Η κληρονομιά της τριαδικής θεολογίας του Αυγουστίνου
επηρέασε τους Σχολαστικούς και τους νεοσχολαστικούς φτάνοντας σ’ αυτούς μέσω
παραδοσιακών διαδρομών, πολύ διαφορετικών μεταξύ τους. Οι τρεις σπουδαιότερες
διαδρομές θα παρουσιαστούν με συντομία.
Ας ξεκινήσουμε από εκείνα τα έργα τα οποία παίρνοντας αφορμή
από την θεολογική σύλληψη που είχε ο Αυγουστίνος για την Ιστορία,
επεξεργάστηκαν ένα δόγμα των τριών εποχών, κάνοντας έτσι την τριαδική πίστη μια
Αρχή τάξεως της Ιστορίας.
Η εποχή του Πατρός χαρακτηρίζεται από το γεγονός της
δημιουργίας κατά την οποία ο Πατήρ εκφέρει τον δημιουργικό Λόγο. Στην εποχή του
Υιού συμβαίνει η λύτρωση, με την συμμετοχή και σ’ αυτή την περίπτωση, του
Πατρός και του Πνεύματος, αλλά με την ενσάρκωση μόνον του Υιού. Η εποχή του Πνεύματος
βλέπει την γέννηση και την ανάπτυξη της Εκκλησίας.
Η ιστορία της σωτηρίας αντικατοπτρίζει λοιπόν την ξεχωριστή
ενέργεια καθενός από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Είναι ένα ιστορικό όραμα
όπου συναντούμε διαφορετικές εκφράσεις του και απόψεις, από τον Ruperto di Deutz (1070-1129)
μέχρι τον Ιωακείμ ντα Φιόρε (1130-1202).
Ο πατήρ δεν είναι μόνο, γι’ αυτούς, η καταγωγή των
ενδοτριαδικών προόδων. Ακόμη και η Ιστορία έχει σ’ αυτόν το θέμελιό της, ενώ ο
Υιός της έδωσε μια αποφασιστική στροφή και το πνεύμα συνεχίζει να την μορφώνει,
να της προσφέρει το μοντέλλο. Αυτοί οι στοχαστές κινήθηκαν πέρα από τις γλωσσικές,
φιλοσοφικές και ερμηνευτικές συζητήσεις της εποχής τους, αντιλαμβανόμενοι την
Τριαδική θεολογία σαν τον ορίζοντα της ανθρώπινης ζωής.
Το δόγμα των τριών εποχών έγινε βασικώς αποδεκτό, παρότι
εκφράστηκαν ορισμένες επιφυλάξεις για την εκδοχή του ντα Φιόρε. Ο Μποναβεντούρα
και ο Θωμάς Ακινάτης τον κατηγόρησαν ότι δεν εξέθεσε αρκετά καθαρά την
ενυπάρχουσα ενότητα ανάμεσα στα διαφορετικά μέρη της Ιστορίας της σωτηρίας,
συλλαμβάνοντας τοιουτοτρόπως την εποχή του πνεύματος εντελώς ανεξάρτητη από
εκείνην του Υιού. Σύμφωνα με τον Ακινάτη δεν είναι δυνατόν να θεμελιώσουμε την
πίστη στην δημιουργία και στην λύτρωση, το δόγμα της Χάριτος και την
Εκκλησιολογία χωρίς να ξεκινούμε από τον υπολογισμό των ενδοτριαδικών προόδων.
Μια ιστορία η οποία γίνεται κατανοητή ξεκινώντας από την Τριάδα, ακριβώς επειδή
βασίζεται στα γεγονότα της σωτηρίας, δεν μπορεί παρά να αγκυροβολήσει στις
ενδοθεϊκές σχέσεις που βρίσκονται στην καταγωγή της σωτηρίας (S. Theol. I,
q.45, a.6).
Η κληρονομιά του Αυγουστίνου σκέπασε επίσης και την πνευματική
διάσταση της σχολαστικής παραδόσεως, η οποία χαρακτηρίζεται από την σκέψη των πατέρων
της Εκκλησίας για τους οποίους ο θεός είναι Αγάπη και το Πνεύμα είναι ο δεσμός
της αγάπης ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό. Μια σκέψη που προσελήφθη και
ανεπτύχθη και από τον Ρικάρντο του Αγίου Βίκτωρος, και τον Βερνάρδο του Κλαιρβώ
(1090-1153), από τον Άγιο Μποναβεντούρα και από την Φραγκισκανική σχολή.
Για τον Αββά του Κλαιρβώ ο σκοπός της θεολογίας δεν
περιορίζεται στην διαβεβαίωση της ελλείψεως αντιφάσεων ανάμεσα στα μυστήρια της
πίστεως και την ανθρώπινη νόηση. Πρέπει να τείνει και πέραν της εκθέσεως των
σχέσεων που διατρέχουν ανάμεσα στα διαφορετικά μέρη της ομολογίας της πίστεως.
Εάν σταθεί σ’ αυτό θα περιοριζόμαστε στο να ασχοληθούμε με την θεολογία
κάνοντας αποκλειστικά χρήση της λογικής. Κάτι πολύ λίγο για τον Βερνάρδο, ο
οποίος υποστηρίζει πως στην πίστη και στην συζήτηση πάνω στην πίστη πρέπει να
λαμβάνουν μέρος και η συγκίνηση και ο θαυμασμός και η αγάπη.
Αυτοί οι συγγραφείς τοποθετούν την λογική γνώση του θεού σ’
έναν πνευματικό ορίζοντα, ο οποίος παρότι γίνεται κατανοητός, ξεπερνά την
στιγμή της ερωτήσεως και του στοχασμού, κατεβάζοντας την αναγνώριση, την γνώση
και την θέληση στην στάση του ανοίγματος που είναι χαρακτηριστική της αγάπης.
Το ξεκίνημα ενός παρόμοιου δρόμου είναι η ένωση με την
ταπεινή αγάπη του θεού, με το βλέμμα στραμμένο στον Εσταυρωμένο. Μ’ αυτόν τον
τρόπο ο Βερνάρδος κατόρθωσε να ενώσει το πνεύμα του Παύλου με την κληρονομιά
του Αυγουστίνου. Επιπλέον δε ο Αββάς έγινε μαθητής του Αυγουστίνου κατανοώντας
την αγάπη για τον θεό και τον πλησίον σαν ένα δώρο του πνεύματος. [Έχασε όμως
την Ιστορική μάχη από τον Αβελάρδο, τον πρώτο μοντέρνο άνθρωπο].
Στηριζόμενος σε όσα ειπώθηκαν από τον Παύλο και από τον
Επίσκοπο της Ίππωνος, ο Βερνάρδος έφτασε στο συμπέρασμα πως η ενέργεια του
Αγίου πνεύματος, κατευθυνόμενη στο ξύπνημα της ψυχής του πιστού, αναγνωρίζεται
στο γεγονός πως το πνεύμα ελευθερώνει την καρδιά του ανθρώπου από τον
περιορισμό της, επιτρέποντάς της να δεχθεί με αγάπη τον Εσταυρωμένο και να
φτάσει στην γνώση της ταπεινής αγάπης του θεού.
Ένα άλλο κοινό σημείο με τον Αυγουστίνο διακρίνεται σε όσα
λέει ο Βερνάρδος για την αγάπη του θεού, την οποία κατανοεί σαν μετοχή, που
προσφέρεται κατά Χάριν, στον δεσμό της αγάπης στον πατέρα και τον Υιό, που
είναι το Άγιο πνεύμα. Για τον Αββά του Κλαιρβώ η γνώση της Τριάδος είναι ο
καρπός μιας συμπλοκής στο μυστήριο της ζωής των τριών θείων προσώπων. Ο θεός
σαν Μονάδα εν Τριάδι είναι ιστορικά παρόν στη συμπεριφορά και στην ομολογία της
πίστεως του πιστού που τον αγαπά. Οι κατηγορίες όπως αιτία και αποτέλεσμα ή
αιτιατό, αρχέτυπο και εικόνα, πρόθεση ξεκινήματος και επίτευξη αποτελέσματος,
δεν είναι ικανές να συνθέσουν την ιδέα που είχε ο Βερνάρδος για την γνώση και
την αγάπη του θεού. Γι’ αυτόν επρόκειτο πάνω απ’ όλα για μια μορφή εκφράσεως
στο παρόν, του ίδιου του τριαδικού μυστηρίου. Το πλησίασμα σ’ αυτό το μυστήριο
δεν είναι ένα νοητικό καθαρά γεγονός, ούτε ένα δογματικό, αλλά περιλαμβάνει
ανθρώπινες πράξεις και ενέργειες όπως η αξιολόγηση, ο θαυμασμός, η χαρά και
στην πιο υψηλή μορφή, η αγάπη. Δεν είναι τυχαίο πως είναι η οδός της μυήσεως
στο μυστήριο της ζωής κάθε βαπτισμένου.
Η θεολογία του Βερνάρδου και της παραδόσεως στην οποία
άνηκε, δεν γλίτωσε από αντιρρήσεις και κριτικές που έγειραν σύγχρονοί του, καθότι
αμφισβητούσε εκείνη την θεολογική γραμμή η οποία είχε ωθήσει στις έσχατες
συνέπειες την νοησιαρχία, την νοητική ερμηνευτική, η οποία ακολουθούσε την
φιλοσοφικο-γλωσσική κατεύθυνση, η οποία βάδιζε αναλυτικά σύμφωνα με τους
κανόνες της λογικής, χρησιμοποιώντας όμως πρόθυμα και την ψυχολογική τριαδική
θεολογία που εκφράστηκε με τον Αυγουστίνο.
Ο σκοπός πάντως και αυτής της άλλης κατευθύνσεως δεν ήταν η
απαξίωση του μυστηρίου της Χριστιανικής πίστης, αλλά η απόδειξη του γεγονότος
πως η νόηση και το εννοιολογικό σύστημα το οποίο χρησιμοποιούσε, οδηγούσαν
χωρίς να το μειώσουν, στην είσοδο του άβατου μυστηρίου της υπάρξεως της
Τριάδος. Ένα συστατικό δεδομένο αυτής της πιο νοητικής γραμμής της παραδόσεως
είναι ακριβώς ο στοχασμός πάνω στο αμοιβαίο αγκάλιασμα της νοήσεως με το
περιεχόμενο της πίστεως. Οι εκπρόσωποι αυτής της αισιόδοξης πλευράς του
στοχασμού γύρω από την πίστη, βασισμένης σ’ έναν ειλικρινή ενθουσιασμό για την
γνωστική δυνατότητα της ανθρώπινης νοήσεως, υπήρξαν ο Ανσέλμος της Αόστα, ο
Πέτρος Αβελάρδος (1079-1142) και ο Πορρετάνο με την σχολή του (1080-1154).
Οι διαδρομές της παραδόσεως που αναφέρουμε είχαν εμπλακεί σε
μια διαμάχη γεμάτη πάθος ανάμεσα στις διαφορετικές κατανοήσεις της τριαδικής
πίστεως, χαρακτήρος γνωσεολογικού αντιστοίχως, ιστορικο-σωτηριολογικού και
υπαρξιακού και πνευματικού.
Το τυπικό αποτέλεσμα αυτής της διαμάχης υπήρξε μια τάση προς
την συστηματοποίηση. Αυτό δε ισχύει πάνω απ’ όλα για την νεοσχολαστική, της
οποίας είναι χαρακτηριστικές οι Σούμες και τα σχόλια στα αποφθέγματα του Πέτρου
Λομπάρντου (1095-1160). Η θεολογία εκείνης της εποχής, η οποία δεν χρειαζόταν
να αναμετρηθεί με πολλές προκλήσεις προερχόμενες απ’ έξω, χαρακτηρίζεται από
την προτίμησή της για την κατασκευή συστημάτων ενοποιημένης σκέψης, την οποία
συνόδευσε, κάτω από την επιρροή του Αριστοτέλη, μια μεγαλύτερη ευαισθησία για
ένα εννοιολογικό δίκτυο διαφοροποιημένο και ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα
θέματα επιστημολογίας.
Ο Θωμάς Ακινάτης είναι ο κατεξοχήν μάρτυρας εκείνης της
ένδοξης εποχής. Στην συνέχεια θα δείξουμε πως και πόσο κατόρθωσε να συγχωνεύσει
τις διαδρομές της παραδόσεως που αναφέροντο στον Αυγουστίνο και να εισάγει την
κληρονομιά του πατρός της Εκκλησίας σε ένα σύστημα που την αξιολογούσε πλήρως.
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου