από ένα απόσπασμα
καθώς κρύβεται σε ένα μισοερειπωμένο κάστρο.
Είναι πλέον ο πιο διάσημος
και «αξιόπτυστος» προδότης και καθώς η Ιρλανδική Εξέγερση έχει πνιγεί στο αίμα,
στη δίκη του η απόφαση κρίνεται από μια νομική λεπτομέρεια (η οποία έχει
αποτελέσει «νομικό ζήτημα» στα χρόνια που ακολούθησαν) και καταδικάζεται σε
θάνατο δι’απαγχονισμού. Πνευματικοί άνθρωποι της εποχής, ο Τζ.Μπέρναρντ Σω, ο
Γιέητς στέλνουν επιστολές συμπαράστασης αλλά κάποιοι από τους κολλητούς του
φίλους είναι απόντες δείχνοντας τον αποτροπιασμό τους για τις πράξεις του,
ανάμεσα τους και ο Κόνραντ. Η αίτηση χάριτος που υποβάλλεται θα είχε
πιθανότητες εάν οι Αγγλικές αρχές δεν έδιναν στη δημοσιότητα αποσπάσματα από το
ημερολόγιο του, τα αποκαλούμενα «Μαύρα Ημερολόγια» όπου περιγράφονται με κάθε
λεπτομέρεια οι σεξουαλικές του επαφές με νεαρούς μαύρους στην Αφρική και στην
Λατινική Αμερική. Η κοινή γνώμη πλέον είναι αηδιασμένη – τον θεωρούν εκτός από
«προδότη» και «σοδομιστή , παιδεραστή» - εκείνος αρνείται την αυθεντικότητα του
ημερολογίου. Θα οδηγηθεί στην αγχόνη με θάρρος και καρτερία, θα ταφεί σαν σκυλί
και μόλις το 1965 η κυβέρνηση του Ουίλσον θα επιτρέψει τον επαναπατρισμό των
λειψάνων του στην Ιρλανδία όπου η σορός του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα επί
τέσσερις ημέρες.
«Για άλλη μια φορά σκέφτηκε
ότι η ζωή του ήταν μια διαρκής αντίφαση, μια αλληλουχία συγχύσεων και βίαιων
περιπλοκών, όπου η αλήθεια σχετικά με τις προθέσεις και τη συμπεριφορά του
παρέμενε πάντα, από τύχη ή από δική τυ αδεξιότητα, κρυμμένη, παραμορφωμένη,
μεταμορφωμένη σε ψέμα.»
Το μυθιστόρημα του Λιόσα
είναι πολυεπίπεδο και συναρπαστικό που διαβάζεται μονορούφι, γι’αυτό δεν
υπάρχει αμφιβολία. Ο συγγραφέας «κεντάει» στα μέρη που αφορούν το Κονγκό και το
Πουτουμάγιο (κυρίως αυτό) αλλά κάπου μένει μετέωρος και ασαφής ως προς το
«Ιρλανδικό ζήτημα» και την μεταστροφή του Κέισμεντ, η οποία βεβαίως
παρουσιάζεται με ρομαντικό και λυρικό τρόπο, αλλά αφήνει πολλά σκοτεινά σημεία.
Η πορεία του προς τον θάνατο και οι ημέρες της φυλακής είναι εξαιρετικά
κομμάτια του βιβλίου, αλλά βρήκα θολές και «επίπεδες» (αν μπορώ να τις
χαρακτηρίσω έτσι) τις σελίδες που αναφέρονται στην προετοιμασία της εξέγερσης
και στο ρόλο που διαδραμάτισε ο μοιραίος ήρωας.
Ο Κέισμεντ που είχε όλα τις
προδιαγραφές να παραμείνει ένας θρύλος, ένα σύμβολο του αντιαποικιοκρατικού
αγώνα αφού (κατά τον Λιόσα): «Ηταν ο πρώτος που επιτέθηκε στα στερεότυπα των
αυτοκρατοριών του τέλους του 19ου αιώνα που διακήρρυταν ότι ο αποικισμός φέρνει
τα φώτα του πολιτισμού», μετατρέπεται σε «καταραμένο» και «αποσυνάγωγο της
κοινωνίας». Αυτή η αντίφαση, η ανθρώπινη και τόσο αντιηρωική, μας δίνει ένα
χαρακτήρα (που στην πραγματικότητα θα’θελε να ήταν ο Yeats αλλά κατέληξε να εκφωνεί πύρινους λόγους στα στρατόπεδα
Ιρλανδών αιχμαλώτων πολέμου στο Βερολίνο αποδοκιμαζόμενος και λοιδωρούμενος), ολοζώντανο
και πανανθρώπινο που μάχεται για τις οικουμενικές αξίες με αιτήματα που
παραμένουν στην επικαιρότητα μετά από τόσα χρόνια.
Ο Λιόσα στο πιο
αγγλοσαξωνικό από όλα τα βιβλία του, αμφισβητεί την αυθεντικότητα των
περιγραφών στα «Μαύρα Ημερολόγια» (αποσπάσματα των οποίων παραθέτει στο βιβλίο)
– θεωρεί ότι πολλά από τα γραφόμενα είναι αποκυήματα της φαντασίας, ενός
σεξουαλικού παραληρήματος, του Κέισμεντ που μέσα από τις σελίδες του μεγάλου συγγραφέα
παρουσιάζεται τόσο αφελής όσο και ικανότατος, τόσο ρομαντικός όσο και υλιστής,
που από ένα γύρισμα της τύχης, από μια λάθος ζαριά καταδικάστηκε και
διαπομπεύτηκε όσο κανένας άλλος στον καιρό του. Ίσως μόνο η λογοτεχνία μπορεί
(έστω και με ελλείψεις) να αποδώσει την μυθιστορηματική μορφή αυτού του
αμφιλεγόμενου και αινιγματικού ανθρώπου, ίσως του πιο «συμπαθούς» και
«ανθρώπινου» απ’όλους τους «προδότες» της παγκόσμιας ιστορίας.
«…’Ενας ήρωας και μάρτυρας
δεν είναι ούτε ένα αφηρημένο πρότυπο ούτε υπόδειγμα τελειότητας, αλλά ένα
ανθρώπινο ον, φτιαγμένο από αντιφάσεις και αντιθέσεις, αδυναμίες και μεγαλείο,
αφού ένας άνθρωπος, όπως έγραψε ο Χοσέ Ενρίκε Ροδό, «είναι πολλοί άνθρωποι»,
πράγμα που σημαίνει ότι άγγελοι και δαίμονες συνυφαίνονται αδιάρρηκτα στην
προσωπικότητά του.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου