Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Η χαρά των εορτών ανήκει στους Ορθοδόξους

Η χαρά των εορτών ανήκει στους Ορθοδόξους

Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη
Μέσα στον θόρυβο του Δωδεκαημέρου, με την εορταστική κίνηση της αγοράς, παρά την μείωσή της λόγω της οικονομικής κρίσης, καθώς και μέσα στις ποικίλες παγκοσμιοποιημένες κοσμικές συνήθειες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, συνήθως χάνεται το θεολογικό νόημα των εορτών, χάνεται το Πνεύμα που ζωοποιεί τον έσω άνθρωπο, ο οποίος μένει πνευματικά πεινασμένος, παρά την σχετική υλική αφθονία. Γι’ αυτό είναι χρήσιμο να επιχειρούμε μια «νοερή στάση», αναχαιτίζοντας την αποπροσανατολιστική κίνηση του κόσμου, προκειμένου να κατευθύνουμε τον νου μας στον πράο και ειρηνοποιό λόγο της εκκλησιαστικής διδαχής, για να προσλάβουμε ως ζωή του πνεύματός μας το πνεύμα των εορτών.
Ο απ. Παύλος, δείχνοντας το νόημα της γιορτής των Χριστουγέννων, μας λέει μέσω των Κορινθίων, ότι ο Χριστός «δι’ υμάς επτώχευσεν πλούσιος ων, ίνα υμείς τη εκείνου πτωχεία [πλουτήσωμεν]». Αυτός «ο πλουτισμός» είναι «πλουτισμός ορθοδόξου θεολογίας», είναι το κήρυγμα της ενανθρωπήσεως του Λόγου, που πρέπει να αποτελή τον πυρήνα των εορταστικών εκδηλώσεων, για όσους τουλάχιστον ονομάζονται Χριστιανοί.
Όμως, ως Ορθόδοξοι δεν πρέπει να ξεχνάμε κάποιες επιπλέον σημαντικές παραμέτρους των εκκλησιαστικών εορτών. Σ’ αυτές τις παραμέτρους θα κάνουμε μια αναφορά ανατρέχοντας σε διδασκαλίες τριών Πατέρων της Εκκλησίας μας: του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου και του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει ότι οι γιορτές που συνδέονται με τον Χριστό είναι μόνο των Ορθοδόξων. Είναι αυτών που ζουν στην Εκκλησία ως ενεργά μέλη του σώματός της.
Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρει στην αρχή της ομιλίας του για την Μεταμόρφωση του Χριστού, και τα οποία ισχύουν για όλες τις Δεσποτικές εορτές, δηλαδή και για τα Χριστούγεννα. Λέει ο Άγιος: «Για ποιον είναι η γιορτή και η πανήγυρη; Για ποιον είναι η χαρά και η αγαλλίαση, αν όχι για όσους προσκυνούν ως συναΐδιο με τον Πατέρα τον Υιό και το Πνεύμα, για όσους με την ψυχή και την διάνοια και το στόμα ομολογούν θεότητα που διακρίνεται σε τρεις αδιαίρετες υποστάσεις, γι’ αυτούς που αναγνωρίζουν και ομολογούν τον Χριστό ως Υιό του Θεού και Θεό, μια υπόσταση με δύο αδιαίρετες και ασύγχυτες φύσεις με τα ιδιώματα της καθεμιάς; Για μας είναι η αγαλλίαση και κάθε εόρτια ευφροσύνη. Για χάρη μας ο Χριστός όρισε τις εορτές οι ασεβείς δεν μπορούν να νιώσουν χαρά». Η κατάληξη του χωρίου είναι ειλημμένη από τον προφήτη Ησαΐα, ο οποίος λέει: «ουκ έστι χαίρειν τοις ασεβέσιν, λέγει Κύριος» (48,22). Οι γιορτές δηλαδή είναι για τους ευσεβείς. Όχι γι’ αυτούς που έχουν μόνο «μόρφωσιν ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι» (Τιμ., Β” 3,5), που κρατούν δηλαδή μερικούς εξωτερικούς τύπους ευσεβείας, όμως με την ζωή τους, τις κρυπτόμενες νοοτροπίες και αντιλήψεις τους αρνούνται την δύναμή της οι γιορτές είναι γι’ αυτούς που «ψυχή και εννοία και στόματι καθομολογούσι» «το της ευσεβείας μυστήριον» (Τιμ., Α” 3,16).
Γι’ αυτούς που εξαντλούν την ευσέβεια σε εξωτερικούς τύπους, σε τελετές και «εδεσματικές» πατρογονικές συνήθειες, ισχύει ο καυτερός λόγος του προφήτη Ησαΐα: «Τας νουμινίας υμών και τα σάββατα και ημέραν μεγάλην ουκ ανέχομαι νηστείαν και αργίαν και τας εορτάς υμών μισεί η ψυχή μου» (1,13-14).
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τονίζει ότι η ευφροσύνη των εορτών είναι γι’ αυτούς που πιστεύουν ορθόδοξα και ζουν σύμφωνα με την πίστη, φωτίζοντας με τον λόγο της όλη τους την ύπαρξη.
Ας δούμε όμως με την βοήθεια του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου μια παράμετρο του ορθόδοξου εορτασμού.
Το πραγματικό πανηγύρι για μας τους Ορθοδόξους Χριστιανούς είναι η τέλεση της Θ. Λειτουργίας και η μετοχή σ’ αυτήν με τις προϋποθέσεις που ορίζουν οι κανόνες της Εκκλησίας μας. Όμως και αυτή η πράξη μπορεί να είναι άκαρπη. Μπορεί να παίρνουμε μέσα μας τον Άρτο και τον Οίνο που μεταβλήθηκαν σε Σώμα και Αίμα Χριστού, έχοντας την πεποίθηση ότι κατέχουμε τον Χριστό, «καν θέλη, καν μη θέλη», στηριγμένοι στο αγιογραφικό χωρίο: «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ» (Ιωαν. 6,56), όμως ο Χριστός να είναι «παντελώς ακράτητος» και «άληπτος» από εμάς.
Στον 26ο Ύμνο του ο άγιος Συμεών αναφέρεται σ’ αυτό το γεγονός, παρουσιάζοντας ως δική του λανθασμένη άποψη, το ότι αυτοί που τρώνε την σάρκα και πίνουν το αίμα του Χριστού «εν αυτώ καταμένειν, / αλλά και κατοικείν αυτός εν αυτοίς ο Δεσπότης». Συμπληρώνει όμως: «Τούτο ουν λέγων ως ληπτόν τον άληπτον κηρύττω, / εν τω ληπτώ του σώματος τον άληπτον υπάρχειν, / και κρατητόν και ορατόν τον ακράτητον πάντη». Είχε αυτήν την άποψη διότι αγνοούσε ότι ο Χριστός, μέσω του μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας, γίνεται «αισθητός τε και κρατητός και ορατός» μόνον σε όποιους Εκείνος θέλει. Στους άλλους, τους ακαθάρτους και ανάξιους για το μυστήριο, θεοποιεί το αισθητό Σώμα και Αίμα Του και το καθιστά παντελώς ακράτητο, άληπτο, «εν αληθεία πνευματικόν» και αόρατο.
Η Θ. Λειτουργία δεν είναι μια τελετή που μεταδίδει οπωσδήποτε τον Χριστό σε όσους μεταλαμβάνουν. Ο Χριστός δεν μεταδίδει την θεωμένη ανθρώπινη φύση Του σε όλους τους προσερχομένους στο μυστήριο. Ο άγιος Συμεών εξομολογούμενος στον Χριστό του λέει: «Καγώ δοκώ κατέχειν σε, καν θέλης, καν μη θέλης / και κοινωνών της σης σαρκός και σου μεταλαμβάνειν / νομίζω και διάκειμαι ως άγιος…», για να συμπληρώση: «Εκ τούτου τοίνυν δείκνυμαι αναισθητών εις άπαν…». Θεωρεί ο Άγιος ότι είναι τεκμήριο αναισθησίας η αντίληψη, ότι όποιος κοινωνεί το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, «κατέχει» τον Χριστό, χωρίς την αίσθηση ότι αυτό που κοινωνεί είναι η θεωμένη ανθρώπινη φύση του Χριστού, η οποία έχει ενθρονιστή, μετά την ανάληψή Του, στον θρόνο της Αγίας Τριάδος.
Δέχεται τον Χριστό και Τον βλέπει μόνον όποιος έχει οφθαλμό που φωτίσθηκε από το Άγιο Πνεύμα, ή το μετριώτερο, όποιος πιστεύει σταθερά ότι αυτό που κοινωνεί είναι άληπτο και ακράτητο από το φυσικό ανθρώπινο σώμα, αν απουσιάζη η πίστη και η μετάνοια. Αυτή η σταθερή πίστη μπορεί να γεννήση αληθινή μετάνοια. Γράφει ο άγιος Συμεών: «Ει γαρ όλως εγίνωσκον, είχον πάντως ειδέναι, / ότι ατρέπτως άνθρωπος εγένου, ο Θεός μου, / ίνα τον προσληφθέντα με όλον θεοποιήσης, / ουχί δε ίνα άνθρωπος συ παχύτητι μείνης / και κρατηθής εν τη φθορά, ο ακράτητος πάντη, /…/Τούτο ειδώς ως άληπτον το σώμα σου το θείον / και αίμα σου το άγιον πιστεύων γεγενήσθαι / και πυρ όντως απρόσιτον εμοί τω αναξίω, / φρίκη και φόβω, τρόμω τε τούτων αν εκοινώνουν, / εν δάκρυσι και στεναγμοίς εμαυτόν προκαθαίρων».
Στην συνέχεια του Ύμνου του ο άγιος Συμεών, επειδή δεν βρίσκει στον εαυτό του έργα άξια του Θεού, ζητά προσευχόμενος: «η πίστις αντί έργων μοι λογισθήτω, Θεέ μου». Οπότε η πανήγυρη των Ορθοδόξων, η Θ. Λειτουργία, απαιτεί τουλάχιστον σταθερή πίστη ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, θέωσε στο πρόσωπό Του την φύση μας, και μας την μεταδίδει, όχι για να μας κρατήση «υπό τα στοιχεία του κόσμου τούτου», μέσα στον κόσμο της φθοράς, αλλά για να μας θεοποιήση.
Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής μπορεί να μας συμπληρώση την παραπάνω διδασκαλία για την πίστη, συνδέοντάς την με την σάρκωση του Θεού. Διδάσκει, λοιπόν, ο άγιος Μάξιμος ότι ο Χριστός συλλαμβάνεται μέσα μας με την πίστη και σαρκώνεται με τις αρετές. Η σύλληψη του Χριστού με την πίστη ενεργοποιεί την θέλησή μας στην άσκηση των ευαγγελικών εντολών, που σαρκώνουν τον Χριστό στην προσωπική μας ζωή. Έτσι γίνεται ο καθένας για τον εαυτό του Θεοτόκος.
Κλείνοντας τα παραπάνω διατυπώνουμε ένα κοινότοπο, αλλά πάντα καυτό ερώτημα: Ο εορτασμός των Χριστουγέννων, όπως τον γνωρίζει η Εκκλησία, βρίσκει άραγε καρδιακά καταλύματα μέσα στην κοσμική βοή του Δωδεκαημέρου;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου