Ἰδοὺ
ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν
εὑρήσει γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν
ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθής, ἵνα μῄ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς
βασιλείας ἔξω κλεισθῇς, ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ
Θεός, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.
Και οι είκοσι ήταν παρθένες. Ήταν ψυχές της πίστεως, της άσκησης,
φύλαγαν όλες τις εντολές. Δεν ήταν δέκα αμαρτωλές και δέκα δίκαιες. Ήσαν
όλες πιστές γυναίκες. Γιατί τότε οι μισές μείναν απέξω;
Αυτές που μείναν απέξω δεν είχαν έλεος, αγάπη, ευσπλαχνία, ελεημοσύνη
πνευματική για τη σωτηρία του πλησίον, πόθο για να ενωθούν με τον
Χριστό. Είχαν αυτοδικαίωση μέσα τους για τα έργα τους.
Ήταν σίγουρες ότι θα σωθούν. Δεν είχαν πένθος για τις αμαρτίες τους.
Θεωρούσαν ότι είναι δίκαιες, σωστές. Ενώ ήταν τυπολάτρισσες. Εκπλήρωναν
το νόμο μα έχαναν το πνεύμα, τη χάρη...
Η ανθρωπαρέσκειά τους, ξόδεψε όλο το λάδι, που είχαν συγκεντρώσει στην
επίγεια ζωή τους. Και μείναν άδεια τα αγγεία των ψυχών τους. Το έλεός
τους δεν ήταν πλούσιο, δεν προερχόταν από το ξεχείλισμα της ψυχής τους,
από αγάπη για το Θεό και τον αδερφό.
Τα έργα και οι αρετές τους ήταν μόνο τόσα, όσα χρειάζονταν για να
παίρνουν την τιμή και την δόξα των ανθρώπων τριγύρω τους. Για να
φαίνονται καλές και ηθικές. Μέχρι εκεί...
Λέει το ευαγγέλιο ότι ήσαν μωρές αυτές, ασύνετες, δίχως σωφροσύνη, άμυαλες, δίχως αγάπη και αλήθεια. Γεμάτες υποκρισία.
Μα οι άλλες, εκείνες που μπήκαν μέσα στον νυμφώνα, ήταν οι αληθινά
"μωρές". Είχαν εγκαταλείψει την αγάπη και την ανθρωπαρέσκεια του κόσμου
για την αληθινή, την γνήσια μωρία του Σταυρού.
Είχαν προλάβει να πεθάνουν ως προς τα πάθη, πριν συναντήσουν τον
σωματικό θάνατο. Δεν είχαν θέλημα, έξω από το θέλημα του Πατρός.
Κι αυτό τις έκανε να κάνουν πράγματα, που για τον κόσμο έμοιαζαν τρελά,
μωρά, ανόητα. Αυτή η ζωηφόρα νέκρωση τις έκανε να βάζουν τον εαυτό τους
σε όλα τελευταίο.
Να θυσιάζονται, να μένουν πίσω, να υπομένουν βάσανα, δοκιμασίες,
ονειδισμούς, να στερούνται για τον κάθε πλησίον, για τον κάθε αδερφό.
Αυτή η ζωηφόρα νέκρωση τις έκανε να ποθούν να ζήσουν αληθινά, να
βιάζονται για το καλό, να ζουν για να προλάβουν να συμπαρασταθούν στον
πόνο του άλλου,
να επιθυμούν μοναχά το να τρέξουν, για να διακονήσουν, για να στηρίξουν,
για να ανορθώσουν τις ψυχές τριγύρω τους, για να τους οδηγήσουν στην
αλήθεια του Χριστού.
Ω ναι... Ήταν αληθινά μωρές, αυτές που μπήκαν στον νυμφώνα του Χριστού. Έτοιμες από πάντα, σαν έτοιμες από καιρό...
Κι ήρθε ο Νυμφίος, λέει, μες τη νύχτα να παραλάβει τις ψυχές τους:
Ελάτε! Φτάνει όσο κλάψατε με τους κλαίοντες. Φτάνει όσο πενθήσατε με
τους πονεμένους. Φτάνει όσο κουραστήκατε για να ξεκουράσετε και να
ξεδιψάσετε ψυχές με το ύδωρ το δικό Μου.
Εισέλθετε τώρα στη χαρά του Κυρίου σας.
Και σεις οι άλλες φύγετε! Δεν σας αναγνωρίζω! Δεν εργαστήκατε για μένα ποτέ. Ήσασταν εργάτριες και δούλες της αμετανοησίας σας.
Τις πύλες του Πατρός ανοίγουν μόνο οι ψυχές οι συντετριμμένες και οι
τεταπεινωμένες. Αυτές κρατούνε το κλειδί στα χέρια τους για τον Αιώνιο
Παράδεισο...
Αυτέ που μαρτύρησαν για να αρνηθούν το θέλημά τους, για να νικήσουν το
εγώ τους, αυτές θα απολαύσουν την τρυφή των Αιωνίων και Αφράστων
αγαθών...
Τὴν
ὥραν ψυχή, τοῦ τέλους ἐννοήσασα, καὶ τὴν ἐκκοπήν, τῆς συκῆς δειλιάσασα,
τὸ δοθέν σοι τάλαντον, φιλοπόνως ἔργασαι ταλαίπωρε, γρηγοροῦσα καὶ
κράζουσα· Μὴ μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ.
Τὶ
ῥαθυμεῖς ἀθλία ψυχή μου; Τί φαντάζῃ ἀκαίρως μερίμνας ἀφελεῖς; Τί
ἀσχολεῖς πρὸς τὰ ῥέοντα; ἐσχάτη ὥρα ἐστὶν ἀπ΄ ἄρτι, καὶ χωρίζεσθαι
μέλλομεν τῶν ἐνταῦθα, ἕως καιρὸν κεκτημένη, ἀνάνηψον κράζουσα·
Ἡμάρτηκά
σοι Σωτήρ μου, μὴ ἐκκόψῃς με, ὥσπερ τὴν ἄκαρπον συκῆν, ἀλλ' ὡς
εὔσπλαγχνος Χριστέ, κατοικτείρησον, φόβῳ κραυγάζουσαν· Μὴ μείνωμεν ἔξω
τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ.
Παπαποστόλου Λαμπρινή για Λόγος Φωτός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου