Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

γ. Θεόκλητος Διονυσιάτης, Η Κυριακή της Ορθοδοξίας

theoklhtos_dionusiaths.jpg
Ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας
ΟΠΩΣ ἠμπορεῖ ὁ Ὀρθόδοξος νὰ εἴπῃ: «ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καὶ ηὐφράνθην», «ἐμνήσθην τῆς Θεοτόκου καὶ ἐσώθη ἡ ψυχή μου», ἔτσι δύναται νὰ εἴπῃ «ἐμνήσθην τῆς Κυριακῆς της Ὀρθοδοξίας καὶ ἠγαλλιάσατο τὸ πνεῦμα μου»...
Διότι ἡ μνήμη της εἶναι γλυκεῖα, πάμφωτος, ζωογόνος, θεία... Καὶ μᾶς στερεώνει εἰς τὴν πίστιν καὶ μᾶς ἁγιάζει τὴν καρδίαν, καὶ μᾶς ὑψώνει τοὺς διαλογισμοὺς καὶ μᾶς ἀνανεώνει «ὡς ἀετοῦ τὴν νεότητα» τῆς ψυχῆς μας... Καὶ «βεβαιώνει ἐν χάριτι τὰς καρδίας»...
Τί εἶναι ἡ «Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας»; Ἑορτασμὸς εἶναι καὶ θρίαμβος τῆς ἀληθείας. Μία ἑορτή, τὰ ἐπινίκια τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὰ ὁποῖα ἀνακεφαλαιώνει, ἐν ἀναμνήσει, τοὺς ἀγῶνας, τοὺς κατὰ τοῦ σατᾶν καὶ κατὰ τῶν «κεκαυτηριασμένων τὴν συνείδησιν». Ἀκτινοβολία εἶναι ὑπερκοσμίου κάλλους, ἀκτίστου φωτός, θείων ἀληθειῶν... Παρεμβολὴ Κυρίου Παντοκράτορος...
Ἡ «Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας» ἀποτελεῖ μίαν ὑπόμνησιν θαρραλέαν, νευρώδη, νεανικὴν τῶν ἀγώνων καὶ τῶν νικῶν τῆς Ἐκκλησίας... Διότι ἡ Ἐκκλησία μόνον νίκας γνωρίζει. Οὐδέποτε ἡττᾶται. Πάντοτε θριαμβεύει. Πάντοτε ζῆ. Πάντοτε στρατεύεται. «Θλίβεται, ἀλλ᾽ οὐ στενοχωρεῖται. Ἀπορεῖται, ἀλλ᾽ οὐκ ἐξαπορεῖται. Διώκεται, ἀλλ᾽ οὐκ ἐγκαταλείπεται. Καταβάλλεται, ἀλλ᾽ οὐκ ἀπόλλυται». Καὶ ταῦτα πρὸς καιρόν. Πρὸς παιδαγωγίαν καὶ ὅπως ἀναφανῆ πιστὴ καὶ μετὰ τοὺς ἀγῶνας ἡγνισμένη καὶ λαμπροτέρα. Καὶ «ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροὶ γένωνται».
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ θριαμβεύει εἰς τοὺς αἰῶνας. Διά νὰ ἀκτινοβολῇ εἰς ὅλον τὸν κόσμον — εὐηγγελισμένον καὶ ἀνευαγγέλιστον—τὸ φῶς της, τὴν ἐλπίδα της, τὴν χαράν της, τὴν ἐν Κυρίῳ ἐλευθερίαν της, τὴν πνευματικότητά της, τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀμώμητονὈρθοδοξίαν της!...
* * *
Ἐὰν ὑπάρχῃ μία πνευματικὴ περιοχή, ὅπου ἡ σκέψις εἶναι βεβαία, σταθερά, ἀσφαλής, καὶ μεταβάλλεται εἰς νόησιν καθαρὰν καὶ εἰς ἱεράν θεωρίαν, ὑψουμένην εἰς τὴν «ἐν μυστηρίῳ» γνῶσιν, αὐτὴ ἡ περιοχὴ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία...
Εἰς τὴν πάμφωτον Ὀρθοδοξίαν ὁ ἄνθρωπος γίνεται «ὡραῖον χρῆμα», ἐξανθρωπίζεται, θεοῦται... Διατί; Διότι ἐν τῇὈρθοδόξῳἘκκλησίᾳ μόνον συντρέχουν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ παράγοντες, ποὺ μεταμορφώνουν καὶ μεταστοιχειώνουν τὸν ἄνθρωπον. Καὶ Μυστήρια Θεοπαράδοτα καὶ Πνεύματος Ἁγίου χαρίσματα, ἐμπειρίαι θείων ἀνδρῶν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ θεοφύτευτος πνευματικὴ παράδοσις καὶ θαύματα καὶ ἀσκητισμὸς καὶ ἁγνότης καὶ συντήρησις τῆς ἀδιαλείπτου μυστικῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Νυμφίον Χριστόν...
Καὶ διά τοῦτο, μὴ καταποθεῖσα ὑπὸ τοῦ «κόσμου», διέρχεται τὸν χρόνον τῆς ἐνταῦθα παροικίας της «ἐν ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ἄδουσα καὶ ψάλλουσα» τῷ Λυτρωτῇ. Τῷ μόνῳ Θεῷ, τῷ μόνῳ ὑφ᾽ ἡμῶν ὀρθοδόξως λατρευομένῳ... Καὶ διέρχεται τὸν χρόνον της ἀτενίζουσα πρὸς τὰ αἰώνια ἀγαθά. Καὶ λυτροῦται. Καὶ χαίρει «χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ καὶ δεδοξασμένῃ». Καὶ εὐαγγελίζεται εἰς τοὺς λαοὺς τὸ ὀρθοδόξως ἑρμηνευθὲν Εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας καὶ πρὸς τοὺς ἀνευαγγελίστους καὶ πρὸς τοὺς διαστρέψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ... Εἰς Καθολικούς, λεγόμένους, εἰς Προτεστάντας, πρὸς πάντας αἱρετικούς, ὁδηγουμένους εἰς ἀπώλειαν...
Αὐτὰ τὰ ὑπέρτιμα καὶ θεοδώρητα ἀγαθὰ τῆς ἀσπίλου καὶ ἀμώμου καὶ ἀχράντου Ὀρθοδοξίας μας, δὲν τὰ εὑρίσκει κανεὶς οὔτε εἰς τὸν Καθολικισμὸν οὔτε εἰς τὸν Προτεσταντισμόν. Διότι καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος, ἀφοῦ παρεξέκλιναν ἀπὸ τὴν μοναδικὴν βασιλικὴν ὁδόν, ἐνέπεσαν εἰς ληστάς: «Οἵ καὶ ἐκδύσαντες αὐτοὺς — τῆς χάριτος — καὶ πληγάς ἐπιθέντες — ἀμφιβολίας καὶ ἄγχους — ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανεῖς τυγχάνοντας — ἐν ἀπιστίᾳ!»...
Καὶ λησταὶ εἶναι ἡ φιλοσοφία καὶ ὁ ὀρθολογισμός. Πουθενὰ δὲν ὑπάρχει τόση ταραχή, τόση σύγχυσις, τόση ἀβεβαιότης, ὅσον εἰς τὰς ταλαιπώρους αὐτάς, πάλαι ποτέ, ἀδελφάς Ἐκκλησίας... Τὸ ἄγχος, ὅπερ κατεκάλυψεν ὅλον τὸν δωδέκατον αἰῶνα, ἐκαλλιέργησεν ἐπιμελῶς ὁ Λατινισμός...
Ὁ Μοναχισμὸς των, εἰς μὲν τὸν Προτεσταντισμὸν κατηργήθη ὡς ἄχρηστος! Εἰς δὲ τὸν Καθολικισμὸν μετεβλήθη εἰς τάγματα δράσεως, σαρκικά, ὑλιστικά, ὑπηρετοῦντα τοὺς ἐγκοσμίους σκοποὺς τοῦ Παπισμοῦ, πρὸς καθυπόταξιν τῶν πάντων ὑπὸ τοὺς ἁγίους του πόδας...
Τί σημαίνουν ὅλα αὐτά, ἂν ὄχι σκότος διανοίας καὶ ψυχῆς, ἀξιοθρήνητον κατολίσθησιν, ἔξαρσιν τῆς σαρκικῆς ζωῆς, λήθην τῶν ἄνω, ἀγάπην τῶν κάτω, ἀναισθησίαν πρὸς πᾶν θεῖον, ἀπιστίαν, νεκρότητα;... Καὶ τὸ τραγικώτερον. Ὑπάρχει τόση ἄγνοια διά τὴν συμφορὰν των, ὥστε ὄχι μόνον νὰ μὴ τὴν ὑποψιάζωνται, ἀλλὰ καὶ θρασέως νὰ ἀξιοῦν ὄχι ἁπλῶς φιλίαν μεθ᾽ ἡμῶν, Ὀρθοδόξων ὄντων, ἀλλὰ καὶ συμμόρφωσιν πρὸς τὴν νεκρὰν των ζωήν, ἀλλὰ καὶ ἀναγνώρισιν τῆς ὑπεροχῆς των, ἀλλά καὶ ἐνσωμάτωσιν πρὸς ἀφομοίωσιν καὶ τελείαν ἐξαφάνισίν μας.
* * *
Καὶ οἱ Λατῖνοι μὲν οὕτως. Ἀλλ᾽ ἔχομεν καὶ τὸν κίνδυνον ἐκ τῶν ἰδικῶν μας «λατίνων» ἢ λατινοφρόνων — ἡ διαστολὴ καθίσταται δυσδιάκριτος. Οἱ ὁποῖοι τελευταίως ἀναφανδὸν κηρύσσονται ὑπὲρ τῶν «ἐπαφῶν», ὑπὲρ τῆς «φιλίας», ὑπὲρ τῆς «ἑνότητος» καὶ μάλιστα καθ᾽ ὅν χρόνον οἱ ἀντίπερα Λατῖ νοι δὲν παύουν νὰ μᾶς ὑπενθυμίζουν, ὅτι εἴμεθα ἀπεσχισμένοι καὶ ὅτι πρέπει νὰ τὸ πάρωμεν ἀπόφασιν, ἀναμένουν τὴν ἐξ ἡμῶν ἀναγνώρισιν τοῦ... θείου Πάπα!...
Καὶ οἱ ἡμέτεροι λατινίζοντες εἶναι πολλοί, δυστυχῶς!... Κληρικοὶ καὶ λαϊκοί. Μὲ ἀξιώματα ὑψηλότατα καὶ θέσεις περιόπτους. Καὶ περιάγουν ξηρὰν καὶ θάλασσαν, διά νὰ ἑτοιμάσουν τὴν ἅλωσιν τῆς Ὀρθοδοξίας, «δοκοῦντες, τάχα, λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ»! Τοῦτο μόνον δὲν γνωρίζομεν. Διότι πρόκειται περὶ ποικιλίας τύπων καὶ μὲ ἐλατήρια διαφέροντα. Ἄλ λοι εἶναι χρονίως νοσοῦντες ἀπὸ «ἀγάπην», ἄλλοι εἶναι καιροσκόποι, θεωροῦντες τὴν ὑπερθεμάτισιν εἰς τὸ λατινισμὸν ὡς εὐ καιρίαν ἄγρας εὐαρεσκειῶν «ὑ ψη λῶν» τινων, ὑψηλότατα ἱσταμένων, ἄλλοι εἶναι δειλοί, φοβούμενοι, ὅπως νομίζουν, τό γένειόν των ἢ τὴν θέσιν των, ἄλλοι εἶναι ἐκ πεποιθήσεως φιλοπαπικοί, ἄλλοι ἀποτίνουν φόρον διά παροχάς, δοθείσας ἢ ἐλπιζομένας, ἄλλοι διά νὰ μὴ ὑστερήσουν εἰς τὴν ἑνωτικὴν πλειοδοσίαν, ἄλλοι..., ἀλλά πάντες εἶναι πεπτωκότες!...
Καὶ πράγματι. «Ὁ πίπτων ἠθικῶς ἐκπίπτει καὶ κατὰ τὰς ἰδέας» καὶ τὸ φρόνημα — τῆς ἠθικῆς νοουμένης ὑπὸ τὴν εὐρεῖαν ἔννοιαν...
Ἀλλὰ εἰς ὅλους αὐτοὺς ἔχομεν νὰ συστήσωμεν τὴν Ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν, ὡς διδάσκαλόν των. Ἂς τὴν μελετήσουν εἰς ὅλας τὰς ἐκδοχάς καὶ συνεπείας της... Καὶ ἄς μὴ χαίρουν διά τὴν τόσην πρόοδον καὶ ἐξάπλωσιν, δίκην λοιμικῆς νόσου, τῆς λατινοφιλίας, ἐν τῷ χώρῳ τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας...
Παρὰ τὴν ἐπιδείνωσιν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς κρίσεως, τὴν ὁποίαν βλέπομεν ἐρχομένην, ὁραματιζόμεθα τὴν αὐγὴν μιᾶς νέας «Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας» νὰ ἀνατέλλη…
Ορθόδοξος Τύπος, α.φ. 2013, 7 Μαρτίου 2014

Ούτε η πίστη είναι δικό μας κατόρθωμα! (Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς)

ag-ioustinos-popovits-2011Μόνο η χωρίς όρια Θεϊκή παν-αγαθότης του Χριστού είχε και την αγάπη και την δύναμη να σώσει τον κόσμο. Πράγματι, με την δύναμη του Χριστού, οι ψυχικά νεκροί αναζωογονούνται, ανασταίνονται και ανυψώνονται στην αιώνια Θεϊκή ζωή, πάνω απ’ όλες τις Θεϊκές ουράνιες δυνάμεις.
Από την αρχή μέχρι το τέλος η σωτηρία είναι δώρο της παναγαθότητος του Θεού και σε καμιά περίπτωση δημιούργημα των ανθρώπινων προσπαθειών, των ανθρώ­πινων δυνάμεων και των ανθρώπινων έργων.
Όλη η Θεανθρώπινη οικονομία της σωτηρίας, όλες οι ένθεες Θεανθρώπινες δυνάμεις, τις οποίες ο Κύριος έφερε σε αυτήν, και όλα τα καλά, τα αγαθά και τα δώρα που μας δώρισε με την σωτηρία, αποτελούν και την χάρη της σωτηρίας. Γι’ αυτό το ευαγγέλιο του Σωτήρα, το «σωτηριώδες» ευαγγέλιο, ονομάζεται «ευαγγέλιο της χά­ριτος του Θεού» (Πράξ. Απ. 20,24). Σε αυτή την θαυμαστή «χάρη» μας έχει φέρει (ο Χριστός) και έχουμε σταθεί με την πίστη και με τίποτε άλλο «την προσαγωγήν εσχήκαμεν τη πίστει» (Ρωμ. 5,2), ούτε με τη γνώση, ούτε με την κατοχή διαφόρων πραγμάτων, ούτε με την επιστήμη, ούτε με τον πλούτο, ούτε με τα αξιώματα και τις θέσεις, ούτε με τίποτε άλλο. Και την πίστη μπορεί να την έχει ο κάθε άνθρωπος, μόνο αν θέλει, εξαρτάται δηλαδή μόνο από τη δική του καλή θέληση (Α΄ Τιμ. 1,16). Αλλά μόνο επειδή είμαστε με τον Χριστό «υπό χάριν» (Ρωμ. 6,14), γι’ αυτό και κάνουμε τον αγώνα της ελεύθερης πίστης μας, φωτιζόμενοι και ενισχυόμενοι από την χάρη. Γι’ αυτό και ο άγιος Απόστολος ευαγγελίζεται «τη γαρ χάριτι έστε σεσωσμένοι διά της πίστεως· και τούτο ουκ εξ’ υμών, Θεού το δώρον, ουκ εξ έργων, ίνα μη τις καυχήσηται». Δεν υπάρχει ανθρώπινο έργο που θα μπορούσε να σώσει το ανθρώπινο γένος από τον θάνατο και τον διάβολο. Μα και αν ακόμα όλα τα ανθρώπινα έργα είχαν αυτόν τον σκοπό και γίνονταν ένα τεράστιο έργο, πάλι δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτε,
Η σωτηρία μας από την αμαρτία, το θάνατο και το διάβολο, ξεπερνά όλες τις ανθρώπινες δυνάμεις και όλα τα ανθρώπινα έργα. Αυτό, ολοκληρωτικά, τέλεια και με κάθε πληρότητα, είναι έργο της παν-αγαθότητας, παν-αγάπης και παντοδυναμίας του Κυρίου Ιησού Χριστού. Και έτσι οι άνθρωποι δεν έχουν δίκιο να «καυχώνται» για κανένα έργο τους, είτε προσωπικό, είτε συλλογικό. Γιατί, για την σωτηρία δεν σημαίνουν τίποτε, ούτε η κουλτούρα, ούτε ο πολιτισμός, ούτε η επιστήμη, ούτε η τεχνολογία, ούτε η φιλοσοφία, ούτε η τέχνη.
Πράγματι, όλα αυτά είναι υπερβολικά αδύνατα, απέναντι στην τρομερή πραγματικότητα του θανάτου. Μόνο μία ανθρώπινη πράξη έχει εδώ αξία και αυτή είναι η πίστη στον Θεάνθρωπο, πίστη στο έργο της σωτηρίας, που Αυτός πραγματοποίησε και αδιάκοπα πραγματοποιεί. Συνεπώς η πίστη, είναι η συνεισφορά μας, η συμβολή μας στο έργο της σωτηρίας μας, της σωτηρίας μας από την αμαρτία, το θάνατο και το διάβολο. Για να τελειοποιηθεί το έργο της σωτηρίας μας απαραίτητη είναι η Χάρη του Θεού.
Ο Θεανθρώπινος αγώνας του Χριστού για την σωτηρία μας, είναι χωρίς όρια, είναι τόσο τεράστιος, τόσο «μέγας» ώστε η πίστη μας να είναι πάντα μικρή, πάντα ελάχιστη, πάντα λυμφατική, για να γίνει «κατανοητός και αντιληπτός» (αυτός ο αγώνας). Γι’ αυτό και συχνά με τους Αποστόλους παρακαλούμε «Κύριε πρόσθες ημίν πίστιν» (Λουκ. 17,5) και «ενίοτε» απελπισμένα φωνάζουμε «πιστεύω, Κύριε βοήθει μου τη απιστία» (Μάρκ. 9,24). Η πίστη μας σε όλες τις βαθμίδες είναι πάντα «κατά την ενέργεια του κράτους της ισχύος αυτού» (Εφεσ. 1,19). «Για να μη σε αφήσει να υπερηφανευθείς, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος, κοίταξε πως σε ταπεινώνει «τη γαρ χάριτι έστε σεσωσμένοι», λέγει «διά πίστεως». Ύστερα πάλι, για να μη καταστρέψει το αυτεξούσιο, πρόσθεσε και την δίκη μας συμβολή και πάλιν αναιρεί αυτήν και λέγει «και τούτο ουκ εξ’ ημών». Ούτε η πίστη, λέγει, είναι δικό μας έργο. Γιατί αν δεν ερχόταν, αν δεν προσκαλούσε, πώς θα μπορούσαμε να πιστεύσουμε; Γιατί «πώς» λέγει «πιστεύσουσιν» εάν μη ακούσωσιν;» (Ρωμ. 10,14). Ώστε, ούτε η πίστη είναι δικό μας κατόρθωμα. «Θεού» λέγει «το δώρον». Αλλά μήπως ήταν αρκετή η πίστη για να σώσει; λέγει. Αλλά για να μη μας σώσει χωρίς εμείς καθόλου να συμπράξουμε, για να μην είμαστε τελείως αργοί, λέγει, Ότι αυτήν (την πίστη), εζήτησε ο Θεός. Είπε, ότι η πίστη σώζει. Επειδή θέλησε ο Θεός, γι’ αυτόη πίστη έσωσε. Γιατί, ειπέ μου, πού σώζει η πίστη χωρίς έργα; Τούτο είναι δώρο του Θεού, «ίνα μη τις καυχήσεται» (Εφεσ. 2,9), για να μας κάνει ευγνώμονες για την χάρη. Τί δηλαδή; λέγει. Αυτός εμπόδισε να δικαιωθούμε από τα έργα; Καθόλου· αλλά κανένας, λέγει, δεν δικαιώθηκε από τα έργα, για να φανερωθεί η χάρη και η φιλανθρωπία του Θεού. Δεν μας απομάκρυνε, ενώ είχαμε έργα, αλλά επειδή εγκαταλειφθήκαμε από τα έργα, μας έσωσε με την χάρη, ώστε κανένας λοιπόν να μη μπορεί να καυχιέται» (Ιερού Χρυσοστόμου, Λόγος Δ’ προς Εφεσίους).
«Τη γαρ χάριτι έστε σεσωσμένοι διά της πίστεως» και αυτό δεν είναι από μας. Από μας είναι η πίστη, αλλά αιτία και πηγή της είναι ο Θεός. Γιατί αν δεν ενσαρκωνόταν Αυτός, πώς ήταν δυνατό εμείς να πιστέψουμε; Γιατί «έχει λε­χθεί» «πώς θα πιστεύσουν αν δεν ακούσουν;». Γι’ αυτό και ο άγιος Απόστολος ονομάζει την πίστη έργο Θεού. Και η πίστη είναι ακόμη δώρο Θεού, γιατί «καθ’ εαυτή» δεν μπορεί να σώσει (τον άνθρωπο) αν ο Θεός δεν ήθελε να τον σώσει. Έτσι λοιπόν, η πίστη μας είναι περισσότερο δώρο Θεού, όπως δώρο Θεού είναι και η σωτηρία «διά της πίστεως». «Ούτε από έργο μπορεί και πρέπει κανείς να καυχηθεί». Όχι γιατί ο Θεός δεν θα ήθελε να σώσει με τα έργα, αλλά γιατί κανένας δεν μπορεί να σωθεί με τα έργα, αν δεν υπάρχει η πίστη. Εξαιτίας αυτού, σε καμιά περίπτωση, κανένας δεν μπορεί να σωθεί με τα έργα. Λοιπόν ας μη καυχιέται» (Οικούμενιος).

(Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, «Προς Εφεσίους Επιστολή Απ. Παύλου», εκδ. Βασ. Ρηγόπουλο

Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς


Ο π. Ιουστίνος γεννήθηκε στήν πόλη Βράνιε τής Ν. Σερβίας στίς 25.3.1884 καί αναπαύθηκε οσιακά στίς 25.3.1979 στή μονή Τσέλιε. Η Ευαγγελίστρια Θεοτόκος τόν συνόδευε από τή γέννησή του έως τήν κοίμησή του. Σπούδασε θεολογία στή Σερβία, τή Ρωσία, τήν Αγγλία καί τήν Ελλάδα. Από τό 1935 υπήρξε πανεπιστημιακός διδάσκαλος στή Θεολογική Σχολή τού Βελιγραδίου. Τό 1945 τό κομμουνιστικό καθεστώς τόν ανάγκασε σέ παραίτηση. Αποσύρθηκε στή μονή τών Αγίων Αρχαγγέλων τού Τσέλιε, γιά ν’ αφοσιωθεί στή μελέτη, τή συγγραφή, τή διδαχή καί τήν προσευχή.
Τό συγγραφικό του έργο είναι μεγάλο, πολύτιμο, αξιόλογο καί σημαντικό. Ασχολήθηκε μέ τή Δογματική, τήν ερμηνεία τής Καινής Διαθήκης, τόν Συναξαριστή, τήν Πατρολογία καί άλλα. Πολλά από τά βιβλία του μεταφράσθηκαν σέ ξένες γλώσσες καί στά ελληνικά. Τό έργο του έλαβε πολλές θετικές κριτικές. Θεωρείται καί είναι ένας από τούς μεγαλύτερους θεολόγους τού εικοστού αιώνος. Δέν ήταν ένας θεολόγος τής έδρας καί τού γραφείου αλλά τής εμπειρίας, τών βιωμάτων, τής ασκήσεως, τής νήψεως καί τής θερμουργού προσευχής. Είναι η μυστική συνείδηση τής Σερβικής Εκκλησίας μέ αξιόλογους μαθητές.
Ο ιδιότυπος λόγος του είναι χαρακτηριστικός, χαριτωμένος, αγιοπνευματικός, θεοφώτιστος καί θεοχαρίτωτος. Λέγει: «Ο σκοπός τού θεοειδούς όντος πού λέγεται άνθρωπος είναι ένας: νά γίνει σταδιακά τέλειος, όπως ο Θεός Πατήρ, νά γίνει Θεός κατά χάριν, νά επιτύχη τή θέωση, τή θεοποίηση, τή Χριστοποίηση, τήν Τριαδοποίηση». Συνεχίζει: «Δίχως θεάνθρωπο καί έξω από τόν θεάνθρωπο, ο άνθρωπος πάντα –συνειδητά ή όχι– μεταλλάσσεται σέ υπάνθρωπο, σέ ομοίωμα ανθρώπου, σέ υπεράνθρωπο, σέ διαβολάνθρωπο. Απόδειξη καί αποδείξεις γιά τούτο, όλη η ιστορία τού ανθρωπίνου γένους».
Από νέος ασχολήθηκε μέ βαθειά θέματα φιλοσοφίας καί θεολογίας. Αγάπησε ιδιαίτερα τούς μεγάλους Έλληνες Πατέρες καί πιό πολύ τούς άγιους Τρείς Ιεράρχες. Ερεύνησε καλά τήν αρχαιοελληνική σοφία, τήν ευρωπαϊκή καί σλαβική φιλοσοφία, τόν συγκίνησε ο Ντοστογιέφσκυ, καί απόκτησε πολύπλευρες γνώσεις, πού τού δημιούργησαν μία πεπαιδευμένη προσωπικότητα. Ασχολήθηκε επισταμένα μέ τά αιώνια προβλήματα τού ανθρώπου, τ’ απύθμενα βάθη τής ανθρώπινης ψυχής, τούς δαιδαλώδεις λαβύρινθους τού πνεύματος, τίς κλιμακώσεις τής διάνοιας, τίς μεταπτώσεις τού ανθρώπου. Αγάπησε υπερβολικά τόν Χριστό καί τόν συνάνθρωπο. Ήταν πρός όλους όλο αγάπη, από τόν πιό μικρό ώς τόν πιό μεγάλο.
Ζώντας τήν τραγωδία τού Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τόν θάνατο δικών του ανθρώπων, τή στέρηση, τίς κακουχίες, δίνεται ολοκληρωτικά στήν αληθινή φιλοσοφία, τή ζωντανή σχέση του μέ τόν Θεό, γίνεται μοναχός, παρά τίς αντιδράσεις τών καλών γονέων του. Κατά τόν φίλο του άγιο Ιωάννη τόν Χρυσόστομο· «θεμέλιο τής χριστιανικής φιλοσοφίας είναι η ταπεινοφροσύνη, γιατί δίχως αυτή, η αλήθεια είναι τυφλή». Αγάπησε τούς Σέρβους, τούς Ρώσους καί τούς Έλληνες. Μέ μεγάλη αγάπη πάντοτε μιλούσε γιά τήν οικουμενικότητα τής Ορθοδοξίας, τή Ρωμιοσύνη, τό Βυζάντιο. Θεωρούσε αμαρτωλό τόν ορθολογισμό κι αίρεση τόν οικουμενισμό. Ήταν ενάντιος στόν δυτικό ανθρωπισμό καί υπέρ τού ανατολικού θεανθρωπισμού.
Μερικοί τόν θεωρούσαν παράξενο καί μυστήριο. Τέτοιες ιερατικές προσωπικότητες, υψηλού κύρους, ήθους, αξίας, τιμής καί σεβασμού, δέν είναι αρεστές στούς πολλούς. Τούς ρασοφόρους τούς θέλουν αρκετοί νά είναι αδαείς, γιά νά δικαιολογούν τήν αποστασία τους. Τέτοιοι κληρικοί αποτελούν δυνατά φώτα, πού φωτίζουν άφωτα βάθη. Είναι πολύ μικρός ο χώρος, γιά νά χωρέσει έναν τόσο μεγάλο άνδρα. Η Σερβική Εκκλησία δίκαια καί δικαιολογημένα ετοιμάζει τήν αγιοκατάταξή του. Ένας ακόμη όσο σοφός ενάρετος καί όσο ενάρετος σοφός…

Εγὼ εἶμαι ἡ Ἀνάσταση καὶ ἡ Ζωή / Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

DSC_0166
popovichἘὰν ὑπάρχει μιὰ ἀλήθεια στὴν ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψισθοῦν ὅλες οἱ εὐαγγελικὲς ἀλήθειες, ἡ ἀλήθεια αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἀκόμη, ἐὰν ὑπάρχει μιὰ πραγματικότητα στὴν ὁποία θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψισθοῦν ὅλες οἱ καινοδιαθηκικὲς πραγματικότητες, ἡ πραγματικότητα αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Μόνο στὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐξηγοῦνται ὅλα τὰ θαύματά Του, ὅλες οἱ ἀλήθειές Του, ὅλα τὰ λόγια Του, ὅλα τὰ γεγονότα τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του ὁ Κύριος δίδασκε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος ὄντως εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του δίδασκε γιὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι πράγματι ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Μέχρι τὴν ἀνάστασή Του δίδασκε ὅτι ἡ πίστη σ’ Αὐτὸν μεταφέρει ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀνάστασή Του ἔδειξε ὅτι ὁ Ἴδιος νίκησε τὸ θάνατο καὶ ἔτσι ἐξασφάλισε στοὺς θανατωμένους ἀνθρώπους τὴ μετάβαση ἐκ τοῦ θανάτου στὴν ἀνάσταση.
Μὲ τὴν ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος ἔγινε θνητὸς καὶ πεπερασμένος· μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ Θεανθρώπου γίνεται ἀθάνατος καὶ αἰώνιος. Σ’ αὐτὸ δὲ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος καὶ ἡ παντοδυναμία τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀναστάσεως. Καὶ γιὰ αὐτὸ χωρὶς τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν θὰ ὑπῆρχε κἄν ὁ Χριστιανισμός. Μεταξὺ τῶν θαυμάτων ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ μεγαλύτερο θαῦμα. Ὅλα τὰ ἄλλα θαύματα πηγάζουν ἀπὸ αὐτὸ καὶ συνοψίζονται σ’ αὐτό. Ἀπ’ αὐτὸ πηγάζουν ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ προσευχὴ καὶ ἡ θεοσέβεια. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο καμία ἄλλη θρησκεία δὲν ἔχει· αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀνυψώνει τὸν Κύριο ὑπεράνω ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν θεῶν. Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο κατὰ τρόπο μοναδικὸ καὶ ἀναμφισβήτητο δείχνει καὶ ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς καὶ Κύριος σὲ ὅλους τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀόρατους κόσμους.
Τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ἀληθινὰ στὸν Ἀναστάντα Κύριο τὸ ἀποδεικνύει μὲ τὸ νὰ ἀγωνίζεται κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν παθῶν καὶ ἐὰν μὲν ἀγωνίζεται, πρέπει νὰ γνωρίζει ὅτι ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐὰν ὅμως δὲν ἀγωνίζεται, τότε μάταιη ἡ πίστη του! Διότι, ἐὰν ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἀγώνας γιὰ τὴν ἀθανασία καὶ τὴν αἰωνιότητα, τότε τί εἶναι; Ἐὰν μὲ τὴν πίστη στὸ Χριστὸ δὲν φθάνει κανεὶς στὴν ἀθανασία καὶ τὴν ἐπὶ τοῦ θανάτου νίκη, τότε πρὸς τί ἡ πίστη μας; Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν ἀναστήθηκε, τοῦτο σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ θάνατος δὲν ἔχουν νικηθεῖ. Ἐὰν δὲ δὲν ἔχουν αὐτὰ τὰ δύο νικηθεῖ, τότε γιατί νὰ πιστεύει κανεὶς στὸ Χριστό; Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ὁποῖος μὲ τὴν πίστη στὸν Ἀναστάντα Χριστὸ ἀγωνίζεται ἐναντίον κάθε ἁμαρτίας του, αὐτὸς ἐνισχύει σιγὰ-σιγὰ μέσα του τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ Κύριος πραγματικὰ ἀναστήθηκε, ἄμβλυνε τὸ κέντρο τοῦ θανάτου, νίκησε τὸ θάνατο σὲ ὅλα τὰ μέτωπα τῆς μάχης.
Χωρὶς τὴν ἀνάσταση δὲν ὑπάρχει οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τίποτε πιὸ παράλογο ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ οὔτε μεγαλύτερη ἀπελπισία ἀπὸ τὴ ζωὴ αὐτή, δίχως ἀθανασία. Σ’ ὅλους τοὺς κόσμους δὲν ὑπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ὕπαρξη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν πιστεύει στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Γι’ αὐτό, γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ὁ Ἀναστημένος Κύριος εἶναι τὰ «πάντα ἐν πᾶσιν» σ’ ὅλους τοὺς κόσμους: ὅ,τι τὸ Ὡραῖο, τὸ Καλό, τὸ Ἀληθινό, τὸ Προσφιλές, τὸ Χαρμόσυνο, τὸ Θεῖο, τὸ Σοφό, τὸ Αἰώνιο. Αὐτὸς εἶναι ὅλη ἡ Ἀγάπη μας, ὅλη ἡ Ἀλήθειά μας, ὅλη ἡ Χαρά μας, ὅλο τὸ Ἀγαθό μας, ὅλη ἡ Ζωή μας, ἡ Αἰωνία Ζωὴ σὲ ὅλες τὶς αἰωνιότητες καὶ ἀπεραντοσύνες.
Πηγή/Έκδοση:    nefthalim.blogspot.com

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἁμαρτωλούς

 

Η αγάπη του Θεού προς τους αμαρτωλούς ανθρώπους, είναι το πιο μεγάλο θαύμα της ελεημοσύνης Του, επειδή μόνο τούτη η αγάπη μπορούσε να στείλει τον Υιό του Θεού στον θεομαχόμενο ανθρώπινο κόσμο, για να σώσει τους ανθρώπους από την αμαρτία με τον απέραντο φιλάνθρωπο άθλο της.
Με ολόκληρη την προσωπικότητά του, ο Κύριος Χριστός εκπροσωπεί την μόνη αληθινή φιλανθρωπία, γι’ αυτό και ονομάζεται Μόνος Φιλάνθρωπος και Θεός της φιλανθρωπίας. Επειδή η αγάπη συνίσταται σε τούτο: ευσπλαχνία για τον αμαρτωλό, καταδίκη για την αμαρτία. Επιδιώκει την σωτηρία του αμαρτωλού και την καταστροφή της αμαρτίας, τον αποχωρισμό της αμαρτίας από τον άνθρωπο, καθώς και την συγχώρηση του ανθρώπου. Σ’ αυτά συνίσταται η μόνη πραγματική φιλανθρωπία.
 Ο Θεάνθρωπος εκ της φιλανθρωπίας Του είναι όλος ιλασμός περί των αμαρτιών ημών: όλος έλεος, όλος συμπάθεια, όλος ευσπλαχνία. Και βάσει αυτού και λόγω αυτού υπάρχει η σωτηρία. Εκείνος ελέησε το ανθρώπινο γένος, όπως κανείς ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί. Μόνο ο Θεός της φιλανθρωπίας μπορούσε να φανταστεί και να πραγματοποιήσει τόσο τέλειο τρόπο σωτηρίας των ανθρώπων από την αμαρτία: με τον Θεάνθρωπο, με την ζωή του από της γεννήσεώς του και έως το σταυρικό του θάνατο, την ανάσταση και την ανάληψη. Αυτή είναι πράγματι αγάπη που δεν υπάρχει αντίστοιχή της. Πραγματική φιλανθρωπία που δικαίως φέρει τούτο το όνομα. Αυτό είναι όντως το μόνο πραγματικό έλεος προς τους ανθρώπους.
Ως εκ τούτου είναι ο μόνος ιλασμός μπροστά στον Θεό για το αμαρτωλό ανθρώπινο γένος. Με τον απεριόριστα φιλάνθρωπο άθλο της σωτηρίας των ανθρώπων από την αμαρτία, ο Θεάνθρωπος έγινε και για πάντα έμεινε «ιλασμός περί των αμαρτιών ημών».

Πηγή: π. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ερμηνεία των Επιστολών του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, εκδόσεις εν Πλώ
 http://makkavaios.blogspot.gr/2015/02/blog-post_57.html#more

Ὑπάρχει φιλανθρωπία χωρίς χριστοφιλία;

      

 Απαντά ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς
 Η χριστοφιλία διακλαδούται σε αδελφοφιλία, αληθοφιλία, δικαιοφιλία, αγαθοφιλία, αγιοφιλία, ειρηνοφιλία, αγνοφιλία, αγάπη για όλα όσα είναι θεϊκά, αγάπη για όλα όσα είναι αθάνατα, αγάπη για όλα όσα είναι αιώνια. Όλες αυτές οι αγάπες είναι θεϊκές, άγιες και αιώνιες, επειδή η ρίζα τους είναι θεϊκή, άγια και αιώνια. Ρίζα τους είναι η χριστοφιλία.
Όλες αυτές είναι φυσικές και απαραίτητες εκφάνσεις της χριστοφιλίας. Είναι οι δικές της αντικειμενικοποιήσεις, προβολές, πραγματοποιήσεις. Οι δικές της ενσαρκώσεις και πραγματώσεις. Εάν δεν υπάρχουν αυτές, δεν υπάρχει ούτε η χριστοφιλία. Εάν δεν υπάρχει η χριστοφιλία, δεν υπάρχει ούτε αληθινή θεοφιλία ούτε αληθινή φιλανθρωπία. Επειδή ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος η
αγάπη προς Αυτόν είναι πάντα και αγάπη προς Θεό και αγάπη προς άνθρωπο, δηλαδή θεοφιλία και φιλανθρωπία.
Στο χριστιανισμό η φιλανθρωπία είναι απόδειξη της θεοφιλίας, ενώ η θεοφιλία είναι απόδειξη της φιλανθρωπίας. Η αγάπη προς τον Θεό φυσικά εκδηλώνεται με την αγάπη προς τον άνθρωπο ως θεόμορφο όν. και αυτό σημαίνει ως θεϊκό αδελφό και αιώνιο συν-άδελφο. Γι’ αυτό ο άγιος Θεολόγος ιδιαίτερα τονίζει τούτο το ευαγγέλιο:
«Εάν τις είπη ότι αγαπά τον Θεόν, και τον αδελφόν αυτού μισή, ψεύστης εστίν∙ ο γαρ μη αγαπών τον αδελφόν ον εώρακε, τον Θεόν ον ουχ εώρακε πως δύναται αγαπάν; Και ταύτην την εντολήν έχομεν απ’ αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεόν αγαπά και τον αδελφόν αυτού».
Μόνο αισθανόμενος εν Θεώ, ειδωμένος εκ Θεού, ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο θεϊκός αδελφός, αθάνατος συνάδελφος. Έτσι αισθάνεται, θεάται και βλέπει τους ανθρώπους, μόνον ο άνθρωπος που βρίσκεται εν Χριστώ Θεώ, εν τη θεϊκή Του αγάπη.
Πηγή: π. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ερμηνεία των Επιστολών του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, εκδόσεις εν Πλώ
 http://makkavaios.blogspot.gr/2015/02/blog-post_78.html
Η καταχώρηση δημοσιεύτηκε από τον/την hristospanagia5

Ο Θεός ως κριτής , Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς


ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ

 ΠΕΡΙ TOY ΘΕΟΥ ΩΣ ΚΡΙΤΟΥ

Η αιωνία ευαγγελική αλήθεια περί του Θεού ως Κριτού δεν είναι βιαίως επιβεβλημένη εις την ανθρωπίνην συνείδησιν ούτε είναι αφύσικη η θέσις της μεταξύ των αποκεκαλυμμένων αληθειών. Είναι φυσικόν και συστατικόν μέρος της θείας Αποκαλύψεως εν τω Θεανθρωπίνω σώματι της Εκκλησίας. Χωρίς αυτήν η λογική της Αποκαλύψεως δεν θα ήτο θεία και η θεανθρωπίνη Οικονομία της σωτηρίας δεν θα ήτο ολοκληρωμένη. Χωρίς αυτήν η θεία Αποκάλυψις θα ήτο παρομοία με τον κόσμον χωρίς τον ουρανόν επάνω του. Αυτή είναι η στέγη η καλύπτουσα και ολοκληρούσα τον μαργαρίτινον ναόν των θεανθρωπίνων αληθειών περί του ανθρώπου και του κόσμου. Η φύσις των άλλων αγίων δογμάτων και αληθειών είναι και η ιδική της φύσις. είναι ομοούσιος με αυτάς. ευρίσκεται μέσα τους όπως και αυταί εντός αυτής. έχει την αυτήν αξίαν και ζωτικήν δύναμιν με αυτάς, δεν δύναται να χωρισθή απ' αυτάς, επειδή όλαι μαζί αποτελούν ένα αχώριστον θεανθρώπινον οργανισμόν. Είναι φυσικόν, ο Θεός ο οποίος είναι Δημιουργός, Σωτήρ και Αγιασμός, να είναι ταυτοχρόνως και Κριτής. Διότι ως Κτίστης μας εισήγαγεν από το μη είναι εις το είναι, ορίσας ως σκοπόν της υπάρξεώς μας την εξομοίωσιν με τον Θεόν δια του θεοειδούς της ψυχής μας, ληφθέντος ως δώρου, και δια της αυξήσεως εις την αύξησιν του Θεού «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (πρβλ. Κολ. 2, 19. Εφ. 4, 13). ως Σωτήρ, μας έσωσε από την αμαρτίαν, από τον θάνατον και από τον διάβολον, εισαγαγών εις την φύσιν του ανθρώπου, θνητοποιημένου δια της αμαρτίας, την αρχήν και την δύναμιν της αναστάσεως και της αθανασίας. ως Αγιασμός, μας έδωσε μέσα εις το θεανθρώπινον Σώμα Του όλα τα μέσα της χάριτος και όλας τας θείας δυνάμεις, δια την οικείωσιν του θεανθρωπίνου έργου Του της σωτηρίας και την
επίτευξιν του σκοπού της υπάρξεώς μας. ως Κριτής, σταθμίζει, κρίνει και λαμβάνει απόφασιν περί της συμπεριφοράς μας προς Εκείνον ως τον Κτίστην και προς τον εαυτόν μας ως το θεοειδές κτίσμα, προς Εκείνον ως τον Σωτήρα και προς τον εαυτόν μας ως αντικείμενον της σωτηρίας, προς Εκείνον ως τον Θεάνθρωπον - την Εκκλησίαν - τον Αγιασμόν, και προς τον εαυτόν μας ως αντικείμενον αγιασμού, θεώσεως και θεανθρωποποιήσεως. Εις αυτό το τετραπλούν έργον Του ο Θεός πάντα ενεργεί «κατά την βουλήν του θελήματος αυτού» (Εφ. 1, 11), δηλαδή κατά το προαιώνιον σχέδιόν Του περί του κόσμου και του ανθρώπου, με τον σκοπόν «ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν τω Χριστώ, τα τε εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης» (Εφ. 1, 10. Πρβλ. Κολ. 1, 16-17 και 20).

Ο Θεός έβαλε εις το φύραμα του ανθρωπίνου είναι την ζύμην του έρωτος προς τον Χριστόν, ώστε ο άνθρωπος, και μαζί του και όπισθέν του όλη η κτίσις, να ποθή και να τείνη προς τον Χριστόν. Όθεν όλη η κτίσις είναι εις τον πυρήνα της Χριστοκεντρική και τείνει και φέρεται προς τον Χριστόν ως προς το φυσικόν κέντρον της και σκοπόν (πρβλ. Ρωμ. 8, 19-23. Κολ. 1, 16-17. Εφ. 1, 4-5). Ενώ εις το δημιουργικόν, σωτηριώδες και αγιαστικόν έργον Του ο Θεός εμφανίζεται ως ο αροτριών, ο σπορεύς και ο καλλιεργητής, εις το δικαστικόν έργον Του εμφανίζεται ως ο θεριστής και ο αλωνιστής. Είναι εντελώς φυ­σικόν ο ουράνιος Σπορεύς, ο πλουσιοπαρόχως σπείρας το σπέρμα των αιωνίων θείων αληθειών εις την γην των ανθρωπίνων ψυχών, να έλθη και να ιδή πόσον από το σπέρμα αυτό έχει σαπίσει εις την λάσπην των ηδονών, πόσον έχει πνιγεί εις τα αγκάθια των παθών, πόσον έχει μαρανθή εις την φωτιάν της φιλαμαρτησίας, και πόσον έχει καρποφορήσει και φέρει τον θείον καρπόν, και να θερίση και αλωνίση τους ώριμους βλαστούς του επιγείου σίτου. Επειδή είναι, ακριβώς, ο αροτριών, ο σπορεύς και ο καλλιεργητής, έχει το δικαίωμα να είναι και ο θεριστής και ο αλωνιστής. επειδή έχει δωρήσει εις τους ανθρώπους όλα τα μέσα τα αναγκαία διά την επίτευξιν του από τον Θεόν οριζομένου σκοπού της ζωής, έχει δικαίωμα να είναι και ο Κριτής. Θα ήτο ασυγχώρητος αδικία και προσβολή και τυραννία, εάν επαρουσιάζετο ο Θεός ως Κριτής, χωρίς να έχη προηγουμένως εμφανισθή ως η Σωτηρία και ο Αγιασμός. Δεν έχει δικαίωμα να κρίνη τον άνθρωπον και την ανθρωπότητα ο Θεός ο οποίος δεν θα ήθελε να αποκαλύψη εις τους ανθρώπους την οδόν προς την αιώνιον ζωήν, να ειπή εις αυτούς την αιώνιον Αλήθειαν, να τους δώση τα μέσα διά την σωτηρίαν από την αμαρτίαν, τον θάνατον και τον διάβολον, με μίαν λέξιν, ο Θεός ο οποίος δεν θα ήθελε να γίνη ο Σωτήρ των. Εις ένα τοιούτον Θεόν εκβιαστήν η ανθρωπότης θα είχε δικαίωμα ομοψύχως και ομοφώνως να πετάξη κατά πρόσωπον εκείνο το οποίον είπεν ο κακός δούλος της παραβολής των ταλάντων (Ματθ. 25, 24-25).

Εάν ο Χριστός θα ήτο τοιούτου είδους Θεός, δεν θα έπρεπε να πιστεύη τις εις Αυτόν, διότι εν τοιαύτη περιπτώσει Αυτός δεν θα ήτο αληθινός Θεός, αλλ' εις μεταξύ πολλών άλλων ανισχύρων και αυτοκλήτων θεών μέσα εις το άθλιον πάνθεον των ανθρωπίνων ειδώλων. Επειδή όμως ο Θεάνθρωπος Κύριος Χριστός εφάνη ως ο Σωτήρ του ανθρώπου και της ανθρωπότητος και κατά την άρρητον φιλανθρωπίαν Του ετέλεσε το βαρύτατον έργον της σωτηρίας και επειδή έδωκεν εις τους ανθρώπους όλα τα δώρα του ουρανού, τα οποία μόνον ο Θεός της αγάπης δύναται να δώση. Αυτός έχει δικαίωμα να κρίνη τον κόσμον και τον άνθρωπον.

Ασφαλώς, καθ' όσον ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι ομοούσιος με τον Θεόν Πατέρα και τον Θεόν Άγιον Πνεύμα, τόσον είναι και η κρίσις επί της ανθρωπότητος, έργον ολοκλήρου της Αγίας Τριάδος. Αλλά διά να μη διαμαρτυρηθή ο επαναστατημένος άνθρωπος, κατά την θεομάχον αμαρτωλότητά του, και να μη είπη ότι ο Θεός ο οποίος δεν έζησε εις την ανθρώπινην σάρκα, δεν έπαθε τα πάθη του ανθρώπου, ο οποίος δεν διήλθε διά της επιγείου φωλεάς των εχιδνών, δεν έχει δικαίωμα να κρίνη τους ανθρώπους, διά τούτο ο Θεός Πατήρ «την κρίσιν πάσαν δέδωκε τω Υιώ» (Ιω. 5, 22), και «έστησεν ημέραν εν η μέλλει κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη εν ανδρί ω ώρισε, πίστιν παρασχών πάσιν, αναστήσας αυτόν εκ νεκρών» (Πράξ. 17, 31).

Ωρίσας τον άνθρωπον Ιησούν, τον σαρκωθέντα Θεόν Λόγον, να κρίνη τον κόσμον, ο Θεός εποίησε την τελικήν δικαιοσύνην εις την ανθρωπότητα, φιλανθρώπως κλείσας τον κύκλον της ουρανίου Δικαιοσύνης Του επί της γης και ως εκ τούτου οι άνθρωποι δεν δύνανται να έχουν δικαίωσιν της διαμαρτυρίας και ανταρσίας εναντίον της κρίσεως του Θεού. Ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς είναι όχι μόνον ο «της πίστεως αρχηγός», αλλά και «τελειωτής» της πίστεώς μας, η αρχή και το τέλος ολοκλήρου του σχεδίου του Θεού περί του κόσμου και του ανθρώπου (Εβρ. 12, 2. πρβλ. 2, 10).

Διά μέσου όλων των αλλαγών και αλλοιώσεών της όλη η κτίσις τρέχει προς το τέλος της. Διά μέσου όλων των ημερών και όλων των νυκτών όλοι οι άνθρωποι, μαζί τους και οπίσω αυτών και ολόκληρος η κτίσις, τρέχουν προς την τελευταίαν ημέραν εις την οποίαν θα τελειώση το μυστήριον του κόσμου τούτου και της ανθρωπίνης ιστορίας. Όλαι αι ημέραι, ωσάν λευκοί ποταμοί, και όλαι αι νύκται, ωσάν μαύροι ποταμοί συντρίβονται και διασχίζουν τους γκρεμούς και τας αβύσσους της υπάρξεως, συμπαρασύροντες όλα τα όντα και όλην την κτίσιν προς την τελευταίαν ημέραν εις την οποίαν δεν είναι δυνατόν να μη καταλήξουν και να μη αποπερατώσουν τον ρουν των. Παν ό,τι έζησε και ζη εις το κλουβί του χρόνου, υποχρεωτικώς θα εισέλθη εις την εσχάτην αυτήν ημέραν και θα αποβιβασθή εις την όχθην της. Δεν υπάρχει ον ούτε κτίσμα το οποίον ο ποταμός του χρόνου δεν θα μεταφέρη εις την εσχάτην αυτήν ημέραν. Με την ημέραν αυτήν ο χρόνος θα τελειώ­ση την ύπαρξίν του, διά τούτο και ονομάζεται αυτή εις την Aπoκάλυψιv «η εσχάτη ημέρα» (Ιω. 6,39. 40. 44· 11, 24· 12, 48), «η μεγάλη ημέρα» (Πραξ. Απ. 2, 20. Ιουδ. 6). Επειδή δε αυτή είναι η ημέρα από τον Θεόν ορισθείσα, εις την οποίαν Αυτός θα κρίνη την οικουμένην (Πράξ. Απ. 17, 13), διά τούτο λέγεται ακόμη και «ημέρα κρίσεως» (Ματθ. 10, 15· 11, 22. 24· 12, 36· Β' Πέτρ. 2, 9· 3, 7. Α' Ιω. 4, 17), «ημέρα οργής και αποκαλύψεως και δικαιοκρισίας του Θεού» (Ρωμ. 2, 5). Αλλ' εφ' όσον εδόθη πάσα η κρίσις εις τον Υιόν (Ιω. 5, 22) και επειδή Αυτός θα φανή εις την εσχάτην ημέραν ως ο Κριτής εν δόξη, ένεκα τούτου η ημέρα αυτή ονομάζεται και ημέρα του Υιού του ανθρώπου (Λουκ. 17, 22. 24. 26), ημέρα Κυρίου (Β' Πέτρ. 3, 10. Α' Θεσσ. 5, 2. Πρβλ. Ιεζεκ. 15, 5. Ησ. 2, 12. Ιωήλ 2, 31. Σοφ. 1,14. Μαλαχ. 4, 1), ημέρα του Χριστού (Β' Θεσσ. 2, 2· Φιλ. 1, 10· 2, 16), ημέρα του Κυρίου Ιησού (Β' Κορ. 1, 14. Α' Κορ. 1, 8· 5, 5), ημέρα κρίσεως και απωλείας των ασεβών ανθρώπων (Β' Πετρ. 3, 7· 2, 9).

Εις αυτήν την πολυσήμαντον ημέραν ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς θα διατυπώση την εσχάτην, την τελεσίδικον κρίσιν Του περί ολοκλήρου της ιστορίας του κόσμου και του ανθρώπου, περί όλων των ανθρώπων μαζί και περί εκάστου προσωπικώς. Και όπως εις το τέλος της δημιουργίας επεσκόπησεν όλα τα δημιουργηθέντα όντα και κτίσματα και εξέφρασεν περί πάντων την κρίσιν Του, ότι είναι «λίαν καλά» (Γεν. 1, 31), ούτως, ο Τρισήλιος Κύριος θα επιθεωρήση και εις την εσχάτην ημέραν όλα τα όντα και κτίσματα, εις το τέλος της πορείας των διά μέσου της ιστορίας, και θα εκφράση την κρίσιν Του περί πάντων. Τότε θα χωρίση τελικώς τους καλούς και τους κακούς, και θα ορίση ανυπέρβατον και αδιάβατον όρον μεταξύ των. Τότε θα διατυπώση την τελικήν Του αλάθητον κρί­σιν περί όλων των ανθρωπίνων αξιών. τότε θα ζυγίση εις τον τέλειον και ακριβή ζυγόν της Δικαιοσύνης και της Αγάπης Του όλα τα έργα των ανθρώπων, όλας τας σκέψεις και λογισμούς των ανθρώπων, όλα τα αισθήματα των ανθρώπων, όλας τας επιθυμίας των ανθρώπων, όλας τας λέξεις και λογισμούς των ανθρώπων. τότε θα τελειώση «το μυστήριον του Θεού» (Αποκ. 10, 7) περί του ανθρώπου, περί της κτίσεως, περί του κόσμου, περί του σύμπαντος. τότε όλοι οι αγαθοί και παν το αγαθόν θα κληρονομήση την αιώνιον Μακαριότητα, τον αιώνιον Παράδεισον, την γλυκυτάτην Βασιλείαν των Ουρανών του Γλυκυτάτου Κυρίου Ιησού, όλοι δε οι κακοί και παν το κακόν την αιώ­νιον βάσανον, την αιώνιον Κόλασιν εις το πάμπικρον βασίλειον των παγκάκων πεσόντων αγγέλων.



"Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ"
ΑΡΧΙΜ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1974  

Παπισμός κατά τον Γ. Ιουστίνο Πόποβιτς



Παπισμός κατά τον Γ. Ιουστίνο Πόποβιτς
Ούτως, αδελφοί μου, ανέστη ως βρυκόλαξ εις τας ημέρας μας η σατανική Ρώμη, εκείνη η Ρώμη, προ του μεγάλου Κωνσταντίνου, η οποία εδίωκε με πυρ και μάχαιραν τους Χριστιανούς και ημπόδιζε τον Χριστόν να εισέλθη εις την Ευρώπην. (Άγιος Νικόλαος Αχρίδος)
***
Νικόλαος Ζήσης
ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΣ
κατά τον Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς
Να ήστε έτοιμοι εις μαρτύριον δια τον Χριστόν εκ μέρους της Λευκής Δαιμονίας (= Ευρώπης).
Ο πατήρ Ιουστίνος Πόποβιτς, γεννήθηκε το 1894. Το 1916, σε ηλικία 22 ετών, έλαβε το Μοναχικό Σχήμα. Σπούδασε την Θεολογία στην Σερβία και στην Ρωσία και ανεκηρύχθη διδάκτωρ της Θεολογίας από την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1926. Το 1935 εξελέγη υφηγητής και αργότερα καθηγητής της Δογματικής στην Θεολογική Σχολή του Βελιγραδίου, όπου παρέμεινε μέχρι το 1945, όταν το κομμουνιστικό καθεστώς τον εξεδίωξε. Έ­κτοτε και μέχρι του θανάτου του (1979), αποσύρθηκε ως πνευματικός στην Ιερά Μονή Αρχαγγέλων στο Τσέλιε, όπου συνέχισε το πνευματικό και συγγραφικό του έργο, αποτελώντας, όπως λέγει ο Καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης, την «κεκρυμμένην συνείδησιν της Σερβικής Εκκλησίας, αλλά και της μαρτυρικής Ορθοδοξίας εν γένει»1. Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο πατήρ Θεόκλητος Διονυσιάτης παρουσιάζοντας ένα από τα έργα του Γέροντος Ιουστίνου, «πρέπει να ίδωμεν τον π. Ιουστίνον όχι ως δογματικόν διδάσκαλον μόνον, αλλά και ως όσιον και ως προφήτην, διότι ζη μέσα εις το φως του Θεού την τραγωδίαν των ανθρώπων, προς τους οποίους εξαγγέλει την μοναδικότητα του Θεανθρώπου, την μοναδικότητα της Εκκλησίας και την εκτροπήν του Ευρωπαίου ανθρώπου από της Αληθείας... Ό,τι αρνείται ο π. Ιουστίνος, το αρνείται με θετικόν τρόπον, διότι πιστεύει ακρα­δάντως, ότι η Εκκλησία κατέχει εντός της την δυνατότητα ικανοποιήσεως όλων των αιτημάτων του ανθρώπου και των εφέσεών του και μάλιστα εις ασυγκρίτως μεγαλύτερον βαθμόν, απ' ό,τι αυτός δύναται να επιθυμήση»2.
Οι εμπειρίες των Σέρβων Ορθοδόξων από την συνοίκησή τους με λαούς οι οποίοι είχαν προσχωρήσει στον παπισμό (Αυστριακούς, Ούγγρους, Κροάτες, Σλοβένους), φαίνεται πως υπήρξαν αφορμή για βαθεία ανάλυση εκ μέρους των Σέρβων θεολόγων του είδους ανθρώπου που διαμορφώνει ο ευρωπαϊκός ουμανισμός3 και το αποκορύφωμά του, ο Παπισμός4. Παρόμοιες εμπειρίες, άλλωστε, ήταν αυτές οι οποίες συνετέλεσαν στο να γνωρίσουν και οι Έλληνες Ορθόδοξοι την χριστιανική «αγάπη» και «δικαιοσύνη» των Φραγκο-Σαξώνων, στην πρόσφατη σταυροφορία και κατοχή του σερβικού Κοσσυφοπεδίου.
Τα λόγια του Γέροντος Ιουστίνου δεν εκφράζουν βέβαια απαρέσκεια προς ανθρώπους, ούτε καν προς τους εχθρούς του έθνους του. όπως λέγει ο ίδιος, η ταύτιση αμαρτίας και αμαρτωλού είναι εφεύρημα του ουμανισμού και όχι διδασκαλία του Ευαγγελίου. Στα έργα του ο Παπισμός, όπως και ολόκληρος ο ευρωπαϊκός ουμανισμός, κρίνεται εν συγκρίσει και κατ' αντιπαράθεση προς τον Θεανθρωπισμό ή Θεανθρωποκεντρισμό της Εκκλησίας. Οι λόγοι του κρίνουν τον Παπισμό ως παναίρεση και παναμαρτία, καταρρίπτοντας την αντίληψη πως ο Ρωμαιοκαθολικισμός διατηρεί την συγγενέστερη προς την Ορθοδοξία πίστη. Η ανατομία του σώματος του ευρωπαϊκού πολιτισμού εκ μέρους του Γέροντος Ιουστίνου, η οποία ως εκ της καταστάσεως του πολιτισμού αυτού αποτελεί μάλλον νεκροψία, απαιτεί βεβαίως εμβριθέστερη μελέτη και ανάλυση. Η παρούσα μελέτη, δυστυχώς αδικεί το ύφος και το ύψος της θεολογίας του Σέρβου ασκητού, διότι επιδιώκει να παρουσιάσει απλώς τις απόψεις του για τον κυριώτερο πνευματικό καρπό της ευρωπαϊκής περί Θεού, ανθρώπου και κόσμου αντιλήψεως, δηλ. τον Παπισμό. Ελπίζουμε, ωστόσο, πως έστω και αυτή η μερική γνώση της εκκλησιαστικής περί ουμανισμού αντιλήψεως, όπως αυτή εκφράζεται άριστα από τον Γέροντα Ιουστίνο, θα αποτελέσει για πολλούς αφορμή μελέτης των έργων του Γέροντος και θα διευρύνει την προοπτική με την οποία πρέπει ο Ορθόδοξος Χριστιανός να αντιμετωπίζει τον δυτικό πολιτισμό εν γένει, την αντίδραση κατά του οποίου προσπαθούν να μονοπωλήσουν, προς ίδιον όφελος, ιδεολογίες που έχουν και αυτές τις ρίζες τους στην άθεη Δύση, όπως ο μαρξισμός και ο αναρχισμός.
1. Η επιβίωση του Αρειανισμού5
Ο κόσμος μας, και ιδιαίτερα ο άνθρωπος, χαρακτηρίζεται από ένα διαρκή αγώνα ανάμεσα σε δύο μυστήρια: το μυστήριο του καλού και το μυστήριο του κακού. Το μυστήριο του κακού είναι έντεχνα ελκυστικό. γοητεύει τον άνθρωπο μέχρι έρωτος, και ο άνθρωπος προσφέρει τον εαυτό του ως θυσία ολοκαυτώματος στην φοβερή αυτή του αγάπη. Αντιθέτως το μυστήριο του καλού είναι ταπεινό και πράο, αντικείμενο λοιδορίας και εμπτυσμών, γι' αυτό και είναι λιγότεροι οι εραστές του μυστηρίου του καλού απ' αυτούς του μυστηρίου του κακού. Εναντίον του μικρού καλού αντιτάσσεται μικρό κακό και εναντίον μεγάλου καλού, μεγάλο κακό. Έτσι, εναντίον του Θεού του καλού, του Ιησού Χριστού, εξέρχεται ο ίδιος ο Σατανάς6. Κύριος σκοπός του Σατανά και όλης της στρατιάς του εναντίον του Χριστού, είναι να εκσαρκώσει τον Θεάνθρωπο, να δείξει ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός, αλλ' ένας απλούς και αδύνατος άνθρωπος. Ο Σατανάς πολέμησε την Εκκλησία έξωθεν με τους διωγμούς, αλλά και εσωτερικά με πιο φοβερό τρόπο, διά του Αρείου. Ο Σατανάς, αφού εξήλθε από τον θεοκτόνο Ιούδα, εισήλθε στον Άρειο, διά του οποίου ενήργησε πιο ολοκληρωτικά από οποτεδήποτε άλλοτε7.
Ο Αρειανισμός από την μεταφυσική του πλευρά ριζώνει στον σατανισμό και από την ψυχολογική του πλευρά στον ορθολογισμό. Οι αρειανοί αντικατέστησαν τους χριστιανικούς νόμους του Αγίου Πνεύματος με τις ορθολογιστικές κατηγορίες της λογικής του Αριστοτέλους. προσπάθησαν να ερμηνεύσουν την Αγία Γραφή «κατά τον ίδιον νουν» και έφθα­σαν να μετρούν την φύση του Χριστού με βάση την δική τους φύση, γι' αυτό και κατεβίβασαν τον Χριστό στο επίπεδο των κτισμά­των8. Ο Αρειανισμός, θέλοντας να εκλογικεύσει τον Χριστό, εξέπεσε σε αίρεση. έχοντας σμικρύνει τον Θεάνθρωπο Χριστό στα επίπεδα ενός ημιθέου, έγινε αναστημένος παγανισμός9. Η σκέψη του Αρειανισμού, η οποία αρνείται την θεότητα του Χριστού, είναι τόσο σατανική, ώστε πρέπει να έχει την αρχή της στον νου του Σατανά. αν σε κάθε αίρεση υπάρχει κάτι το διαβολικό, η αίρεση του Αρείου είναι ολόκληρη εκ του Διαβόλου και ολόκληρη εν τω Διαβόλω10. Η καθολική πίστη και διδασκαλία της Εκκλησίας εκφρά­σθηκε ιδιαίτερα στην ισχυρή λέξη ομοούσιος11. «Δοκίμασε την πίστιν σου και έλεγξέ την με το Σύμβολον της πίστεως... Εάν απορρίπτης το ομοούσιον δεν είσαι του Χριστού, είσαι του Αντιχρίστου, είσαι του Ιούδα, διότι η Εκκλησία ονομάζει τον Άρειον "δεύτερον Ιούδα"»12.
Ο Αρειανισμός δεν έχει ακόμη ταφεί. είναι σήμερα της μόδας και έχει διαχυθεί σαν ψυχή στο σώμα της σύγχρονης Ευρώπης. στην κουλτούρα της Ευρώπης, στην φιλοσοφία, στην επιστήμη, στον πολιτισμό και εν μέρει στην θρησκεία της, υπάρχει κρυμμένος ο Αρειανισμός. παντού ο Χριστός συστηματικά καταβιβάζεται σε απλό άνθρωπο. «Πόθεν τόσος αρειανισμός σήμερον;» διερωτάται ο Γέρων Ιουστίνος. «Ο άνθρωπος έγινε σήμερον το μέτρον των πάντων, μέτρον όλων των ορατών και αοράτων όντων και πραγμάτων. Μετρών με τον εαυτόν του τα πάντα ο ευρωπαϊκός άνθρωπος απορρίπτει παν ό,τι είναι ευρύτερον από τον άνθρωπον, μεγαλύτερον από τον άνθρωπον, απειρότερον από τον άνθρωπον. Το στενόν του μέτρον στενεύει τον Θεάνθρωπον εις άνθρωπον»13.
Η σύγχρονη ευρωπαϊκή σχετικοκρατία14 ακολουθεί τον Αρειανισμό. ο μεταφυσικός σχετικισμός γέννησε και τον ηθικό σχετικισμό. Δεν υπάρχει τίποτε το απόλυτο ούτε υπεράνω του κόσμου ή του ανθρώπου, ούτε στον κόσμο ή στον άνθρωπο, ούτε γύρω από τον κόσμο ή τον άνθρωπο15. Όλοι οι ευρωπαϊκοί ανθρωπισμοί, από τον φετιχιστικό μέχρι και τον παπικό, βασίζονται στον άνθρωπο. Κάθε ουμανισμός στην οντολογία του δεν είναι τίποτε άλλο παρά χομινισμός. Ο άνθρωπος είναι η ανώτατη αξία, η παναξία, το ύψιστο κριτήριο. «μέτρον πάντων άνθρωπος»16. Όλοι οι ουμανισμοί, οι προ της Αναγεννήσεως και οι μετά την Αναγέννηση, οι προτεσταντικοί, φιλοσοφικοί, θρησκευτικοί, κοινωνικοί, επιστημονικοί, πολιτιστικοί και πολιτικοί επιδιώκουν εν γνώσει ή εν αγνοία ένα πράγμα: να αντικαταστήσουν την ζωή κατά Θεάνθρωπον με την ζωή κατ' άνθρωπον17. Ο φανερός ή κρυφός πόθος πολλών από τους δημιουργούς του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τον Θεό18. Η ουσία της πρώτης πτώσης του ανθρώπου συνίσταται ακριβώς στο ότι ο άνθρωπος επαναστάτησε εναντίον της θεοειδούς οργανώσεως του «είναι», της υπάρξεώς του, και στο ότι παρέμεινε στην καθαρώς ανθρώπινη φύση, τον «χομινισμό» του. Εκδίωξε τον Θεό από τον εαυτό του, την συνείδησή του και την θέλησή του, δεν κατόρθωσε, όμως, να αποβάλει τα θεοειδή ιδιώματα του πνεύματός του, τα οποία εμφανίζονται ως πόθος για άπειρη πρόοδο, άπειρη γνώση, άπειρη τελειοποίηση, άπειρη ύπαρξη. Με όλες αυτές τις ουμανιστικές νοσταλγίες ο άνθρωπος τείνει πάλι προς το θεοειδές που έχασε και ουσιαστικά κραυγάζει για την αναγκαιότητα του Θεανθρώπου19.
Όμως ο ουμανιστικός ανθρωποκεντρισμός είναι στην ουσία Διαβολοκεντρισμός, διότι επιδιώκει ό,τι και ο Διάβολος: να αποθεανθρωπή­σει και να αθεώσει τον άνθρωπο. Ο ουμανιστής άνθρωπος καθίσταται όμοιος προς τον Διάβολο: και οι δύο θέλουν να ανήκουν μόνο στον εαυτό τους, να είναι μόνο στον εαυτό τους και για τον εαυτό τους. μεταφέρονται έτσι στο βα­σίλειο του «δευτέρου θανάτου»20, όπου δεν υπάρχει ούτε Θεός, ούτε κάτι θεϊκό21. Σε τελευταία ανάλυση όλοι οι ουμανισμοί εξοντώνουν τον αμαρτωλό μαζί με την αμαρτία του, διότι δεν θέλουν τον Θεάνθρωπο, ο οποίος είναι η μόνη σωτηρία του ανθρώπου από την αμαρτία, τον θάνατο και τον Διάβολο. όποιος δεν είναι υπέρ του Θεανθρώπου είναι και κατά του ανθρώπου και δολοφόνος του ανθρώπου. Ταυτόχρονα είναι και αυτόχειρας, διότι παραδίδει την ψυχή του στην πλήρη εξουσία της αμαρτίας, του θανάτου και του Διαβόλου επιφέροντας στον εαυτό του την αιώνια κόλαση22.
Έξω από τον Θεάνθρωπο ο άνθρωπος χάνει την κεφαλή του, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του, τον αιώνιο, τον αθάνατο, τον θεοειδή εαυτό του. «Εκτός του Θεανθρώπου δεν υπάρχει άνθρωπος, αλλά πάντοτε υπάνθρωπος ή ημιάνθρωπος ή μη άνθρωπος»23. Ο άνθρωπος είναι μεγάλος μόνον δια του Θεού και εν τω Θεώ. αυτό είναι η θεμελιώδης αρχή του θεανθρωπίνου πολιτισμού. «Χωρίς τον Θεόν ο άνθρωπος δεν είναι παρά εβδομήκοντα κιλά αιμοφύρτου ύλης»24. Μαραμένος, υπανάπτυκτος, αντικειμενοποιημένος, εκφυλισμένος, ο άνθρωπος του ουμανισμού είχε απόλυτο δίκαιο, όταν ανακοίνωσε με τους σοφούς του ότι έγινε από τον πίθηκο. αφού εξισώθηκε με τα ζώα στην καταγωγή, γιατί να μην εξισωθεί και στην ηθική25; Καταφανώς ο ευρωπαίος άνθρωπος δεν είναι θεός, αλλά δούλος της ύλης. ο αυτοαποκαλούμενος θεός προσκυνεί δουλικώς τα πράγματα, τα είδωλα που μόνος του δημιούργησε, πουθενά δε δεν προσκυνούνται τόσο δουλικώς τα πράγματα, όσο στην Ευρώπη. Η προσκύνηση αυτή είναι της χειρότερης μορφής, διότι αποτελεί προσκύνηση χώματος. «Πέστε μου, δεν προσκυνεί άρα γε ο άνθρωπος χώμα, όταν εγωιστικώς αγαπά το γήινον χοϊκόν σώμα του και επιμόνως ισχυρίζεται: σαρξ ειμι και μόνον σαρξ;». Κύριο χαρακτηριστικό του ευρωπαίου ανθρώπου είναι η λαιμαργία του ως προς τα πράγματα. η φετιχιστική μεταφυσική του εκδηλώνεται δια της φετιχιστικής του ηθικής. Όπως στον ειδωλολατρικό φετιχισμό κύριο χαρακτηριστικό είναι η ανθρωποφαγία, έτσι και στον ευρωπαϊκό φετιχισμό: η ζωή είναι σφαγείο στο οποίο ο ισχυρότερος έχει δικαίωμα να σφάξει τον ασθενέστερο26.
Η σχετικοκρατία της φιλοσοφίας ήταν αδύνατο να μην οδηγήσει σε σχετικοκρατία στην ηθική, η οποία υπήρξε με την σειρά της μητέρα του αναρχισμού και του μηδενισμού. αυτή η ιδεολογική φθορά του ιδεολογικού αναρχισμού και μηδενισμού, ήταν φυσικό να εκδηλωθεί στον πρακτικό αναρχισμό και μηδενισμό, μάρτυρες του οποίου υπήρξαν οι δύο παγκόσμιοι, «εις την πραγματικότητα ευρωπαϊκοί, πόλεμοι»27. Στους βωμούς της νέας ειδωλολατρίας τα τέρατα της Αποκαλύψεως του ευρωπαϊκού πολιτισμού επιτελούν πρωτοφανή στην ιστορία σφαγή μυριάδων ανθρωπίνων ψυχών δια των χειρών των διανοουμένων των λαών και της ανθρωπιστικής αγωγής τους. «Ορθώς έλεγεν ο Α. Ζίντ, ότι το Νταχάου και άλλα στρατόπεδα συγκεντρώσεως είναι βωμοί, τους οποίους ανήγειραν και εις τους οποίους ιερουργούν οι διανοούμενοι της Ευρώπης με θρησκείαν τον πολυθρύλητον ανθρωπισμόν των»28.
Ποια είναι όμως, τέλος πάντων, η σχέση του Παπισμού με τον Αρειανισμό και την μετεξέλιξή του στον νεώτερο ευρωπαϊκό ανθρωπισμό (ουμανισμό);
2. Η πτώση του πάπα
Ο Ρωμαιοκαθολικισμός εγκαταλείποντας την καθολική της Εκκλησίας πίστη, αυτομόλησε στην αρεια­νική μεθοδολογία29. Έτσι στην Δύση υπήρξε μία βαθμιαία μετατροπή του Χριστιανισμού σε ουμανισμό. για πολύ καιρό και με επιμονή στένευαν τον Θεάνθρωπο και στο τέλος τον σμίκρυναν σε άνθρωπο: στον αλάθητο άνθρωπο της Ρώμης και τον όχι λιγώτερο αλάθητο άνθρωπο του Βερολίνου. Εμφανίσθηκε έτσι ο δυτικός χριστιανικο-ουμανιστικός μαξιμαλισμός (ο Παπισμός), ο οποίος από τον Χριστό αφαιρεί τα πάντα, και ο δυτικός χριστιανικο-ουμανιστικός μινιμαλισμός (ο Προτεσταντισμός), ο οποίος από τον Χριστό ζητεί το ελάχιστο, συχνά δε και τίποτε. Με τον περιορισμό του στον άνθρωπο μετεβλήθη ο δυτικός Χριστιανισμός σε ουμανισμό. Η αντικατάσταση του Θεανθρώπου από τον άνθρωπο είχε ως συνέπεια την αντικατάσταση της θεανθρώπινης από την ανθρώπινη μεθοδολογία: στον σχολαστικισμό30 επικρατεί η αριστοτελική φιλοσοφία, στην ηθική επικρατεί η Ιερά Εξέταση31 και η καζουϊστική ηθική32, στις διεθνείς σχέσεις το παπικό κράτος και στην κοινωνία ο ατομισμός ως κοινωνική αρχή. Στον χαρακτήρα αυτό του δυτικού Χριστιανισμού έχουν τις ρίζες τους η αστική κοινωνία (η επιβολή του ατόμου ως μονάδος) και ο ουμανιστικός κοινωνισμός (η βιαία επιβολή του εγωιστικού ατόμου ως ομάδος)33. Η δυτική κοινωνία, έχοντας αυτές τις ρίζες, δεν είναι τίποτε άλλο παρά οργανωμένη ικανοποίηση των ατομικών συμφερόντων, δηλαδή νομιμοποιημένη τέρψη του ανθρώπινου εγωισμού34.
Η Αναγέννηση είχε πλημμυρίσει τις καρδιές των Ευρωπαίων, οι οποίοι είχαν μαραθεί από τον Βατικανισμό, με ελπίδα. Ο βρυκολακικός σχολαστικισμός στη φιλοσοφία και ο ανθρωποφάγος ιησουϊτισμός στην ηθική είχαν απομυζήσει από τον ευρωπαίο άνθρωπο τις ζωτικές του δυνάμεις. Η ανακαίνιση του Ευρωπαίου, όμως, έγινε με την στροφή στην αρχαία Ελλάδα, με την απομάκρυνσή του από τον Χριστό και την διακοπή κάθε συνδέσμου με τους άνω αοράτους κόσμους35.
Ο Παπισμός δεν υπήρξε μόνον ο πρώτος ουμανισμός και γενεσιουργός αιτία του ευρωπαϊκού αθεϊστικού ουμανισμού36. Αποτελεί ταυτόχρονα αποκορύφωμα του ουμανισμού και τελευταία προσπάθεια διάσωσής του. Λέγει χαρακτηριστικώς ο π. Ιουστίνος πως μετά τον ορθολογιστικό διαφωτι­σμό37 του 18ου και τον μυωπικό θετικισμό38 του 19ου αιώνα, δεν απέμενε τίποτε άλλο στον ευρωπαϊκό ουμανισμό από το να αποσυντεθεί μέσα στις αντιφάσεις και τα αδιέξοδά του. την στιγμή εκείνη η δογματοποίηση του αλαθή­του του πάπα39 απετέλεσε προσπάθεια αναζωογονήσεως και διαιωνίσεως του ετοιμοθάνατου ουμανισμού. το δόγμα του αλα­θήτου του πάπα «είναι η τελευταία μεταμόρφωσις (transformatio) και η τελική αποθέωσις (glorificatio) του ουμανισμού»40. Το δόγμα αυτό έχει κοσμοϊστορική σημασία για όλη την τύχη της Ευρώπης, ιδιαίτερα για τους αποκαλυπτικούς καιρούς στους οποίους έχει αυτή εισέλθει. «Διά του δόγματος αυτού όλοι οι ευρωπαϊκοί ανθρωπισμοί απέκτησαν το ιδεώδες και το είδωλόν των: ο άνθρωπος ανεκηρύχθη υπερτάτη θεότης, πανθεότης. Το ευρωπαϊκόν ουμανιστικόν πάν­θεον απέκτησε τον Δία του»41. Ο δυτικός Χριστιανισμός, στην ουσία του, είναι ο πιο ριζικός ουμανισμός, διότι ανεκήρυξε τον άνθρωπο αλάθητο και μετέβαλε την θεανθρώπινη θρησκεία σε θρησκεία ουμανιστική. Απόδειξη γι' αυτό είναι πως στην Ρωμαϊκή Εκκλησία ο Θεάνθρωπος απωθήθηκε στον ουρανό, και στην θέση του τοποθετήθηκε ο αναπληρωτής: Vicarius Christi... «Πόσον τραγικός παραλογισμός: να ορίζεται αντικαταστάτης και αναπληρωτής διά τον πανταχού παρόντα Κύριον και Θεόν! Είναι όμως γεγονός ότι αυτός ο παραλογισμός ενεσαρκώθη εις τον δυτικόν Χριστιανισμόν». Έτσι επιτελέσθηκε η αποθεανθρώπηση του Θεανθρώπου, η εκ-σάρκωση του ενσαρκωθέντος Θεού. Με όλα αυτά ο ουμανισμός είναι σαν να έλεγε στον Θεάνθρωπο: Αποσύρσου απ' αυτόν τον κόσμο σε άλλον, φύγε από μας, διότι εμείς έχουμε τον αντικαταστάτη Σου, ο οποίος σε αντικαθιστά αλαθήτως σε όλα42. Η Β' Βατικάνειος43 Σύνοδος, επιμένοντας και αυτή στο δόγμα του αλαθή­του του πάπα = του ανθρώπου, αποτελεί αναγέννηση όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών, αναγέννηση πτωμάτων. «Διότι αφ' ότου ο Θεάνθρωπος Χριστός είναι παρών εις τον γήινον κόσμον, ο κάθε ουμανισμός είναι πτώμα»44. «Εις την πραγματικότητα από αυτό το δόγμα ζη, το ακολουθεί και επιμόνως το ομολογεί ο κάθε ευρωπαϊκός ουμανισμός»45. Υπ' αυτή την έννοια κατανοείται η θέση πως ο ουμανιστικός Χριστιανισμός αποτελεί την πιο αποφασιστική διαμαρτυρία εναντίον του Θεανθρώπου και της αξιολογίας και κριτηριολογίας Του46. Το μέγεθος της βατικανείου αυτής πτώσεως δεν είναι διόλου μικρό.
«Εις την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους υπάρχουν τρεις κυρίως πτώσεις: του Αδάμ, του Ιούδα, του πάπα. Η ουσία της πτώσεως εις την αμαρτίαν είναι πάντοτε η ιδία: το να θέλη κανείς να γίνη καλός διά του εαυτού του». έτσι όμως εξισώνεται ο άνθρωπος με τον Διάβολο, ο οποίος θέλησε και αυτός να γίνει θεός διά του εαυτού του. Η ουσία της αμαρτίας συνίσταται σ' αυτήν ακριβώς την αλαζονική αυταπάτη. Αυτό είναι η ουσία του ιδίου του Διαβόλου, το να μη θέλει τίποτε έξω απ' αυτόν, αλλά να μένει μόνος του, ερμητικά κλεισμένος έναντι του Θεού47. Η πτώση του πάπα έγκειται στο ότι θέλει να αντικαταστήσει τον Θεάνθρωπο με άνθρω­πο48. Με το δόγμα του αλαθήτου ο πάπας σφετερίσθηκε όλη την εξουσία και τα δικαιώματα που ανήκουν στον Θεάνθρωπο και αυτοανακηρύχθηκε Εκκλησία εν τη παπική εκκλησία, ιδιόμορφος Παντοκράτωρ. γι' αυτό το δόγμα του αλαθήτου του πάπα απέβη το κεντρικό δόγμα του Παπισμού, το οποίο δεν θα αποκηρυχθεί, έως ότου ο πάπας είναι πάπας του ουμανιστικού Παπισμού49. Ο πυρήνας του δόγματος του αλαθή­του του πάπα = του ανθρώπου είναι η αποθεανθρωποίηση του ανθρώπου, πράγμα που επιδιώκουν όλοι οι ουμανισμοί, ακόμη και οι θρησκευτικοί. έτσι επανέρχεται ο άνθρωπος στην ειδωλολατρία, στην πολυθεΐα, στον διπλό, φυσικό και πνευματικό, θάνατο. Απομακρυνόμενος από τον Θεάνθρωπο ο κάθε ουμανισμός μετατρέπεται σε μηδενισμό50. Με το δόγμα του παπικού αλαθήτου έγινε δόγμα ο ειδωλολατρικός ουμανισμός, διότι έτσι δογματοποιήθηκε η παναξία, το παγκριτήριο του ουμανιστικού πολιτισμού «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος»51. Η σμίκρυση του Χριστιανισμού σε ουμανισμό έχει βέβαια απλοποιήσει τον Χριστιανισμό, ταυτόχρονα, όμως, τον έχει καταστρέψει52.
Η ιδιαιτερότητα του Παπισμού έγκειται στην τόλμη του να αναγάγει σε δόγμα τον σατανικό πόθο του ανθρώπου να αυτοθεωθεί. λέγει ο π. Ιουστίνος ότι θεωρούμενοι από την σκοπιά του αεί ζώντος Θεανθρώπου, του ιστορικού Κυρίου Ιησού, όλοι οι ανθρωπισμοί μοιάζουν με εγκληματικές ουτοπίες, διότι όλοι φονεύουν και εξοντώνουν τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική οντότητα. Το έργο όμως αυτό έχει αναχθεί, με το αλάθητο του πάπα, σε δόγμα53. Το αλάθητο είναι φυσικόν θεανθρώπινον ιδίωμα και φυσική θεανθρώπινη λειτουργία της Εκκλησίας. Με το δόγμα του αλαθήτου ο πάπας κατέλαβε την θέση του Θεανθρώπου. Για την Αληθινή Εκκλησία του Χριστού «... το δόγμα περί του αλαθήτου του πάπα είναι όχι μόνον αίρεσις, αλλά και παναίρεσις. Διότι καμμία άλλη αίρεσις δεν εξηγέρθη τόσο ριζοσπαστικώς και ολοκληρωτικώς κατά του Θεανθρώπου Χριστού και της Εκκλησίας του... το δόγμα αυτό είναι αίρεσις των αιρέσεων, μία άνευ προηγουμένου ανταρσία κατά του Θεανθρώπου Χριστού... η πλέον φρικτή εξορία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού από της γης... νέα προδοσία, νέα σταύρωσις του Κυρίου, μόνον ουχί επί του ξυλίνου, αλλ' επί του χρυσού σταυρού του παπικού ουμανισμού. Και ταύτα πάντα είναι κόλασις, κόλασις διά το άθλιον γήινον ον, που λέγεται άνθρωπος»54. Η στροφή προς τον ουμανισμό είναι η ατμόσφαιρα εντός της οποίας ζη και προς την οποία στρέφεται η ανθρώπινη πεπτωκυία φύση. Η Ορθόδοξος Εκκλησία, όμως, ποτέ δεν δογματοποίησε οποιονδήποτε ουμανισμό. η τραγωδία της δυτικής χριστιανωσύνης αντιθέτως έγκειται στο ότι προσπάθησε διορθώνοντας το πρόσωπο του Θεανθρώπου ή και αρνούμενη αυτό να εισαγάγει τον δαιμονισμένο ουμανισμό και μάλιστα στην καρδιά της Εκκλησίας, η οποία έχει ως σκοπό την καταπολέμηση του ουμανισμού. «Είναι φοβερόν και μόνον να σκεφθή κανείς πόσον μάλλον να ειπή, ότι κατ' αυτόν τον τρόπον το μοναδικόν "εργαστήριον της σωτηρίας" εις τον κόσμον τούτον μεταβάλλεται βαθμηδόν εις δαιμονοποιημένον "εργαστήριον" εκβιασμού ανθρωπίνων συνειδήσεων και απανθρωπίας... Η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία ουδέν δηλητήριον, ουδεμίαν αμαρτίαν, ουδένα ουμανισμόν, ουδέν επίγειον κοινωνικόν σύστημα ανεκήρυξεν εις δόγμα»55.
Τα πράγματα, λοιπόν, είναι τελείως διαφορετικά στην Ορθόδοξη Εκκλησία: «Ποία είναι η ουσία της Ορθοδοξίας; - Ο Θεάνθρωπος Χριστός-... Παντού ο Θεός έχει την πρώτην θέσιν και ο άνθρωπος την δευτέραν. ο Θεός οδηγεί, ο άνθρωπος οδηγείται. ο Θεός ενεργεί, ο άνθρωπος συνεργεί»56. Οι ορθόδοξοι δεν κηρύττουν ποτέ τον εαυτό τους. ποτέ δεν καυχώνται για τον άνθρωπο. ποτέ δεν ειδωλοποιούν τον ανθρω­πισμό57. Η Προσωπικότητα του Θεανθρώπου, μέσα στην θεαν­δρική τελειότητά της είναι αιωνίως καινούργια και νεανική, γι' αυτό δεν μπορεί ούτε να ανταλλάσσεται ούτε να αντικαθίσταται. Ο αγώνας για τον Θεάνθρωπο είναι αγώνας για τον άνθρωπο. όχι οι ουμανιστές, αλλά οι άνθρωποι της θεανθρώπινης πίστης αγωνίζονται για τον αληθινό άνθρωπο, τον θεοειδή και χριστοειδή58. Οι ορθόδοξοι άνθρωποι είναι συνεργοί και μόνο του Αγίου Πνεύματος, συνεργοί οι οποίοι με την προσευχή ακούν τί το Πνεύμα λαλεί, οι οποίοι συνεχώς ποιούν εκείνο που θέλει το Πνεύμα, οι οποίοι ελέγχουν τις σκέψεις και τα λόγια τους συνεχώς διά του Πνεύματος59.
Ο Προτεσταντισμός εμφανίζεται ως διαμαρτυρία εναντίον της παπικής εκκλησίας. Ο Γέρων Ιουστίνος είναι πεπεισμένος ότι ο ίδιος ο Παπισμός αποτελεί τον πρώτο Προτεσταντισμό (διαμαρτύρηση): «Και πράγματι, η πρώτη ριζική διαμαρτυρία εναντίον της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας πρέπει να αναζητηθή εις τον παπισμόν, ουχί εις τον λουθηρανισμόν. Και εις αυτήν την διαμαρτυρίαν (protest) έγκειται ο πρώτος προτεσταντισμός». Με το δόγμα του αλαθήτου ο πάπας ανακηρύχθηκε ανώτερος όχι μόνον του ανθρώπου, αλλά και των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων. με τέτοια αποστασία ο πάπας υπερέβη και τον Λούθηρο, τον δημιουργό του προτεσταντικού μινιμαλισμού. οι προτεστάντες απλώς αποδέχθηκαν το δόγμα του αλαθήτου και το ανέπτυξαν σε τρομερές διαστάσεις και λεπτομέρειες. κάθε προτεστάντης γίνεται αλάθητος στα ζητήματα πίστεως, κατά το παράδειγμα του αλαθήτου ανθρώπου της Ρώμης. Ο Προτεσταντισμός είναι λοιπόν ένας Παπισμός εφαρμοσμένος και ταυτόχρονα εκλαϊκευμένος. του λείπουν η μυστική διάσταση, η αυθεντία και η εξουσία60. Ως πιστό τέκνο του Παπισμού ο Προτεσταντισμός πέφτει λόγω της ορθολογιστικής σχολαστικής του δια μέσου των αιώνων από την μία αίρεση στην άλλη και πνίγεται στα διάφορα δηλητήρια των αιρετικών πλανών του. «Η παπιστική υψηλοφροσύνη και η "αλά­θητος" αφροσύνη βασιλεύει απολυταρχικώς και ερημώνει τας ψυχάς των πιστών του». Ο Οικουμενισμός είναι κοινό όνομα για όλους τους ψευδοχριστιανισμούς, για τις ψευδοεκκλησίες της Δυτικής Ευρώπης. Μέσα στον Οικουμενισμό βρίσκεται η καρδιά όλων των ευρωπαϊκών ουμανισμών, με κέντρο τον Παπισμό61.
Μόνη λύση είναι η μετάνοια. όπως για κάθε αμαρτία, έτσι και για την «παναμαρτία» του Παπισμού, η οποία περιέχεται εις το αλαζονικό δόγμα περί του αλα­θήτου του πάπα, και για τις αμαρτίες των ουμανισμών σωτηρία προσφέρει μόνο η μετάνοια, η οποία μπορεί να μεταμορφώσει τον «αλάθητο» ευρωπαίο ουμανιστικό άνθρωπο και να τον σώσει από κάθε αμαρτία, κάθε κακό, κάθε κόλαση, κάθε Διάβολο, κάθε ουμανιστικό ορθολογισμό62. «Εις το ουμανιστικόν πάνθεον της Ευρώπης όλοι οι θεοί είναι νεκροί, με επί κεφαλής τον ευρωπαϊκόν Δία. Νεκροί, έως ότου εις την μαραμένην καρδίαν των ανατείλη η μέχρι τελείας αυταπαρνήσεως μετάνοια, με τας αστραπάς και τας οδύνας της του Γολγοθά, με τους αναστασίμους σεισμούς και τας μεταμορφώσεις της, με τας καρποφόρους της θύελλας και αναλήψεις. Και τότε; Τότε θα είναι ατελείωτοι αι δοξολογίαι των προς τον αεί ζωοποιόν και θαυματουργόν Θεάνθρωπον, τον όντως μόνον Φιλάνθρωπον εις όλους τους κόσμους»63.
3. Λευκή Δαιμονία η Ευρώπη
Επισφραγίζοντας τα λεγόμενά του για τον ανθρωπιστικό Οικουμενισμό, ο Γέρων Ιουστίνος παραθέτει αυτούσια μερικά λόγια του ομολογητού επισκόπου Αχρίδος και Ζίτσης Νικολάου64 σχετικά με την πνευματική κατάσταση της Ευρώπης κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. μερικά εξ αυτών, σχετιζόμενα με το θέμα μας, παραθέτουμε αυτούσια.
»Τί είναι η Ευρώπη; Είναι η επιθυμία και πόθος της εξουσίας και της ηδονής και η γνώσις. Αμφότερα ανθρώπινα: η ανθρωπίνη επιθυμία και πόθος και η ανθρωπίνη γνώσις. Και τα δύο προσωποποιούνται εις τον πάπαν και εις τον Λούθηρον. Τί είναι λοιπόν η Ευρώπη; Ο πάπας και ο Λούθηρος. Χορτασμέναι αι ανθρώπιναι επθυμίαι εις το έπακρον, και χορτασμένη η ανθρωπίνη γνώσις εις το έπακρον. Ο ευρωπαϊκός πάπας είναι η ανθρωπίνη επιθυμία της εξουσίας. Ο ευρωπαϊκός Λούθηρος, η πείσμων απόφασις του ανθρώπου τα πάντα να εξηγηθούν με τον νουν του.«
»Ο Παπισμός χρησιμοποιεί την πολιτικήν, επειδή μόνον δι' αυτής αποκτά τις την εξουσίαν. Ο Λουθηρανισμός χρησιμοποιεί την φιλοσοφίαν και την επιστήμην, επειδή νομίζει ότι αυτός είναι ο δρόμος δια να αποκτήση τις την σοφίαν. Ούτως, η επιθυμία εκήρυξε τον πόλεμον κατά της γνώσεως και η γνώσις κατά της επι­θυμίας65. Τούτο είναι η Ευρώπη. Εις την εποχήν μας όμως ήλθε μία νέα γενεά Ευρωπαίων, η οποία ενύμφευσε την επιθυμίαν με την γνώσιν και απέρριψε και τον πάπαν και τον Λούθηρον... Η ανθρωπίνη επιθυμία και η ανθρωπίνη σοφία εστεφανώθησαν εις τας ημέρας μας και ούτω συνήφθη γάμος, ο οποίος δεν είναι ούτε ρωμαιοκαθολικός ούτε λουθηρανικός, αλλ' οφθαλμοφανώς και δημοσίως σατανικός. Η σημερινή Ευρώπη δεν είναι πλέον ούτε παπική ούτε λουθηρανική. Είναι υπεράνω και εκτός τούτων. Είναι ολοτελώς επίγειος, χωρίς έστω και τον πόθον να ανεβαίνη εις τον ουρανόν, είτε με το διαβατήριον του αλαθήτου πάπα είτε πάλιν δια της κλίμακος της προτεσταντικής σοφίας. Αρνείται εντελώς το ταξίδιον εκ του κόσμου τούτου. Επιθυμεί να παραμείνη εδώ. Επιθυμεί να είναι ο τάφος της όπου και το λίκνον της. Δεν γνωρίζει περί άλλου κόσμου. Δεν αισθάνεται την ουράνιον ευωδίαν. Δεν βλέπει εις τον ύπνον της τους Αγγέλους και τους Αγίους. Δια την Θεοτόκον δεν θέλει να ακούση. Η ακολασία την στερεώνει εις το μίσος κατά της παρθενίας.«
»Ο βασιλεύς αντίχριστος αποτελεί την αρχήν του ΙΘ' αιώνος. Ο πάπας, αντίχριστος, αποτελεί την μέσην του ιδίου αιώνος. Οι φιλόσοφοι της Ευρώπης, αντίχριστοι (από το φρενοκομείον) αποτελούν το τέλος του αυτού αιώνος: Ναπολέων ο Βοναπάρ­της66, ο Πίος67, ο Νίτσε68. Τρία μοιραία ονόματα των τριών μεγαλυτέρων αρρώστων της κληρονομημένης ασθενείας... Ο καίσαρ, ο ποντίφηξ και ο φιλόσοφος... και μάλιστα όχι εις την αρχαίαν ειδωλολατρικήν Ρώμην, αλλ' εις την καρδίαν της βαπτισμένης Ευρώπης! Δεν είναι αυτοί οι νικηταί, αλλ' οι πλέον νικημένοι. Όταν ο Βοναπάρτης εγέλασεν εμπρός εις τους αγίους ναούς του Κρεμλί­νου69, και όταν ο Πίος ανεκηρύχθη αλάθητος, και όταν ο Νίτσε ανεκοίνωσε δημοσίως την λατρείαν του εις τον Αντίχριστον, τότε εσκοτίσθη ο ήλιος εις τον ουρανόν... Ποιος είναι τότε ο νικητής, αν όχι ο καίσαρ, ο ποντίφηξ και ο φιλόσοφος της αποχριστιανοποιημένης Ευρώπης; Ο νικητής είναι ο χωρικός των Βαλκανίων και ο Ρώσος μουζίκος70. Ποίος ήταν ο πλέον άγνωστος και ασήμαντος και μικρότερος κατά τον ΙΘ' αιώνα, τον αιώνα του μεγάλου Ναπολέοντος και του αλαθήτου Πίου και του απροσίτου Νίτσε, ποίος, αν μη ο Ρώσος μουζίκος, προσκυνητής «των Αγίων Τόπων», και ο χωρικός των Βαλκανίων, πολεμιστής εναντίον της ημισελήνου και απελευθερωτής των Βαλκανίων71; Διαβολικόν πεδίον μάχης, διαβολικόν ιερατείον και διαβολική σοφία, τούτο είναι ο καίσαρ, ο πάπας και ο φιλόσοφος του ΙΘ' αιώνος. Ο ορθόδοξος χωρικός των Βαλκανίων παρουσιάζει το τελείως αντίθετον τούτων: πρώτον, τον σταυροφόρον ηρωϊσμόν, δεύ­τερον, το μαρτυρικόν ιερατείον, και τρίτον, την αλιευτικήν αποστολικήν σοφίαν.«
»Εάν θα είχε μείνει η Ευρώπη χριστιανική, θα εκαυχάτο δια τον Χριστόν και όχι για τον πολιτισμόν της. Και οι μεγάλοι λαοί της Ασίας και της Αφρικής, αβάπτιστοι μεν, αλλά με έφεσιν και τάσιν πνευματικήν, θα ηδύναντο να κατανοήσουν τούτο και να το εκτιμήσουν. Διότι και οι λαοί αυτοί καυχώνται έκαστος δια την πίστιν του, δια την θεότητά του, δια τα θρησκευτικά βιβλία του... Μόνον οι λαοί της Ευρώπης δεν καυχώνται δια τον Χριστόν και δια το Ευαγγέλιόν Του, αλλά δια τας επικινδύνους μηχανάς των και τα ευτελή προϊόντα των χειρών των, δηλαδή δια τον πολιτισμόν και την κουλτούραν των. Το αποτέλεσμα αυτής της ευρωπαϊκής αυτοκαυχήσεως με την περιβόητον «κουλτούραν», είναι το μίσος όλων των μη χριστιανικών λαών εναντίον του Χριστού και του Χριστιανισμού. Μισήσαντες το μικρόν εμίσησαν και το πλέον μέγα. Μισήσαντες τα ευρωπαϊκά προϊόντα και τους ανθρώπους, εμίσησαν και τον ευρωπαϊκόν θεόν. Αλλά, αλλοίμονον, αυτό δεν πονά την Ευρώπην, ούτε την στενοχωρεί. Εξ άλλου, η ιδία εμίσησε πρώτη απ' όλους και απέρριψε τον Θεόν της. Εις αυτήν την μη επίζηλον θέσιν έφερε την Ευρώπην η λανθασμένη εξέλιξίς της, υπό την επίδραση μιας λανθασμένης Εκκλησίας, δια μέσου των τελευταίων εννεακοσίων ετών. Δεν ευθύνονται δια τούτο οι λαοί της Ευρώπης. ευθύνην έχουν οι πνευματικοί οδηγοί των λαών. Δεν ευθύνεται το ποίμνιον, αλλ' οι ποιμένες του... Εκτός του Χριστιανισμού η Ευρώπη δεν έχει τίποτε δια να καυχηθή. Χωρίς τον Χριστόν η Ευρώπη είναι ο πτωχότερος επαίτης και ο πλέον αναίσχυντος εκμεταλλευτής του κόσμου τούτου.«
»Οι φίλαρχοι και υπερήφανοι λαοί της Ευρώπης δεν αναγνωρίζουν ποτέ το σφάλμα των. Έχουν χάσει την έννοιαν της αμαρτίας και της μετανοίας. Δια κάθε κα­κόν εις τον κόσμον την ευθύνην έχει άλλος, αυτοί ποτέ. Πώς θα ηδύναντο αυτοί να διαπράξουν αμαρτίαν, αφού εκάθησαν επί του θρόνου του Θεού και ανεκήρυξαν τους εαυτούς των αλαθήτους θεούς! Πρώτον ανεκήρυξε τον εαυ­τόν του αλάθητον ο θρησκευτικός των ηγέτης, ο πάπας. Το παράδειγμά του, και εις πείσμα του72, το ηκολούθησαν οι άρχοντες της Δύσεως και οι βασιλείς. Όλοι ανεκηρύχθησαν αλάθητοι και οι τον Σταυρόν φορούντες και οι την μάχαιραν φέροντες.«
»Τί νομίζετε σεις δια την Ευρώ­πην; Η Αφρική και η Ασία ονομάζουν τους Ευρωπαίους, «λευκούς δαίμονας». Επομένως, θα ηδύναντο να ονομάσουν την Ευρώ­πην: Λευκήν Δαιμονίαν. Θα την ωνόμαζον «Λευκήν», ένεκα του χρώματος του δέρματος, «Δαιμονίαν» δε, ένεκα της μελανότητος της ψυχής της... Ούτως, αδελφοί μου, ανέστη ως βρυκόλαξ εις τας ημέρας μας η σατανική Ρώμη, εκείνη η Ρώμη, προ του μεγάλου Κωνσταντίνου, η οποία εδίωκε με πυρ και μάχαιραν τους Χριστιανούς και ημπόδιζε τον Χριστόν να εισέλθη εις την Ευρώπην. Μόνον ότι η Λευκή δαιμονία έχει πέσει εις βαρυτέραν ασθένειαν από την αρχαίαν Ρώμην. Διότι, εάν η ειδωλολατρική Ρώμη, εβασανίζετο από ένα δαίμονα, η Λευκή Δαιμονία βασανίζεται από επτά πονηρά πνεύματα, δεινότερα από εκείνον τον δαίμονα της Ρώμης. Ιδού λοιπόν η νέα ειδωλολατρική Ρώμη, ιδού νέον μαρτύριον δια τον Χριστιανισμόν. Να ήστε έτοιμοι εις μαρτύριον δια τον Χριστόν εκ μέρους της Λευκής Δαιμονίας73.«
1. Πρόλογος του Καθηγητού Ιωάννη Καρμίρη, εν Αρχιμανδρίτου ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος. Μελετήματα Ορθοδόξου Θεολογίας, έκδ. Αστήρ, Αθήναι 19936, σελ. 3. Εις το εξής ως: Θεάνθρωπος.
2. Πρόλογος του πατρός Θεοκλήτου Διονυσιάτου, εν Αρχιμανδρίτου ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο Οικουμενισμός, έκδ. Ιεράς Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο-Σερβία, σελ. 7.9. Εις το εξής ως Εκκλησία.
Περισσότερα στοιχεία για τον π. Ιουστίνο Πόποβιτς βλ. εν ΑΛΕΞΙΟΥ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, π. Ιουστίνου Πόποβιτς Βίος και Πολιτεία, έκδ. «Διψώ», Πάτρα 1995.
3. Ουμανισμός ή ανθρωπισμός καλείται σύστημα ιδεών, το οποίο, στην πρώτη του μορφή, ταυτίζεται με την ιταλική αναγέννηση του 14ου, υπό τους Πετράρχη, Βοκκάκιο, Ραφαήλ, Μιχαήλ-Άγγελο. Με τον ανθρωπισμό επιδιώχθηκε η απαλλαγή της ανθρωπότητας από την μονομέρεια της παπικής εκκλησιαστικής αγωγής, η απόσειση της αυθεντίας της Εκκλησίας και η στροφή προς τον άνθρωπο. Οι ανθρωπιστές, απομακρυνόμενοι από το υπερβατικό, εστράφησαν στην έρευνα της ανθρωπίνης φύσεως, και επέδειξαν μοναδικό ενδιαφέρον για την μελέτη και προβολή των αρχαίων σοφών, τους οποίους δεν έβλεπαν ως ειδωλολάτρες που έζησαν εν τη πλάνη, αλλ' ως φορείς πολιτισμού μοναδικού, ο οποίος έχει ως σκοπό την εγκόσμια χαρά. Ο ανθρωπισμός προέβαλε έναντι του ασκητισμού τις απολαύσεις της ζωής, έναντι της ταπεινώσεως την ελευθέρως και ολοκλήρως ανεπτυγμένη ανθρώπινη προσωπικότητα. Οι ανθρωπιστές πρέσβευαν την δυνατότητα εναρμονίσεως της χριστιανικής και των αρχαίων κλασσικών παραδόσεων, και την βελτίωση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής του ανθρώπου δια της ευσεβείας αλλά και της λογικής. Βέβαια ανθρωπισμός μπορεί να σημαίνει κάθε φιλοσοφικό ή ηθικό σύστημα το οποίο συγκεντρώνεται γύρω από την έννοια της αξιοπρέπειας και ελευθερίας του ανθρώπου. Είναι φανερό πως ο ουμανισμός βλέπει ως πρότυπο ανθρώπου όχι τον Θεάνθρωπο Χριστό, αλλά τον πεπτωκότα, αμαρτωλό, πλην όμως κοσμικά «μορφωμένο» άνθρωπο. Πρόδρομος του ανθρωπισμού και φίλος του Πετράρχη υπήρξε και ο αιρετικός αντιησυχαστής Βαρλαάμ ο Καλαβρός.
4. Περισσότερα στοιχεία για τους έναντι των Σέρβων Ορθοδόξων διωγμούς και τις σφαγές εκ μέρους των κροατικών S.S. (Ustashi), τόσο το 1945 όσο και το 1991-93, μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΙΕΦΤΙΤΣ, Σέρβοι Νεομάρτυρες στον 20ο αιώνα, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1994. Πρβλ. και ΓΙΑΝΝΗ ΖΕΡΒΟΥ, «Θρησκευτικός πόλεμος κατά της βαλκανικής Ορθοδοξίας», Βαλκάνια και Ορθοδοξία, εκδ. Μήνυμα, Αθήνα 1993, σσ. 54-63, Μητροπολίτου ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΒΙΤΣ, «Το σημερινό δράμα της Σερβίας και η δοκιμασία της Ορθοδοξίας», Βαλκάνια και Ορθοδοξία, εκδ. Μήνυμα, Αθήνα 1993, σσ. 102-116, ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Έλληνες και Σέρβοι, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1996, σσ. 93-103, ΑΛΕΞΙΟΥ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, Ο Νεομάρτυρας Πλάτων, Επίσκοπος Μπανιαλούκα, εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Αθήνα 1996.
5. Αρειανισμός ονομάζεται η διδασκαλία η οποία εμφανίζεται στο πρόσωπο του πρεσβυτέρου της Αλεξανδρείας Αρείου, το 318 μ.Χ. Την διδασκαλία του Αρείου, η οποία συνοψίζεται κυρίως στο ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού και Χριστός δεν είναι Θεός, αλλά μόνον το ανώτερο κτίσμα (δημιούργημα), κατεδίκασε η Α' Οικουμενική Σύνοδος (Μάιος 325 μ.Χ.), υποστηρίζοντας την εκκλησιαστική πίστη πως ο Υιός είναι της ιδίας φύσεως - ουσίας με τον Πατέρα («ομοούσιος τω Πατρί»), και συνεπώς Θεός.
6. Ματθ. 4, 1-11. Λουκ. 4, 1-13.
7. Θεάνθρωπος, σελ. 133 ε.
8. Θεάνθρωπος, σελ. 137.
9. Θεάνθρωπος, σελ. 139.
10. Θεάνθρωπος, σελ. 138.
11. Θεάνθρωπος, σελ. 136.
12. Θεάνθρωπος, σελ. 142.
13. Θεάνθρωπος, σελ. 140-142.
14. Σχετικοκρατία ή σχετικισμός (relativismus): κατά την ειδική έννοια σχετικοκρατία ονομάζεται η θεωρία που διατείνεται πως δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια, ανεξάρτητη από πρόσωπα, τόπο, χρόνο κ.ά. Η αλήθεια της σχετικοκρατίας μεταβάλλεται σύμφωνα με την εποχή, την κοινωνία, τον πολιτισμό κ.ά. παράγοντες. Κύριοι εκπρόσωποι της σχετικοκρατίας στην αρχαιότητα υπήρξαν οι σοφιστές, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι μέτρο για την αξιολόγηση όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος («πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος») και οι σκεπτικοί. Η ηθική σχετικοκρατία αρνείται την ύπαρξη απολύτων ηθικών αξιών και γενικώς ισχυόντων ηθικών κανόνων.
15. Θεάνθρωπος, σελ. 142.
16. «Όλων των πραγμάτων κριτήριο είναι ο άνθρωπος». το προαναφερθέν αξίωμα των αρχαίων σοφιστών. Οι σοφιστές προσάρμοζαν πάντα την αλήθεια σε αυτό που ήθελαν να υποστηρίξουν. Λόγω της τακτικής αυτής δόθηκε το όνομα «σοφιστεία» σε κάθε παραπλανητική και «τραβηγμένη» επιχειρηματολογία.
17. Θεάνθρωπος, σελ. 149 ε.
18. Εκκλησία, σελ. 151.]
19. Θεάνθρωπος, σελ. 107.
20. Αποκ. 21, 8. 20, 14.
21. Θεάνθρωπος, σελ. 149.
22. Θεάνθρωπος, σελ. 155 ε. Βλ. και σελ. 153· «Ο εγωισμός και η φιλαυτία ενηγκαλισμένα εις όλην την αιωνιότητα, δηλαδή η κόλασις. Τοιούτος είναι κατ' ουσίαν και ο ουμανιστικός άνθρωπος: όλος μένει εις τον εαυτόν του, με τον εαυτόν του, δια τον εαυτόν του. πάντοτε πεισμόνως κλειστός έναντι του Θεού».
23. Θεάνθρωπος, σελ. 148.
24. Εκκλησία, σελ. 161.
25. Εκκλησία, σελ. 139.
26. Εκκλησία, σελ. 148 ε.
27. Εκκλησία, σελ. 141.
28. Εκκλησία, σελ. 201 ε.
29. Θεάνθρωπος, σελ. 143.
30. Σχολαστικισμός ή σχολαστική θεολογία: το θεολογικό σύστημα που κυριάρχησε στην παπική Εκκλησία από τον 10ο έως τον 14ο αι. οφείλει το όνομά του στις Σχολές όπου καλλιεργήθηκε, οι οποίες οργανώθηκαν στην Δύση σε παλάτια ηγεμόνων, σε αρχιεπισκοπές και μοναστήρια. Βασικά γνωρίσματα του σχολαστικισμού είναι η κατανόηση και ερμηνεία των θεολογικών αληθειών βάσει της αριστοτελικής φιλοσοφίας και η αντίληψη περί σωτηρίας του ανθρώπου ως «ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης» η οποία προσεβλήθη από την ανθρώπινη αμαρτία. Η φιλοσοφική διαλεκτική μέθοδος υπήρξε αιτία και της εισαγωγής του δόγματος του Filioque («και εκ του Υιού») στο Σύμβολο της Πίστεως από τους δυτικούς. Εισηγητής του σχολαστικισμού θεωρείται ο Άνσελμος Καντερβουρίας. ανάμεσα στους γνωστότερους σχολαστικούς συγκαταλέγονται ο Πέτρος Αβαιλάρδος, ο Πέτρος Λομβαρδός, ο Ιωάννης Βοναβεντούρα, ο Αλβέρτος Μάγνος και ο Θωμάς Ακινάτης. Την σχολαστική θεολογία καταδίκασε η Ορθόδοξη Εκκλησία δια του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, στο πρόσωπο του Βαρλαάμ του Καλαβρού και των άλλων αντιησυχαστών, στα μέσα του 14ου αι. (Συνοδικοί Τόμοι 1341, 1347, 1351).
31. Η Ιερά Εξέταση ιδρύθηκε από τον πάπα Γρηγόριο τον Θ' το 1231, ως ειδικό όργανο για την επισήμανση των αιρετικών, επανδρώθηκε δε κυρίως από Δομινικανούς μοναχούς. Το 1252 ο πάπας Ιννοκέντιος ο Δ' επέτρεψε την ανεξέλεγκτη χρήση βασανιστηρίων από τους ιεροεξεταστές. Το 1478 ιδρύθηκε η ισπανική Ιερά Εξέταση για την δίωξη των Εβραίων, των Μουσουλμάνων και των αιρετικών της Ισπανίας. Η οργάνωση αυτή έδρασε και κατά τους χρόνους της Μεταρρυθμίσεως.
32. Καζουϊστική (από το λατ. casus = περίσταση): Ηθική μέθοδος που αναπτύχθηκε κυρίως στους χρόνους της σχολαστικής θεολογίας και φιλοσοφίας. Η καζουϊστική ηθική ενδιαφέρεται για την εφαρμογή στερεότυπων τρόπων συμπεριφοράς σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Στα χρόνια του σχολαστικισμού κυκλοφόρησαν οι Summae casuum conscientiae, τα πρώτα εγχειρίδια της καζουϊστικής ηθικής, ένα είδος βιβλίου καλής χριστιανικής συμπεριφοράς. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι δυνατό να δίνεται βάρος μεμονωμένα στην εξωτερική συμπεριφορά ανεξαρτήτως της εσωτερικής πνευματικής εργασίας, από την οποία πηγάζουν και την οποία εκφράζουν, παράλληλα δε και ενισχύουν τα εξωτερικά έργα. η μεμονωμένη σημασία στην εξωτερική συμπεριφορά είναι σίγουρο ότι θα οδηγήσει σε φαρισαϊσμό ή σχιζοφρένεια. Κατά τους λόγους του Κυρίου, πρέπει να πλυθεί το εσωτερικό του ποτηρίου για να είναι και το εξωτερικό καθαρό (Ματθ. 23, 26). Άλλωστε η αγιοπνευματική αρετή της διακρίσεως υποδεικνύει στον πνευματικό οδηγό καθενός πιστού τρόπους εφαρμοστέας συμπεριφοράς, που ενδέχεται να διαφέρουν σε περιπτώσεις που απλώς μοιάζουν ανάλογες, ώστε να μην είναι δυνατό να ομαδοποιηθούν επακριβώς οι τρόποι συμπεριφοράς και να κατευθύνονται βάσει ενός βιβλίου.
33. Εκκλησία, σελ. 176-178. Βλ. και Θεάνθρωπος, σελ. 128.
34. Εκκλησία, σελ. 167. Θεάνθρωπος, σελ. 128.
35. Εκκλησία, σελ. 194.
36. Πρβλ. και Εκκλησία, σελ. 167. «Εις τον γυμνόν ανθρωπισμόν της Ευρώπης, ο οποίος έχει θρησκευτικάς ρίζας (το αλάθητον του πάπα, το οποίον εις τον Προτεσταντισμόν εξελίσσεται εις το αλάθητον του κάθε ατόμου), το πρωτείον το απέκτησε το άτομον».
37. Διαφωτισμός: Διαφωτισμό εννοούμε κυρίως το κίνημα των Γάλλων εγκυκλοπαιδιστών του 18ου αι. (Βολταίρου, Ρουσσώ, Μοντεσκιέ, Ντιντερό), το οποίο χαρακτηριζόταν από την εμπιστοσύνη στη φύση του ανθρώπου με κέντρο την λογική και από την πολεμική εναντίον όλων των οργανωμένων κοινωνικών σχημάτων, της επίσημης θρησκείας και των απολυταρχικών πολιτικών συστημάτων.
38. Θετικισμός: επιστημονικό ρεύμα με εισηγητή τον Αύγουστο Κοντ (1798-1857). Κατά τον θετικισμό η επιστήμη είναι ικανή να κατακτήσει τον κόσμο και να απαλλάξει τον άνθρωπο από τις «νηπιακές του παραστάσεις», δηλ. τις θεολογικές και μεταφυσικές του αντιλήψεις.
39. Η Α' Βατικάνειος Σύνοδος (1869-1870), η θεωρουμένη από τους παπικούς ως 20η Οικουμενική, διετύπωσε στις 18 Ιουλίου 1870 το δόγμα σύμφωνα με το οποίο ο πάπας, όταν «από καθέδρας ομιλεί», χάρη στην θεία επιστασία «απολαύει του αλαθήτου» και οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε μεταρρύθμιση από κανένα. Η εισαγωγή του δόγματος αυτού υπήρξε και η αιτία αποσχίσεως πιστών του παπισμού, οι οποίοι απετέλεσαν την Εκκλησία των Παλαιοκαθολικών (Σύνοδος της Ουτρέχτης 1889).
40. Θεάνθρωπος, σελ. 129.
41. Θεάνθρωπος, σελ. 150.
42. Θεάνθρωπος, σελ. 128. Πρβλ. και σελ. 152.
43. Έλαβε χώρα από το 1962 έως 1965. μεταξύ άλλων διεκήρυξε εκ νέου το αλάθητο του παπά.
44. Θεάνθρωπος, σελ. 156 ε.
45. Θεάνθρωπος, σελ. 158.
46. Θεάνθρωπος, σελ. 128.
47. Θεάνθρωπος, σελ. 152.
48. Θεάνθρωπος, σελ. 153.
49. Θεάνθρωπος, σελ. 152.
50. Θεάνθρωπος, σελ. 157.
51. Θεάνθρωπος, σελ. 150.
52. Θεάνθρωπος, σελ. 128.
53. Θεάνθρωπος, σελ. 157.
54. Θεάνθρωπος, σελ. 158 ε.
55. Εκκλησία, σελ. 181-183.
56. Θεάνθρωπος, σελ. 118.
57. Θεάνθρωπος, σελ. 124.
58. Θεάνθρωπος, σελ. 130 ε.
59. Θεάνθρωπος, σελ. 125.
60. Θεάνθρωπος, σελ. 126 ε. Πρβλ. και σελ. 158. «ο παπισμός είναι ο πρώτος προτεσταντισμός, κατά τους λόγους του οραματιστού της αληθείας Χομιάκωφ».
61. Εκκλησία, σελ. 224 ε.
62. Θεάνθρωπος, σελ. 159 ε.
63. Θεάνθρωπος, σελ. 157.
64. Ο Επίσκοπος Αχρίδος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1880-1956), καθηγητής και πνευματικός του Γέροντος Ιουστίνου Πόποβιτς. Κατά την γερμανική κατοχή διετέλεσε κρατούμενος στο Νταχάου, μαζί με τον Πατριάρχη Σερβίας Γαβριήλ και τον Επίσκοπο Δαλματίας Ειρηναίο. Μαζί με τον Γέροντα Ιουστίνο υπήρξε υποστηρικτής του κινήματος των bogomoljaca, των απλών ανθρώπων του λαού που ασκούσαν αυστηρή ασκητική ζωή, η οποία ενισχυόταν από τακτικές επισκέψεις σε μοναστήρια.
65. Εννοεί την διαμαρτύρηση (προτεσταντισμό) εναντίον του παπισμού και την δημιουργία των προτεσταντικών εκκλησιών, με τις μεταρρυθμιστικές ενέργειες των Λουθήρου, Ζβιγγλίου και Καλβίνου κατά τον 16ο αι.
66. Ο γνωστός Γάλλος αυτοκράτωρ Ναπολέων ο Α' (1769-1821).
67. Ο πάπας Πίος ο Θ'. Επί των ημερών του (1846-1878) η Α' Βατικάνειος Σύνοδος (1869-1870), η θεωρουμένη από τους παπικούς ως 20η Οικουμενική, διετύπωσε στις 18 Ιουλίου 1870 το δόγμα του αλαθήτου του πάπα.
68. Φρειδερίκος Νίτσε (1844-1900). Γερμανός φιλόσοφος, υιός προτεστάντου ιερέως. Κατά τον Νίτσε ο άλλος κόσμος είναι μία ψευδαίσθηση. ο άνθρωπος αντί να λατρεύει άλλους θεούς, πρέπει να μεριμνήσει για την δική του ανύψωση σε «υπεράνθρωπο». Ο «υπεράνθρωπος» του Νίτσε είναι ο άνθρωπος ο οποίος φλογίζεται από πάθη, που δεν τα καταπολεμεί, αλλά τα χρησιμοποιεί δημιουργικώς. Ο Νίτσε διεγίνωσκε έχθρα στην καρδιά της χριστιανικής πίστεως. κατ' αυτόν, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί συγκεκριμένη ηθική σε όλους τους ανθρώπους. Το έργο του επηρέασε πολλούς μεταγενεστέρους, ανάμεσα στους οποίους, ο Έρμαν Έσσε, ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο Σίγκμουντ Φρόυντ. Οι Ναζί έκαναν χρήση των θεωριών του και δημοσίευσαν έργα του. Το 1889, ένδεκα χρόνια πριν πεθάνει, ο Νίτσε έπεσε σε παραφροσύνη.
69. Η εισβολή της «Μεγάλης Στρατιάς» του Ναπολέοντος στην Ρωσία άρχισε στις 22 Ιουν. του 1812. η Μόσχα κατελήφθη από τα στρατεύματά του στις 14 Σεπτ. Στις 26 Δεκ. ο Ναπολέων υποχώρησε ηττημένος από την Ρωσία. από τους 610.000 άνδρες του, χάθηκαν στην εκστρατεία υπέρ τους 550.000.
70. Μουζίκος ονομάζεται ο Ρώσος χωρικός.
71. Τα Βαλκάνια απελευθερώθηκαν από την τουρκική κυριαρχία τον 19ο αι. Συγκεκριμένα η Σερβία έγινε πρώτα αυτόνομο κράτος (1830) και έπειτα βασίλειο (1882).
72. Στον λεγόμενο αγώνα «Περί περιβολής» (11ος-12ος αι.) ο παπισμός προσπάθησε να καθιερώσει το δικαίωμα του πάπα να ασκεί εξουσία όχι μόνο στα εκκλησιαστικά, αλλά και στα πολιτικά πράγματα, και να αποτρέψει τις αντίθετες καισαροπαπικές τάσεις του γερμανικού θρόνου.
73. Εκκλησία, σελ. 239, 241, 242-244, 244ε., 249ε., 252ε.
Η τελευταία αυτή φράση - προφητεία του μακαριστού Επισκόπου Αχρίδος, έχει ήδη εν μέρει εκπληρωθεί για τους Σέρβους ορθοδόξους αδελφούς μας της Κροατίας, Κράινα, Βοσνίας και εσχάτως του Κοσσυφοπεδίου. Άρα γε τί ετοιμάζουν και για τους υπολοίπους Ορθοδόξους οι κεφαλές της «Λευκής Δαιμονίας»;
"ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ"
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΤΕΥΧΟΣ 4 . ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1999