ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΡΜΕΝΙΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ; ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ Μ. ΦΩΤΙΟΥ
Πρόλογος
Οἱ Ἀρμένιοι εἶναι ἕνας εὐγενὴς καὶ ἡρωικὸς λαὸς ποὺ κατέβαλαν μεγάλο τίμημα ἀγώνων καὶ θυσίας γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὸ δικαίωμα τῆς ἱστορικῆς τους ὑπάρξεως. Ἀπὸ τῆς πλευρᾶς αὐτῆς οἱ Ἕλληνες τοὺς ἀντιμετωπίζουμε μὲ πολλὴ συμπάθεια, γιατὶ νοιώθουμε ὅτι εἴμαστε ὁμοιοπαθεῖς, ὅτι ἱστορικὰ καὶ ὡς πρὸς ἄλλα στοιχεῖα καὶ πλευρὲς τῆς ζωῆς συγγενεύουμε, πολὺ περισσότερο μάλιστα ἀφοῦ καὶ αὐτοὶ εἶναι Χριστιανοί.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία ἄλλη σημαντικὴ πλευρὰ τοῦ ζητήματος ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐκκλησιαστική τους ταυτότητα, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία κατὰ παράδοση θεωροῦμε τοὺς Ἀρμενίους ὡς αἱρετικοὺς Μονοφυσῖτες. Αὐτὸ στὶς ἡμέρες μας, ὅπου ὅλα σχετικοποιοῦνται καὶ ἀμβλύνονται, καὶ ἡ παράδοση δὲν παίζει ἀποφαστιστικὸ ρόλο, τείνει νὰ σκεπασθεῖ, νὰ ξεχασθεῖ καὶ νὰ ἀλλοιωθεῖ μὲ ἄλλη θεώρηση, ἡ ὁποία στὰ πλαίσια τοῦ χριστιανικοῦ Οἱκουμενισμοῦ μειώνει τὶς διαφορές μέχρις ἐξαφανίσεως καὶ μεγαλοποιεῖ τὶς ὁμοιότητες μέχρι γιγαντισμοῦ. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴ θεώρηση οἱ Ἀρμένιοι εἶναι κατὰ πάντα Ὀρθόδοξοι, ὅπως καὶ ἐμεῖς, καὶ οἱ διαφορὲς ποὺ μᾶς χωρίζουν εἶναι ἀσήμαντες καὶ έπουσιώδεις. Αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ βασικὴ κατευθυντήρια γραμμὴ τοῦ διεξαγομένου Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, στοὺς ὁποίους ἀνήκουν οἱ Ἀρμένιοι.
Εἶναι ὅμως Ὀρθόδοξοι οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι; Ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα αὐτὸ προσπαθήσαμε νὰ δώσουμε σὲ μελέτημά μας ποὺ ἤδη κυκλοφορεῖ σ' αὐτὴν ἐδῶ τὴ σειρὰ "Καιρὸς" τῶν μικρῶν τευχιδίων μὲ θέμα : «Ἡ "Ὀρθοδοξία" τῶν Ἀντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτῶν».
Στὸ παρὸν τευχίδιο ἀσχολούμαστε εἰδικῶς μὲ τὸ ἂν οἱ Ἀρμένιοι εἶναι Ὀρθόδοξοι μὲ βάση τὴ διδασκαλία τοῦ Μ. Φωτίου. Πρόκειται γιὰ εἰσήγηση ποὺ ἀνακοινώθηκε τὸν Νοέμβριο τοῦ 1994 στὸ καθιερωμένο ἐτήσιο Θεολογικὸ συνέδριο ποὺ ὀργανώνει ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, τὸ ὁποῖο τὸ ἔτος αὐτὸ εἶχε ὡς γενικὸ θέμα τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Μ. Φωτίου. Ὁ τίτλος τῆς εἰσηγήσεως στὸ συνέδριο ἦταν: «Ὁ Μ. Φώτιος καὶ ἡ ἕνωση τῶν Ἀρμενίων μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία».
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
1. Ἵδρυση καὶ ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀρμενίας
Οἱ Ἀρμένιοι, κατὰ τὴν παράδοσή τους, δέχθηκαν τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους Θαδδαῖο ἢ Λεβαῖο καὶ Βαρθολομαῖο, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται ἱδρυταὶ τῆς Ἀρμενικῆς Ἐκκλησίας. Φαίνεται πράγματι ἱστορικῶς ἀληθὲς ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς διεδόθη στὴν Ἀρμενία κατὰ τοὺς ἀποστολικοὺς ἤδη χρόνους, χωρὶς νὰ διακοπεῖ στὴ συνέχεια ἡ παρουσία του ἐκεῖ, μολονότι ἡ διάδοσή του περιορίσθηκε σὲ μικρὸ ἀριθμὸ κοινοτήτων, χωρὶς ἐμφανὴ καὶ γνωστὴ ἱστορικὰ ἐκκλησιαστικὴ ὀργάνωση.
Ἡ περιορισμένη αὐτὴ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν Ἀρμενία κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες δικαιολογεῖ τὴν δράση κατὰ τὸν 3ο αἰώνα τοῦ μεγάλου ἁγίου τῶν Ἀρμενίων, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, ὁ ὁποῖος ἐργάσθηκε δραστήρια γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν κατοίκων καὶ τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ βοήθεια Ἑλλήνων κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν συνόδευσαν, μετὰ τὴν χειροτονία του σὲ ἐπίσκοπο ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας Λεόντιο, τὸ ἔτος 302. Στὴν Καισαρεία εἶχε καταφύγει ὁ Γρηγόριος νωρίτερα, ὅπου ἔλαβε ἑλληνικὴ μόρφωση καὶ ἔγινε Χριστιανός, διασωθεὶς μόνον αὐτὸς ἐκ τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας του ἀπὸ τὴ σφαγὴ τῶν Περσῶν, οἱ ὁποῖοι κατέλαβαν τὴν Ἀρμενία κατὰ τὸ πρῶτο μισὸ τοῦ τρίτου αἰῶνος καὶ ἐπέβαλαν διὰ τῆς βίας τὸν Παρσισμό. Τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο στὴν Ἀρμενία, ὅπου ἐπέστρεψε, ἄρχισε ὁ Γρηγόριος τὸ 261 μ.Χ., εἶχε δὲ τόση ἐπιτυχία ὥστε ἐκέρδισε στὴν χριστιανικὴ πίστη τὸν ἡγεμόνα τῆς Ἀρμενίας Τιριδάτη Γ', ὁ ὁποῖος κατέστησε τὸ 301 τὸν Χριστιανισμὸ ἐπίσημη θρησκεία τῆς Ἀρμενίας. Ἔγινε ἔτσι ἡ Ἀρμενία τὸ πρῶτο χριστιανικὸ κράτος, καὶ πῆρε σ' αὐτὸ τὰ πρωτεῖα ἀπὸ τὴν μεγάλη ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, ἡ ὁποία σὲ λίγα χρόνια κατὰ θεία ἀσφαλῶς ρύθμιση καὶ παρακίνηση τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου θὰ ἀναγνωρίσει τὸν διωκόμενο προηγουμένως Χριστιανισμὸ ὡς ἐπίσημη θρησκεία καὶ θὰ γίνει τὸ πρῶτο καὶ μοναδικὸ στὴν παγκόσμια ἱστορία οἰκουμενικὸ χριστιανικὸ κράτος.
Ὁ Γρηγόριος ἔγινε πάντως ὁ "Φωτιστὴς" τῶν Ἀρμενίων, ὅπως ἔμεινε γνωστὸς στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ στὴν ἱστορικὴ μνήμη, συνδέσας τὴν Ἀρμενικὴ Ἐκκλησία μέσω τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐπὶ μακρὸν ἐξηρτᾶτο, μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολικἠ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀπέκτησε κατὰ τὰ μέσα τοῦ 4ου αἰῶνος τὸ ἐκκλησιαστικὸ της Κέντρο, τὴν Κωνσταντινούπολη, τὸν εὐκλεὴ τῆς ὁποίας θρόνο ἐκόσμησε καὶ ὑπερέκλεισε ὁ Μέγας ἐν σοφοῖς καὶ θεολόγοις καὶ πατριάρχαις Φώτιος, τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ ὁποίου προσπαθοῦμε νὰ φωτίσουμε κατὰ τὸ παρὸν λαμπρὸ ὄντως συνέδριο. Ἡ ἐντύπωση ἀπὸ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Φωτιστοῦ στὴν Ἀρμενία ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε ἔκαμε τὸν Μ. Ἀθανάσιο νὰ γράψει περὶ τὸ 318 ὅτι φαίνεται ὁ θρίαμβος τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὸ ὅτι ὑπέταξε τοὺς λαοὺς τῶν ἀπρόσιτων χωρῶν, ὅπως τῆς Ἀρμενίας1.
Μέχρι τῆς Δ' ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451), οἱ Ἀρμένιοι εἶναι μέλη τῆς Μίας, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Συμμετέχουν μὲ ἐκπροσώπους των στὶς τρεῖς πρῶτες οἰκουμενικὲς συνόδους, ποὺ ἐξακολουθοῦν μέχρι σήμερα νὰ τὶς ἀναγνωρίζουν ὡς οἰκουμενικές, καὶ ἀναπτύσσουν τὴν λατρεία, τὴν θεολογία, τὸν Μοναχισμό, τὴν διοίκηση κατὰ ἑνιαῖο πρὸς τὶς ἄλλες ἐκκλησίες τρόπο. Μετὰ τὴν ἐκ νέου ὑποταγὴ τῆς χώρας τους στοὺς Πέρσες τὸ 428 καὶ τὴν μετατροπή της σὲ περσικὴ ἐπαρχία ὁ μεγάλος πατριάρχης τους Σαχάκ (Ισαάκ) ὁ Μέγας (378-439) ἐνισχύει τὶς ἐσωτερικὲς ἀντιδράσεις στὴν ξενικὴ κατοχή, τονώνοντας μὲ ἐκκλησιαστικὲς μεταρρυθμίσεις τὴν αὐτοσυνειδησία τῶν Ἀρμενίων, ἰδιαίτερα μάλιστα μὲ τὴν ὑποστήριξη τοῦ Μεσρὼπ Μασδὸτζ στὸ νὰ δημιουργήσει τὸ ἀρμενικὸ ἀλφάβητο ἀπὸ 36 γράμματα καὶ νὰ θέσει ἔτσι τὶς βάσεις γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς Ἀρμενικῆς Φιλολογίας. Ὁ Μεσρώπ, ὁ δημιουργὸς τῆς ἐθνικῆς γλώσσης τῶν Ἀρμενίων στὴν ὁποία μετέφρασε τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς Πατέρες, μὲ βάση ἑλληνικὰ καὶ συριακὰ πρωτότυπα, ἔγινε στὴ συνέχεια καθολικὸς (πατριάρχης) τῶν Ἀρμενίων καὶ πέθανε τὸ 440, ἕνδεκα μόνον χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν Δ' ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ χωριστικὸ ὁρόσημο στὶς σχέσεις τῶν Ἀρμενίων μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
2. Ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία
Ἀπασχολημένοι οἱ Ἀρμένιοι σὲ πολεμικὲς συγκρούσεις ἐναντίον τῶν Περσῶν ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου δὲν ἔλαβαν μέρος στὶς θεολογικές διεργασίες ἐπὶ τοῦ χριστολογικοῦ ζητήματος οὔτε εἶχαν οἱ ἴδιοι ἄμεση γνώση τῶν θεολογικῶν τάσεων καὶ προβληματισμῶν ποὺ ὁδήγησαν τὴν Σύνοδο νὰ καταδικάσει τὸν Μονοφυσιτισμὸ τοῦ Εὐτυχοῦς καὶ νὰ ἐπαναλάβει τὴν καταδίκη τοῦ Νεστορίου.
Διεμόρφωσαν τὴν γνώμη, παρασυρθέντες ἀπὸ Σύρους Μονοφυσῖτες ἐπισκόπους, ὅτι ἡ Δ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μὲ τὴν καταδίκη τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ ὀλίσθησε στὸν χωριστικὸ δυοφυσιτισμὸ τοῦ Νεστορίου, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν ἀντίποδα τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ἐνῶ καὶ ἀπὸ τὸν ὅρο ἀκόμη τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου προκύπτει ὅτι αὐτὴ ἐβάδισε τὴν μέση καὶ βασιλικὴ ὁδό, ἀνάμεσα στὴν διαιρετικὴ Χριστολογία τοῦ Νεστορίου καὶ τὴν συγχυτικὴ τοῦ Εὐτυχοῦς, κατοχυρώσασα τὴν ὀρθόδοξη ἑνωτικὴ Χριστολογία της ἐν τῷ ἑνὶ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν δύο αὐτοῦ φύσεων ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως. Ἀπομονώνουν καὶ παρερμηνεύουν τὴν γνωστὴ φράση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας «μία φύσις τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη» καὶ πιστεύουν ὅτι ἡ σύνοδος ἐγκατέλειψε τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου καὶ παρασυρθείσα ἀπὸ τὴν νεστοριανίζουσα διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Λέοντος, πάπα Ρώμης, ἀκύρωσε τὴν Γ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ἐπανέφερε τὸν Νεστοριανισμό, τὸν ὁποῖο σημειωτέον καταδικάζει ἡ Σύνοδος μαζὶ μὲ τὸν Εὐτυχιανισμό.
Εἶναι πάντως γεγονὸς ὅτι ὁ Μονοφυσιτισμὸς καὶ ἡ ἀπόρριψη τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπεκράτηοαν στὴν Ἀρμενία, ἀφοῦ κατοχυρώθηκαν καὶ μὲ ἀποφάσεις συνόδων Ἀρμενίων ἐπισκόπων εἰς Βαγκαρσαπὰτ τὸ 491 καὶ εἰς Δοβὲν τὸ 527 (ἢ τὸ 535 κατ' ἄλλους), μολονότι ὑπῆρξαν μεταξῦ τῶν Ἀρμενίων καὶ ὑπέρμαχοι τῆς συνόδου τῆς Χαλκηδόνος, ὅπως ὁ Καθολικὸς Ἰωάννης ὁ Mandakuni (478-490) καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸν ἄλλοι Καθολικοί, οἱ ὁποῖοι, σὲ ἐπανειλημμένες ἑνωτικὲς ἀπόπειρες ποὺ ἔγιναν μέχρι τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀναγνωρίσαν τὴν Δ' Οἰκουμενικὴ σύνοδο καὶ ἀπεκήρυξαν τὸν Μονοφυσιτισμό. Οἱ ἑνωτικὲς αὐτὲς προσπάθειες, μολονότι δὲν ὁδήγησαν τελικῶς στὴν ἕνωση τῶν Ἀρμενίων συνολικὰ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, συνετέλεσαν πάντως στὸ νὰ ἐνταχθοῦν καὶ νὰ παραμείνουν ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας σημαντικὸς ἀριθμὸς Ἀρμενίων. Στὶς ὀρθόδοξες π.χ. μονὲς τῆς Παλαιστίνης ἀπὸ τὸν 6ο αἰώνα, ἐγκαταβιοῦν πολλοὶ Ἀρμένιοι. ὁ μοναχὸς Νίκων ὁ Μαυρορείτης (11ος αἰών) παραδίδει ὅτι ὁ ἅγιος Σάββας ὁ Ἡγιασμένος ἐπέτρεψε στοὺς Ἀρμενίους μοναχοὺς «ἐν τῇ τῶν Ἀρμενίων διαλέκτῳ ψάλλεσθαι τὴν ἀκολουθίαν», ἐκτὸς ἀπὸ τὸν τρισάγιο ὕμνο, ποὺ ἔπρεπε νὰ ψάλλεται στὰ ἑλληνικά, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ ἡ πιθανότης προσθήκης τῆς θεοπασχιτικῆς φράσεως «ὁ σταυρωθεὶς δι' ἡμᾶς» τοῦ Πέτρου Γναφέως. Ἀρκετοὶ Ἀρμένιοι ποὺ ζοῦσαν σὲ ἑλληνικὰ κέντρα δὲν ἀκολούθησαν τὸν Μονοφυσιτισμό, ἀλλὰ ἔμειναν Ὀρθόδοξοι ἐνῶ ἄλλοι ἐπανῆλθαν στὴν Ὀρθοδοξία ὅπως ἤδη ἐλέχθη. Ὅλοι αὐτοὶ ὀνομάσθηκαν Ἑλληνοαρμένιοι (Χαϊχουρούμ). Ἀπὸ τοὺς Ἀρμενίους αὐτοὺς Ὀρθοδόξους προέρχονται οἱ ἀρμενικῆς καταγωγῆς αὐτοκράτορες, αὐτοκράτειρες, στρατηγοὶ καὶ ἄλλοι ἀξιωματοῦχοι τοῦ Βυζαντίου, ὡς καὶ πολλοὶ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀρμένιοι ἱστορικοὶ θεωροῦν ὅτι οἱ ἐπιζήσαντες μέχρι καὶ τῶν σφαγῶν τοῦ 1915 Χαϊχουροὺμ (Ἀρμενορωμαῖοι) εἶναι Ἀρμένιοι Χαλκηδονῖτες, Ἀρμένιοι δηλαδὴ ὡς πρὸς τὴν καταγωγὴ καὶ Ρωμαῖοι, Ρωμηοί, ὡς πρὸς τὴν πίστη, ἐνῶ ἀπὸ Ἕλληνες ἱστορικοὺς διατυπώνεται ἡ ἄποψη ὅτι εἶναι ἁπλῶς ἀρμενόγλωσσοι Ἕλληνες, ἑλληνικῆς δηλαδὴ καταγωγῆς Ὀρθόδοξοι, ποὺ μόνον γλωσσικὰ συνδέονται μὲ τοὺς Ἀρμενίους, ἀπομεινάρια στρατιωτῶν τοῦ Ξενοφῶντος καὶ τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου2.
3. Σταθερὴ ἡ ἀντιμετώπιση τῶν Ἀρμενίων ὡς αἱρετικῶν
Οἱ μὴ Χαλκηδόνιοι Ἀρμένιοι, οἱ ἀπορρίπτοντες δηλαδὴ τὴν Δ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, καὶ μαζὶ μ' αὐτὴν καὶ ὅλες τὶς ἐπόμενες οἰκουμενικὲς συνόδους, αὐτονόητα καὶ σταθερὰ σὲ ὅλες τὶς ἱστορικὲς περιόδους, μετὰ τὴν ἀπόσχισή τους, ἐντάσσονται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στοὺς Μονοφυσῖτες καὶ χαρακτηρίζονται ὡς αἱρετικοί. Τὴν ἴδια ἀντιμετώπισή τους, ὅπως θὰ δοῦμε, βρίσκει κανεὶς καὶ στὸν Μέγα Φώτιο, ὁ ὁποῖος μάλιστα κατόρθωσε νὰ ἐπαναφέρει μεγάλη μερίδα Ἀρμενίων στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ ἴδιοι οἱ Ἀρμένιοι ἀναγνωρίζουν τὸν Μονοφυσιτισμὸ τους, ἀντιπαραθέτοντάς τον πρὸς τὸν Ὀρθόδοξο Δυοφυσιτισμό, τὸν ὁποῖο θεωροῦν αἱρετικό, γιατὶ τὸν ταυτίζουν μὲ τὸν χωριστικὸ Δυοφυσιτισμὸ τοῦ Νεστορίου3 . Γιὰ τὴν σταθερὴ ἀντιμετώπιση τῶν Ἀρμενίων ὡς αἱρετικῶν ἐνδεικτικῶς μόνον ἀναφέρουμε τὰ ἑξῆς. Στὶς κανονικὲς ἀποκρίσεις τοῦ Ἰωάννου, ἐπισκόπου Κίτρους, πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο Δυρραχίου Κωνσταντῖνο Καβάσιλα, ὁ ὁποῖος περὶ τὸ τέλος τοῦ 12ου αἰῶνος, ρώτησε «εἰ ἔξεστι τοῖς Ἀρμενίοις ἐν αἷς πόλεσιν οἰκοῦσι, κατὰ πάσαν ἄδειαν κτίζειν Ἐκκλησίας, καὶ εἶτε χρῆ κωλύεσθαι ἢ ἐὰν αὐτοὺς ποιεῖν ὡς βούλονται», περιλαμβάνεται ἀπάντηση, ἡ ὁποία ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ φανερώνει τὸ ὑπερφυλετικὸ οἰκουμενικὸ πνεῦμα τοῦ Βυζαντίου, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως δείχνει καὶ τὴν σωτηριολογική, ἀπὸ γνήσια χριστιανικὴ ἀγάπη προερχόμενη, στάση τῆς αποφυγῆς ἀναμείξεως Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν, ὥστε, ὅπως γράφει τὸ κείμενον, «τῷ ἐστενωμένῳ καὶ ἀφωρισμένῳ τῆς τούτων οἰκήσεως λαμβάνωσιν αἴσθησιν ὡς ἀπόβλητοι διὰ τὴν κατ' αὐτοὺς αἵρεσιν κρίνονται. ἑτέρου δέ, ἵνα κατὰ μικρὸν διὰ τὸ συχνῶς ὁμιλεῖν τοῖς Χριστιανοῖς, πρὸς μετάθεσιν ἀπαλλάττωνται, εἰ καὶ μὴ πάντες, ἀλλὰ τινὲς μέν, ὅσους δὴ ἡ σωτηρία ἠγάπησε». Ἡ ἐνδιαφέρουσα αὐτὴ ἀπάντηση στὸ σύνολό της ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐν ταῖς Χριστιανῶν χώραις καὶ πόλεσιν ἐνδέδοται μὲν ἀρχῆθεν οἰκεῖν καὶ ἀλλογλώσσους, καὶ ἑτεροδόξους, ἧγουν Ἰουδαίους, Ἀρμενίους, Ἰσμαηλῖτας, Ἀγαρηνούς, καὶ λοιποὺς τοιούτους. πλὴν οὐκ ἀναμὶξ μετὰ τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ κεχωρισμένως. ὅθεν καὶ ἀφορίζονται τόποι ἑκάστη τούτων φυλὴ εἶτε ἐντὸς πόλεων, εἶτε ἐκτός, ὥστε τούτοις έμπεριγράφεσθαι, καὶ μὴ ἐπέκεινα τούτων τὰς οἰκήσεις αὐτῶν ἐκτείνεσθαι. Ἐπινενόηται δὲ τοῦτο τοῖς πάλαι βασιλεῦσιν, ὡς οἶμαι, τριῶν ἕνεκεν. ἑνὸς μέν, ἵνα τῷ ἐστενωμένῳ καὶ ἀφωρισμένῳ τῆς τούτων οἰκήσεως λαμβάνωσιν αἴσθησιν, ὡς ἀπόβλητοι διὰ τὴν κατ' αὐτοὺς αἵρεσιν κρίνονται. ἑτέρου δέ, ἵνα κατὰ μικρόν, διὰ τὸ συχνῶς ὁμιλεῖν τοῖς Χριστιανοῖς, πρὸς μετάθεσιν ἀπαλλάττωνται. εἰ καὶ μὴ πάντες, ἀλλὰ τινὲς μέν, ὅσους δὴ ἡ σωτηρία ἠγάπησε. καὶ τοῦ τρίτου, ἵνα τοὺς καρποὺς τῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτῶν οἱ κατὰ βίον χρήζοντες αὐτῶν ἀποφέρωνται. Τοίνυν καὶ οἱ Ἀρμένιοι, εἰ ἐν τόπῳ, ἔνθα περιγράφονται, καὶ ναοὺς κτίζουσι, καὶ τὰ τῆς αἱρέσεως αὐτῶν ἐκτελοῦσι, μένουσιν ἀνεπηρέαστοι. τὸ αὐτὸ γὰρ καὶ Ἰουδαῖοις πρόσεστι, καὶ Ἰσμαηλῖταις, οἰκοῦσιν ἐν πόλεσι χριστιανικαῖς. εἰ δὲ τοὺς ὅρους ὑπερβαίνουσι τῆς ἀφορισθείσης αὐτοῖς συνοικήσεως, οὐ μόνον αὐτοὶ κωλυθήσονται, ἀλλὰ καὶ τὰ οἰκοδομήματα τούτων, ὁποῖα δ' ἂν καὶ ὦσι, καταστραφήσονται. τὸ γὰρ ἀνέτως ἔχειν καὶ εὐπαρρησιάστως ἐν τοῖς τοιοῦτοις, πάλαι ἀπώλεσαν»4.
Ἡ κρατήσασα αὐτὴ συνείδηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περὶ τῶν Ἀρμενίων ὡς Μονοφυσιτῶν αἱρετικῶν φθάνει μέχρι τῶν ἡμερῶν μας. Ὁ γνωστὸς ἱστορικὸς ἀρχιμανδίτης Βασίλειος Στεφανίδης στὸ ἐγχειρίδιο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, ἀφοῦ διαπιστώνει ὅτι στὴ Συρία, ὅπου κατ' ἀρχὴν εἶχε ἐπικρατήσει ὁ Νεστοριανισμός, «τὴν θέσιν του κατέλαβεν ἡ ἀντίθετος αἱρετικὴ διδασκαλία, ὁ μονοφυσιτισμός»5, ἐντάσσει σ' αὐτὸν καὶ τὴν ἀκραία του ἔκφραση ἀπὸ τὸν Εὐτυχῆ, τὸν ὁποῖο σημειωτέον δὲν ἔχουν δυσκολία νὰ καταδικάσουν οἱ Ἀρμένιοι καὶ ἄλλοι ἀντιχαλκηδόνιοι, παρασύροντες μὲ αὐτὸ τοὺς Ὀρθοδόξους σὲ ἐσφαλμένες ἐκτιμήσεις πὼς τάχα δὲν εἶναι Μονοφυσῖτες, ἀλλὰ καὶ τὸν μετριοπαθὴ τοῦ Σεβήρου, τὸν ὁποῖο τιμοῦν ὡς ἅγιο καὶ διδάσκαλο, παραμένοντες ἔτσι μετριοπαθεῖς ἔστω Μονοφυσῖτες. Ἀρχίζοντας δὲ τὴν περὶ Ἀρμενίων ἑνότητα ὁ Στεφανίδης γράφει. «Οἱ Ἀρμένιοι, πλὴν τῶν μονοφυσιτικῶν ἰδεῶν, ἔχουσι καὶ τὰς ἐπομένας διαφοράς», τὶς ὁποῖες στὴ συνέχεια ἀναφέρει6.
4. Ἡ νέα, μὴ Ὀρθόδοξη, ἀντιμετώπιση τῶν Ἀρμενίων ὡς Ὀρθοδόξων
Περιέργως ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ περασμένου αἰῶνος ἄρχισε νὰ προβάλλεται μία θέση ἄκρως ἀντίθετη πρὸς τὴν μακραίωνα αὐτή, συνοδικῶς κατοχυρωμένη καὶ διὰ πολλῶν καὶ μεγάλων ἁγίων, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους καὶ ὁ Μέγας Φώτιος, ἐπιβεβαιωμένη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ θέση καὶ ἡ ἄποψη κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Ἀρμένιοι κατ' ἀρχήν, ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρουν ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι Ἀντιχαλκηδόνιοι Μονοφυσῖτες, Συροϊακωβῖτες, Κόπτες καὶ Αἰθίοπες, μὲ τοὺς ὁποίους εἶναι ἑνωμένοι οἱ Ἀρμένιοι, δὲν εἶναι Μονοφυσἶτες, οὔτε αἱρετικοὶ ἐπομένως, ἀλλὰ ἔχουν τὴν ἴδια μὲ μᾶς ὀρθόδοξη πίστη. Ὁ χωρισμός τους, ἡ ἀπόσχισή τους ἀπὸ τὴν Μία Ἀγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία δὲν ὀφείλεται σὲ θεολογικοὺς λόγους, σὲ διαφορές μας δηλαδὴ στὴν πίστη. Ὀφείλεται περισσότερο σὲ ἱστορικοὺς πολιτικοὺς λόγους καὶ ἐν μέρει στὴν διαφορετικὴ κατανόηση τῆς χριστολογικῆς ὁρολογίας7. Φταίει δηλαδὴ ἡ ἔναντι τῶν λαῶν αὐτῶν δυσμενὴς πολιτικὴ τοῦ Βυζαντίου ποὺ τοὺς ἀνάγκασε νὰ χωρισθοῦν ἀπὸ τὴν ἑνιαία ὀρθόδοξη αὐτοκρατορία καὶ ἡ ἀδυναμία τῶν θεολόγων καὶ τῶν δύο πλευρῶν νὰ ξεπεράσουν τὶς λέξεις καὶ τοὺς ὅρους, ποὺ τὰ κατανοοῦσαν διαφορετικά, καὶ νὰ μείνουν στὰ πράγματα, στὸ περιεχόμενο.
Παρακολουθώντας κανεὶς αὐτὲς τὶς ἐκτιμήσεις εὔκολα διαπιστώνει ὅτι μὴ θεολογικοὶ λόγοι κυριαρχοῦσαν ὄχι τότε, ἀλλὰ τώρα. Τότε ἡ ἑνότητα στὴν πίστη, βασικὴ ἐκκλησιολογικὴ θέση καὶ ἀπαίτηση, εἶχε υἱοθετηθῆ ἀπὸ τὸ γνήσιο χριστιανικὸ κράτος, ποὺ εὐθυγραμμιζόταν ἀπόλυτα μὲ τὴν Ἐκκλησία, ὡς βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἑνότητα καὶ τοῦ κράτους. Τώρα ποὺ ὁ κόσμος διασπάσθηκε σὲ πάμπολλες κρατικὲς ἑνότητες ἀπὸ πολιτικὴ ἄποψη, ποὺ τείνουν παρὰ ταῦτα σὲ πολιτικὴ ἑνότητα, ἡ μὴ θεολογικὴ καὶ ἀπαράδεκτη ἐκκλησιολογικὰ ἄποψη ποὺ καλλιεργεῖται ἰδιαίτερα στὰ πλαίσια τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν ἐκτιμᾶ ὅτι πρέπει καὶ οἱ ἐκκλησίες, ἀκολουθώντας τὰ κράτη ἢ τὸν κόσμο θεολογικά, νὰ ἑνωθοῦν, ὄχι ἐξασφαλίζοντας προηγουμένως τὴν ἑνότητα στὴν πίστη καὶ στὴν ἀλὴθεια (ἕνωσις ἐν τῇ ἀλήθειᾳ), ἀλλὰ διατηρώντας τὶς διαφορές τους (ἕνωσις ἐν τῷ ψεύδει) ἀφοῦ κατὰ τὴν ἄποψη αὐτή, ποὺ ἐκφράσθηκε καὶ ἐκφράζεται μὲ τὴν γνωστὴ θεωρία τῶν κλάδων καὶ ἄλλες νεότερες θεωρίες, καμμία ἀπὸ τὶς ὑπάρχουσες ἐκκλησιές, οὔτε ἡ Ὀρθόδοξη, δὲν δικαιοῦται νὰ διεκδικήσει τὴν ἀποκλειστικότητα στὴ διαδοχὴ τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τὴν συναποτελοῦν ὡς ἑνιαῖο δένδρο ὅλες οἱ διεσπασμένες ἐκκλησίες, ὡς κλάδοι αὐτοῦ τοῦ δένδρου. Ὁ πιὸ ἁπλὸς βέβαια ἀγρότης ποὺ δέν ἔχει τὴν σοφία τῶν εἰσηγητῶν τῆς θεωρίας γνωρίζει πώς, ὅταν ἕνα κλαδὶ ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὸν κορμὸ τοῦ δένδρου καὶ δὲν τρέφεται ἀπὸ τοὺς ἴδιους ἀκριβῶς χυμοὺς ποὺ κυκλοφοροῦν στὸ δένδρο, ξηραίνεται. Ἄν, πρὶν ξεραθεῖ , φυτευθεῖ καὶ βλαστήσει, ἀποτελεῖ ἄλλο ξεχωριστὸ δένδρο, φύεται κοντὰ στὸ δένδρο τῆς Ἐκκλησίας, καὶ δὲν ἀνήκει σ' αὐτή, "παραφύεται", καὶ αὐτὸ συμβαίνει μὲ τὶς αἱρέσεις.
Ἡ αὐστηρὴ καὶ σοβαρὴ ἀντιμετώπιση τῶν διαφορῶν στὴν πίστη θεωρεῖται πλέον σήμερα μεσαιωνικὴ στάση καὶ συμπεριφορά, ἀσυμβίβαστη μὲ τὴν νοοτροπία καὶ τὶς τάσεις τῆς ἐποχῆς μας, γνώρισμα ὀλίγων φανατικῶν καὶ ζηλωτῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἐπιμονή τους στὰ θέματα πίστεως ζημιώνουν πολὺ π.χ. τοὺς ἀδελφοὺς Κόπτες τῆς Αἰγύπτου, ποὺ τοὺς ἀφήνουν μόνους καὶ ἀπροστάτευτους στὴν πλημμυρίδα τῶν Ἰσλαμιστῶν τῆς Αἰγύπτου ἢ ἀδυνατίζουν μέσα στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν τὴν πλευρὰ τῶν Ὀρθοδόξων, ποὺ θὰ ἦταν πιὸ ἰσχυροί, ἀπέναντι τῶν πολυαρίθμων καὶ πανίσχυρων Προτεσταντῶν, ἂν προσετίθεντο στοὺς Ὀρθοδόξους οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι Μονοφυσῖτες.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἔκδηλα μὴ θεολογικοὺς λόγους, ποὺ προβάλλονται ἀπὸ μία ἐκκοσμικευμένη καὶ προσαρμοστικὴ θεολογία, ὑπάρχει στὴ στάση αὐτὴ ἕνας ἀπύθμενος θεολογικὸς ἐγωισμὸς, ξένος πρὸς τὸ ὀρθόδοξο ἦθος, πρὸς τὸ ἦθος τῶν ἁγίων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στηριζόμενοι στὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων σέβονται τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, "ἐπόμενοι δὲ τοῖς πρὸ αὐτῶν ἁγίοις Πατράσι", οἱ ὁποῖοι ἀλαθήτως σὲ οἰκουμενικὲς συνόδους διετύπωσαν σὲ ὅρους τὴν πίστη, δὲν ἐπιχειροῦν νἀ ἄρουν "ὅρια αἰώνια ἅ ἔθεντο οἱ Πατέρες" καὶ νὰ καινοτομήσουν σὲ θέματα πίστεως, ὅσο σοφοὶ καὶ φιλόσοφοι καὶ εὐφυεῖς καὶ σπουδασμένοι καὶ ἂν εἶναι κατὰ κόσμον. Θέτουν τὴν σοφία καὶ τὴ γνώση τους στὴν ὑπηρεσία ὄχι τῆς ἀνατροπῆς, ἀλλὰ τῆς κατοχυρώσεως τῆς πίστεως, ποὺ βρίσκεται ἔτσι διαχρονικὰ σὲ θαυμαστὴ ἑνότητα μέσα στὴ διδασκαλία τῶν συνόδων, ἀλλὰ καὶ στὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων. Ἔχει ὀρθὰ παρατηρηθῆ, ὅτι ὑπάρχει τέτοια ἑνότητα μεταξὺ τῶν ἑπτὰ οἰκουμενικῶν συνόδων, ποὺ φαίνεται σὰν νὰ ἀποτελοῦν ἑπτὰ ἁπλῶς συνεδρίες μιᾶς μόνον συνόδου. Κάθε μία ἀκολουθεῖ τὴν προηγούμενη, τὴν ἀλήθεια τῆς ὁποίας ἐπιβεβαιώνει καὶ συνεχίζει, καὶ ὅλες μαζὶ ἐκφράζουν τὴν ἀλήθεια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποδοχὴ τῆς θέσεως τῶν Ἀρμενίων καὶ τῶν ἄλλων Μονοφυσιτῶν ὅτι ἡ Δ' ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ὀλίσθησε σὲ Νεστοριανισμό, παρασυρθείσα ἀπὸ τὸν ἅγιο Λέοντα, πάπα Ρώμης, προσβάλλει τὴν ἑνότητα ὅλων τῶν συνόδων, τῶν προηγουμένων καὶ τῶν ἐπομένων, καὶ παρουσιάζει τοὺς συγχρόνους θεολόγους ἰκανότερους στὸ νὰ κατανοήσουν τὴν θεολογικὴ ὁρολογία τῶν Μονοφυσιτῶν καὶ νὰ μὴ τὴν παρεξηγήσουν, ὅπως τὴν παρεξήγησαν καὶ τὴν θεώρησαν ὡς αἱρετικὴ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῶν Συνόδων, ἀλλὰ καὶ ἄλλες γιγάντιες καὶ κολοσσιαῖες θεολογικὲς καὶ πατερικὲς προσωπικότητες, ποὺ ἀσχολήθηκαν μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες, ὅπως ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, καὶ ὁ Μέγας Φώτιος, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν καὶ σφραγίζουν σὲ ἀδιάκοπη καὶ ἑνιαία σειρὰ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τρεῖς αἰῶνες, ὡς οἱ ἐπιφανέστεροι θεολόγοι αὐτῶν τῶν αἰώνων, ὁ ἅγιος Μάξιμος τοῦ ἑβδόμου, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς τοῦ ὀγδόου καὶ ὁ Μέγας Φώτιος τοῦ ἐνάτου αἰῶνος. Καὶ ἂν ἀκόμη δὲν ὑπολογίσει κανεὶς τὴν ἁγιότητα καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ τοὺς ξεχωρίζει ἀμέσως ἀπὸ τοὺς συνήθως μέσα στὴν κοσμικὴ τύρβη περισπωμένους συγχρόνους θεολόγους, καὶ μόνον ἡ ἐκπληκτική τους συγκρότηση καὶ ὁ ἀνυπέρβλητος γνωσιολογικὸς ἐξοπλισμός, τοὺς καθιστοῦν γίγαντες ἐνώπιον τῶν ὁποίων ἐμεῖς πρέπει νὰ αἰσθανόμαστε ὡς νάνοι. Δὲν ἐκατάλαβον λοιπὸν αὐτοὶ οἱ γίγαντες τὴν χριστολογικὴ ὁρολογία τῶν Ἀντιχαλκηδονίων καὶ τοὺς προσῆψαν ἀδικαιολόγητα τὴν ρετσινιὰ τῶν αἱρετικῶν, καὶ τὴν καταλαβαίνουμε τώρα ἐμεῖς καλύτερα ποὺ τοὺς θεωροῦμε ὁμόδοξους καὶ Ὀρθοδόξους, ὥστε νὰ μὴ χρειάζεται κὰν θεολογικὸς διάλογος, ἀλλὰ ἁπλὴ διακήρυξη τῆς ἑνώσεως;
Ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ὁ προσμετρηθεὶς γιὰ ὅλες τὶς εἰσηγήσεις χρόνος τρέχει καὶ γιὰ τὴν δική μου καὶ πρέπει νὰ δοῦμε πῶς ὁ Μέγας Φώτιος ἀντιμετώπισε τοὺς Ἀρμενίους. Ἐπειδὴ ὅμως ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν σχετικῶν ἔργων του προκύπτει σαφέστατα ὅτι οἱ θέσεις του ἀποτελοῦν ἐκ βάθρων ἀνατροπὴ τῆς πορείας καὶ τῶν πορισμάτων, μέχρι καὶ τῶν πιὸ μικρῶν, τοῦ διεξαγομένου σήμερα θεολογικοῦ διαλόγου μεταξὺ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἀτνιχαλκηδονίων εἶναι πολὺ πιὸ σπουδαῖο αὐτὸ νὰ γίνει κατανοητό, παρὰ νὰ παρουσιασθεῖ ἐν ἐκτάσει ἡ σχετικὴ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει καὶ σὲ μία ἐκτενέστερη μορφὴ τῆς εἰσηγήσεως ἢ σὲ ἀνεξάρτητο δημοσίευμα, χωρὶς ἀσφαλῶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν θὰ παρουσιασθοῦν ἐδῶ, ἔστω καὶ σύντομα, οἱ βασικὲς θέσεις τοῦ Μεγάλου Φωτίου.
5. Ὁ σύγχρονος Θεολογικὸς Διάλογος μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους ἀνατρέπει τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Δογματικὴ σύγχυση.
Εἶναι ἀπαραίτητο πάντως νὰ λεχθεῖ ὅτι ἡ προσπάθεια ἀποχαρακτηρισμοῦ τῶν Ἀρμενίων καὶ τῶν ἄλλων Ἀντιχαλκηδονίων ὡς Μονοφυσιτῶν αἱρετικῶν καὶ ἡ παρουσίασή των ὡς κατὰ πάντα Ὀρθοδόξων, ἐνῶ ἀποτελοῦσε ἁπλῶς προσωπικὴ γνώμη ἐλαχίστων θεολόγων, καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν ἦταν ἰδιαιτέρως ἀνησυχητική, στὶς ἡμέρες μας ἀποτελεῖ βασικὴ γραμμὴ πάνω στὴν ὁποία πορεύεται ὁ ἐπίσημος Θεολογικὸς Διάλογος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες, ὁ ὁποῖος συναντᾶ λόγω αὐτῆς του τῆς πορείας τὴν δικαιολογημένη ἀντίδραση μερικῶν αὐτοκέφαλων ἐκκλησιῶν, τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μεμονωμένων θεολόγων. Οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψουν τὶς δύο βασικές τους θέσεις, τὴν ἀπόρριψη τῆς Δ' ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ τὴν μὴ ἀρίθμηση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν ἕνωση, ποὺ ἀρκοῦν γιὰ νὰ θεωροῦνται ὡς Μονοφυσῖτες αἱρετικοί, κατόρθωσαν προβάλλοντας ἀσθενέστατα θεολογικὰ ἐπιχειρήματα, τὰ ὁποῖα κονιορτοποιεῖ ὁ Μ. Φώτιος, νὰ ὁδηγήσουν τὰ ὀρθόδοξα μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Διαλόγου στὴ θέση ὅτι οἱ δύο ἐκκλησίες ἔχουν κληρονομήσει τὴν ἴδια ἀποστολικὴ πίστη καὶ παράδοση καὶ ὅτι ἀποτελοῦν δύο οἰκογένειες Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Σχετικὰ μάλιστα μὲ τὸ ὄνομα τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, ποὺ ἀποτέλεσε θέμα συζητήσεως στὸν Διάλογο, μὲ τὴν ἐπιμονή τους οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι ἐπέτυχαν νὰ μὴν ὀνομάζονται πλέον Μονοφυσιτικὲς Ἐκκλησίες ἢ Προχαλκηδόνιες Ἐκκλησίες, ἀλλὰ σὲ πρώτη φάση δέχθηκαν νὰ ὀνομάζονται Ἀρχαῖες Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες. Ἐζήτησαν κατόπιν νὰ ὀνομάζονται ἁπλῶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. δὲν δέχθηκαν συμβιβαστικὴ πρόταση τῶν Ὀρθοδόξων νὰ ὀνομάζονται Ἀνατολικὲς Ὀρθόδοξες μὴ Χαλκηδόνιες Ἐκκλησίες, ζήτησαν τὴν ἀπάλειψη τοῦ μὴ Χαλκηδόνιες Ἐκκλησίες καὶ ὀνομάζονται τώρα στὸ Διάλογο Ἀνατολικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἐπιβεβαιουμένης ἔτσι διὰ τοῦ ὀνόματος τῆς ἀνυπάρκτου ἐν τοῖς πράγμασι Ὀρθοδοξίας των. Οἱ διεργασίες αὐτὲς στὰ πλαίσια τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου εἶχαν καὶ ἔχουν σὰν συνέπεια νὰ δημιουργηθεῖ ὄντως τὸ κοινῶς λεγόμενο comfusio, σύγχυση ἀληθινή, κατὰ τὴν συγχυτικὴ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων Χριστολογία. Τὰ ὀνόματα Ὀρθοδοξία καὶ Ὀρθόδοξος δὲν χαρακτηρίζουν πλέον μόνον τὶς κατὰ παράδοση Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, τὶς ἑνωμένες ἀπολύτως στὴν πίστη, τὴν λατρεία καὶ τὴν διοίκηση, ποὺ ἔχουν ἐπὶ κεφαλῆς ὡς πρῶτον τῇ τιμῇ τὸν οἰκουμενικὸ τῆς Κων/πόλεως θρόνο, ἀλλὰ καὶ τοὺς Μονοφυσῖτες Ἀντιχαλκηδονίους. Ἔτσι μέσα στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ταυτιζόμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες καὶ ὀνομαζόμαστε ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ Ὀρθόδοξοι, συμμετέχοντας σὲ κοινὲς "διορθόδοξες" ἐπιτροπές. Τὸ πιὸ δυσάρεστο ὅμως εἶναι, μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄμβλυνση, νὰ συγκροτοῦμε καὶ μόνοι μας διορθόδοξες ἐπιτροπὲς καὶ νὰ συντάσσουμε κοινὰ κείμενα μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες ὡς κείμενα τῶν Ὀρθοδόξων.
Μέσα λοιπὸν σ' αὐτὴν τὴν σύγχυση, ποὺ δημιουργήθηκε καὶ ἀπὸ τὶς σχετικὲς μελέτες μερικῶν θεολόγων, καὶ ἀπὸ τὶς θεολογικὲς διεργασίες στὰ πλαίσια τοῦ Διαλόγου, δὲν εἶναι καθόλου περίεργο τὸ ὅτι ὅλα αὐτὰ ἔχουν περάσει καὶ στὴ θεολογικὴ ἔρευνα καὶ διδασκαλὶα στὶς θεολογικές μας Σχολὲς ἀλλὰ καὶ στὴ γενικώτερη ἔναντι τῶν Μονοφυσιτῶν στάση μας. Εἶναι π.χ. ἄξιο παρατηρήσεως ὅτι, ἐνῶ οἱ Σχολές μας δὲν χορηγοῦν διδακτορικὸ δίπλωμα οὔτε σὲ Ρωμαιοκαθολικοὺς οὔτε σὲ Προτεστάντες ἢ ἄλλους ἑτεροδόξους, χορήγησαν ὅμως σὲ Κόπτες Θεολόγους. Σὲ μελέτες καθηγητῶν γράφεται ὅτι οἱ Μονοφυσῖτες τῆς Αἰγύπτου δὲν εἶναι αἱρετικοὶ ἀλλὰ σχισματικοί, μὲ ἐπίκληση μάλιστα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ τοῦ ὁποίου παρερμηνεύεται ἡ διδασκαλία8.
Στὰ ἴδια πλαίσια προσεγγίσεως πρὸς τοὺς Μονοφυσῖτες, τοποθετεῖται καὶ ἡ προσπάθεια νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ Τόμος τῆς Δ' ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου δὲν εἶναι ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Λέοντος Ρώμης, τὸν ὁποῖο οἱ Μονοφυσῖτες θεωροῦν νεστοριανίζοντα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, σὰν νὰ ὑπάρχει διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν ἅγιο Λέοντα καὶ στὸν Ἅγιο Κύριλλο9.
6. Οἱ Ἀρμένιοι εἶναι αἱρετικοί. Ἡ ἀποκήρυξη τῆς πλάνης καὶ ἡ ἐπιστροφὴ εἶναι ἡ μόνη δυνατότης γιὰ τὴν ἕνωση.
Εὐτυχῶς ὅμως ποὺ ἀπέναντι σ' αὐτὴ τὴ σύγχυση ὑπάρχει ἡ σαφέστατη καὶ διαυγὴς διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, ἡ ὁποία τελικῶς θὰ ἰσχύσει ὡς κριτήριο καὶ ὡς γνώμων.
Ὑπάρχουν τὸ ἔργο καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Μ. Φωτίου ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ θέμα τῶν Ἀρμενίων, τὰ ὁποῖα δὲν ἀξιοποιήθηκαν ἐπαρκῶς καὶ δὲν γονιμοποίησαν ἀκόμη τὴν σύγχρονη θεολογικὴ σκέψη, γιατὶ παραμένουν ἄγνωστα.
Ὁ Μ. Φώτιος εἶναι πράγματι μεγάλη προφητικὴ φυσιογνωμία, ποὺ στάλθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ σὲ δύσκολους γιὰ τὴν Ἐκκλησία καιρούς, ὅταν ὁ παπικὸς ἀπολυταρχισμός, στηριζόμενος στὴν ἀνερχόμενη πολιτικὴ δύναμη τῶν Φράγκων ἡγεμόνων, ἐπεδίωξε, καταργώντας τὸ συνοδικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀνακηρυσσόμενος σὲ αὐτάρκη καὶ ἀλάθητο θεσμὸ σὲ θέματα πίστεως, νὰ ἐπέμβει ἀφ' ἑνὸς στὰ ὅρια δικαιοδοσίας τῶν αὐτοκέφαλων ἐκκλησιῶν, ὅπως ἔγινε μὲ τὴν περίπτωση τῆς Βουλγαρίας, καὶ συγχρόνως νὰ ἀμφισβητήσει τὸ κῦρος παραδεδομένων δογμάτων, καινοτομώντας σὲ θέματα πίστεως.
Εἶναι γνωστὴ ἡ ἀντίδραση τοῦ Μ. Φωτίου, ὁ ὁποῖος, ἀγνοώντας τοὺς πολιτικοὺς συσχετισμούς, μὲ καθαρῶς θεολογικὰ κριτήρια, ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν καθαρότητα τῆς πίστεως καὶ τὴ διατήρηση τοῦ ἀποστολοπαραδότου συνοδικοῦ συστήματος διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ συγχρόνως μὲ τὸ ἄριστα σχεδιασμένο ἱεραποστολικό του ἔργο δυναμικὰ διέδωσε τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς σλαβικοὺς λαοὺς διευρύνοτας γεωγραφικὰ καὶ ἐνισχύοντας μὲ νέους πληθυσμοὺς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ δυναμικὸς αὐτὸς σχεδιασμός, ὡς ποιμαντικὴ ἀσφαλῶς εὐθύνη γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων μέσα στὴν Ἐκκλησία, περιέλαβε, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἀπίστους καὶ ἀλλοθρήσκους, καὶ τοὺς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ποὺ τὴν προβάλλει ὁ Μ. Φώτιος, ἂν δὲν ἐπιστρέψουν στὴν Ἐκκλησία καὶ μείνουν στὴν αἵρεση, χάνουν τὴν σωτηρία τους. Ἡ ποιμαντικὴ ἐπομένως εὐαισθησία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἐκτὸς αὐτῆς ἀνθρώπων, δὲν ἐξαντλεῖται στὸ ἱεραποστολικὸ πρὸς τοὺς ἀλλοθρήσκους ἔργο, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται καὶ πρὸς τοὺς αἱρετικούς. Ἡ διπλὴ αὐτὴ διάσταση, ἔκδηλη στὸ ἔργο καὶ στὴ διδασκαλία τοῦ Μ. Φωτίου, ἔχει ἐκλείψει στὶς ἡμέρες μας, γιατὶ ἔχουν καταργηθῆ τὰ ὅρια μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως, καὶ οἱ θεωρούμενοι προηγουμένως ὡς αἱρετικοὶ ἀποτελοῦν "ἐκκλησίες", καὶ "ἀδελφὲς" μάλιστα "ἐκκλησίες", ὁπότε ἡ ἕνωση δὲν θεωρεῖται ὡς ἐπιστροφή τους στὴν Ἐκκλησία, ἀλλ' ὡς ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν, ὅπως ἔχει καθιερωθῆ κακῶς νὰ λέγεται ἀπὸ ὅλους μας, γιατὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἐκκλησιαστικοποιοῦμε τὶς αἱρέσεις καὶ τὶς ἐξισώνουμε ὡς ἐκκλησίες μὲ τὴν Ἐκκλησία.
Ἔχει πράγματι καταγραφῆ ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ προκύπτει ἀπὸ μαρτυρίες τοῦ ἰδίου τοῦ Μ. Φωτίου καὶ ἄλλων συγγραφέων μία κατ' ἀρχὴν ἐπιτυχὴς προσπάθεια ἐπιστροφῆς τῶν Ἀρμενίων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πρώτης πατριαρχίας του ὁ Φώτιος ἔστειλε ἐπιστολὲς στὸν ἡγεμόνα τῶν Ἀρμενίων Ἀσοὺτ καὶ στὸν καθολικό τους Ζαχαρία, τὶς ὁποῖες ἐκόμισε ὁ μητροπολίτης Νίκης Ἰωάννης. Στὶς ἐπιστολὲς αὐτές, ποὺ σώθηκαν Ἀρμενιστὶ καὶ σὲ λατινικὴ μετάφραση, ἐπρότεινε τὴν ἕνωσή τους μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σὲ σύνοδο Ἀρμενίων ἐπισκόπων ποὺ ἔγινε στὴν πὸλη Ἄντ τὸ 864 ἀναγνώρισαν οἱ Ἀρμένιοι τὴν Δ' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ἀπεκήρυξαν τὸν Μονοφυσιτισμό10.
Ὁ ἅγιος Φώτιος ἀναφέρεται σ' αὐτὴν τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Ἀρμενίων στὴν γνωστὴ Ἐγκύκλιο Ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς πατριάρχας τῆς Ἀνατολῆς, στὴν ὁποία καταγγέλλει τὶς ἐπεμβάσεις τοῦ πάπα στὴ Βουλγαρία καὶ τὴν ἀθέμιτη προσθὴκη τοῦ filioque στὸ σύμβολο τῆς πίστεως. Ὁ λόγος αὐτῆς τῆς ἀναφορᾶς στὴ συνάφεια τοῦ κειμένου ὀφείλεται στὸ ὅτι θέλει νὰ δείξει ὅτι ἡ Ἐκκλησία μετὰ τὴν καταδίκη τῶν παλαιῶν αἱρέσεων διερχόταν περίοδο εἰρήνης καὶ πνευματικῆς καρποφορίας. Μὲ κέντρο μάλιστα τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναβλύζουν οἱ πηγές τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀρδεύονταν οἱ ψυχὲς σ' ὅλην τὴν οἰκουμένη, καὶ μάλιστα ἐκεῖ ὅπου εἶχε ἐπικρατήσει ξηρασία καὶ ἀνομβρία καὶ εἶχαν μεταβληθῆ οἱ χῶρες, ὅπου εἶχαν ἐπικρατήσει οἱ αἱρέσεις, σὲ ἔρημες καὶ ἄγονες περιοχές, ὅπως συνέβη μὲ τοὺς Ἀρμενίους. Τὸ ἐνδιαφέρον αὐτὸ κείμενο ἀρκεῖ μόνο του νὰ δείξει, ὅτι ὁ Μ. Φώτιος θεωρεῖ τοὺς Ἀρμενίους ὡς δυσσεβεῖς αἱρετικούς, ποὺ παρασύρθηκαν στὴν αἵρεση ἀπὸ τοὺς Ἰακωβῖτες, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Δ' ἐν Χαλκηδόνι Συνόδου, εὐρίσκονται ἀπὸ τότε σὲ πλάνη καὶ δὲν εἶναι Ὀρθόδοξοι. ἡ μόνη δυνατότης νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν Ἐκκλησία εἶναι νὰ ἀποκηρύξουν τὴν πλάνη καὶ νὰ ἀναθεματίσουν ὅλους τοὺς πάτρωνες καὶ διδασκάλους τους, ἀκραίους καὶ μετριοπαθεῖς: «Καὶ γὰρ οἱ τὴν Ἀρμενίαν οἰκοῦντες τῷ τῶν Ἰακωβιτῶν ἐνισχυμένοι δυσσεβήματι καὶ πρὸς τὸ ὀρθὸν τῆς εὐσεβείας ἀπαυθαδιαζόμενοι κήρυγμα, ἀφ' οὗπερ ἡ πολυάνθρωπος ἐκείνη καὶ ἁγία τῶν πατέρων ἡμῶν κατὰ Καλχηδόνα συνεκροτήθη σύνοδος, τῶν ὑμετέρων εὐχῶν ἡμῖν ἐπαμυνόντων, τὴν μακρὰν ἐκείνην πλάνην ἀποθέσθαι ἐνεδυναμώθησαν. καὶ λατρεύει σήμερον καθαρῶς καὶ ὀρθοδόξως ἡ τῶν Ἀρμενίων λῆξις τὴν Χριστιανῶν λατρείαν, Εὐτυχῆ καὶ Σεβῆρον καὶ Διόσκορον καὶ τοὺς κατὰ τῆς εὐσεβείας πετροβόλους Πέτρους καὶ τὸν Ἀλικαρνασέα Ἰουλιανὸν καὶ πάσαν αὐτῶν τὴν πολύσπορον διασποράν, ὡς ἡ καθολικὴ ἐκκλησία, μυσαττομένη καὶ δεσμοῖς ἀλύτοις τοῦ ἀναθέματος ὑποβάλλουσα»11.
Ἡ ἕνωση αὐτὴ τῶν Ἀρμενίων δὲν κράτησε φαίνεται γιὰ πολύ. Ἡ καθαίρεση τοῦ Μ. Φωτίου ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο δὲν ἐπέτρεψε τὴν ὁλοκλήρωση καὶ ἐμπέδωση αὐτῆς τῆς προσπάθειας. Αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ μαρτυρία τοῦ πατριάρχου Νικολάου Μυστικοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπαναλαμβάνει μετὰ ἀπὸ πενήντα χρόνια περίπου, τὸ 918 920, τὴν προσπάθεια. Γράφοντας δὲ πρὸς τὸν Ἀρμένιο ἄρχοντα ἀναφέρεται στὸν πατριάρχη Φώτιο καὶ στὴν ἀποτυχούσα προσπάθειά του, ποὺ τὴν ἀποδίδει εἰς "τὰς τῶν πραγμάτων περιπέτειας": "Περὶ οὗ καὶ τῷ ἡμετέρω πατρί, φαμὲν δὴ Φωτίω τῷ ἁγιωτάτω πατριάρχη, οὐ μικρὸς ἀγὼν καταβέβληται τοῦτο μὲν λόγοις, τοῦτο δὲ καὶ ἀποστολὴ ἀνδρῶν, εἰ καὶ τῶν πραγμάτων αἱ περιπέτειαι ἐπὶ τὸ τέλος ἐλθεῖν τὴν σπουδὴν ἀπεκώλυσαν"12. Τὴν ἴδια περίοδο καὶ ὁ Ἀρέθας Καισαρείας, ἀπαντώντας σὲ ἐπιστολὴ τῶν Ἀρμενίων, λέγει ὅτι πολλοὶ μεγάλοι καὶ ἐπιφανεῖς ἄνδρες ἔγραψαν ὑπὲρ τῆς εὐσέβειας καὶ μὲ τοὺς ἀγῶνες τους καθιστοῦν ὑπευθύνους τοὺς ἀντιλέγοντας. Περιλαμβάνει μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὸν Μέγα Φώτιο, τοῦ ὁποίου ἐξαίρει τὴν σοφία τὴν παρρησία, τὴν ὀργανωτικότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποτελεσματικότητα, ἀφοῦ παρουσιάζει ὅτι πολλοὶ Ἀρμένιοι ἐπείσθησαν καὶ προσῆλθαν στὴν Ἐκκλησία. «Μέθ' ὧν καὶ ὁ χθὲς τὲ καὶ πρώην ἱερὸς μὲν τὸ γένος, ἱερώτερος δὲ τὴν σοφίαν, ὅση τὲ θεία καὶ ὅση τῆς κατ' ἀνθρώπους λογίζεται. Τὶς οὗτος; Ὁ τοῖς οὐρανίοις ἀδύτοις τὰ νῦν ἐγκατοικιζόμενος Φώτιος ὅς τοῖς κατὰ ταῦτα εἰκαιολογοῦσι τῶν Ἀρμενίων ὑμῶν γενναίῳ λόγῳ καὶ θεοφιλεῖ ψυχῆς παραστήματι καὶ ἀνανταγωνίστῳ γνώμῃ καὶ διαρκεῖ σαφῶς ἐφορμήσας εἷλε μὲν τῶν ἀντιπάλων ὅσον φιλήκοον, ὅσον εἰς σύνεσιν οὐ παρέσφηλεν, ὅσον ταῖς ἀποθήκαις ἢ τοῖς σταθμοῖς τοῦ θεοῦ δίκαιον ἐναυλίζεσθαι»13.
7. Ἀνεκμετάλλευτα καὶ ἄγνωστα κείμενα τοῦ Μ. Φωτίου κατὰ τῶν Ἀρμενίων.
Ἀπὸ τὶς δύο αὐτὲς μαρτυρίες προκύπτει ὅτι ὁ Φώτιος ἔγραψε ἢ ἐξεφώνησε λόγους, «τοῦτο μὲν λόγοις τοῦτο δὲ καὶ ἀποστολὴ ἀνδρῶν», καὶ ὅτι ἀπέναντι στὴν ἀσταθὴ καὶ σὲ πιθανολογίες στηριζόμενη ἐπιχειρηματολογία τῶν Ἀρμενίων ἀντέταξε «γενναῖο λόγο», «θεοφιλὲς παράστημα ψυχῆς», «ἀνανταγώνιστο καὶ διαρκὴ γνώμη». Σώζονται πράγματι ἑλληνιστὶ δύο μακρὲς ἐπιστολὲς τοῦ Φωτίου, οἱ ὑπ' ἀριθμ. 284 καὶ 285 στὴ νέα ἔκδοση τῶν ἐπιστολῶν τῆς Λειψίας ἀπὸ τοὺς Λαούρδα Westerink. Ἰδιαίτερα ἡ πρώτη ποὺ ἐπιγράφεται Κατὰ τῆς Θεοπασχιτῶν αἱρέσεως εἶναι μακρότατη πραγματεία ἀποτελούμενη ἀπὸ 3294 στίχους, ποὺ ὅπως παραδέχεται ὁ Μ. Φώτιος ἐπεξετάθη "πέρα τοῦ μετρίου" (3189), γιατὶ ἔπρεπε νὰ ἀπαντήσει στὸ ἐκτενές γράμμα, "τὸ μακρότερον τῆς Ἰλιάδος" (3190), τοῦ ἡγεμόνος τῶν Ἀρμενίων Ἀσωτίου (Ἀσοὺτ Ἀσώτ), στὸ ὁποῖο περιέχεται ὅλη ἡ ἐπιχειρηματολογία τῶν Μονοφυσιτῶν ἐναντίον τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, "αἱ εἰκαιολογίαι" τῶν Ἀρμενίων, ὅπως τὶς χαρακτηρίζει ὁ Ἀρέθας, τὶς ὁποῖες ἀνήρεσε ὁ Μ. Φώτιος.
Ἡ σπουδαιότης τῆς ἐπιστολιμαίας αὐτῆς πραγματείας εἶναι μεγίστη. Ἔχει παρατηρηθῆ σωστὰ πὼς ὅ,τι εἶναι γιὰ τὴν Πνευματολογία ἡ πραγματεία "Περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας" τὸ ἴδιο εἶναι γιὰ τὴν Χριστολογία ἡ πραγματεία αὐτὴ "Κατὰ τῆς Θεοπασχιτῶν αἱρέσεως"14. Ἐνῶ ὅμως ἡ πρώτη εἶναι πασίγνωστη, σ' αὐτὴν στηρίζεται ὅλη ἡ μετὰ τὸν Φώτιο γραμματεία γιὰ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχει δὲ μελετηθῆ καὶ ἀξιολογηθῆ ἐπανειλημμένως καὶ ἀπὸ τὴν σύγχρονη θεολογικὴ ἔρευνα, ἡ δεύτερη παραμένει παντελῶς σχεδὸν ἄγνωστη καὶ ἀναξιοποίητη. Τὸ σημαντικώτερο μάλιστα εἶναι ὅτι ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα καὶ οἱ θέσεις ποὺ προβάλλονται καὶ σήμερα ἀπαράλλακτα στὸν Θεολογικὸ Διάλογο ἀπὸ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους, ἐνώπιον τῶν ὁποίων οἱ Ὀρθόδοξοι Θεολόγοι, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ Διαλόγου, αίσθάνονται τουλάχιστον ἀμήχανοι καὶ συγκαταβατικοί, ἀντιμετωπίζονται μὲ τὴν ἴδια μέθοδο, δύναμη καὶ πειθὼ ποὺ γνωρίζομε ἀπὸ τὸ κλασικὸ Περὶ Ἁγίου Πνεύματος ἔργο τοῦ Μ. Φωτίου. Εἶναι φυσικὰ ἀδύνατο νὰ γίνει ἐδῶ ἡ θεολογικὴ ἀνάλυση καὶ παρουσίαση τοῦ μοναδικοῦ ὄντως αὐτοῦ γιὰ τὴν Χριστολογία ἔργου. Λόγω ὅμως τῆς μεγάλης του σπουδαιότητος καὶ τῆς ὄχι εὐτυχοῦς τροπῆς ποὺ πῆρε ὁ Θεολογικὸς Διάλογος εἶναι ἐπείγουσα ἀναγκαιότης τὸ ἔργο αὐτὸ νὰ ἐκδοθεῖ σὲ μετάφραση μὲ θεολογικὴ εἰσαγωγὴ καὶ κατάλληλο θεολογικὸ σχολιασμό, ὥστε νὰ ἀξιοποιηθεῖ ἀπὸ τὴν σύγχρονη θεολογικὴ ἔρευνα καὶ νὰ συμβάλει οὐσιαστικὰ ἀπὸ πλευρᾶς Ὀρθοδόξου στὸν διεξαγόμενο Διάλογο. Καὶ μολονὸτι ὅλοι βαρυνόμεθα μὲ πολλὲς ἄλλες ἀσχολίες καὶ ἔχομε βαρὺ φόρτο στοὺς ὤμους μας, ἐλπίζω μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ μπορέσω νὰ ἀνταποκριθῶ σ' αὐτὸ τὸ ἔργο.
Ἡ ἄλλη ἐπιστολιμαία πραγματεία, ποὺ ἐπιγράφεται "Ἐπιστολὴ πρὸς Ἀρμενίους" ὑπ' ἀριθμ. 285 στὴ νέα ἔκδοση τῆς Λειψίας, εἶναι πολὺ μικρότερη σὲ ἔκταση, ἀποτελεῖται ἀπὸ 479 στίχους. συμπληρώνει ὅμως μὲ νέες θέσεις τὴν διδασκαλία τοῦ Μ. Φωτίου15.
Πρέπει συναφῶς νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι ἡ ἄγνοια αὐτῶν τῶν ἐπιστολῶν καὶ ἐπομένως καὶ τῆς σχετικῆς διδασκαλίας τοῦ Μ. Φωτίου ὀφείλεται κυρίως στὸ ὅτι οἱ ἐπιστολὲς δέν εἶχαν περιληφθῆ στὶς παλαιότερες ἐκδόσεις, οὔτε καὶ στὴν P.G. τοῦ Μigne. Τὶς δημοσίευσε τὸ 1971 ὁ Darrouzes στὸ REB, ἀπ' ὅπου τὶς παρέλαβε καὶ ἡ ἔκδοση τῆς Λειψίας16.
Ἐπίλογος
Οἱ Ἀρμένιοι εἶναι εὐγενὴς καὶ συμπαθὴς λαός. Συμπορεύθηκαν μὲ τοὺς Ἕλληνες σὲ δύσκολους καιρούς, ἀντιμετώπισαν τὴν ἴδια σκληρότητα ἀπὸ ξενικὲς κατακτήσεις μέχρι τῶν τελευταίων ἐπονειδίστων σφαγῶν στὶς δύο πρῶτες δεκαετίες τοῦ αἰῶνος μας. Πενήντα χιλιάδες πρόσφυγες Ἀρμένιοι μαζὶ μὲ τοὺς ὁμοεθνεῖς μας πρόσφυγες τῆς Μικρασίας καὶ τοῦ Πόντου βρῆκαν θαλπωρὴ καὶ καταφύγιο στὴ χώρα μας, ὅπου ζοῦν μὲ ἐντιμότητα, ἐργατικότητα καὶ προκοπή. Φιλικώτατα τοὺς ἀντιμετωπίζει σὲ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο καὶ κοσμικὸ ὁ Μ. Φώτιος. Ἐπανειλημμένως ἀποκαλεῖ τὸν Ἀσώτιο φίλο καὶ συγγενή. Ἐπισημαίνει ὅμως ὅτι τὰ θέματα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀληθείας κινοῦνται σὲ ἄλλη διάσταση, ὄχι στὸ χῶρο τῶν πρόσκαιρων σκοπιμοτήτων, ἀλλὰ στὸ χῶρο τῆς αἰωνιότητος, τὴν εἴσοδο στὴν ὁποία ἐγγυῶνται ὄχι τὸ σχῖσμα καὶ ἡ αἵρεσις, ἀλλὰ ἡ Μία Ἁγία Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Τοῦ γράφει. «Μὴ σοὶ γένοιτο, τερπνὸν φιλίας καὶ συγγενείας ἀγλάισμα, μήτε σοὶ μήτε τινὶ ἄλλω, ὅσοις τὸ Χριστοῦ ἐπικαλεῖται ὄνομα, μηδαμῶς κατὰ τὸ ἐκεῖθεν κριτήριον εἰς τοιαύτην ὑποβληθῆναι καὶ τηλικαύτην ἐξέτασιν καὶ τότε μεταμανθάνειν τὴν ἀλήθειαν, ὅτε πλέον οὐδὲν τοῦ πικρότερον κολάζεσθαι περιγίνεται»17.
Αὐτὴν τὴν ἄλλη πραγματικότητα, τὴν ἄλλη διάσταση τῆς ἀληθείας, εἶχαν πάντοτε ὡς κριτήριο οἱ Ἅγιοι, καὶ ὁ Μ. Φώτιος, γι' αὐτὸ ἦσαν ἀνυποχώρητοι σὲ θέματα πίστεως καὶ ἀληθείας.
1. Βλ. Μ. Ἀθανασίου, Περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου P.G. 25,188.
2. Βλ. Ἀρχιμ. Βασ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἀπ' ἀρχῆς μέχρι σήμερον, Ἀθῆναι 1959, σελ. 243. Χ.Μ. Μπαρτικιάν, Ἑλληνισμὸς καὶ Ἀρμενία, Ἀθῆναι 1991, σελ. 63-65.
3. Βλ. π.χ. Χ.Μ. Μπαρτικιάν, αὐτόθι, σελ. 61: «Ἡ στάση τῶν βυζαντινῶν ἀρχῶν ἔναντι τῶν Ἀρμενίων τοῦ Βυζαντίου δὲν ἦταν μονοειδής. Αὐτὴ ἐξηρτᾶτο ἀπὸ τὴν ὁμολογία πίστεως τῶν Ἀρμενίων. Ἡ συμπεριφορὰ τῶν Βυζαντινῶν ἔναντι τῶν μονοφυσιτῶν Ἀρμενίων καὶ τῶν ἀσπαθέντων τὸν διφυσιτισμὸ ἦταν τελείως διαφορετική. Οἱ μονοφυσῖτες Ἀρμένιοι, ποὺ παρουσίαζαν τὴν ἀπόλυτη πλειοψηφία τῶν Ἀρμενίων τοῦ κράτους, ἀποτελοῦντες κοινότητες, ἔμεναν παραγκωνισμένοι ἐν ἀντιθέσει μὲ τοὺς Ἀρμενίους Χαλκηδονῖτες, οἱ ὁποῖοι ὄντες ὁμόδοξοι τῶν Ἑλλήνων, ἀπολάμβαναν ὅλων τῶν δικαιωμάτων τῶν Ρωμαίων πολιτῶν».
4. Γ. Ράλλη Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, Ἀθῆναι 1855, τόμ. 5, σελ. 415.
5. Ἀρχιμ. Βασ. Στεφανίδου, ἔνθ' ἀνωτ., σελ. 220.
6. Αὐτόθι, σελ. 413.
7. Αὐτὴν τὴν ἄποψη ἀπηχεῖ καὶ τὸ ἐκτενὲς γιὰ τὴν "Ἀρμενία" ἄρθρο τῆς Θρησκευτικῆς καὶ Ἠθικῆς Ἐγκυκλοπαιδείας, ( τόμ.3, στ. 167-195) τοῦ Ἀθ. Ἀρβανίτη, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος στὴ δογματικὴ διδασκαλία τὴς Ἀρμενικῆς Ἐκκλησίας δικαιολογεῖ τὴν δυσφορία τῶν Ἀρμενίων, ὅταν χαρακτηρίζονται ὡς Ευτυχιανοὶ καὶ Μονοφυσῖτες, ἀποδίδει δὲ τὸν χωρισμό τους ἴσως καὶ εἰς λόγους ἐξωτερικῆς πολιτικῆς, παρὰ δογματικῆς διδασκαλίας: «Τὸ ἀτύχημα δι' αὐτὴν εἶναι κατὰ βάθος ἡ ἄρνησις νὰ ἀποδεχθῆ τῆν ἐν Χαλκηδόνι Σύνοδον ὡς Δ' Οἰκουμενικήν, γεγονὸς τὸ ὁποῖον προεκάλεσε καὶ τὴν ἀπόσχισίν της ἐκ τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Τοῦτο ὀφείλεται, ὡς ἐσημειώθη ἐν τῷ οἰκείῳ τμήματι, ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, εἰς τὸ ὅτι λόγω τῶν πολιτικῶν ἀνωμαλιῶν δὲν ἠδυνήθη αὐτὴ νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὴν ἐν λόγω Σύνοδον. Ἴσως δὲ καὶ λόγω δυσαρεσκείας πρὸς τὸν Μαρκιανὸν καὶ τὴν Πουλχερίαν, τοὺς μὴ βοηθήσαντας τοὺς Ἀρμενίους κατὰ τῶν Περσῶν, ἐξαπέλυσε αὕτη τὸ κατὰ τῆς Συνόδου ἐκείνης ἀνάθεμα, ἀφορμωμένη οὔτως ἐκ λόγων ἐξωτερικῆς πολιτικῆς ἢ δογματικῆς» στ. 191.
8. Ν. Ματσούκα, Ὀρθοδοξία καὶ αἵρεοη, Θεσσαλονίκη 1992, σελ.35-36. Γιὰ τὴν ἀληθὴ θέση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ βλ. τὴν ἰδική μας μελέτη, Ἡ "Ὀρθοδοξία" τῶν Ἀντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτῶν, Θεσσαλονίκη 1994.
9. Τὴν τάση αὐτὴ ἐκπροσωπεῖ ἡ μελέτη τοῦ Γ. Μαρτζέλου, Γένεση καὶ πηγὲς τοῦ Ὅρου τῆς Χαλκηδόνας. Συμβολὴ στὴν ἱστορικοδογματικὴ διερεύνηση τοῦ Ὅρου τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Θεσσαλονίκη 1986, τῆς ὁποίας τελικὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι "ὁ Ὅρος τῆς Χαλκηδόνας κατὰ τὸ δογματικό του περιεχόμενο δὲν εἶναι ἁπλῶς σύμφωνος μὲ τὴ Χριστολογία τοῦ Κυρίλλου, ἀλλὰ ἔχει ἐμφανῶς Κυρίλλειο χαρακτήρα", σελ. 221. Σχετικῶς βλ. καὶ Β. Φανουργάκη, Ὁ Κυρίλλειος χαρακτήρας τοῦ "Ὅρου τῆς Χαλκηδόνος στὸ Διάλογο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τὶς Ἀρχαῖες Ἀνατολικὲς μὴ Χαλκηδόνιες Ἐκκλησίες. Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος στὴν ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία, Θεσσαλονίκη 1993.
10. Βλ. σχετικῶς Γέροντος Δανιὴλ Κατουνακιώτου Πρὸς Ἱερομόναχον Ἱερώνυμον κατὰ Ἀρμενίων. Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ τοῦ ἀοιδίμου σοφοῦ καὶ φωτισμένου Γέροντος Δανιήλ, ποὺ καταλέγεται στὶς μεγάλες ἁγιορείτικες μορφὲς τῶν τελευταίων χρόνων δημοσιεύεται στὸν τόμο ε' τῆς σειρᾶς τῶν ἀπάντων του, ὁ ὁποῖος φέρει τίτλον Ἐξ ἐρήμου Διατυπώσεις, σελ. 49-71. Ἀναιρεῖ τὶς ἀπόψεις τοῦ ἀρχιμανδρίτου Πολυκάρπου Ψωμιάδου, μετέπειτα ἀρχιερέως, ὁ ὁποῖος πρὸ ἑκατὸ ἀκριβῶς ἐτῶν, στὰ τέλη τοῦ περασμένου αἰῶνος ἰσχυριζόταν ὅτι «ἡ Ἀρμενικὴ Ἐκκλησία μόνον κατὰ τὰ ἔθιμα καὶ τοὺς τύπους διαφέρει τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας καὶ ὅτι λόγοι οὐχὶ οὐσιωδῶς δογματικοὶ ἀπέσπασαν αὐτοὺς ἀφ' ἡμῶν». Ἡ σχετικὴ ἐπιστολιμαία πραγματεία τοῦ Γέροντος Δανιὴλ πρὸς τὸν ἱερομόναχον Ἱερώνυμον ἔχει ἡμερομηνίαν 24 Μαρτίου 1892.
Τὴν πληροφορία γιὰ τὴν ἐπιτυχία τῆς προσπάθειας αὐτῆς ἐπιστροφῆς τῶν Ἀρμενίων δίδει ὁ ἴδιος ὁ πατριάρχης Φώτιος στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν ἡγεμόνα τῶν Ἀρμενίων Ἀσοὺτ ἢ Ἀσώτ, ἐπιγραφόμενη Κατὰ τῆς Θεοπασχιτῶν. Ἐπιστολὴ 284, ἐν Photii Patriarchae Constantinopolitani Epistulae et Amphilochia, τόμ. 3, σελ.4 ε., ἔκδ. Β. Laourdas L. Westerink (Bibliotheca Teubneriana). αἱρέσεως: «Τὸ μὲν οὖν τὴν παραίνεσιν ἡμῶν πέρας οἷον εὐχόμεθα λαβεῖν, οὐ βεβαίως ἐλπίζομεν, εἰ μὴ μὲ τῶν προλαβόντων ἄλλων Ἀρμενίων, ὧν οὐ πρὸ πολλοῦ χρόνου ἡ ἐπιστροφὴ καὶ διόρθωσις, διὰ τῆς ὁμοίας παραινέσεως καὶ τοῦ μακαριωτάτου Ἰωάννου ἀρχιεπισκόπου Νίκης λαμπρῶς τὲ καὶ ὡς ἄριστα προελθούσα, καὶ περὶ τῆς ὑμῶν ἀρετῆς φρονεῖν τὰ ἀμείνω προετρέψατο»
11. Ἐπιστολὴ 2, Ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικοὺς θρόνους, αὐτόθι τόμ. 1, σελ. 41.
12. Ἐπιστολὴ 139, Τῲ ἄρχοντι τῶν ἀρχόντων, P.G. 111, 365. R. Jenkins L. Westerink, Nicholas I, patriarch of Constantinople, Letters, σελ. 49-52.
13. Arethae Archiepiscopi Caesariensis Scripta Minora, έκδ. L. Westerink, τόμ. I, Leipzig 1968, σελ. 52.
14. Πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Παπαδοπούλου, «Σχέσεις τοῦ ἁγίου Φωτίου μὲ τὴν ἀρμενικὴ ἐκκλησία», Σύναξη, τεῦχος 30, Ἀπρίλιος Ἰούνιος 1989, σελ. 28.
15. Β. Laourdas L. Westerink, ἔνθ' ἀνωτ., τόμ. 3, σελ. 98 έ.
16. J. Darrouzes, «Deux lettres inedites de Photius aux Armeniens», REB 29(1971) 137-181.
17. Ἐπιστολὴ 284, Κατὰ τῆς Θεοπασχιτῶν αἱρέσεως, στῖχοι 422-425, ἔνθ' ἀνωτ., τόμ. 3, σελ. 15.
Εἶναι οἱ Ἀρμένιοι Ὀρθόδοξοι; Οἱ θέσεις τοῦ Μ. Φωτίου.
Σειρὰ "Καιρὸς"
Θέματα Ἑκκλ. Ἐπικαιρότητος
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1995 http://www.theodromia.gr/2BD33546.el.aspx
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου