Η Θεολογία της Συνάφειας και ο ρόλος της Ορθοδοξίας
του Καθ.Πέτρου Β.Βασιλειάδη, για το Amen.gr
22 Δεκεμβρίου 2012, 16:31
1219 αναγνώσεις
ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑΣ
Αν η Ορθοδοξία θέλει να είναι συνεπής στην αποστολή της στον κόσμο, έναν κόσμο γεμάτο διαιρέσεις και σχίσματα, και αν διακηρύσσει ότι αποτελεί την αυθεντική παρακαταθήκη της αποστολικής παραδόσεως και τον φορέα, που δίνει τη μαρτυρία της πίστεως αυτής της παραδόσεως,[1]δεν μπορεί, παρά να είναι εξαιρετικά ευαίσθητη στο πρόβλημα της ορατής ενότητας της Εκκλησίας, και να συμβάλλει με κάθε μέσο στην υπόθεση της προώθησης της ενότητας, τόσο των πάσης φύσεως χριστιανών, όσο και του συνόλου της ανθρωπότητας, αλλά και όλης της κτιστής δημιουργίας.
Η συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως πλήρους μέλους στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών,[2] σε αντίθεση προς τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, που δε συμμετέχει παρά ως παρατηρητής, δεν αποτελεί ιστορική ή άλλης φύσεως αναγκαιότητα, αλλά συνέπεια της θεολογίας της, πιο συγκεκριμένα της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας της.[3] Ακόμη και όταν υποστηρίζεται από ορισμένους ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύει με πλήρη ταπεινοφροσύνη ότι αυτή είναι η ‘μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία’»,[4] όταν δηλαδή υποστηρίζεται ένα είδος, «αυτάρκειας καθολικότητας», στις επίσημες προς τα έξω διατυπώσεις της η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν διανοήθηκε να εγκαταλείψει τον οικουμενικό διάλογο, ούτε και σε ιδιαζούσης φύσεως ιστορικές συγκυρίες και καιρούς χαλεπούς, όπως οι σημερινοί, που δοκιμάζεται η αξιοπιστία και η συνέπεια των διαλεγομένων, τόσο σε ό,τι αφορά τους διμερείς, όσο και σε ό,τι αφορά τους πολυμερείς διάλογους. Στο Μήνυμα των προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών (του 1992) για μια ακόμη φορά επαναλαμβάνεται ότι: «Εκ πνεύματος καταλλαγής κινουμένη η Ορθόδοξος Εκκλησία, μετέχει ενεργώς από πολλών ήδη δεκαετιών εις την προσπάθειαν προς αποκατάστασιν της χριστιανικής ενότητος, ήτις και αποτελεί ρητήν και απαράβατον επιταγήν του Κυρίου (Ιω. 17,21). Η συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συνόλω αυτής εις το ΠΣΕ εις τούτο κυρίως και κατεξοχήν αποβλέπει».[5] Αμέσως όμως μετά τονίζεται: «διό και δεν εγκρίνει αύτη οιανδήποτε τυχόν τάσιν προς υποβάθμισιν του πρωταρχικού τούτου στόχου χάριν άλλων διαφερόντων και σκοπιμοτήτων. Διά τον λόγον αυτόν οι Ορθόδοξοι αποδοκιμάζουν εντόνως ωρισμένας προσφάτους εξελίξεις εις τα πλαίσια του οικουμενισμού»,[6] κάτι, που αποτελεί μόνιμο πλέον μοτίβο σε όλες τις μείζονος σημασίας συναντήσεις του ΠΣΕ με κίνδυνο να αναβιώσει η παλαιότερη τακτική των ξεχωριστών δηλώσεων των Ορθοδόξων.
Η Ζ' Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ στην Καμπέρρα (Φεβρουάριος 1991) έδειξε με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τα προβλήματα, που αντιμετωπίζει ο οικουμενικός διάλογος, ιδιαίτερα στα πλαίσια του ΠΣΕ.[7]Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι στην προηγούμενη Στ΄ Γ.Σ. του ΠΣΕ στο Vancouver(1983) υπήρξε έντονος προβληματισμός και ενδιαφέρον για την ανάπτυξη μιας «ζωτικής και συνεπούς θεολογίας» (vital, coherenttheology), ικανής να συγκεράσει δημιουργικά την κλασσική θεολογία με τη θεολογία της συνάφειας, τη θεωρητική με την πρακτική, τη συνέχεια (της παράδοσης) με τη σχετικότητα (των άμεσων προβλημάτων).
Στην Καμπέρρα ήρθαν αντιμέτωπες δυο διαφορετικές θεολογίες, δυο διαφορετικές προσεγγίσεις στο κύριο θέμα της Συνέλευσης (το Άγιο Πνεύμα[8]), όχι τόσο εξαιτίας των δυο κύριων εκ διαμέτρου αντίθετων εισηγήσεων του συνεδρίου – της «Ορθόδοξης», «κλασσικής», θεολογικής, «ακαδημαϊκής» θεώρησης του Πατριάρχη Αλεξανδρείας κ. Παρθενίου και της «οπτικοακουστικής», contextual», μη παραδοσιακής κλπ. παράστασης της Νοτιοκορεάτισσας Πρεσβυτεριανής καθηγήτριας κ. ChungHyunKyung – όσο κυρίως εξαιτίας των αντιδράσεων, που ακολούθησαν, κατά κύριο λόγο εκ μέρους των Ορθοδόξων.[9] Οι τελευταίες έδωσαν την εντύπωση, κάτι που βεβαίως δεν είναι ακριβές, ότι συγκρούστηκαν η Ορθόδοξη θεολογία με τη θεολογία της συνάφειας (contextualtheology). Στους γνωρίζοντες τα πράγματα η σύγκρουση αφορούσε τη μεθοδολογία, και από κακή συγκυρία και μόνο συνδέθηκε με την Ορθοδοξία.[10] Ακόμη και η κοινή δήλωση των Ορθοδόξων Καμπέρρας -Σαμπεζύ,[11] παρά τα θετικά αποτελέσματα, που είχε για τον επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων του ΠΣΕ, δεν έθιξε άμεσα το πρόβλημα της θεολογικής μεθοδολογίας.
Είναι βέβαια γνωστό στους οικουμενικούς κύκλους, ότι στο χώρο του πολυμερούς διαλόγου δεν μπόρεσε να επιτευχθεί, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες, η προώθηση μιας ενιαίας και κοινά αποδεκτής θεολογίας, μιας κοινής γλώσσας επικοινωνίας. Δεν υπάρχει – δεν μπορεί να συμβεί άλλωστε κάτι τέτοιο – μία και ενιαία «οικουμενική θεολογία», αφού η τελευταία δε σχετίζεται τόσο με το περιεχόμενο, όσο με τη μεθοδολογία.[12]Πολύ ορθά ο π. IonBriaυποστηρίζει, ότι σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη οικουμενική αντιπαράθεση διαδραματίζουν οι διαφορές στη θεολογική μεθοδολογία. Και προχωράει στην ειλικρινή διαπίστωση, πως «το βασικό πλαίσιο, στο οποίο πολλά οικουμενικά θέματα συζητούνται, δεν είναι οικείο στις Ανατολικές Εκκλησίες...Χρειαζόμαστε περισσότερη σαφήνεια για τον προσδιορισμό της έννοιας της παράδοσης, αφού πολλές πτυχές της Ορθόδοξης ρητορείας για την ενότητα της Εκκλησίας εύκολα μπορεί να παρανοηθούν».[13]
Η παρούσα μελέτη δε φιλοδοξεί να απαντήσει στο ερώτημα της σχέσης της Ορθόδοξης θεολογίας με τις θεολογίες της συνάφειας, ιδιαίτερα στα πλαίσια του οικουμενικού διαλόγου· απλώς θα επιχειρήσει να ανοίξει το θέμα, επειδή πιστεύουμε ότι πολλά θα εξαρτηθούν για την παραπέρα δημιουργική συμβολή και ουσιαστική συμμετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Ορθόδοξης θεολογίας στον οικουμενικό διάλογο (και ιδιαίτερα στα πλαίσια του ΠΣΕ) από τη γνώση, αποδοχή και δυναμική επίλυση του φλέγοντος αυτού μεθοδολογικού προβλήματος.[14]
Και η θεολογία της συνάφειας (contextualtheology) είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το πρόβλημα της θεολογικής μεθοδολογίας. Το «πώς ασκείται θεολογία», η διεργασία δηλαδή του «θεολογείν», ως εργαλείου για την αναζήτηση της ενότητας, απασχόλησε σοβαρά το ΠΣΕ και το διευρυμένο με την επίσημη συμμετοχή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας τμήμα του «Πίστη και Τάξη». Το Οικουμενικό Ινστιτούτο του Bosseyμάλιστα φιλοξένησε κατά την τριετία 1972-1974 σειρά τριών διασκέψεων με το γενικό θέμα «Δογματική θεολογία ή θεολογία της Συνάφειας» (DogmaticorContextualTheology).[15]
Για να κατανοήσουμε όμως την ουσία του προβλήματος, θα πρέπει να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία της θεολογικής μεθοδολογίας του οικουμενικού διαλόγου, να δούμε τις εναλλαγές, που έχουν επισυμβεί στο ΠΣΕ, και ιδιαίτερα στο τμήμα «Πίστη και Τάξη» (FaithandOrder), ως προς τις μεθόδους, που χρησιμοποιήθηκαν, και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται,[16] στην πορεία των Εκκλησιών προς αναζήτηση της ορατής ενότητας.
Οριακό σημείο για το θέμα που μας απασχολεί, και κυρίως σε ό,τι αφορά τη δημιουργική και εποικοδομητική επικοινωνία της Ορθόδοξης θεολογίας με τον μη Ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο του ΠΣΕ, αποτελεί η σύνοδος της Επιτροπής «Πίστη και Τάξη» στη Louvainτο 1971. Ήταν τότε, που για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε στα επίσημα κείμενα του οικουμενικού διαλόγου η σχετική με τη συνάφεια (context) ορολογία: intercontextualmethod, intercontextualapproach.[17] Ήταν το οριακό χρονικό σημείο, ύστερα από το οποίο η Ορθοδοξία κατά κανόνα κρατάει επιφυλακτική ή και επικριτική στάση στα διάφορα προγράμματα του ΠΣΕ, ενώ παρατηρείται σαφής πλέον στροφή του κορυφαίου αυτού οικουμενικού οργάνου προς τα ευρύτερα κοινωνικά και λοιπά προβλήματα της ανθρωπότητας.[18]
Η σχηματική αυτή διάκριση των δυο περιόδων της συμμετοχής του συνόλου πλέον της Ορθοδοξίας στην Οικουμενική Κίνηση, και ιδιαίτερα στο ΠΣΕ,[19] έχει επισημανθεί και από άλλους σημαίνοντες Ορθοδόξους θεολόγους στο χώρο της Οικουμενικής Κίνησης. Κατά τον π. IonBriaη πρώτη περίοδος, με χαρακτηριστική έκφραση την περίφημη Δήλωση του Τορόντο (TorontoStatement) με τίτλο: "The Church, the Churches, and the World Council of Churches",[20] ήταν περίοδος αλληλογνωριμίας και αλληλοκατανόησης. Η δεύτερη περίοδος αντίθετα ήταν η περίοδος, κατά την οποία το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από τη θεωρία στην πράξη, από τη θεολογία στην ανθρωπολογία, και η έμφαση δόθηκε αναμφισβήτητα στην κοινή χριστιανική μαρτυρία.[21] Η συναίσθηση της ευθύνης για τις ιστορικές διαιρέσεις, το σκάνδαλο του σχίσματος και τον κατακερματισμό του «ενός σώματος του Χριστού» παραχώρησε τη θέση της στο ενδιαφέρον και την αλληλεγγύη των λαών, που αγωνίζονται για δικαιοσύνη, ειρήνη και απελευθέρωση. Οι ανησυχίες των Ορθοδόξων, που δεν έλειπαν και κατά την πρώτη περίοδο, κατά την οποία ήταν εμφανής ο δυαλισμός (οριζόντια-κάθετη διάσταση σωτηρίας, ορατή-αόρατη Εκκλησία, θεσμός-χάρισμα κλπ.), μετατράπηκαν σε έντονη αντίδραση. Το 1973 μάλιστα έφτασε στα όρια ανοικτής ρήξης, όταν δυο αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες έθεσαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο το θέμα της γραμμής πλεύσης του ΠΣΕ με σημεία αιχμής και κύρια επιχειρήματα την αντιπαράθεση κάθετης-οριζόντιας διάστασης της σωτηρίας και τη σχέση δογματικής θεολογίας προς τη θεολογία της συνάφειας (contextualtheology).[22]
Θα πρέπει εδώ να υπενθυμίσουμε ότι στην κρίσιμη αυτή στιγμή, όπου διακυβεύονταν και αυτή ακόμη η παρουσία της Ορθοδοξίας στο ΠΣΕ και η συμμετοχή της στην οικουμενική κίνηση,[23] κρίθηκε αναγκαίο να συγκληθεί adhocορθόδοξη συνδιάσκεψη στο NewValamoτης Φινλανδίας (1977), που με την ιστορική θεολογική της τεκμηρίωση του οικουμενικού χαρακτήρα της Εκκλησίας σταθεροποίησε τον οικουμενικό προσανατολισμό της Ορθοδοξίας.[24]
Πώς όμως έφτασε το ΠΣΕ να υιοθετήσει την τελευταία εικοσαετία σχεδόν αποκλειστικά τη μέθοδο της θεολογίας της συνάφειας (contextualή intercontextualmethod) στις συζητήσεις, και κυρίως στη χάραξη της πολιτικής του; Εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως όλες οι προηγούμενες μέθοδοι, που χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλεία οικουμενικού διαλόγου στα πρώτα στάδια της οικουμενικής κίνησης, αποδείχτηκαν αδύναμες να συντηρήσουν την αρχική αισιοδοξία για υπέρβαση του σκανδάλου των διαιρέσεων στο χριστιανικό κόσμο. Τόσο η συγκριτική μέθοδος (comparativemethod), απαραίτητη και άκρως εποικοδομητική για τα αρχικά στάδια του διαλόγου,[25] όσο και η παραπέρα εξέλιξή της, η διαλεκτική μέθοδος (dialecticalmethod), που εγκαινιάστηκε στην Α' Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ (Amsterdam, 1948) ύστερα από πρόταση του γνωστού θεολόγου KarlBarth,[26]οδήγησαν τον οικουμενικό διάλογο σε αδιέξοδο, αφού οι διάφορες πλευρές έμεναν αμετακίνητες στις θέσεις τους, κάτι βέβαια απόλυτα φυσικό. Επιπλέον έγιναν αφορμή να εγκλωβιστεί ο διάλογος στη διαλεκτική αντίθεση «Καθολικών-Προτεσταντών», με αποτέλεσμα να χρειασθεί πολύς αγώνας από πλευράς Ορθοδόξων, προκειμένου να υπομιμνηστεί και υπογραμμιστεί η εξαιρετικής υφής ιδιαιτερότητα της αυθεντικής Ορθόδοξης πνευματικότητας και θεολογίας.[27]
Η επόμενη φάση στην οικουμενική μεθοδολογία, κάτι σαν αρχιμήδειο σημείο εκκίνησης, που έθεσε σε κίνηση πάλι τον οικουμενικό κόσμο, ήταν η χριστολογική μέθοδος, που έκανε την εμφάνισή της στο Γ' Παγκόσμιο Συνέδριο του τμήματος «Πίστη και Τάξη» στο Lund(1952).[28] Με σημείο εκκίνησης το γεγονός «Χριστός» οι Εκκλησίες, οι ουσιαστικοί δηλαδή εταίροι στο διάλογο, κλήθηκαν να εγκαταλείψουν τη συγκριτική και διαλεκτική προσέγγιση και τις δεδομένες διαφορές και «να προβάλουν τις συμφωνίες στη βάση της δωρεάς της (εν Χριστώ) ενότητας, και να τις προεκτείνουν σε όλο το φάσμα των διαφωνιών, μέχρις ότου εξαλειφθεί και ο τελευταίος θύλακας, που θα μπορούσε να εμποδίσει την ομολογιακή ενότητα».[29]
Και η μέθοδος όμως αυτή, παρά την ανεκτίμητη βοήθεια που πρόσφερε στην προσπέλαση θεμελιωδών θεμάτων, και κυρίως στη σύνταξη θεολογικών μελετών και διατύπωση εκκλησιολογικών θέσεων για την πορεία προς την ορατή ενότητα,[30] γρήγορα αποδείχθηκε ελλιπής.[31]Τα κύρια μειονεκτήματά της εντοπίστηκαν στον υπερβολικό τονισμό της χριστοκεντρικότητας, που θεολογικά υπέσκαπτε τα τριαδολογικά και πνευματολογικά θεμέλια της χριστιανικής πίστης,[32] και στην «υπερβολική δόση εσχατολογίας» (over-doseofeschatology), που αυτή συνεπάγετο. Εκτός από το ότι ελαχιστοποιούσε τις υπάρχουσες διαφορές, δεν έδινε και τη δέουσα προσοχή στους λεγόμενους εξω-θεολογικούς παράγοντες (κοινωνικούς, πολιτικούς, πολιτιστικούς, ψυχολογικούς κλπ.), που μερικές φορές αποδεικνύονταν αιτίες διαιρέσεως ουσιαστικότερες και από τους καθαυτό θεολογικούς. Από την άλλη μεριά το τριαδολογικό θεμέλιο και η μυστηριακή διάσταση της Εκκλησίας – στοιχεία τα οποία εισήλθαν σταδιακά στην οικουμενική προβληματική με κυρίαρχη την Ορθόδοξη συμβολή[33] – έκαναν όλο και περισσότερο αντιληπτή τη σχέση ανάμεσα στο Χριστό και την κτιστή δημιουργία, την Εκκλησία και τον κόσμο. «Η Εκκλησία (ή οι κατά τόπους υπαρκτές εκκλησιαστικές κοινότητες) είναι Εκκλησία, μόνον όταν συμμετέχει στο έργο του τριαδικού Θεού στην ιστορία. Ο εγκόσμιος ιστορικός χαρακτήρας της Εκκλησίας και παράλληλα ο εκκλησιαστικός χαρακτήρας του κόσμου (ο πνευματικός χαρακτήρας και η ιερότητα της κτίστεως, θα λέγαμε εμείς οι Ορθόδοξοι[34]) δε θα πρέπει να λησμονούνται».[35] Κατανοήθηκε, με άλλα λόγια, ότι είναι αδύνατο να κάνουμε λόγο για ενότητα της Εκκλησίας, και να αδιαφορούμε για την ενότητα της ανθρωπότητας.[36]
Γι’ αυτό και η 4η Γ.Σ. του ΠΣΕ στην Uppsalaτης Σουηδίας το 1968 – αφού έλαβε υπόψη τις εκτιμήσεις του συνεδρίου του τμήματος «Πίστη και Τάξη», που συνήλθε την προηγούμενη χρονιά στο Bristol, σύμφωνα με τις οποίες η παρούσα διάσταση μεταξύ των Εκκλησιών θα πρέπει σοβαρά να θεωρηθεί ως συνέπεια «διαφορετικών, πλην όμως θεμιτών ερμηνειών του ενός και του αυτού ευαγγελίου»[37] – αποφάσισε να προτείνει η «μελέτη της ενότητας της Εκκλησίας να γίνει μέσα στη συνάφεια (context) της ενότητας της ανθρωπότητας».[38]
Σ' αυτό ακριβώς το κρίσιμο και οριακό για τη συνέχιση του οικουμενικού διαλόγου σημείο πειραματικά χρησιμοποιείται και τελικά υιοθετείται η μέθοδος, που έγινε γνωστή ως contextualή intercontextualmethod, με τη θεολογία, που απορρέει από αυτή, να χαρακτηρίζεται ως contextualtheology, που εντελώς ενδεικτικά και μόνο ως τεχνικό όρο θα ονομάζουμε θεολογία της συνάφειας.[39] Κάθε παράδοση (κάθε θεολογική θέση, σε τελευταία ανάλυση κάθε κείμενο = text) είναι συνάρτηση μιας συγκεκριμένης συνάφειας (context). «Every "text" hasa "context"»[40] είναι το χαρακτηριστικό λογοπαίγνιο. Η συνάφεια όμως αυτή δε βρίσκεται έξω από την παράδοση (τη θεολογική θέση, το κείμενο), απλώς προσδιορίζοντάς την, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό της στοιχείο. Αν όμως όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε όλες οι παραδόσεις (ακόμη και οι πιο αυθεντικές, όπως η Ορθόδοξη) είναι αδιαχώριστα συνδεδεμένες με συγκεκριμένη ιστορική, κοινωνικο-πολιτιστική, πολιτική, ακόμη και οικονομική ή ψυχολογική κλπ. συνάφεια. Πράγμα, που σημαίνει ότι η θεολογία, η παράδοση κλπ. σχετικοποιείται, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει λόγος για αφηρημένη θεολογία παγκόσμιας και απόλυτης εγκυρότητας, αλλά για ποικιλία θεολογιών σύμφωνα με την πολλαπλότητα των διαφόρων ανθρώπινων contexts.
Οφείλουμε στο σημείο αυτό να παραδεχτούμε πως διάφοροι παράγοντες, όπως ο πλουραλισμός, οι σύγχρονες αντιλήψεις για τον άνθρωπο και τον κόσμο, η σημασία της ανθρώπινης εμπειρίας, και πάνω απ' όλα η θεολογική σημασία της κοινωνικής και πολιτιστικής συνάφειας, επέδρασαν δραστικά στην πιο πάνω κατανόηση της θεολογίας, του ρόλου της, καθώς και της μεθόδου, με την οποία αυτή επιτελείται. Κατά το W.A. Visser'tHooft[41]ο πλουραλισμός – ως οντολογικό δεδομένο της σύγχρονης γνωσιολογίας, καθώς και της παρούσας παγκόσμιας πολιτιστικής πραγματικότητας και κοσμοθεωρίας[42]– δεν ήταν αρνητικό φαινόμενο στην ιστορία της οικουμενικής κίνησης, αλλά μοναδική ευκαιρία για τη ρεαλιστική αντιμετώπιση του προβλήματος της αναζήτησης της ενότητας της Εκκλησίας εν μέσω της θεμιτής ποικιλομορφίας. Χωρίς να αποτελεί εργαλείο για τη σχετικοποίηση της αλήθειας, μπορεί να οδηγήσει σε μια αντίληψη, κατά την οποία η ενότητα της Εκκλησίας μπορεί να κατανοηθεί ως «συνοδική αδελφότητα» (conciliarfellowship) τοπικών Εκκλησιών, διαφορετικών εξ αιτίας της πολυμορφίας των τοπικών δεδομένων (contexts), των διαφόρων δηλαδή παραδόσεων, των γεωγραφικών, πολιτιστικών, χρονικών συνθηκών κλπ., ενωμένων όμως συνοδικά με την κοινή πίστη και ελπίδα στο Χριστό.[43]
Το σημείο, όμως, που κατέχει πρωταρχική θέση στη θεολογία της συνάφειας, είναι η σημασία, που αυτή δίνει στην ανθρώπινη εμπειρία. Αν η θεολογία, σημειώνει ο Κ. Pathil, είναι μια διανοητική θεώρηση πάνω στο υπερβατικό γεγονός της αποκαλύψεως και της πίστεως, είναι συγχρόνως και μια θεώρηση της ανθρώπινης εμπειρίας, μια θεώρηση δηλαδή του θεολογούντος υποκειμένου, αφού αποκάλυψη και πίστη γίνονται χειροπιαστές πραγματικότητες εδώ και τώρα μόνο στην ανθρώπινη εμπειρία και μέσω της ανθρώπινης εμπειρίας. Μ’ αυτόν όμως τον τρόπο ο άνθρωπος δεν είναι μόνο υποκείμενο, αλλά και αντικείμενο της θεολογικής διεργασίας· δεν είναι μόνο η συνάφεια (context), αλλά και το περιεχόμενο (content) της θεολογίας, δεν μπορεί μ’ άλλα λόγια καμιά θεολογία, ούτε της αποστολικής, ούτε της πατερικής, ούτε της μεταγενέστερης βυζαντινής κλπ., να αποτελέσει αυθεντικό δεδομένο αιώνιας αλήθειας, το οποίο να αποτελεί σημείο αναφοράς στην αναζήτηση της ενότητας της Εκκλησίας.[44] Γι’ αυτό και σε οικουμενικό επίπεδο την τελευταία αυτή περίοδο όλο και περισσότερο γίνεται λόγος για την θεολογία ως υπερβατική ανθρωπολογία·[45] όλο και περισσότερο υποστηρίζεται πως ο μόνος τρόπος προσέγγισης του θείου, και επομένως ασφαλιστική δικλίδα υγιούς θεολογίας, είναι η ανθρώπινη εμπειρία. Η δεδομένη και αδιαμφισβήτητη ποικιλία των ανθρώπινων εμπειριών, αποτέλεσμα των διαφορετικών κοινωνικών, πολιτιστικών, οικονομικών, πολιτικών, ψυχολογικών κλπ. παραγόντων (contexts), εκμηδενίζουν και τη δυνατότητα μιας «παγκόσμιας» θεολογίας. Η τελευταία μετατρέπεται σε «τοπική», «χρονική», και ανάλογα με τις συνθήκες σε κλασσική ή και ακαδημαϊκή θεολογία, σε θεολογία της πράξης και του αγώνα (της απελευθέρωσης, της ελπίδας κλπ.), σε θεολογία της άσκησης και της πνευματικότητας, σε «λειτουργική» θεολογία, με άλλα λόγια σε «θεολογία της συνάφειας» (contextualtheology).[46]
Το ερώτημα, με άλλα λόγια, που θέτει η θεολογία της συνάφειας σε αντίθεση με την κλασσική θεολογία, δεν είναι τόσο το εάν και κατά πόσο οι θεολογικές θέσεις είναι σύμφωνες με την παράδοση, αλλά αν οι θέσεις αυτές έχουν καμιά δυναμική αναφορά και σχέση με τη δεδομένη κατάσταση στον κόσμο του σήμερα. Να ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τη σφαίρα της χριστιανικής μαρτυρίας: Ενώ προηγουμένως εκδηλωνόταν από τις Εκκλησίες ενδιαφέρον φιλανθρωπικής φύσεως (charitablediakonia), με συγκεκριμένες εκδηλώσεις, που κατευθύνονταν προς τα αποτελέσματα της κοινωνικής ασθένειας και αδικίας, από κάποια στιγμή και μετά στο ΠΣΕ άρχισε να αναπτύσσεται κοινωνική διακονία (socialdiakonia), οι συγκεκριμένες εκδηλώσεις της οποίας κατευθύνονταν προς τα αίτια της κοινωνικής ασθένειας και αδικίας.[47]. Αλλά και σε καθαρά θεολογικό επίπεδο· δεν μπορεί τίποτε να αποτελεί για το διάλογο αυθεντική βάση, έστω και αν μαρτυρείται στην Αγία Γραφή ή την Παράδοση της Εκκλησίας, τη στιγμή, που η κάθε εμπειρία της Εκκλησίας είναι συνάρτηση της δεδομένης συνάφειας (context). Το «εκ της παραδόσεως» επομένως επιχείρημα για το πρόβλημα π.χ. της χειροτονίας των γυναικών, ακόμη και της περιεκτικής γλώσσας εν αναφορά προς τη θεότητα κλπ., ακόμη και η τριαδολογική βάση της χριστιανικής πίστης, δεν μπορούν να αποτελέσουν ακλόνητα και αναλλοίωτα στοιχεία στο σύγχρονο οικουμενικό διάλογο. Η θεολογία της συνάφειας, ξεκινώντας από τη βεβαιότητα ότι η Εκκλησία αποτελεί «σημείο» (sign) της Βασιλείας του Θεού και της- «δοσμένης» από τον τριαδικό Θεό ενότητας, αμφισβητεί δυναμικά κατεστημένους θεσμούς, βαδίζοντας προς ισότιμη κοινωνία ανδρός και γυναικός, τόσο μέσα στην Εκκλησία, όσο και στην ευρύτερη κοινωνία.[48] Κάτι παρόμοιο θα μπορούσε εισαγωγικά να λεχθεί και για τη σχέση του αιώνιου και απαράβατου «ευαγγελίου» με τον πεπερασμένο «πολιτισμό», ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το διάλογο του χριστιανισμού με τα άλλα ζωντανά θρησκεύματα.
Το ερώτημα αντίστροφα για την Ορθοδοξία είναι πώς μπορεί να κάνει αποδεκτή την κατά πάντα θεμιτή διαφορετική εμπειρία άλλων χριστιανικών παραδόσεων, χωρίς να θυσιάσει τη θεολογική της αντίληψη για καθολικότητα της εκκλησιαστικής της ταυτότητας· αλλά και κάτι παραπέρα: πώς μπορεί η ορθόδοξη θεολογική εκπαίδευση να παραμένει κριτικά συνδεδεμένη με την Ορθόδοξη παράδοση, την ανατολική δηλαδή (βυζαντινή, πολιτιστική, ιστορική κλπ.) συνάφεια (context), χωρίς να αποτελεί απλά και μόνο συμβατική έκφραση αυτής της συνάφειας· πώς δηλαδή θα αποκτήσει παγκοσμιότηταμε δεδομένη την παγκοσμιότητα του γεγονότος της σωτηρίας.
Πριν κλείσουμε τη σύντομη αυτή παρουσίαση της κυρίαρχης στον πολυμερή οικουμενικό διάλογο αυτής μεθοδολογίας,[49]και παραλείποντας τα επιτεύγματά της στο χώρο του οικουμενικού διαλόγου,[50] θα πρέπει να τονίσουμε πως η μέθοδος αυτή, παρά τα αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα, έχει και μειονεκτήματα, ενώ έχουν κατά καιρούς εκφραστεί και μερικές επιφυλάξεις, κυρίως για τους κινδύνους, που εμπερικλείει η χρήση της.[51]Θα υπενθυμίσω μόνο την εύστοχη παρατήρηση του αείμνηστου Νίκου Νησιώτη, πως δεν μπορεί να αποκλειστεί η δυνατότητα μιας παγκόσμιας και καθολικά έγκυρης θεολογίας, ακόμη και με βάση την υπερβατική ανθρωπολογία της θεολογίας της συνάφειας,[52] προτείνοντας έτσι διορθωτικές προσαρμογές και διεξόδους στις βασικές επισημάνσεις της μεθοδολογίας.
Ο οικουμενισμός αναμφισβήτητα διέρχεται μια σοβαρή και παρατεταμένη κρίση. Πολλοί κάνουν λόγο για «οικουμενικό χειμώνα».[53] Η παρουσία της Ορθοδοξίας στην ενεργό δράση του ΠΣΕ είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία. Και αυτή της την υποχρέωση η επίσημη Ορθοδοξία πρόσφατα την επαναβεβαίωσε με το Μήνυμα των Προκαθημένων της, παρά τις αντίξοες ιστορικές συγκυρίες. Η παρουσία όμως αυτή είναι εφικτή και αποτελεσματική μόνο στη βάση μιας κοινής ή τουλάχιστο κοινά αποδεκτής θεολογικής μεθοδολογίας. Αυτό ακριβώς συνέβη με τεράστια επιτυχία κατά την πρώτη φάση του οικουμενικού διαλόγου, όταν η Ορθόδοξη θεολογία με τον πλούτο της ανατολικής πατερικής κληρονομιάς συνέβαλε αποφασιστικά σε όλα τα μείζονος σημασίας θέματα. Αν όμως τότε η παρέμβαση της Ορθοδοξίας έγινε κατά κύριο λόγο στη διαλεκτική προβληματική Καθολικισμού- Προτεσταντισμού στο χώρο της μητροπολιτικής Δύσης, σήμερα οφείλει να γίνει με το ανερχόμενο και αναμφίβολα πιο ζωντανό τμήμα του χριστιανισμού, τις νέες Εκκλησίες και χριστιανικές ομάδες του τρίτου κόσμου, που κατά κανόνα χρησιμοποιούν ως εργαλείο τη θεολογία της συνάφειας. Μια σε βάθος ανάλυση και αντικειμενική θεώρηση της σχέσης της Ορθόδοξης θεολογίας με την (ή τις) contextualtheology(-ies) είναι χωρίς αμφιβολία χρήσιμη και αναγκαία. Ενδεικτική φαίνεται να είναι η ομολογία της RosmaryRiither, της πασίγνωστης Αμερικανίδας φεμινίστριας θεολόγου, ότι «η μελέτη της Ανατολικής Ορθοδοξίας με την καθολική της (wholistic) αντίληψη για τη φύση, τη χάρη, το ανθρώπινο πρόσωπο και τον κόσμο, ήταν αυτά, που παρέμειναν για πάντα σημαντικά σε όλες τις μετέπειτα αναλύσεις και δραστηριότητές της».[54] Αλλά και η άποψη του συναδέλφου κ. Ν. Ματσούκα σχετικά με το θόρυβο, που ξεσήκωσε η παρουσίαση της ChungHyunKyung, είναι για το θέμα μας άκρως διαφωτιστική. «Ίσως τόσο η Πρεσβυτεριανή θεολόγος, όσο και οι Ορθόδοξοι να έμπαιναν σ’ ένα γόνιμο διάλογο, αν ξαναέβλεπαν τη διδασκαλία των Ορθοδόξων Πατέρων περί των διαρκών θεοφανειών στην κτίση και στην ιστορία, όπου οι αγιοπνευματικές δυνάμεις ουσιώνουν, ζωοποιούν, λογοποιούν και θεώνουν όλα τα κτιστά πράγματα και όντα κατά την ερμηνεία της Ορθόδοξης θεολογίας, πάντοτε όμως κατά την ανάλογη δεκτικότητά τους: τα άψυχα ουσιώνονταν τα έμψυχα ουσιώνονται και ζωοποιούνται- τα λογικά και νοήμονα ουσιώνονται, ζωοποιούνται, λογοποιούνται και θεώνονται».[55]
Ορθόδοξη, λοιπόν, θεολογία και contextualtheology· ή είναι contextualη Ορθόδοξη θεολογία;[56] Ακόμη κι αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί από πολλούς πολύ προωθημένη σκέψη, αναμφίβολα ο ειλικρινής διάλογος της Ορθόδοξης θεολογίας με τις διάφορες σύγχρονες «θεολογίες», που χρησιμοποιούν τη συγκεκριμένη (contextual) μέθοδο, θα αποβεί επωφελής και για τα δύο μέρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου