Αλεξάνδρα Μπουφέα «Στερημένος σ’ έναν παράδεισο από λέξεις» (κριτική για τον Τάσο Λειβαδίτη)
Ο
Όμηρος επικαλείται τη συνδρομή των θεών και της Μούσας στους πρώτους
στίχους των επών ομολογώντας ταυτόχρονα και την αδυναμία του. Μια
αδυναμία που σχετίζεται όχι με την άγνοια των μύθων και τη διαπλοκή τους
αλλά τη συνείδηση των δυσκολιών μετουσίωσή τους σε λόγο. Οι μύθοι, όπως
και οι λέξεις αποτελούν αντικειμενικές υπάρξεις. Ο ποιητής αισθάνεται
δέος και αμηχανία στην εξεύρεση του τρόπου με τον οποίο αυτά θα
συνταιριαστούν αποτελεσματικότερα και θα εκφράσουν πληρέστερα το
ζητούμενο.
Κοινή η αγωνία όλων των δημιουργών για την επίτευξη της τέλειας έκφρασης. Πρωταρχικό μέλλημα, η πλέον πιστή απεικόνιση εκείνου που ο δημιουργός βλέπει με τα «πάvτ’ ανοιχτά πάvτ’ άγρυπνα μάτια της ψυχής του». Δυναστική τυραννία κάποτε η αναζήτηση της τέλειας λέξης, που απειλεί ακόμα και την υπόσταση του ποιητή. «Ποιητής από μια λέξη κρέμεται η ζωή του» γράφει Γ. Πατίλης.
Οι κατ’ εξοχήν λεξίθρησκοι ποιητές μας (Ελύτης, Καρούζος, Παπαδίτσας κ.ά) εντοπίζουν στην έκφραση ένα μεγάλο, ίσως το μεγαλύτερο, μέρος της ποιητικής ουσίας. Γι αυτούς πραγματικά μια λέξη αξίζει χίλιες εικόνες. Αλλά και σε όσους –όπως ο Λειβαδίτης– ο μύθος φαίνεται να συνιστά κύριο στοιχείο η λέξη δεν περιορίζεται στο ρόλο απλής δομικής μονάδας, είναι δραματικά υπεύθυνη για την ευρωστία και την πλέον επιτυχή απόδοση του μύθου. Έτσι σχεδόν στο σύνολο των ποιητών η αναζήτηση της λέξης περνά και ως ζήτημα ποιητικής.
Η σύγχρονη γλωσσολογία διαχωρίζει την αναφορική λειτουργία της γλώσσας που σχετίζεται με το λογικό από την ποιητική που αφορά τη συγκίνηση, το θυμοειδές. Σκοπός του Λειβαδίτη είναι να συγχωνεύσει τις δύο αυτές λειτουργίες ή να μπορέσει να επιτύχει τη διάχυση της μιας μέσα στην άλλη, Παράλληλα πασχίζει να συμφύρει μέσα στην ίδια λέξη τη δήλωση, την άμεση καθημερινή και πιο απλή σημασία της με την συνυποδήλωση, τις συνειρμικές σημασίες, που ποικίλλουν ανάλογα με τις εμπειρίες του αναγνώστη.
Έργο δύσκολο, ώστε ο ίδιος να μιλά για «την Οδύσσεια που ζει ο ποιητής γράφοvτας το πιο μικρό ποίημα» (Χειρ. 56). Η καθυπόταξη των εκφραστικών μέσων δεν’είναι εύκολη υπόθεση. Διαπιστώνει καθημερινά ότι η ποίηση είναι ένας άλλος τρόπος να πεθαίνει κανείς. (Γυφλ. 101) ή «ένας τρόπος για να, πεθαίνεις όλο και πιο δύσκολα κάθε μέρα» (Γελευτ. 24). Προϋποθέτει ατελείωτη προσπάθεια, καθημερινή συντριβή «θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου. Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ – αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα» (Χειρ. 14) ωστόσο το τίμημα τον αποζημιώνει «η ποίηση είναι ένα παιχνίδι που τα χάνεις όλα για να κερδίσεις ίσως ένα άπιαστο αστέρι» (Χειρ. 143) ή «είναι σα ν’ ανεβαίνεις μια φαvταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό» (Μικρ. Β. 14).
Η πάλη για τον ποιητή είναι διμέτωπη, αφ’ ενός με την έμπνευση (296) αφού ο ίδιος αποποιείται την ευκολογραφία (223) και αφ’ ετέρου με τη λέξη. Εξομολογείται «κινδύνεψα μπρος σε μια λέξη» (Ανακ. 40) υποφέρει, αγρυπνά όπως και όλοι οι ποιητές «κοιμούνται σαν τους κλέφτες με το αυτί τεντωμένο στην άγνωστη λέξη» (Γυφλ. 106) ερωτευμένος με τη γλώσσα νιώθει να σώζεται ή να χάνεται για μια λέξη «Ο ποιητής χάνεται για μια λέξη, οι εραστές για μιαν απάντηση» (Βιολ. 55) κάποτε απογοητευμένος «σκίζει τα χειρόγραφά του και φεύγει για τον Ωκεανό» (Εγχειρ. 28). Με αφετηρία κάποιες έμμεσες νύξεις του θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε τους λόγους της αγωνιώδους αυτής προσπάθειας.
— Στις καλύτερες των περιπτώσεων το ποίημα δεν είναι παρά αναιμική έκφραση της σύλληψης του ποιητή. Τα όρια του κόσμου του δεν είναι τα όρια της γλώσσας του, δεν μπορεί να είναι, αφού α κάθε ποιητής δεν είναι μόνο εκφραστής – φορέας μιας ιδιαίτερης κοσμοαντίληψης αλλά οραματιστής πολλών και πολλαπλών κόσμων ασύλληπτων όχι μόνο από τους πολλούς αλλά συχνά και από τον ίδιο. «Λυπηθείτε τους ποιητές που τους τρελαίνουν δύο δισεκατομμύρια εκδοχές για έναν μοναδικό κόσμο» (Βιολ. 27) γράφει ο Λειβαδίτης και διατυπώνει την ένστασή του «Κύριε αδίκησες τους ποιητές δίνοντάς τους μόνο έναν κόσμο» (χειρ. 13.). Ωστόσο η αισιοδοξία δεν τον εγκαταλείπει. «Κάποτε οι ποιητές το βάθος της αβύσσου θα μετρήσουν» (Χειρ. 58). Ανάλογα ο Βρεττάκος σημειώνει «Δε βρίσκω τις λέξεις γιατ’ είναι απ’ του κόσμου τον πλούτο πιο λίγες».
— Πέραν των ενδογενών δυσχερειών που συνεπάγεται η ιδιότυπη ψυχοσύνθεση του ποιητή προστίθενται και εκείνες που απορρέουν από αυτή ταύτη την ανεπάρκεια των λέξεων, που δεν μπορούν να σηκώσουν πλείονα σημασιολογικά φορτία. Αφθονούν, είναι ανήμπορες όμως να εκφράσουν την εσωτερική γλώσσα. Ο ποιητής ζει σε κατάσταση μόνιμης στέρησης. «Πεθαίνουμε στερημένοι σ’ έναν παράδεισο από λέξεις» (Μικρ. Β. 23) και συνειδητοποιεί την τραγικότητα του εγχειρήματός του αφού κρίνει τα υλικά του μηδαμινά έως ανύπαρκτα, ενώ η διάσταση ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο μεταστρέφεται σε χάσμα βαθύ, σε πλήρες κενό. «Κι έπρεπε εγώ απ’ αυτό το ποτέ και το τίποτα να φτιάξω μια ποίηση για πάντα» (Μικρ. Β.27).
— Για τον κάθε ποιητή είναι εξαιρετικά επώδυνο να αποκαθάρει Τις λέξεις που έχουν φθαρεί από την πολυχρησία. Να τις φορτίσει επαναπροσδίδοντάς τους την αρχική στιλπνότητα και παρθενικότητα «η σελήνη έγερνε πάνω στο λόφο αιμόφυρτη – σαν τον ποιητή πάνω σ’ αυτό το πεπαλαιωμένο αλφάβητο» (Ανακ. 15), χωρίς να θέτει υπό διαπραγμάτευση ούτε κατ’ ελάχιστο το φορτίο τους, αφού όπως δήλωνε σ’ ένα από τα πρώιμα ποιήματά του «Γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν» (161), θέση στην οποία έμεινε αμετακίνητος σημειώνοντας αργότερα «μίλησα πάντοτε με λόγια απλά για να επιδέχονται όλες τις ερμηνείες» (Μικρ. Β. 18),
Εξίσου επίμοχθο για τον ποιητή είναι να καινοτομήσει με υλικό τις περισσότερες φορές κοινόχρηστο και κοινότυπο, όταν δεν διακρίνεται μάλιστα για λογοπλαστικές τάσεις. «Η ποίηση είναι σαν ένα αίνιγμα από συνηθισμένα λόγια» (Ανακ. 24). Δύσκολη η επίλυση του αινίγματος, δυσκολότερη η αλχημιστική σύνθεσή του. Καιροφυλακτεί λοιπόν για τη μαγική λέξη που θα αγγίξει τις πιο λεπτές αισθήσεις «μέχρι που να μου ρίξετε μια καινούργια λέξη μόλις κομμένη από τους αμπελώνες της αυριανής μας τρυφερότητας» (359) . Οι λέξεις για τον ποιητή είναι ό,τι τα χέρια για τους άλλους, μ’ αυτές δουλεύει. Αισθάνεται όμως ότι ανήκουν στην κοινοκτημοσύνη όλων, ο ίδιος είναι ένα σκεύος εκλογής της έμπνευσης. «Χέρια μου δε σας είχα ποτέ δικά μου, όπως τα λόγια του ο ποιητής» (Ανακ. 131) γράφει, στίχοι που εν μέρει μπορούν να αντιπαρατεθούν με τους «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» του Σεφέρη ή «Αν σου μιλήσει μια λέξη μου σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι» του Πατρίκιου. Υπεύθυνος λοιπόν να μιλήσει εξ ονόματος πολλών και συγχρόνως αδυνατώντας να εξουσιάσει τη λέξη ο Λειβαδίτης αναζητά το θαύμα, αφού μόνο μ’ ένα θαύμα μπορούν οι λέξεις να γίνουν πουλιά «Ποιητές ύποπτοι θαυματοποιοί που πυροβολούν τις λέξεις και γίνονται πουλιά» (Βιολ. 100) .
— Πέρα από τα ρητά, τον ποιητή καταδιώκουν τα άρρητα, όσα επικαλύπτονται, ναυαγούν και δεν έρχονται ποτέ στην επιφάνεια μένοντας στο υποσυνείδητο ως ασαφής, άδηλος, αδιαμόρφωτος λόγος. «Κάποτε Θα μας πνίξουν τόσα ανείπωτα λόγια» (χειρ. 53). Όμως κι αυτά βρίσκουν το φυσικό χώρο αναπνοής τους «Ανάμεσα στις λέξεις ενός στίχου κλαίει σιωπηλά το ανείπωτο» (Π.β.λ. Μ. Αναγνωστάκη «Θε μου, πόσος λυρισμός μέσα στ’ ανέκφραστο»). Δεν αρνείται πάντως ως ανομολόγητο σκοπό της ποίησης και αυτόν αφού «Κι η ποίηση είναι η λέξη που αποσιωπήθηκε για να μας οδηγεί σε ουράνιες παρανοήσεις» (Χειρ. 42).
Η σχέση του Λειβαδίτη με την ποίηση είναι βαθιά υπαρξιακή και οντολογική. Αποτελεί την ίδια την πεμπτουσία της υπόστασή του. Συνακόλουθα η κατάκτηση της λέξης είναι ένα ασίγαστο πάθος στο οποίο παραδίδεται με αφοσίωση. Ένα πάθος που αυτοειρωνευόμενος έρχεται να αποδώσει στα έργα του διαβόλου με τον οποίο –ένας βαθιά θρησκευόμενος όπως αυτός– πρέπει να παλέψει σώμα με σώμα για να αποσπάσει το επτασφράγιστο μυστικού αφού «όταν ο Θεός μοίρασε τον κόσμο τα παιδιά πήρανε τις γωνιές των δρόμων κι ο διάβολος τις πιο ωραίες λέξεις (Βιολ. 13). Ενώ άλλοτε οργισμένος θα γράψει «κάποτε θα καταστρέψω όλ’ αυτά τα χειρόγραφα που άφησε πάνω στο τραπέζι μου ο διάβολος και τα οικειοποιήθηκα» (Βιολ. 59). Στα «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου» τη συλλογή που μας κληροδότησε μετά το θάνατό του ο ποιητής πρόταξε την εκ βαθέων τελευταία του εξομολόγηση:
Δεν φοβάμαι παρά μόνο το Θεό – εκτόςκι αν τον υπηρετώ. Και την Ποίησηακόμα κι όταν την υπηρετώ
Μετριοφροσύνη, συναίσθηση του ανέφικτου, αναπότρεπτη πραγματικότητα, υπερβολή; Αυτό είναι το απόσταγμα της ποιητικής του διαδρομής. Το ποίημα ακόμα και το πιο ολοκληρωμένο δεν είναι παρά ένα ατελές προϊόν της ποιητικής σύλληψης. Ο ποιητής δικαιούται να φοβάται, να μην ικανοποιείται ποτέ από το αποτέλεσμα, να αισθάνεται ανασφαλής. Βέβαιος ότι «τα πιο ωραία ποιήματα δεν Θα γραφτούν ποτέ» (Βιολ. 47).
Εμείς όμως ξέρουμε πως αυτό δεν αληθεύει. Ο Λειβαδίτης, ταμένος της ποίησης, μας χάρισε μερικές από τις ωραιότερες σελίδες της και την ίδια του την ψυχή. Τώρα τις νύχτες μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Οι μεγάλες φτερούγες του θα χωράνε σίγουρα μέσα στο δίκαιο ύπνο του.
Κοινή η αγωνία όλων των δημιουργών για την επίτευξη της τέλειας έκφρασης. Πρωταρχικό μέλλημα, η πλέον πιστή απεικόνιση εκείνου που ο δημιουργός βλέπει με τα «πάvτ’ ανοιχτά πάvτ’ άγρυπνα μάτια της ψυχής του». Δυναστική τυραννία κάποτε η αναζήτηση της τέλειας λέξης, που απειλεί ακόμα και την υπόσταση του ποιητή. «Ποιητής από μια λέξη κρέμεται η ζωή του» γράφει Γ. Πατίλης.
Οι κατ’ εξοχήν λεξίθρησκοι ποιητές μας (Ελύτης, Καρούζος, Παπαδίτσας κ.ά) εντοπίζουν στην έκφραση ένα μεγάλο, ίσως το μεγαλύτερο, μέρος της ποιητικής ουσίας. Γι αυτούς πραγματικά μια λέξη αξίζει χίλιες εικόνες. Αλλά και σε όσους –όπως ο Λειβαδίτης– ο μύθος φαίνεται να συνιστά κύριο στοιχείο η λέξη δεν περιορίζεται στο ρόλο απλής δομικής μονάδας, είναι δραματικά υπεύθυνη για την ευρωστία και την πλέον επιτυχή απόδοση του μύθου. Έτσι σχεδόν στο σύνολο των ποιητών η αναζήτηση της λέξης περνά και ως ζήτημα ποιητικής.
Η σύγχρονη γλωσσολογία διαχωρίζει την αναφορική λειτουργία της γλώσσας που σχετίζεται με το λογικό από την ποιητική που αφορά τη συγκίνηση, το θυμοειδές. Σκοπός του Λειβαδίτη είναι να συγχωνεύσει τις δύο αυτές λειτουργίες ή να μπορέσει να επιτύχει τη διάχυση της μιας μέσα στην άλλη, Παράλληλα πασχίζει να συμφύρει μέσα στην ίδια λέξη τη δήλωση, την άμεση καθημερινή και πιο απλή σημασία της με την συνυποδήλωση, τις συνειρμικές σημασίες, που ποικίλλουν ανάλογα με τις εμπειρίες του αναγνώστη.
Έργο δύσκολο, ώστε ο ίδιος να μιλά για «την Οδύσσεια που ζει ο ποιητής γράφοvτας το πιο μικρό ποίημα» (Χειρ. 56). Η καθυπόταξη των εκφραστικών μέσων δεν’είναι εύκολη υπόθεση. Διαπιστώνει καθημερινά ότι η ποίηση είναι ένας άλλος τρόπος να πεθαίνει κανείς. (Γυφλ. 101) ή «ένας τρόπος για να, πεθαίνεις όλο και πιο δύσκολα κάθε μέρα» (Γελευτ. 24). Προϋποθέτει ατελείωτη προσπάθεια, καθημερινή συντριβή «θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου. Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ – αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα» (Χειρ. 14) ωστόσο το τίμημα τον αποζημιώνει «η ποίηση είναι ένα παιχνίδι που τα χάνεις όλα για να κερδίσεις ίσως ένα άπιαστο αστέρι» (Χειρ. 143) ή «είναι σα ν’ ανεβαίνεις μια φαvταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό» (Μικρ. Β. 14).
Η πάλη για τον ποιητή είναι διμέτωπη, αφ’ ενός με την έμπνευση (296) αφού ο ίδιος αποποιείται την ευκολογραφία (223) και αφ’ ετέρου με τη λέξη. Εξομολογείται «κινδύνεψα μπρος σε μια λέξη» (Ανακ. 40) υποφέρει, αγρυπνά όπως και όλοι οι ποιητές «κοιμούνται σαν τους κλέφτες με το αυτί τεντωμένο στην άγνωστη λέξη» (Γυφλ. 106) ερωτευμένος με τη γλώσσα νιώθει να σώζεται ή να χάνεται για μια λέξη «Ο ποιητής χάνεται για μια λέξη, οι εραστές για μιαν απάντηση» (Βιολ. 55) κάποτε απογοητευμένος «σκίζει τα χειρόγραφά του και φεύγει για τον Ωκεανό» (Εγχειρ. 28). Με αφετηρία κάποιες έμμεσες νύξεις του θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε τους λόγους της αγωνιώδους αυτής προσπάθειας.
— Στις καλύτερες των περιπτώσεων το ποίημα δεν είναι παρά αναιμική έκφραση της σύλληψης του ποιητή. Τα όρια του κόσμου του δεν είναι τα όρια της γλώσσας του, δεν μπορεί να είναι, αφού α κάθε ποιητής δεν είναι μόνο εκφραστής – φορέας μιας ιδιαίτερης κοσμοαντίληψης αλλά οραματιστής πολλών και πολλαπλών κόσμων ασύλληπτων όχι μόνο από τους πολλούς αλλά συχνά και από τον ίδιο. «Λυπηθείτε τους ποιητές που τους τρελαίνουν δύο δισεκατομμύρια εκδοχές για έναν μοναδικό κόσμο» (Βιολ. 27) γράφει ο Λειβαδίτης και διατυπώνει την ένστασή του «Κύριε αδίκησες τους ποιητές δίνοντάς τους μόνο έναν κόσμο» (χειρ. 13.). Ωστόσο η αισιοδοξία δεν τον εγκαταλείπει. «Κάποτε οι ποιητές το βάθος της αβύσσου θα μετρήσουν» (Χειρ. 58). Ανάλογα ο Βρεττάκος σημειώνει «Δε βρίσκω τις λέξεις γιατ’ είναι απ’ του κόσμου τον πλούτο πιο λίγες».
— Πέραν των ενδογενών δυσχερειών που συνεπάγεται η ιδιότυπη ψυχοσύνθεση του ποιητή προστίθενται και εκείνες που απορρέουν από αυτή ταύτη την ανεπάρκεια των λέξεων, που δεν μπορούν να σηκώσουν πλείονα σημασιολογικά φορτία. Αφθονούν, είναι ανήμπορες όμως να εκφράσουν την εσωτερική γλώσσα. Ο ποιητής ζει σε κατάσταση μόνιμης στέρησης. «Πεθαίνουμε στερημένοι σ’ έναν παράδεισο από λέξεις» (Μικρ. Β. 23) και συνειδητοποιεί την τραγικότητα του εγχειρήματός του αφού κρίνει τα υλικά του μηδαμινά έως ανύπαρκτα, ενώ η διάσταση ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο μεταστρέφεται σε χάσμα βαθύ, σε πλήρες κενό. «Κι έπρεπε εγώ απ’ αυτό το ποτέ και το τίποτα να φτιάξω μια ποίηση για πάντα» (Μικρ. Β.27).
— Για τον κάθε ποιητή είναι εξαιρετικά επώδυνο να αποκαθάρει Τις λέξεις που έχουν φθαρεί από την πολυχρησία. Να τις φορτίσει επαναπροσδίδοντάς τους την αρχική στιλπνότητα και παρθενικότητα «η σελήνη έγερνε πάνω στο λόφο αιμόφυρτη – σαν τον ποιητή πάνω σ’ αυτό το πεπαλαιωμένο αλφάβητο» (Ανακ. 15), χωρίς να θέτει υπό διαπραγμάτευση ούτε κατ’ ελάχιστο το φορτίο τους, αφού όπως δήλωνε σ’ ένα από τα πρώιμα ποιήματά του «Γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν» (161), θέση στην οποία έμεινε αμετακίνητος σημειώνοντας αργότερα «μίλησα πάντοτε με λόγια απλά για να επιδέχονται όλες τις ερμηνείες» (Μικρ. Β. 18),
Εξίσου επίμοχθο για τον ποιητή είναι να καινοτομήσει με υλικό τις περισσότερες φορές κοινόχρηστο και κοινότυπο, όταν δεν διακρίνεται μάλιστα για λογοπλαστικές τάσεις. «Η ποίηση είναι σαν ένα αίνιγμα από συνηθισμένα λόγια» (Ανακ. 24). Δύσκολη η επίλυση του αινίγματος, δυσκολότερη η αλχημιστική σύνθεσή του. Καιροφυλακτεί λοιπόν για τη μαγική λέξη που θα αγγίξει τις πιο λεπτές αισθήσεις «μέχρι που να μου ρίξετε μια καινούργια λέξη μόλις κομμένη από τους αμπελώνες της αυριανής μας τρυφερότητας» (359) . Οι λέξεις για τον ποιητή είναι ό,τι τα χέρια για τους άλλους, μ’ αυτές δουλεύει. Αισθάνεται όμως ότι ανήκουν στην κοινοκτημοσύνη όλων, ο ίδιος είναι ένα σκεύος εκλογής της έμπνευσης. «Χέρια μου δε σας είχα ποτέ δικά μου, όπως τα λόγια του ο ποιητής» (Ανακ. 131) γράφει, στίχοι που εν μέρει μπορούν να αντιπαρατεθούν με τους «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» του Σεφέρη ή «Αν σου μιλήσει μια λέξη μου σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι» του Πατρίκιου. Υπεύθυνος λοιπόν να μιλήσει εξ ονόματος πολλών και συγχρόνως αδυνατώντας να εξουσιάσει τη λέξη ο Λειβαδίτης αναζητά το θαύμα, αφού μόνο μ’ ένα θαύμα μπορούν οι λέξεις να γίνουν πουλιά «Ποιητές ύποπτοι θαυματοποιοί που πυροβολούν τις λέξεις και γίνονται πουλιά» (Βιολ. 100) .
— Πέρα από τα ρητά, τον ποιητή καταδιώκουν τα άρρητα, όσα επικαλύπτονται, ναυαγούν και δεν έρχονται ποτέ στην επιφάνεια μένοντας στο υποσυνείδητο ως ασαφής, άδηλος, αδιαμόρφωτος λόγος. «Κάποτε Θα μας πνίξουν τόσα ανείπωτα λόγια» (χειρ. 53). Όμως κι αυτά βρίσκουν το φυσικό χώρο αναπνοής τους «Ανάμεσα στις λέξεις ενός στίχου κλαίει σιωπηλά το ανείπωτο» (Π.β.λ. Μ. Αναγνωστάκη «Θε μου, πόσος λυρισμός μέσα στ’ ανέκφραστο»). Δεν αρνείται πάντως ως ανομολόγητο σκοπό της ποίησης και αυτόν αφού «Κι η ποίηση είναι η λέξη που αποσιωπήθηκε για να μας οδηγεί σε ουράνιες παρανοήσεις» (Χειρ. 42).
Η σχέση του Λειβαδίτη με την ποίηση είναι βαθιά υπαρξιακή και οντολογική. Αποτελεί την ίδια την πεμπτουσία της υπόστασή του. Συνακόλουθα η κατάκτηση της λέξης είναι ένα ασίγαστο πάθος στο οποίο παραδίδεται με αφοσίωση. Ένα πάθος που αυτοειρωνευόμενος έρχεται να αποδώσει στα έργα του διαβόλου με τον οποίο –ένας βαθιά θρησκευόμενος όπως αυτός– πρέπει να παλέψει σώμα με σώμα για να αποσπάσει το επτασφράγιστο μυστικού αφού «όταν ο Θεός μοίρασε τον κόσμο τα παιδιά πήρανε τις γωνιές των δρόμων κι ο διάβολος τις πιο ωραίες λέξεις (Βιολ. 13). Ενώ άλλοτε οργισμένος θα γράψει «κάποτε θα καταστρέψω όλ’ αυτά τα χειρόγραφα που άφησε πάνω στο τραπέζι μου ο διάβολος και τα οικειοποιήθηκα» (Βιολ. 59). Στα «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου» τη συλλογή που μας κληροδότησε μετά το θάνατό του ο ποιητής πρόταξε την εκ βαθέων τελευταία του εξομολόγηση:
Δεν φοβάμαι παρά μόνο το Θεό – εκτόςκι αν τον υπηρετώ. Και την Ποίησηακόμα κι όταν την υπηρετώ
Μετριοφροσύνη, συναίσθηση του ανέφικτου, αναπότρεπτη πραγματικότητα, υπερβολή; Αυτό είναι το απόσταγμα της ποιητικής του διαδρομής. Το ποίημα ακόμα και το πιο ολοκληρωμένο δεν είναι παρά ένα ατελές προϊόν της ποιητικής σύλληψης. Ο ποιητής δικαιούται να φοβάται, να μην ικανοποιείται ποτέ από το αποτέλεσμα, να αισθάνεται ανασφαλής. Βέβαιος ότι «τα πιο ωραία ποιήματα δεν Θα γραφτούν ποτέ» (Βιολ. 47).
Εμείς όμως ξέρουμε πως αυτό δεν αληθεύει. Ο Λειβαδίτης, ταμένος της ποίησης, μας χάρισε μερικές από τις ωραιότερες σελίδες της και την ίδια του την ψυχή. Τώρα τις νύχτες μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Οι μεγάλες φτερούγες του θα χωράνε σίγουρα μέσα στο δίκαιο ύπνο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου