Διάφοροι (επιμ. Τζόσουα Νέλμαν – Ρόζαλιντ Πόρτερ) – Αγάπης γράμματα
«Ο συντάκτης της ερωτικής επιστολής
δεν μπορεί να ανακαλέσει τίποτα. Οι λέξεις – σε αντίθεση με τα
πραγματικά συναισθήματα που υποδηλώνουν – δεν δανείζονται», γράφει
στην εισαγωγή η επιμελήτρια, τονίζοντας το οριστικό και αμετάκλητό μιας
γραπτής ερωτικής εξομολόγησης. Η αυθύπαρκτη οντότητά της ως έκφρασης
μιας συγκεκριμένης, ενίοτε οριακής, συναισθηματικής κατάστασης ενέπνευσε
την ιδέα μιας συλλογικής «αναβίωσης του υπό εξαφάνιση εθίμου». Η
επιλογή των συγγραφέων δεν ακολουθεί κάποιο συγκεκριμένο κριτήριο πέραν
της προσωπικής προτίμησης των επιμελητών και του χαρακτηρισμού τους ως
«κορυφαίων σήμερα» (συνεπώς προκαλεί απορία η συμμετοχή μιας συγγραφέως
που, σύμφωνα με το βιογραφικό της, είναι τεταρτοετής φοιτήτρια και δεν
έχει παρά δημοσιεύσεις σε περιοδικά).
Η
ερωτική εξομολόγηση του Νιλ Γκάιμαν εκπορεύεται από κάποιον που
«υποδύεται» το μεσαιωνικό άγαλμα σε πλατείες και φεστιβάλ. Έχει
ανταλλάξει βλέμματα με το αντικείμενο του πόθου του αλλά για εκείνη
παραμένει αόρατος και ασήμαντος. Ο μονόπλευρος έρωτας εκφράστηκε με
ανεπαίσθητες κινήσεις – τον μόνο προσφερόμενο τρόπο προσέλκυσης ενός
βλέμματος. Η σταδιακή αποκάλυψη της εισβολής του στα προσωπικά της
δεδομένα και τέλος στο δωμάτιό της κατά την ανάγνωση της επιστολής του
μετατρέπει το ρομάντζο σε εφιάλτη: είναι πλέον αδύνατο να τον
προσπεράσει. Η χαμηλότονη πλην βαθιά ερωτική ιστορία της Γερμανίδας
Γιούλι Τσε αποβαίνει ματαιωμένη, εφόσον δε άρχισε ποτέ· όσα γράφονται θα
συνέβαιναν μόνο «εάν» η γνωριμία είχε συντελεστεί.
Η απωλεσθείσα συντροφικότητα στην
περιπλάνηση μονοπωλεί τα γράμματα των Τζάνετ Γουίντερσον και Α.Λ.
Κένεντι. Ο χαρακτήρας της πρώτης σχολιάζει δεκαπέντε φωτογραφίες όπου οι
ποιητικές αποδόσεις του περίγυρου αναδεικνύουν τον ρόλο της πόλης ως
φόντου ενός έρωτα αλλά και την μεταφορά της σχέσης ως μιας εστίας εντός
της: «Τα δάχτυλά μας ενωμένα σχηματίζουν μια κινητή σιδερένια πύλη
που οδηγεί στο εσωτερικό ενός κάστρου, το φρούριο που μοιραζόμαστε
μερικές φορές, όταν ο κόσμος βρίσκεται απέξω. Για μας όμως είναι το
δεύτερο σπίτι μας». Οι εραστές της δεύτερης, ταξιδευτές με ιδιαίτερη έφεση στα δωμάτια των ξενοδοχείων («για να ξεφύγουμε από τη μοναξιά που μας κυνηγάει, ορμάμε να κρυφτούμε σε μιαν άλλη – η δική μας μέθοδος διαφυγής»),
τώρα συνεχίζουν να «διαφεύγουν» μόνοι αλλά τίποτα δεν είναι πια ίδιο: η
απώλεια των αποσκευών, άλλοτε ευχάριστη μεταξύ τους διήγηση του, τώρα
είναι αβάσταχτη.
Ο
Μισέλ Φέιμπερ εστιάζει στην διηπειρωτική σχέση ενός Αμερικανού και μιας
Ουκρανής που ετοιμάζεται να μετακομίσει στην χώρα του και η
συναισθηματική έκφραση της οποίας υπονομεύεται από το ισχυρότατο
ένστικτο αυτοσυντήρησης και την έντονη εξάρτηση από το αποδέκτη –
«σωτήρα» της. Το μοτίβο του διαπολιτισμικού έρωτα απασχολεί και τον Χάρι
Κούνζρο αλλά πόσο πειστική μπορεί να είναι μια δευτεροπρόσωπη γραφή
όπου αναφέρονται αναρίθμητα περιστατικά και λεπτομέρειες γνωστές σε
αμφότερα τα μέρη; Στην διαφορετικότητα αποδίδει την ερωτική της έλξη και
η Νιγηριανή Τζιμαμάντα Νγκόζι Αντίτσι: «Μου φαίνεται σημαντικό να
μη μοιάζουμε πολύ. Ήμουν ανέκαθεν δύσπιστη σε οτιδήποτε πλησίαζε πολύ
την τελειότητα. Πάντα ψάχνω να βρω ανωμαλίες σε λείες επιφάνειες…».
Ευνόητα
οι μορφολογικές και θεματικές επιλογές των συμμετεχόντων είναι
ποικίλες. Ο επιστολογράφος του Τζεφ Ντάιερ δεν εκπροσωπεί μόνο αρκετές
εκδοχές ενός εαυτού αλλά και απευθύνεται σε πολλές πιθανές παραλήπτριες.
Το δημόσιο γράμμα μιας καθηγήτριας του σχολικού μαθήματος «Αγωγή για
την Αγάπη» όπου διαλαλεί τα τεράστια αποθέματα αγάπης ενός μαθητή της
αποτελεί μια καλοπροαίρετη αλλά μάλλον εφιαλτική μετάλλαξη του είδους
(Κρις Μπάτσελντερ). Στις ημερολογιακές αναρτήσεις μιας ηλεκτρονικής
στήλης αγνοουμένων (του τυφώνα Κατρίνα) τα τυπικά στοιχεία της
αγνοούμενης εμπλουτίζονται σταδιακά από τρυφερές φράσεις του συζύγου
(Τζόζεφ Μπόιντεν) – ενδιαφέρουσα ιδέα αν και με περιορισμένες
δυνατότητες ανάπτυξης. Το κείμενο του Ντάγκλας Κόπλαντ, περισσότερο
αυτοαναφορικό δοκίμιο παρά επιστολή, αντικρούει την ιδέα του παράλληλου
κόσμου των ερωτευμένων υποστηρίζοντας πως το πραγματικό άλλο σύμπαν
είναι αυτό που απομένει όταν φύγει η αγάπη και μείνεις μετέωρος. Τις
υπόλοιπες 35 συμμετοχές συμπληρώνουν οι Μάργκαρετ Άτγουντ, Ένγκαρ Κέρετ,
Ούρσουλα Λε Γκεν, Λέοναρντ Κοέν κ.ά.
Τελικά γράφεται και διαβάζεται η αγάπη; Μια γνώμη δίνει η Τζάνετ Γουίντερσον: «Ερμηνεύω
τη σκηνή ανάλογα με το αν με αγαπάς ή όχι, σαν να ήταν η αγάπη
μετάφραση της ζωής. Πώς αλλιώς να τη διαβάσει κανείς; Πώς αλλιώς να τη
γράψει; Διαβάζουμε πάντα αυτό που βλέπουμε και μετά το ξαναγράφουμε·
ίσως είναι καλύτερα να αναγνωρίζουμε τις επινοήσεις μας παρά να
διαβάζουμε κάτι άλλο».
Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2010, μτφ.
Ελισάβετ Μαντζόγλου, Μάνια Μεζίτη, Νεφέλη Μωσαΐδη, Μαριέλλη Τούμπα,
Γεωργία Τσιρώνη, σελ. 332, με σύντομα βιογραφικά των συμμετεχόντων
(Joshua Knelman & Rosalind Porter – Four Letter Word, 2007)
Πρώτη δημοσίευση: Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, 31.7.2010 (και εδώ). Στις φωτογραφίες, οι “διακριθέντες” Neil Gaiman, A.L. Kennedy, Juli Zeh, Jeanette Winterson.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου