αναρτήθηκε στις 3 Σεπ 2009, 9:41 μ.μ. από το χρήστη + Photios [ ενημερώθηκε 10 Σεπ 2009, 9:10 μ.μ. ]
Εισαγωγη
Το αντικείμενο του παρόντος πονήματος αφορά την βυζαντινή λογοτεχνία. Ειδικότερα, στο πρώτο μέρος εξετάζουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε ένας λόγιος του Βυζαντίου, ο Μέγας Φώτιος, δύο αρχαία μυθιστορήματα. Στο δεύτερο, ασχολούμαστε με τα χαρακτηριστικά τριών επιστολών του βυζαντινού Ιωάννου Τζέτζη.
Διαπιστώνουμε ότι ο Μέγας Φώτιος κρίνει ευμενώς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά και των δύο αρχαίων ερωτικών μυθιστορημάτων. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με το περιεχόμενο. Ως προς αυτό, η θετική γνώμη του Μ. Φωτίου προς το ένα και η αρνητική προς το άλλο είναι εμφανής. Στην πρώτη ενότητα που ακολουθεί, προσπαθούμε να αιτιολογήσουμε αυτήν την στάση. Συμβουλευτήκαμε δύο μεταφράσεις του κειμένου της Μυριοβίβλου και χρησιμοποιήσαμε πότε αυτήν του Στεφάνου Ευθυμιάδη και πότε αυτήν του Ιγνατίου Σάκαλη, ανάλογα με την (κατά την κρίση μας) πιο εύστοχη απόδοση του πρωτοτύπου.
Ο Βυζαντινός διδάσκαλος Ιωάννης Τζέτζης, είναι ο συντάκτης των επιστολών που σχολιάζουμε στη δεύτερη ενότητα χαρακτηρίζοντας τον τύπο της κάθε μιας και επισημαίνοντας τα κύρια εκφραστικά μέσα και τα θεματικά τους στοιχεία.
Α. Πωσ ο Μ. Φωτιοσ Αντιμετωπισε
Δυο Αρχαια Μυθιστορηματα
Ο Μέγας Φώτιος στην Μυριόβιβλό του συμπεριλαμβάνει στις περιλήψεις και κρίσεις των βιβλίων που ανέγνωσε και δύο ερωτικά μυθιστορήματα της Αυτοκρατορικής περιόδου: τα Αιθιοπικά του Ηλιοδώρου και το Λευκίππη και Κλειτοφών του Αχιλλέως Τατίου, τα οποία και συγκρίνει μεταξύ τους. Ως βυζαντινός λόγιος του 9ου αιώνα, ο Μέγας Φώτιος αποδεικνύεται συνεπής εκπρόσωπος της παραδοσιακής στάσεως των βυζαντινών λογίων ως προς την αρχαία ελληνική γραμματεία. Αυτή συνίστατο στον διαχωρισμό της μορφής από το περιεχόμενο των έργων. Θαύμαζαν, και προσπαθούσαν να μιμηθούν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των αρχαίων έργων («εὐγλωττίας χάριν καὶ γυμνασίας τοῦ νοῦ»), προσπαθώντας να προφυλαχθούν από το μη χριστιανικό περιεχόμενο[1]. Όπως λέγει χαρακτηριστικά ο Toynbee «η ορθή ελληνοβυζαντινή στάση προς την αρχαιοελληνική λογοτεχνία ήταν να σύρει μιαν αυστηρή διαχωριστική γραμμή μεταξύ του λεκτικού τύπου και της νοηματικής της ουσίας»[2].
Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτήν την διάκριση, και ο Μέγας Φώτιος επαινεί για τα αισθητικά και υφολογικά του χαρακτηριστικά και τα δύο αρχαία μυθιστορήματα. Επιφυλάσσει όμως λίαν ευμενή σχόλια για τα ηθικά στοιχεία του έργου του Ηλιοδώρου, ενώ –απεναντίας- δυσμενέστατα για το ηθικό περιεχόμενο (ή μάλλον καλύτερα, μη ηθικό, με τα χριστιανικά κριτήρια) του έργου του Αχιλλέως Τατίου. Ασφαλώς, δεν είναι τυχαίο και το ότι για την περιγραφή των Αιθιοπικών, αφιερώνει δεκαπλάσιο χώρο στην Μυριόβιβλο, απ' ότι για την αντίστοιχη των περί Λευκίππην και Κλειτοφώντα.
Για το έργο του Ηλιοδώρου, ο Μέγας Φώτιος αναφέρει ότι: είναι σύγγραμμα δραματικό και το ύφος (η φράση) του είναι ανάλογο με την υπόθεση: «φράση δὲ πρεπούσῃ τῇ ὑποθέσει κέχρηται·». Το ύφος αυτό ξεχειλίζει από απλότητα και γλυκύτητα[3]. Η διήγηση στολίζεται με παθήματα, εκ των οποίων άλλα διαδραματίζονται στον παρόντα χρόνο, άλλα είναι προσδοκώμενα ή και απροσδόκητα ακόμη αλλά και παράδοξες σωτηρίες από τις διάφορες συμφορές που τυχαίνουν, με την χρήση λέξεων ευκολονοήτων και καθαρών[4]. Και αν σε κάποια σημεία, όπως είναι φυσικό, ο συγγραφέας χρησιμοποίησε κάποιες λέξεις που κλίνουν προς την μεταφορά, αυτές κατανοούνται εύκολα και παριστάνουν με καθαρότητα αυτό που θέλει να εκφράσει. Οι περίοδοι του είναι ευσύνοπτες και κατά κάποιο τρόπο συστέλλονται καταλήγοντας σε βραχυλογία[5]. Αλλά και η συντακτική δομή και τα λοιπά εκφραστικά μέσα είναι ανάλογα με την διήγηση[6].
Από τα προηγούμενα φαίνεται καθαρά ότι κατά τον Μ. Φώτιο το έργο αυτό πληρεί τα πρέποντα υφολογικά και αισθητικά κριτήρια για το είδος του. Απλότητα και γλυκύτητα και πλοκή με περιπέτειες -προσδοκώμενες και απροσδόκητες- είναι αναγκαία χαρακτηριστικά για ένα ευχάριστο ελαφρό ανάγνωσμα όπως το μυθιστόρημα[7].
Παρόμοια ευνοϊκά σχόλια –σε σημείο να προκαλεί έκπληξη σε συγχρόνους μελετητές[8]- επιφυλάσσει ο Μ. Φώτιος και για τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των Περί Λευκίππην και Κλειτοφώντα του Αχιλλέως Τατίου: Είναι δραματικό έργο που διηγείται ατόπους έρωτες[9]. Στη γλώσσα και τη σύνταξη του λόγου φαίνεται να διαπρέπει· γιατί είναι δεόντως ευκρινείς. Και οι μεταφορές του βρίσκονται στη σωστή θέση, όποτε τις χρησιμοποιεί. Οι περισσότερες περίοδοί του είναι περιεκτικές, σαφείς και ευχάριστες, και ακούγονται ευχάριστα[10].
Όμως, παρά τις μορφολογικές ομοιότητες που διαπιστώνει ο Μ. Φώτιος μεταξύ των δύο έργων, διακρίνει μία μεγάλη διαφορά: Έχει (το έργο του Αχιλλέως Τατίου) μεγάλη ομοιότητα ως προς την σύνθεση και την πλοκή των αφηγήσεων, εκτός βέβαια από τα ονόματα των προσώπων και την βδελυρή αισχρότητα, με τις δραματικές ιστορίες του Ηλιοδώρου[11]. Ή, όπως λίγες γραμμές πιο πάνω αναφέρει:«Ἀλλὰ τό γε λίαν ὑπεραίσχρον καὶ ἀκάθαρτον των ἐννοιῶν καὶ τὴν τοῦ γεγραφότος φαυλίζει καὶ γνώμην ἐν πᾶσι καὶ σπουδήν»[12].
Το έργο του Ηλιοδώρου ικανοποιεί τη ηθικά κριτήρια του Μ. Φωτίου, καθώς προάγει τα ιδανικά της αγνότητος μέχρι τον γάμο και της καταργήσεως των ανθρωποθυσιών γι' αυτό και επαινείται όχι μόνον για την μορφή αλλά και για το περιεχόμενό του, ενώ το έργο του Αχιλλέως Τατίου κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση, χαρακτηρίζεται από έλλειψη σεμνότητος, γι' αυτό και κατακρίνεται ως προς αυτό[13]. Προφανώς εξαιτίας αυτού του γεγονότος δημιουργήθηκε ο ευλαβής μύθος[14], ότι ο Ηλιόδωρος αργότερα έγινε Χριστιανός και μάλιστα Επίσκοπος: «Τοῦτον δὲ καὶ Ἐπισκοπικοῦ τυχεῖν ἀξιώματος ὕστερόν φασιν»[15]. Για τον Αχιλλέα Τάτιο δημιουργήθηκε ένας άλλος μύθος, προφανώς ως άλλοθι για την ανάγνωση του μυθιστορήματος του, ότι οι ήρωες του έργου του Κλειτοφών και Λευκίππη, ταυτίζονταν με τους εθνικούς γονείς των Αγίων Γαλακτίωνος και Επιστήμης[16].
Β. Σχολιασμοσ τριων Βυζαντινων Επιστολων
Η ΙΖ΄επιστολή του Ιωάννου Τζέτζη απευθύνεται «Πρός τινα Γραμματικόν», δηλαδή σε κάποιον γραμματέα. Ανήκει στον τύπο των λεγομένων φιλολογικών ιδιωτικών επιστολών, διότι πέραν της πρακτικής αξίας, ο συγγραφέας έβαλε σ' αυτήν και τέχνη ώστε να έχει την δυνατότητα να χρησιμεύσει και ως υπόδειγμα, ή πάντως να μπορεί να αναγνωσθεί δημοσίως δίχως να καταισχύνει τον συντάκτη της[17].
Βλέπουμε να μεταχειρίζεται σχήματα λόγου όπως, παρηχήσεις: «το πάθος μάθος θέντες» (του θ), «...μεταπλάττων εἰς θήρας καὶ ξενηλασίαν διδάσκων λακωνικήν καὶ Κυκλώπων μισαλληλίαν...» (του λ) και αντιθέσεις: «ῥαδίως ἐλάμβανες - δυσχερῶς ἀπεδίδως» και «δυσχερῶς διδόντες - ῥαδίως ἀπολαμβάνομεν»[18].
Το θέμα της είναι η επιστροφή δανεικής γραφικής ύλης από ένα Γραμματέα. Ο Τζέτζης πολύ προθύμως είχε δανείσει σε αυτόν χαρτιά. Όμως δεν του επεστράφησαν, οπότε έγραψε την επιστολή αυτή στον Γραμματέα με σκοπό να τον παρακινήσει να επιστρέψει σε αυτόν τα χαρτιά.
Η επιστολή ΙΗ΄ του ιδίου, απευθύνεται προς έναν αξιωματούχο, τον «Μυστικό, κυρ Νικηφόρῳ Σερβλιᾷ» και ανήκει στο είδος των υπηρεσιακών επιστολών[19].
Γράφει σε κάποιον αρμόδιο που μπορεί να του ικανοποιήσει ένα αίτημά του. Ξεκινάει με πληθώρα επιθέτων και κολακειών προς τον Άρχοντα, με μεγάλη δόση υπερβολής: «ὀφθαλμέ γερουσίας», «ὑπεροχή τῆς ἀρχῆς», «τῶν πρὶν Καισάρων Σερβιλίων ἀπόγονε»[20]. Με υπερβολή μεγαλώνει επίσης το πρόβλημα που έχει με τους γείτονες του, προφανώς για να κινήσει την περιέργεια του άρχοντα και να επέμβει.
Αυτό είναι και το θέμα της επιστολής. Ζητεί να επιλύσει ο άρχοντας – παραλήπτης του γράμματος, κάποια προβλήματα συμβιώσεως με κακούς γείτονες. Παραπονείται ότι η οικογένεια που ζει στον όροφο επάνω από αυτόν έχει και παιδιά και χοίρους, ενώ μια βλάβη στις σωληνώσεις έχει προξενήσει σε αυτόν δυσάρεστες συνέπειες[21].
Το τρίτο γράμμα –η επιστολή ΛΒ΄- είναι και αυτό του τύπου των φιλολογικών ιδιωτικών επιστολών. Απευθύνεται σε κάποιον Στέφανο, διδάσκαλο. Κύρια εκφραστικά μέσα της επιστολής αυτής είναι οι παρομοιώσεις: «ὡς ὁ πρίν ἐκεῖνος Πυθαγόρας», «ὥσπερ τις ἀνδριάς ἄφωνος», «ὑπέρ τὰς ἑβδομάδας τοῦ Δανιῆλ» και το σχήμα της κλίμακος: στην αρχή διακρίνουμε την σιωπή του συγγραφέως, η οποία λίγους στίχους παρακάτω γίνεται μικρή ενόχληση και καταλήγει σε μεγάλη ενόχληση[22].
Το θέμα της επιστολής αυτής είναι η υπενθύμιση στον Διδάσκαλο Στέφανο, να τηρήσει την υπόσχεσή του και να του στείλει ένα τετράδιο.
Συμπερασματα
Από την φιλολογική κριτική του Μεγάλου Φωτίου στα δύο αρχαία ελληνικά μυθιστορήματα, προκύπτει το συμπέρασμα ότι, παρά το όποιο αιρετικό στοιχείο στο περιεχόμενο των έργων που σχολιάζει, δεν μένει τυφλός στην επιστημονική αξία που έχει το κάθε ένα[23]. Επαινεί την λογοτεχνική μορφή και των δύο και το ηθικό περιεχόμενο του πρώτου.
Οι τρεις επιστολές του Ιωάννου Τζέτζη αποδεικνύουν ότι οι βυζαντινοί προσπαθούσαν να εντάξουν μέσα στις επιστολές τους πολλά λόγια στοιχεία. Κυριαρχούν οι παρηχήσεις και υπερβολές. Σε κάποια σημεία, της δεύτερης επιστολής πού εξετάσαμε ο αναγνώστης της σημερινής εποχής μπορεί ακόμη και να γελάσει, από την υπέρμετρη χρήση των υπερβολών.
Βιβλιογραφια
1. Λεντάκης Βασίλειος, «Το μυθιστόρημα» στο Βερτουδάκης Β. κ.ά., Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμ. Β΄ (Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 179-195.
2. Γιαννόπουλος Ι., «Γλώσσα και παιδεία στο Βυζάντιο» στο Γιαννόπουλος Ι., Κατσιαμπούρας Γ. Κουκουζέλης Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμ. Β΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σελ. 329-354.
3. Μωϋσείδου Γιασμίνα, «Επιστολογραφία», στο Γιαννου Β. κ.ά., Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμ. Γ΄ (Βυζαντινή Περίοδος), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 83-93.
4. Τζέτζης Ιωάννης Επιστολαί, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια Ιορδάνης Γρηγοριάδης, εκδ. Κανάκη (Κείμενα Βυζαντινής Λογοτεχνίας), Αθήνα 2001.
5. Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Βιβλιοθήκη. Όσα της ιστορίας. Ανθολογία, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια Στέφανος Ευθυμιάδης, εκδ. Κανάκη (Κείμενα Βυζαντινής Λογοτεχνίας), Αθήνα 2001.
6. Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Μυριόβιβλος ή Βιβλιοθήκη, Κείμενο-Μετάφραση-Σχόλια Ιγνάτιος Σάκαλης, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, εκδ. Ελευθερίου Μερετάκη «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2001, τ. 5.
7. Hunger Herbert, Βυζαντινή Λογοτεχνία, Η λόγια κοσμική λογοτεχνία των Βυζαντινών, τόμος Β΄, Ιστοριογραφία, Φιλολογία, Ποίηση, μτφρ. Τ. Κόλλιας, Κ. Συνέλλη, Γ.Χ. Μακρής, Ι. Βάσσης, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2005.
8. Toynbee A., Οι Έλληνες και οι Κληρονομιές τους, μτφρ. Ν. Γιανναδάκης, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2002.
9. Wilson. N. G., Οι Λόγιοι στο Βυζάντιο, μτφρ. Ν. Κονομής, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991.
[1] Ιωάννης Γιαννόπουλος, «Γλώσσα και παιδεία στο Βυζάντιο» στο Γιαννόπουλος Ι., Κατσιαμπούρας Γ. Κουκουζέλης Α., Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, τόμ. Β΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000 σελ. 339- 340.
[2] Arnold Toynbee, Οι Έλληνες και οι Κληρονομιές τους, μτφρ. Ν. Γιανναδάκης, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2002, σελ. 411.
[3] Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Βιβλιοθήκη. Όσα της ιστορίας. Ανθολογία, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια Στέφανος Ευθυμιάδης, εκδ. Κανάκη (Κείμενα Βυζαντινής Λογοτεχνίας), Αθήνα 2001, σελ. 288-289.
[4] Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Μυριόβιβλος ή Βιβλιοθήκη, Κείμενο-Μετάφραση-Σχόλια Ιγνάτιος Σάκαλης, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, εκδ. Ελευθερίου Μερετάκη «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2001, τ. 5, σελ. 245.
[5] Στο ίδιο.
[6] Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ό.π.,σελ. 289.
[7] Λεντάκης Βασίλειος, «Το μυθιστόρημα» στο Βερτουδάκης Β. κ.ά., Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμ. Β΄ (Ελληνιστική και Αυτοκρατορική Περίοδος), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 180, 186.
[8] N. G. Wilson., Οι Λόγιοι στο Βυζάντιο, μτφρ. Ν. Κονομής, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991, σελ. 139.
[9] Φωτίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., σελ. 319.
[10] Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., σελ. 377.
[11] Στο ίδιο.
[12] Στο ίδιο, σελ. 376.
[13] Hunger Herbert, Βυζαντινή Λογοτεχνία, Η λόγια κοσμική λογοτεχνία των Βυζαντινών, τόμος Β΄, Ιστοριογραφία, Φιλολογία, Ποίηση, μτφρ. Τ. Κόλλιας, Κ. Συνέλλη, Γ.Χ. Μακρής, Ι. Βάσσης, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2005, σελ. 528-529.
[14] N. G. Wilson., ό.π., σελ. 46.
[15] Φώτιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., σελ. 298.
[16] Hunger Herbert, ό.π., Αθήνα 2005, σελ. 528
[17] Γιασμίνα Μωϋσείδου, «Επιστολογραφία», στο Γιαννου Β. κ.ά., Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, τόμ. Γ΄ (Βυζαντινή Περίοδος), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 91.
[18] Ιωάννης Τζέτζης Επιστολαί, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια Ιορδάνης Γρηγοριάδης, εκδ. Κανάκη (Κείμενα Βυζαντινής Λογοτεχνίας), Αθήνα 2001, σελ. 76.
[19] Γιασμίνα Μωϋσείδου, ό.π., σελ. 90
[20] Ιωάννης Τζέτζης ό.π., σελ. 76.
[21] N. G. Wilson., ό.π., σελ. 247.
[22] Ιωάννης Τζέτζης ό.π., σελ. 100.
[23] N. G. Wilson., ό.π., σελ. 149.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου